Κεφάλαιο 1: Η Προφητεία
Γειά σου αγαπητέ αναγνώστη. Ελπίζω να είσαι καλά!
Χαίρομαι που σκέφτηκες να ρίξεις μια ματιά στην ιστορία μου ^_^.
Disclaimer: Αυτή δεν είναι η συνηθισμένη ιστορία με λυκανθρώπους όπου βρίσκονται σε αγέλες και κάνουν reject τα mate τους. Οπότε αν περίμενες αυτό, λυπάμαι που σε απογοητεύω.
Αν πάλι όμως, ψάχνεις κάτι διαφορετικό, κάτι φρέσκο... τότε βρίσκεσαι στο κατάλληλο βιβλίο!
Σε αυτό το βιβλίο θα κινηθούμε ανάμεσα στον κόσμο των ανθρώπων και στον κόσμο του υπερφυσικού. Δύο παράλληλοι κόσμοι, που ο ένας δεν γνωρίζει την ύπαρξη του άλλου.
Έχει προγραμματιστεί να γίνει σειρά βιβλίων. Αυτό είναι το πρώτο, ενώ ύστερα από αυτά θα ανεβάζω και το επόμενο.
Συνολικά θα είναι 2!
Εύχομαι πραγματικά να σου αρέσει η ιστορία της Άλις Σνόου που σιγά σιγά θα ξετυλίγεται σε κάθε Κεφάλαιο!
Οπότε τι περιμένεις;
Ας αρχίζουμε το ταξίδι στον μαγικό αυτό κόσμο!
▪︎▪︎▪︎▪︎
Όλη η πόλη ακόμα κοιμάται, αλλά όχι εγώ. Είναι χαράματα στην Καλιφόρνια και αντί να κοιμάμαι όπως όλοι οι φυσιολογικοί άνθρωποι στα κρεβάτια τους, εγώ κάνω τζόκιν. Έχω βάλει στόχο να αλλάξω την εμφάνιση μου. Ξεκινώντας τώρα.
Σκέφτομαι σοβαρά να αρχίσω να βάζω make up μήπως και οι άλλοι με συμπαθήσουν. Όμως, όπως μου έχει πει η μητέρα μου, οι άνθρωποι δεν κοιτάνε το εξωτερικό, αλλά το εσωτερικό έχει σημασία. Εγώ ξέρω όμως την αλήθεια.
Οι περισσότεροι λένε ότι δεν κοιτάνε την εξωτερική εμφάνιση και παίζει ρόλο μόνο ο χαρακτήρας.
Ψέμα.
Αν αυτό ίσχυε τότε μπορεί να είχα κάνει τουλάχιστον μερικές φίλες.
Μπαίνω μέσα στο πάρκο ώστε να κόψω δρόμο για να πάω πιο γρήγορα σπίτι. Δεν θέλω να δούνε ότι λείπω οι γονείς μου. Έτσι και το ανακαλύψουν, την έχω βάψει. Ο λόγος που δεν τους το είπα είναι απλός.
Θα ήθελαν να έρθουν μαζί μου όπου πηγαίνω όπως πάντα. Δυστυχώς είναι υπερπροστατευτικοί και φοβούνται συνέχεια μην πάθω το παραμικρό.
Κάνω τζόκιν πάνω σε μια μικρή ξύλινη βάση και κοιτάω αριστερά και δεξιά το δάσος που υπάρχει. Πάρα πολλά ψηλά δέντρα καλύπτουν την περισσότερη έκταση του τοπίου και το φως του ηλίου αρχίζει να γίνεται σιγά σιγά όλο και πιο έντονο.
Έχει ακουστεί ότι παλιά υπήρχαν λύκοι σε αυτό το συγκεκριμένο δάσος. Πάντως, τώρα ευτυχώς δεν έχει δει κανένας κάποιον.
Έπειτα από λίγο αφού έχω βγει από το πάρκο λίγα μέτρα πιο μακριά βρίσκεται ένα σχετικά μικρό σπιτάκι. Το σπίτι μου.
Μπαίνω μέσα από την σιδερένια άσπρη πόρτα και μετά από λίγο βρίσκομαι στο κατώφλι του σπιτιού. Ξεκλειδώνω όσο πιο αργά γίνεται και τραβάω απαλά το πόμολο ώστε μην τυχόν προκαλέσει κάποιον θόρυβο.
