Το Φινάλε - Μέρος Τρίτο

Αστερούπολη,  6 χρόνια μετά

Στο τεράστιο σπίτι τους που έμοιαζε με κάστρο, στη μεγάλη τους κρεβατοκάμαρα, πλάι στον Τζέρι, ξύπνησε η Μελίντα. Μετά από μια νύχτα αχαλίνωτου πάθους, έπρεπε να κλείσουν για λίγο τα μάτια τους να διαλογιστούν.

Εδώ και έξι χρόνια ήταν παντρεμένοι και μεγάλωναν τον Νίκο ως δικό τους παιδί. Μπορεί να απέτυχαν στο στόχο τους να δημιουργήσουν έναν πανίσχυρο στρατό άγριων ανθρωποφάγων βρικολάκων, όμως κατάφερε τουλάχιστον να τον κάνει δικό της και να αποκτήσει τη ζωή που ποτέ δεν είχε. Μια φυσιολογική ζωή. Και ας μην έπιναν συχνά φρέσκο αίμα. Γενικά προσπαθούσαν οι τρεις τους να κυνηγούν με μέτρο για να μη γίνονται στόχος.

Αφού μαθεύτηκε η παραλίγο απειλή των άγριων βρικολάκων, τα πράγματα είχαν γίνει ανεξέλεγκτα. Θνητοί κυνηγοί βρικολάκων είχαν αρχίσει να οργανώνουν ομάδες με σκοπό να εξοντώνουν όσους βρικόλακες θεωρούσαν επικίνδυνους. Για να αντιμετωπίσουν αυτή τη νέα απειλή του είδους τους, οι αρχαιότεροι βρικόλακες δημιούργησαν ένα συμβούλιο το οποίο θα έλεγχε ποιος μεταμορφωνόταν από εδώ και πέρα και θα έπρεπε να πάρει άδεια πρώτα από αυτούς. Το ίδιο ισχύε και για όσους βρικόλακες ήθελαν να κάνουν παιδιά. Το Συμβούλιο εξόντωνε επίσης όσους βρικόλακες κυνηγούσαν και σκότωναν αλόγιστα αθώους θνητούς. Έτσι, όπως ήταν φυσικό, ο Τζέρι και η Μελίντα έπρεπε να προσέχουν, εκτός από τον ήλιο που έλαμπε τις περισσότερες μέρες του χρόνου σε αυτή την πόλη, τους κυνηγούς βρικολάκων και τους χαφιέδες του συμβουλίου οι οποίοι μπορεί να μαρτυρούσαν τα εγκλήματα τους.

Η Μελίντα σηκώθηκε, φόρεσε τη βυσσινί μεταξωτή της ρόμπα και βγήκε στο διάδρομο του ορόφου. Διέσχισε το ξύλινο πάτωμα και μπήκε στο δωμάτιο του Νίκου, το οποίο ήταν επίσης βασιλικών διαστάσεων. Ο μικρός επίσης κοιμόταν, όμως με την απαλή φωνή της ξύπνησε αμέσως:

"Νίκο... Ξύπνα, γλυκέ μου. Θ' αργήσεις στο σχολείο σου." Του είπε. Εκείνος άνοιξε τα κόκκινα μάτια του και την κοίταξε.

"Ναι, μαμά." Είπε και σηκώθηκε από το υπέρδιπλο κρεβάτι του.

"Ντύσου και κατέβα κάτω." Είπε η Μελίντα και στράφηκε πάλι προς την πόρτα.

"ΟΚ!"

Η Μελίντα επέστρεψε στην κρεβατοκάμαρα της και ετοιμάστηκε για τη δουλειά. Δούλευε σε έναν μεγάλο όμιλο επιχειρήσεων. Φόρεσε ένα κομψότατο ταγέρ με κοντή φούστα και γόβες- πλατφόρμες.

Έπειτα πήγε στο ιδιωτικό μπάνιο του δωματίου, βάφτηκε απαλά και μάζεψε τα μισά μαύρα μαλλιά της ψηλά. Ικανοποιημένη με την αναλλοίωτη απ το χρόνο εικόνα της στον καθρέφτη, κατέβηκε στη μεγαλοπρεπή είσοδο του σπιτιού και από εκεί μπήκε στην κουζίνα που ενωνόταν με μια αψίδα με την τραπεζαρία.

