Το Φινάλε- Μέρος Πρώτο

"Επιτέλους, αύριο παντρευόμαστε." Είπε ο Κρις, με ψεύτικο ενθουσιασμό, στην πολύ ανυπόμονη Νατάσα.

"Ναι." Συμφώνησε εκείνη και τον κοίταξε πονηρά. "Ελπίζω να μην την κοπανήσεις πάλι..."

"Αν δεν μάθω για κάποια άλλη απιστία σου..." Της είπε μεταξύ σοβαρού και αστείου. Βρίσκονταν στην κρεβατοκάμαρα τους, σε ένα απ' τα πολλά δωμάτια της βίλας του Τζέρι που ακόμα μύριζε καινούργιο, σε έναν απ τους αχανείς διαδρόμους της. Δεν ήταν απλά μια βίλα, ήταν ένα πραγματικό μέγαρο.

Η Νατάσα κόλλησε το σώμα της στο δικό του και βάλθηκε να τον φιλάει με πάθος σαν να ήθελε να τον κρατήσει δέσμιο της για πάντα. Ήταν άλλη μια φυλακή το κορμί της, μέσα στη μεγάλη φύλακη του Τζέρι. Φυσικά και δεν την είχε συγχωρέσει, φυσικά και προσποιούνταν πως την αγαπούσε. Όμως το σεξ ήταν κάτι άλλο, κάτι που το έκανε όχι αναγκαστικά, αλλά επειδή άρεσε και στον ίδιο. Πότε δεν της το αρνιόταν, όμως απόψε είχε άσχημο προαίσθημα, πως κάτι κακό, κάτι τρομερό θα συνέβαινε.

Έξω ο νυχτερινός ουρανός κρυβόταν από κατάμαυρα σύννεφα, και μπορούσε να ακούσει τα κοράκια που έκραζαν σαν τρέλα ανάμεσα στα δέντρα του κήπου και το δασάκι πίσω από το σπίτι, σημάδι κακού οιωνού. Δεν ήξερε αν η ικανότητα του οφειλόταν στο γεγονός ότι με τόσα χρόνια που υπήρξε βρικόλακας, είχε μάθει πλέον να διαβάζει τα κακά  σημάδια, η ότι απλά ήταν κάτι βαθύτερο, κάτι που και από πριν είχε και βρισκόταν μέσα του θαμμένο καιρό.

Έκανε στην άκρη απαλά τη Νατάσα για να την ξεκολλήσει από πάνω του.

"Τι έπαθες;" τον ρώτησε ενοχλημένη.

"Νατάσα, δεν αισθάνομαι πολύ καλά. Κάτι κακό θα συμβεί απόψε."

"Μάλλον θα εχεις αγχωθεί για αύριο. Έλα, πάμε στο κρεβάτι μας και να δεις ότι θα τα ξεχάσεις όλα." Του είπε με νόημα, όμως ο Κρις δεν της έδωσε σημασία και πήγε προς την πόρτα.

"Πρέπει να βεβαιωθώ ότι η Ελίζα και η Χριστιάνα είναι ασφαλείς στο δωμάτιο τους." Είπε.

"Ω... Έλα τώρα. Αν γίνει το οτιδήποτε, θα το ακούσουμε." Έκανε άλλη μια προσπάθεια η Νατάσα με το γνωστό νάζι της. "Ίσως...Αυτό σε κάνει να νιώσεις καλύτερα...;" είπε και έβγαλε το μπλουζάκι της για να αποκαλύψει τα γυμνά της στήθη. Ο Κρις κοιτάζοντας τα παρασύρθηκε και ξέχασε το κακό προαίσθημα του. Τη φίλησε ξανά και αυτή τη φορά δεν διέκοψε. Δεν κατάφερε να διακόψει, καθώς με πάθος και γρήγορες κινήσεις έβγαλαν και τα υπόλοιπα ρούχα τους και έπεσαν στο κρεβάτι.

Έχασε εντελώς τον έλεγχο και τη ροή του χρόνου, αφού η Νατάσα κουνιόταν ασταμάτητα από πάνω του, με τα βαμμένα κόκκινα μαλλιά της να πέφτουν στους ώμους και στην πλάτη της που ήταν γυρισμένη προς αυτόν, και κάποια στιγμή το φως της Πανσελήνου πέρασε μέσα απ τα πυκνά σύννεφα και έλουσε το αλαβάστρινο δέρμα της... Και τότε, μια φρικτή σκέψη ήρθε στο μυαλό του Κρις και ένιωσε σαν να ξυπνούσε από λήθαργο.

"Σταμάτα." Της είπε.

"Τι;" είπε η Νατάσα, χωρίς να σταματήσει όμως. Ο Κρις ανασήκωσε τον κορμό του και με τα χέρια του την απομάκρυνε από πάνω του.

"Έχει Πανσέληνο απόψε." Είπε καθώς φορούσε το εσώρουχο του.

"Ναι, και;" ρώτησε ενοχλημένη από τη διακοπή η Νατάσα.

"Έχω μια φριχτή υποψία... Εσύ μείνε εδώ. Επιστρέφω αμέσως."

Βγήκε απ το δωμάτιο τρέχοντας και σε δευτερόλεπτα επέστρεψε με βλέμμα ανήσυχο.

"Ο Τζέρι, η Μελίντα ΚΑΙ η Ελίζα λείπουν απ το σπίτι." Της είπε.

"Ναι, όμως, δεν θα τους ακούγαμε αν έφευγαν και την έπαιρναν μαζί τους;"

"Ποιος ξέρει πόσο αθόρυβα μπορεί να την πήραν και να έφυγαν." Ο Κρις άρχισε να ντύνεται βιαστικά.

"Που πας;" τον ρώτησε η Νατάσα.

"Πάω να τους βρω."

"Θα έρθω μαζί σου." Αποφάσισε.

"Ξέχνα το. Πρέπει να προσέχεις τα παιδιά."

"Αφού είναι εδώ και ο Κώστας." Επέμεινε.

"Ένας λόγος παραπάνω για να μείνεις." Προσπάθησε να την πείσει ο Κρις. Είχε ολοκληρώσει το ντύσιμο του και έκανε μια τελευταία προσπάθεια. Δεν ήθελε να τη βάλει σε κίνδυνο, αν όντως συνέβαινε αυτό που φανταζόταν. Θα ήταν η πρώτη που θα σκότωναν.

"Άκου... Σε χρειάζομαι εδώ. Καλύτερα να υπάρχει και ένας κανονικός, ενήλικας βρικόλακας για να βοηθήσει τον Κώστα σε περίπτωση που γίνει κάτι εδώ." Της είπε. Δεν πίστευε βέβαια ότι θα επιτίθονταν στο σπίτι οι βρικόλακες της Μελίντας, αλλά ήταν ο μόνος τρόπος να κάνει τη Νατάσα να νιώσει χρήσιμη για να μείνει πίσω.

"Εντάξει." Συμφώνησε απρόθυμα εκείνη.

"Φεύγω." Είπε μόνο ο Κρις και έτρεξε σαν καπνός.

Βγήκε στο δρόμο και προσπάθησε να πιάσει τη μυρωδιά της Ελίζας στον αέρα, να νιώσει η να ακούσει οτιδήποτε που θα τον οδηγούσε σε εκείνη. Τελικά τη βρήκε, αδύναμη μεν, αλλά του αρκούσε για να ξέρει προς τα που να κατευθυνθεί. Πέρασε από την πλούσια γειτονιά της πόλης όπου ήταν χτισμένες όλες οι βίλες, ενώ βροχή ξεκίνησε να πέφτει και οι μυρωδιές της να τον μπερδεύουν. Έτρεχε και σκεφτόταν. Το πιο πιθανό μέρος να πήγαν την Ελίζα οι Ανθρωποφάγοι για να κάνουν αυτό που σχεδίαζαν ήταν το δάσος. Ήξερε πως υπήρχε ένα αμφιθέατρο κάπου μέσα του, έτσι κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Πέρασε από μια γέφυρα το ποτάμι, όμως καθώς έτρεχε, το αυτί του έπιασε και κάποια άλλα βήματα πίσω του εκτός απ τα δικά του. Σταμάτησε και κοίταξε πίσω του. Βρισκόταν έξω από μια παμπ και τα φώτα της έδειχναν θολά από την ομίχλη και τη βροχή. Τα βήματα πλησίασαν. Όπως το περίμενε, ήταν η Νατάσα, η οποία πάρα τις εντολές του είχε ντυθεί και τον είχε ακολουθήσει.