Κοιτάω μέσα και για καλή μου τύχη δεν είναι κανείς. Κλείνω την πόρτα όσο πιο γρήγορα και αθόρυβα γίνεται, ανεβαίνοντας τις ξύλινες σκάλες και μπαίνω στο δωμάτιο μου.
Δεν χρειάζεται να βάλω πιτζάμες μιας και σε λίγη ώρα θα ξημερώσει. Ανεβαίνω στο ξύλινο άσπρο κρεβάτι μου και σκεπάζομαι με το σεντόνι για να μην φαίνονται τα ρούχα. Τα βλέφαρα μου αρχίζουν να βαραίνουν και ο ύπνος με καλώς ορίζει.
[.....]
"Άλις, κατέβα κάτω να φάμε!" ακούω την μητέρα μου να φωνάζει και αντί να της απαντήσω προτιμώ να αλλάξω πλευρό.
"Άλις, ξέρω ότι με ακούς! Ξέρεις τι φαγητό έχουμε σήμερα; Το αγαπημένο σου! Λαζάνια!"
Μόλις το ακούω αυτό πετάγομαι από το κρεβάτι και αφού φτιάξω λίγο τα μαλλιά μου με μια βούρτσα στο κομοδίνο κατεβαίνω γρήγορα κάτω.
Τι να κάνουμε μια μεγάλη μου αγάπη είναι το φαγητό. Και σε ποιον δεν είναι άλλωστε;
"Ωπ! Κοίτα ποια σηκώθηκε νωρίς νωρίς." Μου λέει ο πατέρας μου αφού έχω κάτσει στο τραπέζι και αφήνει ένα χαχανητό.
"Ναι, καλό μεσημέρι και σε εσένα μπαμπά." του είπα και του χαμογελώ.
Μπροστά μου βρίσκεται ένα πιάτο με ένα κομμάτι λαζάνια. Εγώ αρχίζω να τρώω, ενώ ο πατέρας μου πίνει κόκκινο κρασί και η μητέρα μου βάζει λίγη σαλάτα στο πιάτο της.
Κοιτάω το ρολόι του τοίχου και βλέπω ότι η ώρα είναι 15:00 ακριβώς. Κοιμήθηκα αρκετά, αλλά το χρειαζόμουν.
Αφού τελειώσω βάζω το πιάτο μου και τα μαχαιροπίρουνα στον νεροχύτη και έπειτα χαιρετάω τους γονείς μου και ανεβαίνω στο δωμάτιο μου.
Για να περάσει η ώρα ας δω καμιά ταινία. Λέω να δω μια από τις αγαπημένες μου που όσες φορές και να την βλέπω δεν την βαριέμαι με τίποτα. Ονομάζεται Colombiana.
Αφού έχω βρει την ταινία που θέλω, πατάω το play και αρχίζει.
•~~~•~~~•~~~•~~●~●~●~~•~~~•~~~•~~~•
Κάτω από τον κόσμο των ανθρώπων βρίσκεται καλά κρυμμένος ο κόσμος του υπερφυσικού. Εκεί ζουν κρυμμένα για αιώνες, μακριά από τα αδιάκριτα μάτια του κόσμου ένα σωρό μυθικά πλάσματα. Από μονόκερους και ξωτικά μέχρι γοργόνες και λυκανθρώπους. Τα περισσότερα βασίλεια έχουν ειρήνη μεταξύ τους, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν μερικά που δεν έχουν βάλει σκοπό της ζωή τους να καταστρέψουν το ένα το άλλο.
Δύο από αυτά είναι το Black Kingdom και το Moon Kingdom. Το Black είναι ένα βασίλειο που ο θεός τους είναι η δύναμη και η εξουσία, ενώ το Moon είναι ένα βασίλειο το όποιο λατρεύουν τη θεά του φεγγαριού.
Λένε πως πιο παλιά αυτά τα δύο είχαν πάρα πολύ καλές σχέσεις μεταξύ τους. Μέχρι που μια μέρα η ενός χρονού κόρη του βασιλιά του Moon εξαφανίστηκε μυστηριωδώς. Και βέβαια όλες οι υποψίες έπεσαν πάνω στον βασιλιά του Black, επειδή αυτός ήταν γνωστό ότι ζήλευε την ολοένα και αυξανόμενη δύναμη που αποκτούσε.