Είχε φούρνο και όλες τις σύγχρονες συσκευές, αν και σπάνια τις χρησιμοποιούσαν. Άνοιξε το ψυγείο και έβγαλε από μέσα μια συσκευασία με αίμα. Αν και το σιχαινόταν, έπρεπε αναγκαστικά να το πίνει για να προλαβαίνει τα χειρότερα.

Πήγε στην τραπεζαρία, κάθισε και άρχισε να πίνει. Μετά από λίγο φάνηκε στην είσοδο της τραπεζαρίας ο Νίκος, ντυμένος και έτοιμος για το σχολείο του.

"Έτοιμος." Είπε.

"Ωραία." Είπε η Μελίντα. Καθώς έπινε και εκείνος το αίμα του της είπε:

"Μαμά, να σε ρωτήσω κάτι; Γιατί να μη μπορώ να βγω έξω στα διαλείμματα, να παίξω με τα άλλα παιδιά;"

"Γιατί εσύ δεν είσαι σαν τα άλλα παιδάκια." Του εξήγησε ήρεμα, αλλά σοβαρά. "Ο ήλιος θα σε κάψει αν μείνεις έξω για πολλή ώρα. Για αυτό πηγαίνεις στο σχολείο σου, μπαίνεις στην τάξη και βγαίνεις μόνο όταν έρχεται η ώρα να σχολάσεις."

"Εντάξει." Είπε ο μικρός και εκείνη την ώρα μπήκε και ο Τζέρι στην κουζίνα, επίσης ντυμένος και με τα μακριά μαλλιά του χτενισμένα άψογα. Της άρεσε το νέο του στυλ και το μήκος αυτό των μαλλιών του. Έμοιαζε όντως με βρικόλακα από άλλες εποχές.

"Καλημέρα, οικογένεια." Είπε.

"Καλημέρα, άντρα μου." Του είπε η Μελίντα και τον κοίταξε γλυκά.

"Καλημέρα, μπαμπά." Είπε και ο Νίκος.

Μια κόρνα ακούστηκε απ έξω.

"Ήρθε το σχολικό μου." Είπε ο Νίκος και σηκώθηκε αμέσως. "Γεια σας." Και έφυγε γρήγορα. Η Μελίντα σηκώθηκε κι εκείνη και πλησίασε τον Τζέρι.

"Φεύγω κι εγώ, αγάπη μου. Πάω στο γραφείο."

"Εντάξει, ομορφιά μου. Θα πάμε για ποτάκι το βράδυ στο μαγαζί;" Ο Τζέρι ήταν ιδιοκτήτης ενός κλαμπ στο κέντρο της πόλης.

"Εννοείται. " του είπε η Μελίντα και τον κοίταξε με νάζι. Ο Τζέρι τη φίλησε για να την αποχαιρετήσει.

"Φεύγω τώρα." Του είπε μετά. "Να προσέχεις το σπίτι."

"Κι εσύ να προσέχεις τον ήλιο." Της είπε ο Τζέρι κι έπειτα την κοίταξε καθώς απομακρυνόταν προς την έξοδο, θαυμάζοντας το τέλειο, δυνατό σώμα της.

Μετά από ένα συνηθισμένο οχτάωρο στη δουλειά, η Μελίντα σχόλασε και πήγε προς την έξοδο της εταιρείας. Φορούσε γυαλιά ηλίου και κρατούσε την ομπρέλα της, για να προστατευτεί έστω και λίγο από τον ήλιο μέχρι να φτάσει στο αυτοκίνητο της. Βγαίνοντας από την πόρτα όμως, είδε να σκάνε στα πόδια της δύο περίεργα, στρογγυλά αντικείμενα. Από μέσα τους βγήκε καπνός και τα μάτια της άρχισαν να καίνε. Έβγαλε μια κραυγή, η ομπρέλα της έπεσε και για λίγο δεν μπορούσε να δει τίποτα. Κατάλαβε ότι της είχαν ρίξει αμπούλες σκόρδου, το οποίο δεν σκότωνε φυσικά τους βρικόλακες, αλλά μπορούσε να τους αποδυναμώσει. Μόλις ο καπνός καθάρισε, είδε γύρω της μια ομάδα θνητών να τη σημαδεύουν με όπλα. Βρυχήθηκε σαν αγρίμι και επιτέθηκε στον πιο κοντινό, την ίδια στιγμή όμως την πυροβόλησαν όλοι μαζί. Οι σφαίρες σίγουρα ήταν και εκείνες από σκόρδο, γιατί ένιωσε μεμιάς ολόκληρο το σώμα της να καίει μέσα- έξω και κραύγαζε από τους πόνους.