"Που πας;" τη ρώτησε εκνευρισμένος όταν έφτασε μπροστά του. "Δεν σου είπα να μείνεις σπίτι;"

"Σε παρακαλώ... Άσε με να έρθω μαζί σου. Φοβάμαι." Του είπε εκείνη.

"Καλά, έλα." Της είπε τελικά. Δεν μπορούσε να καθυστερήσει άλλο και ένας τσακωμός μαζί της μπορεί να στοίχιζε αλλά λίγα λεπτά από τη ζωή της Ελίζας.

"Μόνο ακολούθα με χωρίς να μιλάς. Προσπαθώ να ακολουθήσω τη μυρωδιά της Ελίζας και χρειάζομαι αυτοσυγκέντρωση." Και αφού είπε αυτά τα λόγια, συνέχισε να τρέχει και η Νατάσα ξεκίνησε να τον ακολουθά από απόσταση.

Η βροχή έπεφτε καταρρακτωδώς καθώς διέσχιζαν το κέντρο της πόλης, το οποίο ήταν έρημο και σκοτεινό. Εκτός από εκείνη την παμπ που πέρασαν, κανένα άλλο μαγαζί δεν ήταν ανοιχτό. Η Διδυμούπολη δεν είχε νυχτερινή ζωή σαν το Γεφυρολίμανο.

Μετά από πολύ δρόμο ακόμα, ο Κρις σταμάτησε σε ένα σταυροδρόμι. Η Νατάσα σταμάτησε δίπλα του και περίμενε. Είχαν φτάσει στις παρυφές του δάσους έξω από την πόλη και ο Κρις άρχισε να αφουγκράζεται τον κάθε ήχο που διαπερνούσε εκείνον της βροχής που έπεφτε και να οσμίζεται τον αέρα. Τότε άκουσαν και οι δύο μια διαπεραστική κραυγή μέσα από το δάσος, μια κραυγή που ακόμα και ένα ανθρώπινο αυτί θα άκουγε. Η Πανσέληνος έριχνε πάλι το φως της μέσα από τα σύννεφα σε ένα συγκεκριμένο σημείο στο κέντρο περίπου του δάσους.

"Ελίζα..." ψέλλισε με αγωνία ο Κρις. "Από εδώ!" φώναξε στη Νατάσα και άρχισαν να τρέχουν ανάμεσα στα δέντρα και να ακολουθούν το σημείο όπου έπεφτε το φως.

Από ένα σημείο κι έπειτα, τα δέντρα άρχισαν να αραιώνουν. Η βροχή είχε σταματήσει, πέρα από μερικές ψιχάλες που ακόμα έπεφταν, όταν έφτασαν στο Ξέφωτο του Θεάτρου, το παλιό αμφιθέατρο. Είδαν βρικόλακες πολλούς να στέκουν εκεί, όλοι άγριοι με κόκκινα μάτια που τους κοιτούσαν με μίσος. Έκαναν στην άκρη και τους άφησαν να περάσουν, ενώ τους κοιτούσαν απειλητικά και κάποιοι έδειχναν τα δόντια τους. Η Νατάσα άρπαξε το μπράτσο του φοβισμένη. Έφτασαν στο κέντρο του ξέφωτου, που είδαν τον Τζέρι, με τα μάτια του να λάμπουν περισσότερο από ποτέ και τα χείλη του πασαλειμμένα με αίμα. Δίπλα του στεκόταν η Μελίντα και μπροστά του, στο κέντρο ακριβώς του αμφιθεάτρου, πάνω σε έναν βράχο με επίπεδη επιφάνεια, ήταν ξαπλωμένη η ακίνητη μορφή της Ελίζας. Ήταν δεμένη επάνω στο βράχο χειροπόδαρα, ντυμένη μόνο με ένα μακρύ λευκό νυχτικό. Ο Κρις έτρεξε σε εκείνη. Ήταν αναίσθητη και το δέρμα της πολύ λευκό, σαν νεκρή. Έκανε στην άκρη τα βρεγμένα μαύρα μαλλιά της και ο φόβος του επιβεβαιώθηκε: στη βάση του λαιμού της υπήρχε το φρέσκο δάγκωμα από τα δόντια του Τζέρι, από το οποίο ακόμα ανάβλυζε το αίμα της. Ευτυχώς τουλάχιστον, άκουγε ακόμα τον χτύπο της καρδιάς της, έστω και αδύναμο. Ήταν ακόμα ζωντανή.

"Βρε καλώς τους..." άκουσε τη σατανική φωνή του Τζέρι. Τον κοιτάξε και τα μάτια του ήταν σαν δύο χρυσές φωτιές. Η Νατάσα φοβήθηκε ότι θα του όρμησει, και τότε θα τους σκότωναν και τους δύο.

"Τέρας!" Φώναξε ο Κρις. "Τι έκανες στην κόρη μου;!"

"Ξέρεις  πολύ καλά τι της έκανα." Είπε ο Τζέρι και τον πλησίασε αργά με τη Μελίντα να τον ακολουθεί. "Πάντως είναι όντως πολύ νόστιμο το αίμα των Λευκών βρικολάκων." Έγλειψε απολαυστικά τα χείλη του. "Και ειδικά τώρα που το ήπια κάτω από το φως της Πανσελήνου, αν αληθεύει ο θρύλος, θα γίνω ένας πανίσχυρος και παντοδύναμος βρικόλακας, ο ηγέτης όλων αυτών, και θα τους οδηγήσω στη νίκη και στις ένδοξες μέρες που θα έρθουν για το γένος μας!" Γέλασε σατανικά και τότε, είδαν όλοι με έκπληξη μια κόκκινη αύρα να αναβλύζει από πάνω του, σαν να έβγαινε μέσα από το σώμα του, και τα μάτια του έλαμψαν ακόμα πιο πολύ.

"Να το!" Αναφώνησε ο Τζέρι κοιτώντας τα χέρια του. " Το νιώθω! Νιώθω τη δύναμη να κυριεύει όλο μου το είναι! Την υπέρτατη δύναμη του σύμπαντος!" Κοίταξε τη Μελίντα, η οποία, όπως και όλοι οι πιστοί τους υπήκοοι, τον κοιτούσαν εκστασιασμένοι. "Ο θρύλος είναι αληθινός!"

"Δεν το πιστεύω ότι άφησες αυτήν να σου κάνει πλύση εγκεφάλου και να χρησιμοποιήσετε την κόρη μου για κάτι τέτοιο!" Φώναξε πάλι ο Κρις δείχνοντας τη Μελίντα,  ωστόσο ήξερε ότι το να όρμησει ήταν κάτι εντελώς ριψοκίνδυνο αυτή τη στιγμή.

"Έτσι νομίζεις; Πιστεύεις ότι έχω ακόμα μια καλή πλευρά και ότι θα το σταματήσω όλο αυτό; Πόσο αθώος είσαι..." Ο Τζέρι γέλασε ειρωνικά. "Η στιγμή της αλήθειας έφτασε, Κρις. Ω, ναι... Εγώ σκότωσα τη Γιάννα. Το μόνο που ήθελε η κακομοίρα ήταν να γίνει βρικόλακας και εσύ δεν επρόκειτο να την αλλάξεις ποτέ. Για αυτό το ζήτησε από εμένα, με ένα μικρό αντάλλαγμα, φυσικά." Ο Κρις απλά στεκόταν παγωμένος στη θέση του και άκουγε αυτές τις νέες, σοκαριστικές πληροφορίες. "Ήμασταν στην πισίνα και όλοι λείπατε από το σπίτι, οπότε δέχτηκε. Τι αξία είχε να κάνει μια φορά σεξ μαζί μου τη στιγμή που θα  περνούσε όλη την αιωνιότητα μαζί σου; Σίγουρα άξιζε αυτή η θυσία. Άλλωστε δεν ήταν κάτι που δεν είχε ξανακάνει στο παρελθόν... Όταν φιληθήκαμε όμως, θυμήθηκα ξανά όλα αυτά που είχαν συμβεί εξαιτίας της. Που με τρέλανε, με ξελόγιασε, απάτησα τη Βαλεντίνα μαζί της και τέλος μας είδε η Βαλεντίνα στο κρεβάτι, πράγμα το οποίο την οδήγησε στο θάνατο της, για να τα φτιάξει μαζί μου και να με παρατήσει τελικά για σένα προσβάλλοντας με. Ήθελα εκδίκηση, και δεν υπήρχε καλύτερη ευκαιρία. Όμως δεν ήθελα να τη σκοτώσω με το γνωστό τρόπο. Όσο και αν με έλκυε το αίμα της, αν τη δάγκωνα θα βλέπατε εσείς το σημάδι και φυσικά θα κατηγορούσατε εμένα. Έτσι, την έσπρωξα, έπεσε στην πισίνα και έπειτα έβαλα το χέρι μου στο νερό για να κρατήσω το κεφάλι της μέσα. Έτσι η Γιάννα πνίγηκε και όλοι πιστέψατε πως ήταν άτυχημα."