Έτσι, μετά από αυτό το περιστατικό ο βασιλιάς Τζον του Black, απέκτησε την δύναμη και την εξουσία που τόσο πολύ ποθούσε μιας και ο εχθρός του βρισκόταν σε άθλια ψυχολογική κατάσταση και δεν μπορούσε για αρκετό χρονικό διάστημα να κυριαρχήσει σωστά.
Ο βασιλιάς Στέφαν του Moon, παρά το συνεχές ψάξιμο που έκανε για να βρει την μονάκριβη κορούλα του, δυστυχώς οι έρευνες δεν βρήκαν κάτι. Όλοι πίστευαν ότι η κόρη του ήταν νεκρή, αλλά αυτό πρόκειται να αλλάξει...
Black Kingdom
Ο μάντης έτρεχε γρήγορα στους διαδρόμους και αρκετές φορές του έπεφταν οι πολλοί πάπυροι που κρατούσε. Έσκυβε να τους μαζέψει και συνέχιζε την πορεία του. Έπρεπε να το πει στο βασιλιά. Έπρεπε να του πει ότι υπάρχει μια προφητεία που αν εκπληρωθεί, τότε θα βάλει ένα τέλος στην βασιλεία του.
Στέκεται έξω από την πόρτα της αίθουσα του θρόνου και περιμένει τους φρουρούς να αναγγείλουν την παρουσία του. Μετά από λίγο, η μεγάλη ξύλινη πόρτα ανοίγει και ο μάντης τρέχει βιαστικά μέσα. Παίρνει μερικές ανάσες και γονατίζει λίγα μέτρα πιο μακριά από τον βασιλιά κρατώντας ακόμα τους πάπυρους του.
"Τι έγινε μάντη και ήρθες τόσο βιαστικά;" τον ρωτάει ο βασιλιάς Τζον και βολεύεται καλύτερα στο χρυσό με κόκκινο θρόνο του.
"Βασιλιά μου, σας έχω τραγικά νέα!" του είπε ο μάντης και τον κοιτάει με άγχος.
"Αφήστε μας!" φωνάζει ο βασιλιάς και όσα άτομα βρισκόντουσαν μέσα όπως πέντε φρουροί και μερικοί μουσικοί φεύγουν, αφήνοντας τους μόνους.
"Για πες μου. Τι είναι το τόσο σοβαρό που δεν μπορεί να περιμένει;"
"Βασιλιά μου, μόλις ανακάλυψα μια προφητεία που υπάρχει για εσάς σύμφωνα με αυτά που είδα και με τους πάπυρους, που όμως δεν είναι καθόλου καλή." Του είπε σοβαρά και αυτό προκάλεσε στον βασιλιά Τζον φόβο.
"Σήκω και έλα κοντά μου να μου πεις."
Ο μάντης σηκώθηκε και ήρθε δίπλα στον βασιλιά όπου είχε ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι.
Ακούμπησε τους πάπυρους του και τους ξετυλίξε έναν έναν. Ο Τζον σηκώθηκε από τον θρόνο του και πλησίασε τον μάντη. Ήταν ψηλός και πολύ λεπτός με κοντά μαύρα μαλλιά και καφέ μάτια. Η χρυσή κορώνα του με τα πολλά πετράδια έδειχνε σε όλους ποιος ήταν ο Βασιλιάς και σε ποιον πρέπει να είναι πιστοί.
"Και τι λέει αυτή η προφητεία;" τον ρωτάει προσπαθώντας να κρύψει τον φόβο που νιώθει.
"Σύμφωνα με την προφητεία, υπάρχει ένα νεαρό κορίτσι γύρω στα δεκαοκτώ που με την μεγάλη δύναμη που κατέχει, θα καταφέρει να βάλει ένα τέλος στην βασιλεία σας και να καταστρέψει όλα όσα έχετε φτιάξει."
Μόλις ακούει αυτά χτυπάει τις γροθιές του στο τραπέζι σπάζοντας το στην μέση.