"Πιάστε την!" Φώναξε ένας και της έριξαν ένα δίχτυ. Η Μελίντα δεν μπορούσε να αντισταθεί. Είχε χάσει όλες τις δυνάμεις της και έπεσε σχεδόν αναίσθητη κάτω από το δίχτυ.

Ο Τζέρι βρισκόταν μόνος του στο σπίτι και περίμενε τη Μελίντα να γυρίσει, όμως είχε αργήσει λίγο. Όπου να ναι θα επέστρεφε και ο Νίκος απ το σχολείο. 

Η ώρα πέρασε, ο Νίκος γύρισε με το σχολικό, όμως ακόμα η Μελίντα δεν είχε γυρίσει.

"Πού είναι η μαμά;" απόρησε ο μικρός, που είχε συνηθίσει να τη βλέπει ήδη στο σπίτι όταν γυρνούσε απ' το σχολείο.

"Δεν ξέρω." Ο Τζέρι σηκώθηκε. "Θα πάω να τη βρω. Θα είσαι φρόνιμος;"

"Ναι, μπαμπά."

Καθώς ο Τζέρι ντυνόταν, ένα τηλεφώνημα τον διέκοψε. Πήγε σαν καπνός ως το κινητό του και το σήκωσε. Ήταν απόκρυψη:

"Σε λίγη ώρα, η γλυκιά σου γυναίκα θα εκτελεστεί κάτω απ' τις καυτές αχτίνες του ήλιου." του είπε μια άγνωστη, βαριά ανδρική φωνή. "Η σκρόφα θα πληρώσει για όλα τα εγκλήματα που έκανε." και το έκλεισε. Ο Τζέρι έμεινε με το κινητό στο χέρι. Τι να έκανε τώρα; Να πήγαινε να τη σώσει; Θα προλάβαινε; Ήξερε πως υπήρχε ένα μέρος έξω απ' το κέντρο της πόλης όπου γίνονταν τελετές και εκτελέσεις βρικολάκων. Εκεί θα την είχαν πάει. Φόρεσε μαύρα ρούχα, γυαλιά ηλίου και μια κάπα με κουκούλα που κρατούσε για ειδικές περιπτώσεις, η οποία έκρυβε τα μακριά του μαλλιά και θα τον προστάτευε λίγο από τον ήλιο.

Έλεγξε στο δωμάτιο του Νίκου. Ο μικρός καθόταν ήσυχα και έπαιζε με τα παιχνίδια του. Αποφάσισε να μην του πει τίποτα ακόμα. Μπήκε τρέχοντας στο πανάκριβο και γρήγορο αυτοκίνητο του και ξεκίνησε για το μέρος εκείνο. Οδηγώντας, μια περίεργη σκέψη μπήκε στο μυαλό του: αν πέθαινε η Μελίντα, θα ήταν και πάλι ελεύθερος να κάνει ό,τι θέλει. Κατά βάθος δεν ήθελε να προλάβει να τη σώσει.

Ήταν ένας λόφος με θέα σε όλη την πόλη. Το αυτοκίνητο μπορούσε να πάει μέχρι εκεί όπου υπήρχαν σκόρπια μερικά δέντρα. Το άφησε εκεί και βγήκε. Στο βάθος και προς τα πάνω, στην κορυφή του λόφου, διέκρινε κόσμο, πλήθος πολύ που ζητωκραύγαζε. 