Ο Κρις έφερε ξανά στο μυαλό του τη νεκρή μορφή της Γιάννας, όταν πήγε να την αναγνωρίσει στο νεκροτομείο κι έπειτα το φέρετρο της που κατέβαζαν στον τάφο. Ένιωσε τον θυμό να τον κυριεύει, σε συνδυασμό με εκείνο το αίσθημα της προδοσίας, της απογοήτευσης και της ζήλιας. Και οι δύο τον είχαν προδώσει με το χειρότερο τρόπο. Η Γιάννα για την απιστία της και ο Τζέρι για τη δολοφονία της.

"Έπρεπε να το καταλάβω, κτήνος!" Φώναξε με ασυγκράτητη πλέον οργή.

"Και η γυναικούλα σου όμως δεν σου ήταν και τόσο πιστή! Της άξιζε! Όπως θα αξίζει και σε αυτήν ότι πάθει από εδώ και πέρα!" Έδειξε τη Νατάσα. "Πιάστε την." Διέταξε, και αμέσως δύο μεγαλόσωμοι βρικόλακες την εγκλώβισαν μέσα στα δυνατά τους μπράτσα. Έκανε τεράστιες προσπάθειες να ελευθερωθεί, μάταια όμως.

Ο Τζέρι πλησίασε και πιάνοντας της το πηγούνι την ανάγκασε να τον κοιτάξει.

"Περάσαμε καλά εμείς οι δύο. Συμφωνείς, μπέμπα; Όμως τώρα μου είσαι πλέον άχρηστη."

"Άφησε την!" Φώναξε ο Κρις. "Αυτή δεν φταίει σε τίποτα! Μόνος μου ήθελα να έρθω και με ακολούθησε!"

"Κι όμως, φταίει. " Είπε ο Τζέρι με τη χαρακτηριστική μειλίχια φωνή του. "Ξέχασες τι σου έκανε; Θυμήσου μόνο πως το παιδί που περιμένατε, τελικά δεν είναι δικό σου. Τώρα, πιες το υπόλοιπο αίμα της Ελίζας, να γίνεις κι εσύ ανίκητος και να έρθεις στην ομάδα μας για ένα καλύτερο μέλλον για τους βρικόλακες." Άρπαξε το κεφάλι του και τον κοίταξε στα μάτια. Ο Κρις ένιωσε να υπνωτίζεται, ενώ το σημάδι της μεταμόρφωσης στο λαιμό του έκαιγε ανεξήγητα.

"Έλα να ξαναγίνουμε ανίκητοι, όπως παλιά. Σε διατάζω..." του είπε και η φωνή του ήταν λες και αντήχησε μέσα στο κεφάλι του.

Η Νατάσα είδε με τρόμο τα μάτια του Κρις να γίνονται κόκκινα και έπειτα, σαν να μην έλεγχε τον εαυτό του, άρχισε να πλησιάζει αργά προς το βράχο που ήταν δεμένη η Ελίζα.

"Δεν είναι πια κόρη σου, Κρις." Του έλεγε ο Τζέρι και ο Κρις δεν μπορούσε να σταματήσει. "Είναι απλά ένα γεύμα. Κι εσύ διψάς... Δίψας πολύ!"

"Κρις!" Του φώναξε η Νατάσα. "Σε παρακαλώ, μη! Σου ελέγχει το μυαλό! Απελευθερώσου! Το ξέρω ότι μπορείς!"

Ο Κρις τώρα είχε φτάσει πάνω από το αναίσθητο σώμα της Ελίζας, και ένιωθε μια ακατανίκητη δίψα που μόνο το αίμα της θα έσβηνε. Δεν έλεγχε τον εαυτό του. Έγειρε πάνω απ το λαιμό της...

"Μην το κάνεις, Κρις... Είναι η κόρη σου." Άκουσε τη φωνή της Νατάσας, αλλά ήταν αδύναμη, από το υπερπέραν.

"Μην την ακούς, Χριστόφορε." Άκουσε δυνατά τη φωνή του Τζέρι μέσα στο κεφάλι του. "Εμένα άκου! Πιες της το αίμα! Εγώ είμαι ο αφέντης σου, αυτός που σε μεταμόρφωσε και έχει τη δύναμη να σε ελέγξει τώρα!"

Είναι ο αφέντης μου... Πρέπει να τον υπάκουσω. Και διψάω τόσο πολύ... Είπε μέσα του ο Κρις, και τα δόντια του πλέον απείχαν μόλις λίγα χιλιοστά από την ήδη ανοιχτή πληγή της Ελίζας... Ο Τζέρι γέλασε σατανικά και οι υπήκοοι του άρχισαν να πανηγυρίζουν. Και λίγο πριν τα χείλη του γευτούν το αίμα της, ένα χέρι έπιασε το δικό του, που κρατούσε το κεφάλι της Ελίζας και το ανασήκωνε ελαφρά.

"Αντιστάσου, Κρις. Το ξέρω ότι μπορείς." Άκουσε μια γνώριμη φωνή. Σήκωσε το κεφάλι του και αντικρύσε μπροστά του τη Γιάννα, σαν μέσα σε όνειρο.

"Γιάννα;" Ήταν νέα και όμορφη, όπως τη θυμόταν τότε. Φορούσε ένα κατάλευκο φόρεμα και τα μαύρα μαλλιά της έφταναν αρκετά μακριά, πολύ κάτω από το στήθος της. Τον κοιτάξε μέσα στα μάτια και του χάρισε εκείνο το γλυκό χαμόγελο που τόσο του είχε λείψει... Κοίταξε τριγύρω και τους είδε όλους ακίνητους. Ο χρόνος λες και είχε παγώσει και βρισκόνταν μόνο οι δύο τους.

"Συγχώρεσε με για ότι έκανα." Του είπε. "Ήταν μια απερισκεψία, ήμουν απελπισμένη. Δεν ήθελα να γεράσω... Το μόνο που ήθελα ήταν να είμαστε μαζί για πάντα, χωρίς την απειλή της θνητής μου φύσης να μπαίνει ανάμεσα μας." Ο Κρις χάιδεψε το χέρι της. Φαινόταν αληθινό.

"Γλυκιά μου Γιάννα..." της είπε. "Εγώ θα σε αγαπούσα ακόμα και όταν θα ήσουν γιαγιά και όταν θα πέθαινες, στα βαθιά σου γεράματα, θα ερχόμουν να σε βρω. Όμως σε καταλαβαίνω, και συγχωρώ αυτό το μικρό σου λάθος που έγινε η αιτία να φύγεις νωρίτερα από κοντά μου. Μου φτάνει μόνο που σε ξαναείδα, μετά από τόσα χρόνια, έστω και για λίγο."

"Σ ευχαριστώ." Είπε η Γιάννα. "Τώρα θα μπορέσω να αναπαυθώ επιτέλους. Θα σας προσέχω από εκεί ψηλά." Ο Κρις δεν ήθελε να τελειώσει αυτή η στιγμή, να φύγει και πάλι μακριά του η Γιάννα. Δεν σταματούσε να κοιτάει μέσα στα μάτια της. Του φαινόταν απίστευτο που την ξαναέβλεπε.

"Τι θα κάνω με τον Τζέρι και τη Μελίντα τώρα; Και με το στρατό τους από βρικόλακες;" τη ρώτησε. "Πώς θα τους πολεμήσω μόνος μου για να σώσω την κόρη μας;"

"Δεν θα είσαι μόνος." Του χαμογέλασε πάλι η Γιάννα. "Έρχεται βοήθεια, πίστεψε με. Θα έχετε πολλές απώλειες, αλλά στο τέλος θα νικήσετε." Ο Κρις κοίταξε προς τα κάτω, το ακίνητο σώμα της Ελίζας στο βράχο.

"Και η Ελίζα;" απόρησε. "Ο Τζέρι ελέγχει το μυαλό και το σώμα μου. Δεν θα μπορέσω να αντισταθώ."

"Θα μπορέσεις. Το ξέρω ότι μπορείς. Απλά πίστεψε στον εαυτό σου, στις δυνάμεις σου, και σώσε την κόρη μας. Πριν φύγω, θέλω να σου δώσω κάτι."

