Κεφάλαιο 14: Κόκκινα μήλα
Στο προηγούμενο κεφάλαιο:
Ο Χάντερ προχωράει μπροστά, που προς σε μεγάλη μου έκπληξη, το κενό ανάμεσα στα δέντρα είναι σαν ένα αόρατο πλέγμα που τον εξαφανίζει μαζί με εμένα.
Τα πόδια μου ακουμπάνε σε γρασίδι και αφήνω το χέρι του Χάντερ.
Κοιτάω πίσω μου και η πύλη έχει εξαφανιστεί, όπως και το μέρος που ήμασταν πριν.
Στην θέση του, το μόνο που φαίνεται είναι ο νυχτερινός ουρανός με αστέρια τόσο λαμπερά που πρώτη φορά βλέπω στην ζωή μου.
Λίγο πιο μπροστά μου υπάρχει μια ξύλινη πινακίδα με μεγάλα μαύρα γράμματα.
<<ΚΑΛΩΣ ΉΡΘΑΤΕ ΣΤΟ ΓΟΥΛΦΒΙΛ>>
***
"Φόρεσε αυτά."
Τα ρούχα που μου έχει δώσει ο Χάντερ είναι ένα τελείως διαφορετικό στυλ. Μεσαιωνικά θα μπορούσα να τα χαρακτηρίσω.
"Γιατί. Τι έχουν τα ρούχα που φοράω;" Αναφωνώ και κοιτάω μία τον εαυτό μου και μια τον Χάντερ.
"Για να είμαι ειλικρινής, με αυτά τα ρούχα φαίνεται από χιλιόμετρα σαν άνθρωπος και εδώ σε αυτό τον κόσμο, το να έχεις μεγαλώσει ή να έχεις έρθει σε πολύ επαφή με ανθρώπους είναι κάτι που τρομάζει τους κατοίκους."
Τον κοιτάω με απορία.
"Γιατί να φοβούνται τους ανθρώπους; Θέλω να πω ότι είμαστε -ή τουλάχιστον ήμουν-, σαν και εσάς απλά χωρίς δυνάμεις."
Αντί να απαντήσει στην ερώτηση μου, αφαιρεί το τζάκετ και πάει να βγάλει την μπλούζα του, με αποτελέσματα να γυρίσω γρήγορα.
Παρόλο που έχω γυρίσει, μπορώ να νιώσω το στραβό του χαμόγελο.
"Μπορείς να γυρίσεις τώρα."
Γυρνάω και με αυτά που φοράει μια ερώτηση μου γεννιέται.
"Είμαστε τον Μεσαίωνα ή απλά εσύ έχεις ιδιαίτερο στυλ;"
Μου χαρίζει ένα από τα στραβά του χαμόγελα.
"Πάντα έχω στυλ."
Καθαρίζω τον λαιμό μου.
"Τι; Εντάξει, μπορεί ίσως σε αυτό τον κόσμο να βρισκόμαστε ακόμα στην εποχή του Μεσαίωνα, μιας και ο χρόνος λειτουργεί διαφορετικά εδώ, αλλά τα λόγια μου παραμένουν σωστά."
Απαντάει σαν να κέρδισε σε κάποιον ξακουστό διαγωνισμό.
"Ό,τι πεις. Δεν έχω όρεξη να στο χαλάσω."
Τα χέρια του ακουμπάνε στην μέση του και υιοθετεί ένα παιχνιδιάρικο ύφος.
"Τι εννοείται με αυτό, δεσποινίς Άλις;"
"Εννοώ ότι πολλές φορές γίνεσαι εκνευριστικά σαρκαστικός."
Βάζω το μαύρο λαστιχάκι στο καρπό μου και αφήνω τα μακριά μαλλιά μου κάτω.
"Λεπτομέρειες."
Είναι τόσο περίεργο εδώ που είμαι, να βρίσκομαι σε μια τελείως διαφορετική εποχή. Σε μια εποχή που ήταν πραγματικότητα πριν πολλά χρόνια πίσω. Την Μεσαιωνική.
Ενώ στην Καλιφόρνια ήταν νύχτα, εδώ είναι πρωί.
"Επιστρέφω." Αναφωνώ να κατευθύνομαι λίγα μέτρα πιο μακριά, πίσω από ένα χοντρό κορμό δέντρου.
"Μην αργήσεις!"
"Όχι ρε, θα αργήσω για να σου την σπάσω!"
Τον ακούω να γελάει και τον βλέπω να κάθεται σε έναν μεγάλο βράχο.