"Όχι, όχι, όχι! Αυτό είναι καταστροφή! Δεν πρέπει να εκπληρωθεί η προφητεία! Πρέπει να την σταματήσουμε από το να βγει αληθινή. Αρχικά, μήπως ξέρουμε ποιο είναι το κορίτσι;"
Ο Βασιλιάς ρωτάει με θυμό για το τι μπορεί να συμβεί αν δεν σταματήσει έγκαιρα την προφητεία. Για πρώτη φορά νιώθει κάτι που δεν πίστευε ποτέ πως θα έφτανε αυτή η μέρα.
Πραγματικό φόβο.
"Ναι, Βασιλιά μου. Την γνωρίζουμε πολύ καλά και οι δυο μας. Είναι η κόρη του βασιλιά Στέφαν."
"Μα αυτό είναι αδύνατον! Αφού είναι νεκρή." είπε στον μάντη μπερδεμένος.
"Όχι, Βασιλιά μου. Αυτό νομίζαμε όλοι, αλλά αυτό επιβεβαιώνει ακριβώς το αντίθετο! Η κόρη του ζει κάπου μακριά από εδώ. Δυστυχώς όμως, δεν μπορώ να δω που ακριβώς για να σας πω." του είπε γρήγορα μιας και αντιλαμβάνεται ότι έχει γίνει εξωφρενών.
Ο Βασιλιάς Τζον πηγαινοέρχεται αριστερά και δεξιά προσπαθώντας να βρει μια λύση για αυτό το μεγάλο πρόβλημα που προέκυψε, νιώθοντας τον ιδρώτα να κυλάει στο μέτωπο του. Πως γίνεται η κόρη του πιο μισητού του εχθρού, να είναι ζωντανή και μάλιστα να είναι αυτή που μπορεί να τον καταστρέψει;
"Θέλω να αρχίσουν οι έρευνες για το κορίτσι αμέσως. Όταν το βρούνε να το εκτελέσουν αμέσως. Επίσης, να μην μάθει κανείς τίποτε για την προφητεία, αλλά ούτε ότι το κορίτσι είναι ζωντανό. Μπορείς να φύγεις τώρα."
Ο μάντης βγήκε έξω από την αίθουσα του θρόνου, αφήνοντας τον στην ησυχία του, καθώς και στον έντονο θυμό του.
Ο Βασιλιάς ήταν πλέον πολύ ανήσυχος και φοβισμένος όσο και να μην ήθελε να το δείξει ή να το παραδεχτεί. Μιας και γνώριζε ότι αν το κορίτσι που όλοι τον είχαν κατηγορήσει άδικα ότι πήρε, εμφανιστεί στο βασίλειο του τότε όλοι ανεξαιρέτως τους δύο γιούς του, θα τον θεωρήσουν ψεύτη και οι συμμαχίες που είχε δημιουργήσει θα καταστραφούν ολοκληρωτικά όπως και η δύναμη που είχε αποκτήσει.
Έπρεπε να βρεθεί αυτό το κορίτσι το συντομότερο δυνατόν. Έπρεπε να πεθάνει γρήγορα ώστε να μην πραγματοποιηθεί η προφητεία.
Έχει γίνει έξαλλος.
Νιώθει τα μάτια του από το καφέ σκούρο που ήταν, να αλλάζουν σε κίτρινο. Ξέρει πως πρέπει κάπως να ηρεμήσει τον εαυτό του αλλιώς έπειτα από πολύ καιρό θα χάσει τον έλεγχο και θα κάνει κάτι πολύ κακό σε κάποιον. Αλλά μάταια, όσο και να προσπαθούσε δεν γινόταν τίποτα.
Ένιωσε το σώμα του να αλλάζει και ύστερα η ανθρώπινη μορφή του να μετατρέπεται σε λυκίσια. Πλέον, είχε πάρει την μορφή ενός άγριου μεγάλου μαύρου λύκου με κίτρινα τρομακτικά μάτια. Έχοντας χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα, πηδάει με φόρα στο δεξί μεγάλο παράθυρο και το σπάει σε χίλια μικρά κομμάτια.