Η Γιάννα έγειρε πάνω από τον βράχο και τον φίλησε, και όσο διήρκεσε το φιλί τους, έβλεπε μες στο μυαλό του εικόνες με εκείνη και την κόρη τους, όμορφες στιγμές που είχαν ζήσει μαζί σαν οικογένεια. Είδε την Ελίζα βρέφος, όταν την αντικρύσε για πρώτη φορά στο μαιευτήριο, τα παιχνίδια τους όταν άρχισε να μεγαλώνει, τα πρώτα άγχη της εφηβείας της που τους συμβουλευόταν... Τις είδε να κάνουν μπάνιο χαρούμενες στην πισίνα, απολαμβάνοντας τον ήλιο μια καλοκαιρινή ημέρα, ενώ εκείνος τις παρακολουθούσε χαρούμενος από το ηλιοπροστατευομενο παράθυρο του  πάνω ορόφου.

Σ αγαπώ, Κρις. Και την κόρη μας το ίδιο. Πάντα θα είμαι μαζί σας και θα σας προσέχω, και ας μη με βλέπετε εσείς. Αντίο, αγάπη μου. Άκουσε για μια ακόμα φορά τη φωνή της μέσα του κι έπειτα η μορφή της άρχισε να χάνεται.

Όχι, Τζέρι. Δεν μπορείς να με ελέγξεις. Η αγάπη μου για την Ελίζα είναι πιο δυνατή από τις δικές σου δυνάμεις. Είπε με πίστη μέσα του και αμέσως ένιωσε σαν να ξυπνάει από λήθαργο.

Βρισκόταν ακόμα σκυμμένος πάνω απ το λαιμό της, όμως δεν ένιωθε πια τη δίψα για το αίμα της. Γύρισε προς τον Τζέρι και η Νατάσα είδε με ανακούφιση ότι τα μάτια του είχαν επανέλθει στο χρυσό τους χρώμα.

"Όχι!" Του φώναξε. "Δεν μπορείς να με ελέγξεις και να με κάνεις σαν εσένα!"

"Καλά λοιπόν..." Είπε ο Τζέρι και χαμογέλασε σατανικά. Έδειξε τη Νατάσα.

"Μελίντα, όλη δική σου." Της είπε, και τότε η Μελίντα με ένα αυτάρεσκο βλέμμα πλησίασε τη Νατάσα. Οι φρουροί την κράτησαν ακόμα πιο σφιχτά και άγγιξε απαλά το πρόσωπο της με τα σατανικά της μάτια να την κοιτούν διψασμένα για φόνο.

"Όχι!" Φώναξε ο Κρις και πριν προλάβει να κάνει οτιδήποτε, η Μελίντα γύρισε με δύναμη το κεφάλι της Νατάσας στο πλάι και το ξεκόλλησε από το σβέρκο της. Εκείνο κύλησε ως τα πόδια του Κρις, ενώ οι δύο βρικόλακες που κρατούσαν το υπόλοιπο σώμα της το άφησαν να πέσει άψυχο στο έδαφος. Ο Κρις κοίταξε έντρομος το πρόσωπο της Νατάσας. Τα μάτια της τον κοίταξαν για μια τελευταία φορά και τα χείλη της ψιθύρισαν κάτι σαν Συγγνώμη, έπειτα έγινε στάχτη, πρώτα το κεφάλι και ύστερα το σώμα της.

"Νατάσα!!!" Ακούστηκε μια κραυγή λίγο πάνω απ το ξέφωτο. Γύρισαν όλοι να δουν σε ποιον ανήκε.

Έπειτα είδαν να έρχεται τρέχοντας προς το μέρος τους ο Κώστας, ο ημίαιμος γιος του Τζέρι, ο οποίος είχε προλάβει να δει το χαμό της γυναίκας που κάποτε αγάπησε. Γονατίσε μπροστά στις στάχτες της και έκλαιγε πικρά, κρατώντας στην αγκαλιά του σφιχτά  τα κουρελιασμένα ρούχα της.

"Που βρέθηκε αυτός εδώ;" αναρωτήθηκε ενοχλημένος ο Τζέρι.

"Σ αγαπάω, Νατάσα!" Φώναζε ανάμεσα στους λυγμούς του ο νεαρός. "ΟΧΙΙΙΙ!!!" ούρλιαξε. Ο Κρις είχε μείνει να στέκεται ακίνητος, χωρίς να μπορεί να επιτεθεί γιατί η ήττα του ήταν σίγουρη και αν πέθαινε, σίγουρα θα πέθαινε και η Ελίζα, η θα την άφηναν να μεταμορφωθεί και να κάνει και σε αυτήν η Μελίντα πλύση εγκεφάλου. Η Νατάσα ήταν νεκρή, και η βοήθεια που είχε πει η Γιάννα δεν ερχόταν.

Μήπως τα φαντάστηκα όλα αυτά; σκεφτόταν απελπισμένος. Το μόνο που μπόρεσε να κάνει, ήταν να πλησιάσει τον Κώστα και να βάλει το χέρι του παρηγορητικά στον ώμο του, θέλοντας και ο ίδιος να πενθήσει με τον τρόπο του. Όμως ο νεαρός τον έσπρωξε και κοίταξε με την οργή ζωγραφισμένη στα βιολετιά μάτια του, μια αυτόν και μια τον Τζέρι ο οποίος ακόμα τον κοιτούσε αμίλητος.

"Την αγάπησα πολύ παραπάνω και απ τους δύο σας, τέρατα!" Τους φώναξε.

"Αχ, δεν μπορώ άλλο με τους μελοδραματισμούς και τα κλισέ..." Είπε δήθεν δραματικά ο Τζέρι. "Μελίντα..." Έδειξε τον Κώστα και αμέσως οι δύο σωματώδεις βρικόλακες που κρατούσαν προηγουμένως τη Νατάσα, έπιασαν τώρα εκείνον. Πριν όμως προλάβει να πλησιάσει η Μελίντα, ο Κρις μπήκε ανάμεσα τους και της έδειξε απειλητικά τα δόντια του. Ο Τζέρι γέλασε δυνατά.

"Τι θα κάνεις; Κοίταξε γύρω σου πόσοι είμαστε, Κρις. Θα μας πολεμήσεις μόνος σου;"

"Δεν είναι μόνος του." Ακούστηκε μια γυναικεία φωνή μέσα απ τα δέντρα.

Στράφηκαν όλοι προς τα εκεί, για να δουν δεκάδες χρυσά μάτια, τόσο στην πορτοκαλί απόχρωση οσο και στην κίτρινη, την ολόχρυση που είχαν τα μάτια των καθαρών. Άρχισαν να πλησιάζουν και να περικυκλώνουν τον στρατό της Μελίντας και του Τζέρι. Ήταν ένας στρατός Ζωοφαγων βρικολάκων, ίσος σε αριθμό με εκείνον των αντιπάλων τους. Κάποιοι κρατούσαν σπαθιά, κάποιοι άλλοι είχαν μόνο τις δυνάμεις τους. Φαίνονταν όμως όλοι το ίδιο έτοιμοι να πολεμήσουν. Ανάμεσα τους βγήκε η Βαλεντίνα, ντυμένη στα δερμάτινα, πιο όμορφη και σίγουρη για τον εαυτό της από ποτέ. Ο Κρις την είδε και χαμογέλασε.

"Μαμά;" είπε ο Κώστας με απορία. Δίπλα της ήρθε και στάθηκε ένας άντρας με κόκκινα μαλλιά, τον οποίο η Μελίντα αναγνώρισε αμέσως: ήταν ο Μίλτος, και είχε και αυτός χρυσά μάτια πλέον.

"Εσύ..." Του είπε και τον πλησίασε. "Πως τόλμησες, προδότη;!"

"Ποιος είναι αυτός, γλυκιά μου;" τη ρώτησε ο Τζέρι.

"Είναι ο Μίλτος. Ήταν μαζί μου κάποτε! Πώς μπόρεσες;! Ήμασταν ομάδα κάποτε!"

"Αναθεώρησα τις απόψεις μου, Μελίτα. Η όπως και αν σε λένε..." της είπε αυτός.

"Α, ώστε εσύ είσαι ο μυστικός εραστής με τον οποίο το έσκασε η γυναίκα μου!"