Έτρεξε ως εκεί. Το πλήθος φορούσαν όλοι κάπες με κουκούλες παρόμοια με τη δικιά του, ήταν όμως θνητοί όλοι τους και φανατικοί εχθροί των βρικολάκων. Έκανε δρόμο ανάμεσα τους και πέρασε για να βρεθεί στις πρώτες σειρές. Εκεί βρίσκονταν κάτι κάγκελα μπροστά τους και στο βάθος ήταν ένας βράχος, πάνω στον οποίο ήταν δεμένη η Μελίντα με κάτι βαριές αλυσίδες σκόρδου, για να μην μπορεί να δραπετεύσει. Το δέρμα της έκαιγε ήδη και έβγαζε καπνούς, καθώς εκείνη πάλευε με όσες δυνάμεις είχε. Μπροστά της στεκόταν ένας θνητός και μιλούσε στους υπόλοιπους:

"Η ώρα της έφτασε, αδέλφια!" φώναζε με πάθος. "Αυτή η γυναίκα σκότωσε την μητέρα μου και τον αδελφό μου, και ποιος ξέρει πόσους άλλους αθώους θνητούς! Ας την αφήσουμε λοιπόν να γίνει στάχτη στον ήλιο!" Το πλήθος πανηγύρισε πάλι. Όχι όμως και ο Τζέρι. Ο Τζέρι στεκόταν εκεί και την κοιτούσε να παλεύει και να βγάζει κραυγές πόνου και αγωνίας καθώς ο ήλιος την έκαιγε όλο και περισσότερο. Εκείνη τον είδε, τον διέκρινε ανάμεσα στο πλήθος και φώναξε:

"Τζέρι! Βοήθεια!" Ο Τζέρι όμως δεν σκόπευε να τη σώσει. Ξαφνικά θυμήθηκε και αυτός όλα όσα του είχε κάνει. Αρχικά, εκείνη ήταν που τον μεταμόρφωσε και τον έκανε να ζει αιώνια με τύψεις τόσων χρόνων. Αν δεν βρισκόταν αυτή εκείνη την καταραμένη νύχτα στο μοναστήρι, τώρα ο Τζέρι δεν θα υπήρχε, θα είχε πεθάνει και θα βρισκόταν στον Παράδεισο, χωρίς να υποφέρει βαθιά για όσα είχε κάνει. Και το χειρότερο; Εμφανίστηκε δύο αιώνες μετά ξανά, για να τον κάνει υποχείριο της, του έταξε δύναμη και δόξα με αντάλλαγμα να τη βοηθήσει στα σατανικά της σχέδια, όμως το μόνο που κατάφερε ήταν να τον κάνει να σκοτώσει τον ίδιο του τον γιο, να χάσει για πάντα τη γυναίκα που αγαπούσε, για να τον κρατήσει τελικά σκλάβο της για πάντα με τον γάμο τους. Το για πάντα όμως δεν υπήρχε πια για αυτήν. Τώρα η Μελίντα καιγόταν στην πυρά του ήλιου και ο Τζέρι το ευχαριστιόταν.

"Ψόφα όπως σου αξίζει, σκύλα." της είπε σιγανά, όμως ήταν σίγουρος πως εκείνη τον άκουσε.

"ΤΖΕΡΙ!!!" ούρλιαξε με μίσος έπειτα από μια παύση και την ίδια στιγμή άρχισε να διαλύεται σε εκατοντάδες σωματίδια στάχτης και σκόνης. Το πλήθος πανηγύριζε σαν τρελό τώρα. Το μόνο που απέμεινε στο βράχο ήταν οι άδειες αλυσίδες και κάτω, στο έδαφος, οι στάχτες της και μερικά κουρέλια από τα ρούχα της. Τότε ο Τζέρι ένιωσε και το δικό του δέρμα να καίγεται και δεν μπορούσε να μείνει άλλο. Γύρισε απ' την αντίθετη μεριά και άρχισε να τρέχει κάνοντας στην άκρη τον κόσμο σπρώχνοντας τους.