Εντάξει, δεν είναι όσο άσχημα περίμενα τα ρούχα. Τελικά όντως έχει καλή αίσθηση του στυλ.
Αλλά φυσικά, δεν υπάρχει περίπτωση να το παραδεχτώ μπροστά του.
Χάντερ POV
Έχουν περάσει ήδη 15 λεπτά και η Άλις ακόμα να εμφανιστεί.
"Άλις! Όλα εντάξει;"
Τίποτα.
Καμία απάντηση.
Πωωω.
"Όλα καλά; Να έρθω ή ακόμα ντύνεσαι; Μην φάω καμία αδέσποτη!"
Ξανά τίποτα.
Παρόλο που δεν μυρίζω κάτι περίεργο ή να ακούω κάτι, πρέπει να ελέγξω.
Τρέχω προς τα εκεί που είχα δει ότι πήγε και προσπαθώ να αγνοήσω την φωνή στο κεφάλι μου.
*Μπορεί να την βρήκαν οι στρατιώτες! Μπορεί να κινδυνεύει!*
"Θίο, αν είναι δυνατόν, σταμάτα. Δεν μπορώ να ακούσω ούτε τις σκέψεις μου! Είμαι σίγουρος ότι είναι μια χαρά."
Απαντάω στον λύκο μου, που όλο μες το άγχος είναι αυτές τις τελευταίες μέρες.
*Μακάρι να έχεις δίκιο.*
Βρίσκομαι εκεί που κανονικά υποτίθεται πως θα ήταν η Άλις, αλλά προς έκπληξη μου δεν υπάρχει τίποτα.
Ούτε Άλις, ούτε τα καινούργια της ρούχα.
Μόνο τα παλιά της, είναι πεταμένα κάτω.
Που πήγε; Η μυρωδιά της έχει εξαφανιστεί για να την εντοπίσω.
Είναι καλά;
Κινδυνεύει;
*Εγώ στα έλεγα!*
"Σταμάτα και εσύ!"
Μα που στην ευχή είσαι πάλι, Άλις;
[.....]
Άλις POV
Το παραδέχομαι πως ότι το να το σκάσω από αυτόν, ενώ βρίσκομαι σε ένα τελείως ξένος μέρος είναι αρκετά ανοησία εκ μέρους μου.
Αλλά το προτιμώ από το να είμαι κοντά του.
Εντάξει, μπορεί να γνωριζόμαστε από μικρά παιδιά, να με έχει βοηθήσει και να με έχει κάνει να νιώσω πράγματα για αυτόν, αλλά...
Που ξέρω όμως πως όλα αυτά, τουλάχιστον στο τέλος, δεν ήταν κάποιο σχέδιο του;
Και έχω αρκετά παραδείγματα να δώσω.
Όπως: Ασημένιο στιλέτο, φυλακισμένη στο σπίτι του, κολάρο που μπορούσε να μου προκαλέσει ηλεκτροπληξία και φωτιά που ήταν σαν παγίδα για να πιάσουν εμένα, ενώ ήταν η αιτία που πέθαναν οι γονείς μου.
Α! Συν το γεγονός πως ο πατέρας του είναι ο Βασιλιάς Μπλακ. Αυτό λέει πολλά από μόνο του.
Επιπλέον, πως έλεγε ότι θέλει να με γυρίσει πίσω, μιας και αυτό είναι η δουλειά του. Αν δεν κάνω λάθος, εννοούσε το κόσμο των Λυκανθρώπων, που εν τέλει το πέτυχε.
Κυνηγημένη μεν, αλλά εδώ.
Τουλάχιστον τώρα είμαι μακριά του, ενώ μπορώ να αρχίσω να ψάχνω για την μάντισσα.
Σταματάω εκεί που βρίσκομαι και από την τσάντα βγάζω τον χάρτη.
Μόνο από την υφή και την όψη του, φαίνεται πως είναι κατασκευασμένος πριν από καιρό.
Το περίεργο είναι πως μυρίζει τριαντάφυλλο.
Λογικά είμαι εδώ, οπότε αν πάω εκεί, τότε μπορώ να βγω από εδώ...
Μα τι παιδεύομαι.
Αφού δεν έχω ιδέα πως να το διαβάζω.
Έχει κάτι περίεργα σύμβολα σαν ρούνους, που δεν ξέρω καν αν σημαίνουν κάτι και αν με βοηθήσουν στο να την βρω.
Πάντως το μόνο που μπορώ να διακρίνω στον χάρτη, είναι μια μικρή ζωγραφιά που θυμίζει χωριό.