"Ναι, και είμαστε ακόμα μαζί." Είπε η Βαλεντίνα και κοίταξε με λατρεία τον αγαπημένο της. "Και ήρθαμε να σας αποτελειώσουμε και να βάλουμε ένα τέλος στα βρόμικα σχέδια σας, ώστε να μην χαθούν κι άλλες ανθρώπινες ζωές." Κοίταξε τον Κρις. "Μαζεύαμε στρατό από όλη τη χώρα, για αυτό λείπαμε τόσο καιρό. Πριν μέρες, μου εμφανίστηκε σε όραμα η Γιάννα και μου είπε ότι στην επόμενη πανσέληνο,  η Μελίντα και ο Τζέρι θα βάλουν σε εφαρμογή το σχέδιο τους και θα πιουν το αίμα της Eλίζας για να αποκτήσουν ανώτερες δυνάμεις και να μας εξοντώσουν. Συγνώμη που αργήσαμε." Είπε δείχνοντας την Ελίζα.

"Η Γιάννα;" απόρησε ο Τζέρι, όμως κανένας δεν του έλυσε την απορία του.

"Η Ελίζα είναι ακόμα ζωντανή." Είπε ο Κρις. "Δυστυχώς όμως, αναγκαστικά θα πρέπει να μεταμορφωθεί αν κερδίσουμε."

"Όχι. Αν κάνουμε γρήγορα, μπορεί να προλάβουμε να βγάλουμε το δηλητήριο." Ακούστηκε μια άλλη φωνή. Μέσα από το πλήθος ξεπρόβαλε η Ελβίρα, η γιατρός και πρώην φίλη του Τζέρι, και δίπλα της στάθηκε ο Βλαδίμηρος, το πρώην αφεντικό του.

"Δεν το πιστεύω! Ελβίρα; Αφεντικό; Χρόνια και ζαμάνια!" Είπε ο Τζέρι με ψεύτικη χαρά.

"Τι περιμένουμε; Γιατί δεν τους ορμάμε τώρα;" ρώτησε ο Βλαδίμηρος. Ο Τζέρι γέλασε.

"Γιατί η αρχηγός σας φοβάται ότι θα χάσετε, φυσικά!" Είπε. "Παράτα τα, Βαλεντίνα. Είμαστε πιο δυνατοί. Είναι γνωστό ότι το ανθρώπινο αίμα δίνει περισσότερες δυνάμεις, και εγώ έχω πιει το αίμα της Ελίζας και είμαι ανίκητος. Ξέχασε τα όλα και έλα μαζί μας, να σε κάνω μια κανονική Ανθρωποφάγο βρικόλακα και να ξαναείμαστε μαζί, όπως παλιά." Η Βαλεντίνα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.

"Ποτέ δεν θα γυρίσω σε εσένα, Τζέρι. Και όσο για τη δύναμη μας, μην την υποτιμάς. Υπάρχουν πολλοί αρχαίοι ανάμεσα μας, που είναι τόσο ανίκητοι όσο κι εσύ. Αλλά ακόμα και αν ισχύει αυτό που λες, αν σκοτώθουμε όλοι, τουλάχιστον θα έχουμε πολεμήσει με τιμή για όλα αυτά που θεωρούμε ιδανικά. Όμως άσε τον γιο μας να φύγει, σε παρακαλώ. Αυτή η μάχη δεν τον αφορά."

"Θα πολεμήσω κι εγώ μαζί σου, μητέρα!" Φώναξε ο Κώστας με πάθος, παλεύοντας να φύγει από αυτούς που τον κρατούσαν δέσμιο.

"Ξέχνα το! Δεν θα σε βάλω σε κίνδυνο!" Του είπε εκείνη.

"Αυτά τα τέρατα σκότωσαν τη Νατάσα! Δεν με νοιάζει και να πεθάνω! Θα πάω να τη βρω!" Είπε και κοίταξε τον πατέρα του με μίσος.

Ο Τζέρι ήξερε κατά βάθος ότι υπήρχαν πολλές πιθανότητες να χάσει. Οι βρικόλακες της Βαλεντίνας και του Μίλτου ήταν πολύ πιο παθιασμένοι από τους δικούς του, και είχε δει και με τα ίδια του τα μάτια ότι όντως οι Ζωοφαγοι ήταν ισοδύναμοι με αυτούς, την ημέρα που ο Κρις τον έχει βάλει κάτω και λίγο έλειψε να τον σκοτώσει.  Ο μόνος τρόπος να στρέψουν τις πιθανότητες προς το μέρος τους ήταν να αποδυναμώσει τελείως ψυχικά την ηγέτιδα τους, τη γυναίκα που κάποτε αγάπησε και τον πρόδωσε με αυτόν τον τρόπο. Και ήξερε ποιος ήταν ο τρόπος για να το κάνει αυτό.

"Έχεις δίκιο. Ας τον αφήσουμε έξω από αυτό." Της είπε. "Μελίντα...!" Η Μελίντα σαν να διάβασε τη σκέψη του πήγε πάλι μπροστά απ τον Κώστα.

"Όχι! Τι κάνεις;!" Φώναξε η Βαλεντίνα, πριν προλάβει να αντιδράσει όμως, η Μελίντα είχε ήδη χώσει το χέρι της μέσα στο στήθος του και τώρα κρατούσε την ημίαιμη καρδιά του, ενώ το αίμα ανάβλυζε από αυτήν πάνω στο χέρι της και από την τρύπα στο στήθος του. Όλοι έμειναν να κοιτούν σοκαρισμένοι. Ο Κώστας ήταν ακόμα ζωντανός και κοιτούσε με τον ίδιο τρομο τη Μελίντα να κρατάει την καρδιά του η οποία χτυπούσε ακόμα. Ο Τζέρι χαμογέλασε σατανικά και οι υπήκοοι του ζητωκραύγασαν θαυμάζοντας την αρχηγό τους.

"Για δες εδώ... Είναι μίσος άνθρωπος! Έχει μια καρδιά που χτυπάει!" Είπε η Μελίντα θριαμβευτικά. "Τι κρίμα που το αίμα του δεν πίνεται!" Και έσφιξε με δύναμη των καρδιά και την έλιωσε στο χέρι της. Ο Κώστας έβγαλε μια κραυγή πόνου και ξεψύχησε. Η Βαλεντίνα ένιωσε πως ο κόσμος γύρω της γκρεμίστηκε. Ο γιος της ήταν νεκρός. Και ο Τζέρι, ο πατέρας του, γελούσε σατανικά με αυτή την αποτρόπαια πράξη. Ούρλιαξε δυνατά και η φωνή της αντήχησε πέρα από το δάσος.

"Επίθεση!" Φώναξε ο Μίλτος και οι δικοί τους όρμησαν στους βρικόλακες του Τζέρι. Η Βαλεντίνα έβγαλε ένα μακρύ μαχαίρι που ήταν στερεωμένο στη ζώνη της και άρχισε με μίσος να αποκεφαλίζει οποίον με κόκκινα μάτια  έμπαινε μπροστά της, ψάχνοντας τη Μελίντα διψασμένη για εκδίκηση. Άρχισε και ο Κρις να πολεμάει με όλες του τις δυνάμεις τους αντιπάλους βρικόλακες, με τέλεια αντανακλαστικά, να αποφεύγει τα χτυπήματα τους και με δεξιοτεχνία να σπάει κεφάλια.

Μια σκληρή μάχη είχε ξεκινήσει μεταξύ των δύο αντιθέτων ειδών βρικολάκων, η οποία θα εμένε στην ιστορία και θα άλλαζαν πολλά εξαιτίας της. Όλοι στο ξέφωτο πάλευαν μεταξύ τους με δεξιοτεχνία και με απίστευτες δυνάμεις, ενώ στη μέση η Ελίζα ήταν ακόμα αναίσθητη και δεν είχε ιδέα τι γινόταν. Δεν ήξερε ότι η μοίρα της θα κρινόταν από αυτή εδώ τη μάχη. Ο Μίλτος έσπευσε στο πλευρό της αγαπημένης του και τη βοηθούσε, και σκότωσαν μαζί πολλούς αντιπάλους.

Κάποια στιγμή, ο Βλαδίμηρος είδε δίπλα του την Ελβίρα να πολεμάει. Ήταν τόσο όμορφη και δυνατή έτσι όπως χτυπούσε και ακρωτηρίαζε... Μετάνιωσε για όλα εκείνα τα χρόνια που δεν της είχε εκμυστηρεύτει τα αισθήματα του και ορκίστηκε στον εαυτό του πως αν ζούσαν, θα ήθελε να είναι για πάντα μαζί της.