Μόλις χάθηκε πίσω από τα δέντρα, έτρεξε με την υπερφυσική του ταχύτητα ως το αυτοκίνητο. Όταν μπήκε μέσα σε αυτό, ανακουφίστηκε από το κάψιμο. Τα φιμέ του τζάμια τον προστάτευαν πλήρως από την ακτινοβολία. Είχε γλιτώσει, δεν τον κατάλαβαν, όμως τώρα πια αυτός και ο Νίκος δεν ήταν πλέον ασφαλείς. Εφόσον οι κυνηγοί βρικολάκων έπιασαν και εκτέλεσαν τη Μελίντα για όσα είχε κάνει, σύντομα θα έπιαναν και τους ίδιους, και αυτό το μαρτυρούσε το τηλεφώνημα που του είχαν κάνει. Έπρεπε να πάρει τον γιο του και να φύγουν, να πάνε σε κάποιο μέρος όπου θα ήταν ασφαλείς από αυτούς. Όχι στο Γεφυρολιμανο όμως. Κάπου όπου να μην τους ξέρει κανένας.

Έφτασε στο σπίτι και με ιλιγγιώδη ταχύτητα βρέθηκε στην κρεβατοκάμαρα του μικρού. Πήρε ένα σάκο και σε δευτερόλεπτα μέσα τον είχε ετοιμάσει με κάποια ρούχα και όλα τα προσωπικά αντικείμενα του Νίκου.

"Μπαμπά, τι κάνεις; Πού είναι η μαμά;" ρώτησε εκείνος φοβισμένος.

"Πρέπει να φύγουμε." του είπε μόνο.

Έπειτα πήγε στη δική του κρεβατοκάμαρα και έβαλε σε έναν άλλο σάκο τα δικά του υπάρχοντα. Ύστερα κατέβηκε στην κουζίνα και έβαλε μέσα μερικές συσκευασίες αίματος. Ο Νίκος τον ακολούθησε απορημένος και έβαλε το σάκο στον ώμο του.

"Πού θα πάμε; Η μαμά δεν θα έρθει μαζί μας;" τον ρώτησε.

"Η Μελίντα δεν είναι η μάνα σου! Και είναι νεκρή!" του φώναξε εκτός εαυτού ο Τζέρι. Τα κόκκινα μάτια του γυάλιζαν.

"Όχι..." είπε ο μικρός σαστισμένος. "Τι της έκαναν;! Και τι εννοείς δεν είναι η μαμά μου;!" Ήταν η σειρά του να φωνάξει τώρα.

"Την έκαψαν ζωντανή. Την έδεσαν στον ήλιο και την έκαψαν." απάντησε ο Τζέρι, πιο ήρεμα αυτή τη φορά αλλά με συγκρατημένη οργή. "Και αν δεν φύγουμε τώρα, θα κάνουν και σε εμάς το ίδιο! Γι' αυτό άσε τις ερωτήσεις και πάμε στο αυτοκίνητο. Τώρα!" Ο Νίκος τελικά υπάκουσε και ακολούθησε τον πατέρα του τρέχοντας ως το αυτοκίνητο.

Ο Τζέρι οδηγούσε με ιλιγγιώδη ταχύτητα και με την αγωνία και των δύο να έχει φτάσει στην κορυφή. Πέρασε όλους τους μεγάλους δρόμους, τους πλαισιωμένους με φοίνικες και όταν βγήκαν στην Εθνική, ένιωσε επιτέλους ανακούφιση που είχαν φύγει έξω από την πόλη. Πάτησε το γκάζι στο τέρμα, καθώς χωρίς προορισμό εκείνος και ο γιος του, το μοναδικό άτομο που του είχε απομείνει και θα έμενε για πάντα δίπλα του, ξεκινούσαν για μια ακόμα νέα αρχή.

Λίγες ημέρες και νύχτες μετά...

Ο Τζέρι και ο μικρός βρικόλακας Νίκος είχαν εγκατασταθεί στο νέο τους σπιτάκι, σε μια απομονωμένη πόλη βυθισμένη στην ομίχλη. Κατοικούνταν όχι μόνο από βρικόλακες και θνητούς, αλλά επίσης και από άλλα υπερφυσικά πλάσματα, λυκάνθρωπους, νεράιδες και μάγισσες. Εδώ βέβαια, είχαν όλοι έναν κοινό εχθρό: τα ζόμπι, τα οποία ήταν αποκρουστικά τέρατα που κάποτε ήταν άνθρωποι και κάθε νύχτα με πανσέληνο έβγαιναν μέσα από τη γη και επιτίθονταν σε όλους ανεξαιρέτως. Όμως οι κάτοικοι ήταν καλά προετοιμασμένοι και συνηθισμένοι, έτσι κάθε τέτοια νύχτα κλειδαμπάρωναν τα σπίτια τους και έβαζαν ειδικούς φράχτες με ηλεκτρισμό γύρω τους. Οι πιο δυνατοί βέβαια, όπως ο Τζέρι, έδιναν μάχη μαζί τους κάθε τέτοια νύχτα, σκοτώνοντας αρκετά ζόμπι με μεγάλη ευκολία και σώζοντας έτσι την πόλη από μια αποκάλυψη. Ο Τζέρι ένιωθε πως αυτή ήταν η τιμωρία που του άξιζε για όσα είχε κάνει, να είναι καταδικασμένος να πολεμάει με ζόμπι για όλη την αιώνια ζωή του, έτσι ένιωθε κατά κάποιον τρόπο να εξιλεώνεται.