Άρα, αν βρω το χωριό ίσως κάτι θα μπορώ να κάνω από εκεί.
Τοποθετώ πάλι τον παλιό χάρτη, μέσα στην δερμάτινη καφέ τσάντα.
Περπατώντας λίγο ακόμα από την μικρή κοιλάδα που βρίσκομαι, ξάφνου αρχίζω και ακούω ομιλίες και να βλέπω πολύ κόσμο.
Το χωριό! Το βρήκα!
Πριν πάω εκεί, καλύτερα να φτιάξω το μαλλί μου να μην φαίνεται ιδιαίτερα.
Στην Καλιφόρνια όταν τα είδαν τα παιδιά στο σχολείο, τους έκανε αρκετή εντύπωση. Και εδώ δεν θέλω να τραβήξω τα βλέμματα πάνω μου.
Αφήνω το λουράκι της τσάντας πάνω σε ένα γερό κλαδί του δέντρου δίπλα μου και αρχίζω να πλέκω τα λευκά μαλλιά μου σε μια πλεξούδα.
Πολύ καλύτερα.
Βάζω την μακριά μαύρη κάπα με κουκούλα πάνω από το λευκό φόρεμα που μου έδωσε ο Χάντερ και τοποθετώ την τσάντα στον ώμο.
Έτοιμη.
[.....]
"Κοστίζει 5 σελίνια κέρματα."
"Βάλτε μου τις δύο πάπιες."
"Τα καλύτερα αχλάδια, μόνο εδώ!"
"Μόνο με 10 σελίνια παίρνετε τρία φεγγαρολούλουδα! Μεγάλη προσφορά! Προλάβετε!"
Άσπρες, μπλε και κόκκινες μικρές σημαίες.
Ωραίες μυρωδιές.
Ενδιαφέρον ενδυμασία.
Πετρόχτιστα σπίτια.
Περπατάω ανάμεσα από τους ξύλινους πάγκους, που το καθένα πουλάει πολλά και διαφορετικά πράγματα.
Μερικά τα έχω ακούσει, μερικά άλλα όχι.
Το καλό είναι ότι μιλάνε την ίδια διάλεκτο με εμένα, οπότε αν χρειαστώ κάτι, μπορώ να συνεννοηθώ.
Το πιο περίεργο δεν είναι τα φαγητά και αυτά που πουλάνε, αλλά τα πλάσματα που υπάρχουν σε αυτή την αγορά που δεν μπορείς να δεις μέχρι που τελειώνει.
Παρόλο που βρίσκομαι στο Γούλφλαντ που θεωρείται ως ο Κόσμος των Λυκανθρώπων, μπροστά μου αντικρίζω και άλλα διαφορετικά είδη.
Όπως νάνους και ξωτικά.
Συγκεκριμένα ένα θηλυκό ξωτικό μου έχει τραβήξει την προσοχή που μιλάει σε έναν έμπορα.
Έχει σκουρόχρωμη επιδερμίδα, μπλε μάτια και φοράει ένα πανέμορφο λουλουδάτο λιλά φόρεμα που τονίζει όμορφα την σιλουέτα της.
Είναι μαγευτική.
Γυρνάει να με κοιτάξει και αποστρέφω το βλέμμα μου γρήγορα.
Είμαι από τα λιγότερα διακριτικά άτομα που θα γνωρίσεις.
Συνεχίζω το βήμα μου, για να δω την πανέμορφη αυτή αγορά του χωριού, πριν συνεχίζω το ταξίδι μου για την μάντισσα.
"Σας παρακαλώ! Σταματήστε!"
Μια θηλυκή φωνή ακούγεται καταμήκος από το στενάκι και από τον τόνο της, μπορείς να καταλάβεις ό,τι είναι μικρή σε ηλικία.
"Μη! Σας παρακαλώ!"
Δεν μπορώ να στέκομαι εδώ μόνο και να την ακούω. Πρέπει να την βοηθήσω.
Τρέχω προς τα εκεί που ακούγεται η φωνή του κοριτσιού και λίγο πιο μακριά μου, μπορώ να παρατηρήσω το κοριτσάκι που είναι πλάτη στον πέτρινο τοίχο, κρατώντας γερά ένα μικρό δερμάτινο πουγκί.
Ενώ τρία αλλά αγόρια μεγαλύτερα από εκείνη την έχουν περικυκλώσει και ο ένας από αυτούς έχει βάλει το χέρι του στον τοίχο, εμποδίζοντας την από το να ξεφύγει.