"Ελβίρα!" Της φώναξε. "Θέλω κάτι να σου πω!" Η Ελβίρα έβγαλε άλλο ένα κεφάλι γυρνώντας το εκατόν ογδόντα μοίρες και χτυπώντας το σώμα με δύναμη στο έδαφος.

"Έχω λίγη δουλειά τώρα!" Φώναξε, καθώς άλλοι δύο εχθροί της επιτέθηκαν. Ο Βλαδίμηρος βρέθηκε εκεί στο δευτερόλεπτο να τη βοηθήσει.

"Αν πεθάνουμε απόψε, δεν θα μπορέσω ποτέ να σου πω αυτό που θέλω!" Της είπε. Αποτελείωσαν μαζί τους αντιπάλους και την κοίταξε στα μάτια.

"Σ αγαπώ." Η Ελβίρα τον κοίταξε άφωνη. "Πάντα σ αγαπούσα και φοβόμουν να στο πω. Τόσα χρόνια το έκρυβα, όμως τώρα το πήρα απόφαση. Αν επιζήσουμε από αυτή τη μάχη, θέλω να είμαστε μαζί για μια αιωνιότητα. Δέχεσαι;" Εκείνη τον πλησίασε κι άλλο και για λίγο ένιωσαν λες και ο χρόνος σταμάτησε, λες και δεν γινόταν τόση μάχη και χαμός γύρω τους. Εκείνος έβαλε το χέρι του γύρω απ τη μέση της και την έσφιξε πάνω του.

"Τι φοβόσουν, καλέ μου;" τον ρώτησε.

"Δεν ξέρω. Έβλεπα πόσο σκληρή και δυναμική  ήσουν και φοβόμουν την απόρριψη. Ότι δεν θα ένιωθες το ίδιο, και δεν θα άντεχα ένας δυνατός άντρας σαν εμένα να απορριφθεί έτσι. Θα ένιωθα...ευάλωτος μετά." Απείχαν μόνο μερικά εκατοστά μεταξύ τους. Η Ελβίρα δεν το πίστευε! Και εκείνη τον αγαπούσε, λάτρευε το στυλ του και το γεγονός ότι ήταν ένας δυνατός βρικόλακας αλλά με ευαίσθητη καρδιά κατά βάθος. Το γεγονός όμως ότι τον είχε μεταμορφώσει η ίδια την έκανε να τον θεωρεί κατώτερο της και πίστευε ότι δεν θα πετύχαινε ποτέ μια σχέση μεταξύ τους.

"Κι εγώ νιώθω το ίδιο." Του είπε και τα μάτια του έλαμψαν.

"Αλήθεια;"

"Ναι. Και νομίζω πως το καθυστέρησαμε αρκετά. Σ αγαπώ, Βλαδίμηρε. Μαζί ως την αιωνιότητα." Εκείνος τότε έγειρε και τη φίλησε, και τίποτα πια δεν είχε σημασία.

"Ωωω, θα κλάψω!" Φώναξε ο Τζέρι ειρωνικά όταν τους είδε. "Α, ξέχασα ότι εμείς οι βρικόλακες δεν κλαίμε και αυτό συμβαίνει επειδή έχουμε χάσει την ψυχή μας!" Αμέσως έτρεξε σε αυτούς και έτσι το φιλί τους έπρεπε να διακοπεί αναγκαστικά για να τον πολεμήσουν. Ήταν πολύ πιο δυνατός και από τους δύο μαζί και πολύ δύσκολα απέφευγαν τα χτυπήματα του.

"Νόμιζα πως ήσουν φίλη μου, Ελβίρα! Πώς μπόρεσες και πήγες με το μέρος τους;!" Της φώναξε. Η γιατρός έσκυψε και να αποφύγει ένα χτύπημα και απάντησε:

"Έπαψα να είμαι φίλη σου από τότε που έμαθα για τα αίσχη σου τα οποία πλήγωσαν τη θνητή ακόμα καρδιά της Βαλεντίνας!" Και συνέχισαν να παλεύουν, χωρίς να μπορεί να σκοτωθεί κανένας όμως.

Ανάμεσα στο πλήθος, η Βαλεντίνα διέκρινε την Νίνα Άδαμου, και θυμήθηκε πόσο είχε κλάψει εξαιτίας της όταν την απατούσε ο Τζέρι μαζί της. Βρέθηκε μπροστά της και την κοίταξε με μίσος. Ο Μίλτος έτρεξε να τη βοηθήσει, όμως τον σταμάτησε.

"Θέλω να την τελειώσω μόνη μου αυτήν." Του είπε. Η Νίνα την κοίταξε και χαμογέλασε ειρωνικά.

"Νομίζεις ότι τώρα πια είσαι ίση με εμάς, κοριτσάκι;" της είπε. "Κανείς λάθος! Ακόμα κατώτερη είσαι!"

"Αυτό θα το δούμε, σκύλα!" Της φώναξε η Βαλεντίνα και της όρμησε. Με ένα γρήγορο χτύπημα στο χέρι η Νίνα της αφοπλίσε το σπαθί της και τώρα πια είχε μόνο το σώμα της για να παλέψει. Άρχισαν να παλεύουν χτυπώντας όπου έβρισκαν και προσπαθώντας να αποδυναμώσουν η μια την άλλη, ώσπου η Βαλεντίνα με τέλεια αντανακλαστικά και μια εντυπωσιακή λαβή την έριξε κάτω και στρέφοντας με ταχύτητα φωτός το κεφάλι της, της το ξερίζωσε.

"Να καείς στην κόλαση, σκύλα." Της είπε με μίσος προτού αυτή γίνει στάχτη. Ο Τζέρι είδε αυτή τη σκηνή, εντυπωσιάστηκε με τις ικανότητες της πρώην γυναίκας του και ανυπομονούσε να συγκρουστεί μαζί της.

Τόσο οι Ζωοφαγοι όσο και οι Ανθρωποφάγοι συνέχισαν να σφάζουν και να ακρωτηριάζουν καθώς στάχτες σκορπίζονταν παντού. Ο Κρις πολεμούσε με το ίδιο αναλλοίωτο πάθος και το μίσος του για τον Τζέρι ήταν τώρα δυνατότερο. Τον έβλεπε να σκοτώνει με μεγάλη ευκολία, όμως δεν τον πτόησε αυτό. Κοιτούσε την κόρη του που περίμενε τη σωτηρία της δεμένη στο βράχο, σκεφτόταν τον θάνατο της Νατάσας και έφερνε στο μυαλό του συνέχεια την εικόνα της Νάνσυ για να παίρνει δύναμη. Αν τα κατάφερνε να βγει ζωντανός από τη μάχη, θα γυρνούσε κοντά της. Ήθελε όσο τίποτα άλλο να είναι μαζί της.

Η ώρα περνούσε και οι Ζωοφαγοι άρχισαν να υπερτερούν, καθώς οι αντίπαλοι είχαν αρχίσει να χάνουν το θάρρος τους. Η Βαλεντίνα, ο Μίλτος , η Ελβίρα, όλοι έσφαζαν και ακρωτηρίαζαν σαν μανιασμένοι. Απ τους Ανθρωποφάγους οι μόνοι που είχαν διατηρήσει το ρυθμό και την ορμή τους ήταν ο Τζέρι και η Μελίντα, οι οποίοι ήταν σχεδόν ανίκητοι.

"Παράτα τα, Τζέρι! Κοίτα πόσους έχεις χάσει!" Του φώναξε η Βαλεντίνα από μακριά, προσπαθώντας να τους μειώσει κι άλλο το ηθικό, αφού σκότωσε άλλους δύο μαζί με το σπαθί της. Ο Τζέρι κοίταξε γύρω του και αυτό που αντικρύσε δεν είχε καμία σχέση με αυτό που περίμενε και ήλπιζε. Στάχτες παντού και ελάχιστοι δικοί του πολεμιστές είχαν απομείνει. Όμως δεν θα το έβαζε κάτω.

"Ξέχνα το, Τζέρι!" Του είπε η Μελίντα. "Δεν θα ταπεινωθούμε έτσι μπροστά τους!"

Η Ελβίρα συνέχισε να σκοτώνει ακαριαία τον έναν μετά τον άλλον τους αντιπάλους που της ορμούσαν, γεμίζοντας με φόβο τις παγωμένες καρδιές των υπολοίπων.

"Δειλοί! Πάλεψτε καλύτερα!" Τους ούρλιαζε ο Τζέρι. Έπειτα γύρισε το κεφάλι του προς την άλλη...και είδε αυτό που περίμενε. Η Βαλεντίνα στεκόταν μπροστά του έτοιμη να τον αντιμετωπίσει.