Ένα βράδυ, αρκετές νύχτες πριν την Πανσέληνο, ο Τζέρι καθόταν στο σαλόνι του μικρού τους σπιτιού και διάβαζε ένα βιβλίο. Ο Νίκος τον πλησίασε.

"Μπαμπά;" του είπε.

"Ναι, γιε μου;" Ο Τζέρι πήρε τη ματιά του από τις σελίδες του βιβλίου και την έστρεψε στα κόκκινα μάτια του Νίκου.

"Πριν φύγουμε από την Αστερούπολη , μου είπες ότι η Μελίντα δεν ήταν η μαμά μου. Ήταν αλήθεια;" Ο Τζέρι αναστέναξε. Δεν είχαν μιλήσει καθόλου για αυτό το θέμα από την ημέρα που έφυγαν.

"Ναι. Ήταν αλήθεια." του είπε.

"Και ποια είναι η μαμά μου, τότε;" ρώτησε ο μικρός με παιδική αθωότητα. Ο Τζέρι χαμογέλασε και τον πήρε στην αγκαλιά του. Έφερε στο νου του την εικόνα της Νατάσας και τον άδικο, άνανδρο τρόπο με τον οποίο η Μελίντα με διαταγή του τη σκότωσε. Αυτό δεν ήταν ανάγκη να το μάθει ο Νίκος, μπορούσε όμως να του πει όλα τα όμορφα πράγματα για εκείνη.

"Τη μητέρα σου την έλεγαν Νατάσα." του είπε και ο μικρός βολεύτηκε στην αγκαλιά του σαν να επρόκειτο να ακούσει παραμύθι. "Και θα σου πω την ιστορία της απ' την αρχή." και άρχισε να του λέει την ιστορία της.

ΤΕΛΟΣ

*******

Αυτό ήταν! Μία δύσκολη δουλειά ολοκληρώθηκε! Σας ευχαριστώ όλους όσους διαβάσατε την ιστορία, ψηφίσατε και σχολιάσατε! 

Πώς σας φαίνεται το τέλος; Θα προτιμούσατε να τελειώσει κάπως αλλιώς; Σχολιάστε άφοβα και πείτε μου τη γνώμη σας!! Μέχρι το επόμενο βιβλίο, τα λέμε! 😘😊💖

Υ.Γ: Σκέφτομαι να γράψω ξεχωριστό βιβλίο που θα συνδέεται με το Αργά τη Νύχτα και θα είναι η ιστορία της Ελβίρας αναλυτικά. Ποια εποχή έζησε ως θνητή, πως έγινε βρικόλακας, η γνωριμία της με τον Τζέρι και αλλά πολλά.

Μια άλλη σκέψη είναι να γράψω Αργά τη Νύχτα 2, βάζοντας εκτός από βρικόλακες και αλλά υπερφυσικά όντα. Δεν έχω σκεφτεί πλοκή ακόμα, πάντως σίγουρα θα ξεκινάει από τη γνωριμία του Σίμου και της Γεωργίας η του Σωτήρη και της Ελίζας και θα επικεντρώνεται σε ένα από τα δύο ζευγάρια και στα παιδιά τους, στην επόμενη γενιά δηλαδή 😉

Εσείς τι λέτε; Ποιο από τα δύο θα προτιμούσατε να διαβάσετε; Αλλά προειδοποιώ πως θα αργήσει λίγο, οποίο και αν είναι αυτό!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top