"Δώσε μας τα χρήματα σου και δεν θα σε χτυπήσουμε τόσο."
Νιώθω τον έντονο θυμό μου να ξυπνάει.
Κάνω ένα βήμα μπροστά με σφιγμένες γροθιές κοιτάζοντας τους.
"Αφήστε την ήσυχη!"
Τα αγόρια μαζί με το κορίτσι γυρνάμε να με κοιτάξουν με έκπληξη.
"Είπα, αφήστε την ήσυχη!" Φωνάζω με τον θυμό να είναι εμφανής στην φωνή μου.
Οι δύο από αυτούς σταματάνε να πειράζουν το κορίτσι και τώρα μόνο ο ένας από αυτούς την κρατάει γερά από τον καρπό για να μην φύγει.
Το κοριτσάκι με κοιτάει και ένα δάκρυ κυλάει από το μάγουλο της.
Στα πράσινα της μάτια είναι διαγραμμένο το αίσθημα του καθαρού φόβου.
Φαίνεται ότι ανήκει στο ίδιο είδος με εμένα, αλλά παρόλα αυτά, σε μια τελείως διαφορετική κατηγορία.
Αν και στην ανθρώπινη μορφή φορώντας ένα μπεζ κεντημένο φόρεμα, είναι εμφανή τα καφέ της αυτιά λύκου και η φουντωτή ουρά.
Ένα από τα αγόρια που βρίσκεται γύρω στην ηλικία των δεκατέσσερα, που όπως φαίνεται είναι ο αρχηγός, μυρίζει τον αέρα και αναφωνεί.
"Βρωμάς ανθρωπίλας."
Ξαφνιάζομαι με αυτή του την πρόταση.
"Πως;"
"Εκτός από κουφή είσαι και χαζή; Είπα πως βρωμάς σαν άνθρωπος."
Μάλιστα.
Δεν περίμενα ποτέ στα χρονικά, πως κάποιος θα μου έλεγε κάτι τέτοιο. Πόσο μάλλον μικρά παιδάκια.
"Μάζεψε την γλώσσα σου και άσε το κορίτσι να φύγει. Αμέσως τώρα."
Χαμογελάει στραβά.
Δεν περίμενε αυτή την απάντηση.
Κάνει και αυτός ένα βήμα μπροστά και τα άλλα αγόρια παρατηρούν την κάθε του κίνηση.
"Αλλιώς τι; Τι θα κάνεις; Μπορεί να είσαι πιο μεγάλη από εμάς και ίσως πιο δυνατή, αλλά έχεις την δυνατότητα να τα βάλεις με τρία άτομα ταυτόχρονα;"
Εντάξει...
Δεν το φανταζόμουν πως θα κατέληγε σε μάχη.
3 εναντίον 1.
Μπορεί να είμαι πιο δυνατή, αλλά από την άλλη αυτοί είναι περισσότεροι αριθμητικά και σίγουρα θα γνωρίζουν όλους τους δρόμους και τους διεξόδους.
Κάτι που εγώ δεν έχω την παραμικρή ιδέα.
"Θα τελειώσουμε πρώτα με εσένα και στην συνέχεια θα ασχοληθούμε με αυτό εδώ το βδέλυγμα."
Κοιτάει το κορίτσι που έχει ζαρώσει από τον φόβο.
Νιώθω το θυμό μου να γίνεται ολοένα και πιο έντονος.
Πόσο κομπλεξικός παίζει να είσαι όταν τα βάζεις με ένα άτομο που είναι μικρότερο, τόσο στην ηλικία όσο και στο μέγεθος; Ενώ τους κοροϊδεύεις για την εμφάνιση τους που δεν μπορούν να αλλάξουν;
Αυτά είναι τα πραγματικά βδελύγματα.
"Φοβάσαι;"
Ρωτάει με την ειρωνεία να είναι εμφανή στην φωνή του.
"Φυσικά και όχι."
Απαντάω όσο πιο πιστευτά γίνεται.
"Φύγετε! Αν θέλετε να ζήσετε."
Μια ξένη φωνή μας κάνει να κοιτάξουμε όλοι πίσω από εμένα.
Ένας νεαρός άντρα που πρώτη φορά βλέπω στη ζωή μου, "μπαίνει" στο παιχνίδι.
Το φως του ηλίου φωτίζει τα ατιμέλητα καστανόξανθα μαλλιά του και τονίζει τα γαλανά του μάτια.
Ενώ με το δεξί του χέρι κρατάει μια δερμάτινη τσάντα με πολλά κόκκινα γυαλιστερά μήλα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top