"Έτοιμος να πληρώσεις για όσα μου έκανες;" του είπε. Ο Τζέρι γέλασε.

"Ανόητη γυναίκα! Κανείς δεν θα μπορέσει να με νικήσει απόψε." Η κόκκινη αύρα τον τύλιξε πάλι γύρω του και ύψωσε τα χέρια του προς τα πάνω. Η Βαλεντίνα σηκώθηκε απ το έδαφος και το σπαθί της έπεσε. Ο Τζέρι έσφιξε τη γροθιά του και άρχισε να την πνίγει. Λίγη ακόμα δύναμη να έβαζε, θα της έλιωνε το λαιμό σίγουρα, όμως ευτυχώς ένα άλλο σώμα όρμησε πάνω του και τον έριξε κάτω. Ήταν ο Μίλτος. Άρχισε να του ρίχνει απανωτές γροθιές, μα ο Τζέρι σηκώθηκε και τις απέφευγε με ευκολία. Η Βαλεντίνα αφού ξαναβρήκε την αναπνοή της όρμησε στη Μελίντα και άρχισε να παλεύει μαζί της με μίσος για τον θάνατο του γιου της. Ο Κώστας ως μίσος θνητός δεν είχε γίνει στάχτη, το σώμα του βρισκόταν ακόμα άψυχο στην άκρη του ξέφωτου και περίμενε τη δικαίωση της εκδίκησης.

Η Μελίντα δεν μπορούσε να νικηθεί. Απέφευγε πανεύκολα τα χτυπήματα της, κάνοντας επιδέξιες κινήσεις και στριφογυρνούσε συνεχώς το σώμα της. Κάποια στιγμή, άρπαξε τη Βαλεντίνα και την έριξε στο έδαφος. Προτού προλάβει όμως να την εγκλωβίσει με τη λαβή της, η Βαλεντίνα έκανε αρκετές σβούρες και όταν σηκώθηκε ξανά, βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Τζέρι.

"Επιτέλους, Βαλεντίνα." Της είπε εκείνος με ένα σαρδόνιο χαμόγελο. Άρχισε να παλεύει μαζί του.

"Ήμουν πολύ ηλίθια που νόμιζα ότι θα άλλαζες!" Του φώναξε. "Ένα τέρας είσαι και αυτό θα παραμείνεις πάντα! Η πόρνη σου σκότωσε τον γιο μας και εσύ γελούσες!" Και με μια κραυγή όρμησε ξανά πάνω του και προσπάθησε να καταφέρει μια λαβή για να τον αρπάξει, όμως εκείνος ήταν ακόμα πιο δύσκολος απ τη Μελίντα.

"Έλα τώρα, Βαλεντίνα. Μη μου κρατάς κακία..." της είπε ειρωνικά. Εκείνη συνέχισε να προσπαθεί να τον χτυπήσει. Ώσπου κάποια στιγμή, ο Τζέρι με τα άψογα αντανακλαστικά του την έριξε κάτω με μια γροθιά και την ακινητοποιήσε σκύβοντας από πάνω της. Τα βλέμματα τους ενώθηκαν για μερικά ατελείωτα δευτερόλεπτα. Η Βαλεντίνα έψαχνε να βρει κάτι, οτιδήποτε, που να αποδεικνύει ότι ακόμα και τώρα, ο Τζέρι μπορούσε να σωθεί. Τα αισθήματα της για αυτόν όμως δεν υπήρχαν πια. Μόνο μίσος ένιωθε πλέον για την αποτρόπαια πράξη του να διατάξει τη Μελίντα να σκοτώσει το παιδί της.

"Γιατί δεν παραδίνεσαι, να έρθεις με το μέρος μας;" τη ρώτησε. "Θα σου πήγαιναν πολύ τα κόκκινα μάτια."

"Σκάσε!" Ούρλιαξε εκείνη και προσπάθησε να ελευθερωθεί, μάταια όμως.

"Κι όμως, θα ήσουν πολύ καλή Ανθρωποφάγος κυνηγός. Με την ομορφιά που έχεις θα μας ήσουν πολύ χρήσιμη." Συνέχισε απτόητος αυτός.

"Πώς τολμάς..." γρύλισε και τον έφτυσε στο πρόσωπο.

"Τζέρι!" Άκουσε μια άλλη φωνή ευθεία στα αριστερά τους.

Όση ώρα ο Τζέρι πάλευε με τη Βαλεντίνα, ο Βλαδίμηρος  και η Ελβίρα είχαν κρατήσει απασχολημένη τη Μελίντα, καθώς ο Κρις και όλοι οι υπόλοιποι Ζωοφαγοι που είχαν μείνει εξολόθρευαν τον υπόλοιπο στρατό τους. Δεν είχε μείνει κανένας. Ο Τζέρι είδε τον Κρις να παίρνει τη ζωή και από τον τελευταίο ακόλουθο τους, στρίβοντας του αλύπητα το κεφάλι. Την ίδια στιγμή, ο Βλαδίμηρος  και η Ελβίρα είχαν πιάσει τα δύο χέρια της Μελίντας, την κρατούσαν ακινητοποιημένη στα γόνατα, ενώ πήγε και ο Μίλτος από πίσω και κράτησε το κεφάλι της πιάνοντας την από το μέτωπο και το πηγούνι. Ο Κρις πλησίασε και αυτός.

"Έχεις χάσει, Τζέρι." Είπε στον παλιό του φίλο και εχθρό. "Παραδώσου και θα αφήσουμε εσάς τους δύο να ζήσετε."

"Όχι! Πότε δεν θα παραδοθώ!" Φώναξε ο Τζέρι και έσφιξε με τα χέρια του το κεφάλι της Βαλεντίνας.

"Αν το κάνεις, θα πεθάνει και αυτή!" Φώναξε ο Μίλτος κάνοντας το ίδιο και στη Μελίντα. Ο Τζέρι κοίταξε μια τα μάτια της Βαλεντίνας που τον κοιτούσαν με μίσος, μια το ικετευτικο βλέμμα της Μελίντας που ήταν σαν να του έλεγε να παραδοθεί...και τελικά, άφησε τη Βαλεντίνα ελεύθερη και φώναξε σαν λυσσασμένος:

"Τέλος! Κερδίσατε! Αλλά δεν τελειώσαμε ακόμα! Η αιωνιότητα είναι μεγάλη και το μέλλον θα μας ξαναφέρει αντιμέτωπους!" Ο Μίλτος έκανε νόημα στους άλλους δύο και άφησαν τη Μελίντα.

"Φύγετε μακριά, Τζέρι. Και ελπίζω να μη συναντηθούμε ξανά, γιατί τότε δεν θα δείξουμε το ίδιο έλεος." Είπε η Βαλεντίνα μόλις σηκώθηκε. Ο Τζέρι σφίγγοντας τις γροθιές του πέρασε δίπλα της, έπειτα δίπλα από τον Κρις και έφτασε στη Μελίντα.

"Πάμε." Της είπε. "Χάσαμε. Για την ώρα..."

"Θα δικαιωθούμε κάποια στιγμή στο μέλλον, Ιερωνυμε. Το ότι χάσαμε μια μάχη δεν σημαίνει ότι χάσαμε τον πόλεμο."

"Μη λέτε πολλά λόγια, γιατί θα αλλάξουμε γνώμη!" Τους είπε ο Μίλτος. Ο Τζέρι στράφηκε πάλι στον Κρις. Του είχαν στερήσει τα πάντα, εκτός από...

"Θέλω τον Νίκο." Είπε. "Εφόσον είναι δικός μου γιος και η μητέρα του είναι νεκρή, νομίζω είναι λογικό να μείνει με εμένα και τη Μελίντα." Ο Κρις του γύρισε την πλάτη κοιτάζοντας την κόρη του στο βράχο.

"Πάρε τον γιο σου και κάνε ότι θέλεις με αυτόν. Δεν με αφορά. Την εγγονή μου μην πειράξεις μόνο."

"Σύμφωνοι." Είπε ο Τζέρι. Και χωρίς να πει τίποτα άλλο, χωρίς να ξανακοιτάξει πίσω, έφυγε με ταχύτητα βρικόλακα και η Μελίντα χάθηκε αμέσως μετά πίσω του.