Οι φρουροί μπαίνουν μέσα μη ξέροντας τι συνέβη και μόλις βλέπουν το τζάμι να έχει σπάσει και τον βασιλιά να μην είναι πουθενά ήδη γνωρίζουν τι έχει συμβεί. Ο Βασιλιάς ήταν εξαγριωμένος και κανένας ούτε οι ίδιοι οι φρουροί δεν ήθελαν να τον αντικρίσουν σε τέτοια κατάσταση. Γιατί οι περισσότεροι που τον βλέπουν έτσι τους ανακαλύπτουν νεκρούς. Το γνωρίζαν αυτό, πολύ καλά όλοι τους.
Ο Βασιλιάς Τζον έχει χάσει κάθε έλεγχο και πλέον ο εξαγριωμένος λύκος του έχει πάρει την θέση του. Τρέχει τόσο γρήγορα που κανένας δεν καταλαβαίνει ότι είναι αυτός.
Μπαίνει μέσα στο δάσος και πηδάει στο αόρατο πλέγμα μεταφέροντας τον στον ανθρώπινο κόσμο. Ξέρει καλά όλο αυτό το συναίσθημα. Υπάρχει μόνο ένας τρόπος για να ηρεμήσει πλέον.
Να σκοτώσει κάποιον.
•~~~•~~~•~~~•~~●~●~●~~•~~~•~~~•~~~•
Η ταινία τελειώνει και αφού μετά παίξω για αρκετή ώρα μερικά παιχνίδια κλείνω τον υπολογιστή. Ωραία ήταν, αλλά βαριέμαι να κάθομαι συνέχεια μέσα στο σπίτι. Είναι η τελευταία μέρα ελευθερίας σήμερα, μιας και αύριο αρχίζει το σχολείο. Κοιτάω το ρολόι του τοίχου και λέει ότι είναι 8:45.
Οι γονείς μου είναι στην εταιρία όπου και δουλεύουν άρα έχω περίπου δύο ώρες μέχρι να γυρίσουν. Τέλεια! Τώρα όμως, τι να κάνω; Θα μπορούσα να πάω για τζόκιν. Ναι, γιατί όχι; Μπορεί να μην λατρεύω το τρέξιμο, αλλά πρέπει να γυμνάζομαι κάπως.
Βάζω τα κλειδιά στην τσέπη μου, το κινητό σε μια μικρή μαύρη τσάντα και τα άσπρα μικρά ακουστικά στα αυτιά μου. Κατεβαίνω τα σκαλιά και αφού ξεκλειδώσω πηγαίνω προς το δασάκι. Επιλέγω ένα απαλό τραγούδι να ακούω και αρχίζω να κάνω τζόκιν πάνω στην μικρή ξύλινη βάση.
Δεν κυκλοφορεί κανένας και σε μερικά σημεία έχει κολώνες με φως. Ευτυχώς, η σημερινή πανσέληνος δίνει αρκετό φως ώστε να βλέπεις που πηγαίνεις. Εκεί που κάνω τζόκιν ακούω έναν θόρυβο που ακούγεται μέχρι και μέσα από το τραγούδι που άκουγα.
Βγάζω γρήγορα τα ακουστικά μου και τα βάζω στην μικρή τσάντα πλάτης που φοράω.
Τότε ακούγεται ένας περίεργος ήχος να προέρχεται από έναν μεγάλο πράσινο θάμνο μπροστά μου. Κάνω βήματα πίσω μη ξέροντας τι είναι αλλά και έχοντας λίγο περιέργεια να μάθω τι είναι. Αυτή τη φορά ακούγεται μέσα από τον θάμνο ένα δυνατό γρύλιζμα.
Δεν κάθομαι να σκεφτώ καν τι είναι και αρχίζω να τρέχω προς την έξοδο. Από πάνω μου πετάγεται κάτι μαύρο και μπροστά μου κόβοντας μου την έξοδο, βρίσκεται ένας μεγάλος μαύρος λύκος με τρομακτικά κίτρινα μάτια.
Όχι, δεν είναι δυνατόν...
Αφού δεν υπάρχουν λύκοι στην Καλιφόρνια. Λατρεύω τους λύκους αλλά αυτός ο συγκεκριμένος με τρομάζει πάρα πολύ. Έχει κάτι πάνω του που φωνάζει κίνδυνος.
Μην έχοντας που αλλού να πάω τρέχω μέσα στο δάσος με την ελπίδα ότι θα με χάσει. Όμως, είναι τόσο γρήγορος και μεγαλόσωμος που χάνω τις ελπίδες μου.