Μόλις εξαφανίστηκαν μέσα στο δάσος, οι εναπομείναντες Ζωοφαγοι βρικόλακες άρχισαν να πανηγυρίζουν. Ο Κρις πήγε κατευθείαν στο αναίσθητο σώμα της κόρης του. Η καρδιά της χτυπούσε ακόμα, όμως το δέρμα της ήταν τόσο λευκό όσο ποτέ άλλοτε και κάτω από τα μάτια της είχαν σχηματιστεί μαύροι κύκλοι. Η Ελβίρα πλησίασε για να την εξετάσει.

"Θα μεταμορφωθεί;" ρώτησε ο Κρις με αγωνία.

"Όχι. Προλαβαίνουμε να βγάλουμε το δηλητήριο. Όμως θα πρέπει να αναρρώσει από το αίμα που έχασε. Θέλεις να το κάνω εγώ;"

"Ναι." Είπε ο Κρις, που δεν εμπιστευόταν ούτε τον εαυτό του για αυτό τον ρόλο. Η Ελβίρα έγειρε πάνω απ την Ελίζα, έβαλε τα χείλη της στην πληγή και με απόλυτη ψυχραιμία και αυτοκυριαρχία ρούφηξε μόνο το μολυσμένο με δηλητήριο αίμα.

"Είναι έτοιμη." Είπε μετά και σκούπισε τα χείλη της με την αναστροφή του χεριού της. Έπειτα έσπασαν μαζί τις αλυσίδες που την κρατούσαν καθηλωμένη στα χέρια και στα πόδια. Όταν ελευθερώθηκε ο Κρις την πήρε στην αγκαλιά του και την άφησε απαλά πάνω στο μαλακό γρασίδι.

"Η κόρη σου είναι ασφαλής από τον Τζέρι τώρα, Κρις." Του είπε η Ελβίρα. "Δεν θα τολμήσει να την πλησιάσει γιατί ξέρει ότι εμείς θα τον κυνηγήσουμε. Είμαστε όλοι μια οικογένεια τώρα." Ο Κρις χαμογέλασε αχνά.

"Μπορείς να μείνεις λίγο μαζί της; Θέλω να δω πως είναι η Βαλεντίνα." Η Ελβίρα συμφώνησε και έπειτα ο Κρις πλησίασε τη Βαλεντίνα, η οποία γονατισμένη είχε πάρει τον γιο της αγκαλιά και κοιτούσε το λευκό γαλήνιο πρόσωπο του. Ο Μίλτος  στεκόταν από πάνω της σιωπηλός. Ο Κρις πλησίασε κι άλλο και έβαλε το χέρι του στον ώμο της.

"Λυπάμαι." Είπε μόνο. Η Βαλεντίνα τον κοίταξε με τα χρυσοκίτρινα μάτια της γεμάτα πόνο.

"Πρέπει να τον θάψουμε." Είπε. "Δεν μπορούμε να τον αφήσουμε έτσι."

Τον σήκωσε και τον μετέφερε μαζί με τον Κρις, τον Μίλτο και κάποιους άλλους βαθιά μέσα στο δάσος, όπου τον έθαψαν και έκαναν μια πρόχειρη κηδεία. Ύστερα γύρισαν στο ξέφωτο. Η Ελίζα είχε ξυπνήσει και η Ελβίρα κρατούσε το χέρι της.

"Ο σφυγμός της επανήλθε σε φυσιολογικά επίπεδα." Είπε. Ο Κρις γονάτισε πλάι της. Εκείνη τον κοίταξε με τα πανέμορφα γκρίζα μάτια της που όμως φαινόνταν κουρασμένα. Το σημάδι στο λαιμό της είχε αρχίσει να γίνεται άσπρο και σύντομα θα εξαφανιζόταν.

"Μπαμπά...;" είπε με αδύναμη φωνή. Ο Κρις έπιασε το χέρι της και το χάιδεψε.

"Τελείωσαν όλα;" ρώτησε η Ελίζα.

"Ναι, αγάπη μου. Όλα τελείωσαν. Είσαι ασφαλής τώρα." Της απάντησε. Η Ελίζα άγγιξε το σημάδι με το ελεύθερο χέρι της.

"Θα μεταμορφωθώ τώρα;" ρώτησε με φόβο.

"Όχι, δεν θα μεταμορφωθείς. Η Ελβίρα σου έβγαλε το δηλητήριο πριν προλάβει να ξεκινήσει η μεταμόρφωση." Η Ελίζα ανασηκώθηκε και ξέσπασε σε δάκρυα χαράς και ανακούφισης στην αγκαλιά του πατέρα της.

"Ηρέμησε, ζωή μου. Ο Τζέρι δεν θα σε ξαναπειραξει. Είμαστε ελεύθεροι. Μπορούμε να πάμε στο Γεφυρολίμανο  και να ξεκινήσουμε μια νέα ζωή. Ε, τι λες;" Η Ελίζα έγειρε πίσω και σκούπισε τα μάτια της.

"Συμφωνώ." Είπε. Ο Κρις σηκώθηκε και τη βοήθησε κι εκείνη να σηκωθεί.

"Εσείς τι θα κάνετε τώρα;" ρώτησε τους υπόλοιπους.

"Εμείς θα γυρίσουμε στο Γεφυρολίμανο ." Είπε η Ελβίρα και στάθηκε δίπλα στον πλέον σύντροφό της, τον Βλαδίμηρο. "Έχουμε πολλά να κάνουμε." Και κοιτάχτηκαν οι δύο τους τρυφερά. Όλοι χάρηκαν για αυτούς.

"Εσύ, Βαλεντίνα; Θα γυρίσεις;" ρώτησε ο Κρις. Η Βαλεντίνα κοίταξε θλιμμένα τον Μίλτο .

"Δεν μπορώ να επιστρέψω πίσω. Τα πάντα στο Γεφυρολίμανο με πληγώνουν. Θα γυρίσω τον κόσμο με τον Μίλτο." Είπε.

"Δηλαδή δεν θα σε ξαναδούμε;" ρώτησε λυπημένη η Ελίζα.

"Δεν ξέρω." Απάντησε η Βαλεντίνα. "Ίσως, κάποια στιγμή στο μέλλον, οι δρόμοι μας να διασταυρωθούν ξανά."

"Να την προσέχεις." Είπε ο Κρις στον Μίλτο.

"Με τη ζωή μου." Αποκρίθηκε εκείνος.

"Πες στην κόρη μου ότι την αγαπάω. Όμως δεν είχα άλλη επιλογή." Είπε η Βαλεντίνα με θλίψη.  Ο Κρις ένευσε κι υστερα στράφηκε ξανά στην κόρη του:

"Πάμε σπίτι, Ελίζα."

Φυσικά, όταν γύρισαν στη βίλα, ο Τζέρι με τη Μελίντα είχαν προλάβει να μαζέψουν όλα τους τα πράγματα, είχαν πάρει τον Νίκο κι είχαν εξαφανιστεί. Η Χριστιάνα ήταν μια χαρά και κοιμόταν ήσυχη στην κούνια της.

Το μυαλό του Κρις πήγε για ακόμα μια φορά στη Νάνσυ. Την επόμενη κιόλας μέρα θα έφευγαν για Γεφυρολίμανο και τα συναισθήματα ήταν ανάμεικτα. Άραγε πως θα τον υποδεχόταν εκείνη; Φυσικά σκεφτόταν και τον Αλέξανδρο που ήταν στη μέση, και αν έβλεπε πως εκείνη ήταν ευτυχισμένη μαζί του δεν θα έμπαινε ανάμεσα τους. Ήθελε μόνο να τη δει.

*********

Στο επόμενο μέρος: Ο Κρις και η Ελίζα με την κόρη της επιστρέφουν στο Γεφυρολίμανο , απαλλαγμένοι πλέον από την ενοχλητική παρουσία του Τζέρι. Ο Κρις βρίσκει τη Νάνσυ σε ένα μπαρ και αποφασίζει να κάνει νέα αρχή μαζί της. Η Ελίζα προσπαθεί να κάνει νέα αρχή με τον Αλέξανδρο, αλλά δεν τα καταφέρνει. Λίγους μήνες μετά, η Γεωργία, η κόρη του Τζέρι και της Βαλεντίνας παντρεύεται και είναι όλοι καλεσμένοι στο γάμο. Εκεί η Ελίζα θα γνωρίσει ένα νέο πρόσωπο, ενώ ο Κρις και η Νάνσυ θα πάρουν μια μεγάλη απόφαση... Αυτό θα είναι το προτελευταίο κεφάλαιο που θα ανεβάσω. Το μεθεπόμενο και τελευταίο μέρος του Φινάλε, θα είναι και το τέλος του Αργά τη Νύχτα συνολικά. Ελπίζω να σας αρέσει! 😉

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top