Φωνάζω απεγνωσμένα για βοήθεια ξανά και ξανά, μήπως με ακούσει κάποιος, όμως ήδη ξέρω την αλήθεια.
Το δάσος είναι τόσο βαθύ που κανένας δεν πρόκειται να με βοηθήσει. Το φως της πανσελήνου είναι ευτυχώς δυνατό και μπορώ να δω που πηγαίνω.
Τρέχω ζιγκ ζαγκ ανάμεσα στα ψηλά δέντρα προσπαθώντας όσο μπορώ να μην με πιάσει. Κοιτάω πίσω μου. Βρίσκεται ακριβώς πίσω μου!
Ο λύκος προσπαθεί να με δαγκώσει και το μόνο που πιάνει είναι την τσάντα μου. Την αρπάζει με τα σαγόνια του και την κουνάει στον αέρα αριστερά και δεξιά μαζί με εμένα. Η τσάντα σκίζεται και πετάγομαι και χτυπάω σε ένα δέντρο. Η πλάτη μου πονάει και τα δάκρυα μου έχουν γίνει πλέον σαν χείμαρρος.
Ξέρω ότι δεν θα έχω καλή κατάληξη. Πρέπει όμως να προσπαθήσω όσο και να πονάω. Σηκώνομαι κουτσαίνοντας πια και προσπαθώ να τρέξω.
Ο λύκος στρέφει την προσοχή του από την πλέον διαλυμένη τσάντα και με κοιτάει γρυλίζοντας. Στην προσπάθεια μου να τρέξω, μετά από λίγο, βρίσκομαι να τσουλάω με φόρα πέφτοντας πάνω σε βράχους και σε δέντρα. Τα ρούχα μου έχουν σκιστεί και ο πόνος είναι αβάσταχτος. Όλο μου το σώμα πονάει και έχω παντού πληγές. Τα γόνατα μου έχουν ανοίξει και φρέσκο αίμα κυλάει. Παντού πάνω μου έχω ανοιχτές πληγές και γρατζουνιές.
Αν καταφέρω να γλιτώσω που δεν νομίζω, ξέρω ότι θα πεθάνω από την ανεξέλεγκτη αιμορραγία. Τσουλάω κι άλλο μέχρι που πέφτω πάνω σε μια μικρή λακκούβα με λάσπη. Πονάω τόσο πολύ που δεν μπορώ να τρέξω, όμως αποφασίζω να κρυφτώ σε μια πολύ μικρή σπηλιά.
Κρύβομαι εκεί και περιμένω να φύγει ο λύκος. Κλαψουρίζω από τον πόνο και κλείνω το στόμα μου όσο πιπ γρήγορα μπορώ, ώστε να μην ακούγεται κανένας ήχος, ούτε ψίθυρος. Τον ακούω να τρέχει και να οσφρίζει τον αέρα. Όχι, δεν μπορεί να είναι αυτό το τέλος μου...
Μετά από λίγο δεν ακούγεται απολύτως τίποτα. Νεκρική σιωπή. Κρύβομαι λίγο ακόμα και ύστερα αποφαζίζω να βγάλω το κεφάλι μου να ελέγξω. Μπορεί να έφυγε...
Τότε νιώθω ένα δυνατό πόνο στο πόδι μου και βλέπω τον μαύρο λύκο να με αρπάζει με τα σαγόνια του και να με σέρνει προς μια άγνωστη κατεύθυνση. Προσπαθώ να πιαστώ σε μια ρίζα δέντρου ή σε κάτι. Με σέρνει ακόμα και βλέπω ένα μεγάλο χοντρό κλαδί. Το αρπάζω με την λιγοστή δύναμη που έχω και γυρνάω και τον βαράω στο κεφάλι.
Με αφήνει και κλαψουρίζει.
Πριν προλάβω να κάνω κάτι άλλο, ο μεγάλος μαύρος λύκος με τα τρομακτικά κίτρινα μάτια, μου γρυλίζει και ένα ρίγος με διαπερνά.
Τότε, νιώθω τα δυνατά του σαγόνια να μπαίνουν μέσα στην σάρκα μου ανελέητα και το χέρι μου να πέφτει στο υγρό από υγρασία έδαφος.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top