Το Φινάλε- Μέρος Δεύτερο

Ήταν μια ξάστερη νύχτα στο Γεφυρολίμανο . Ο Κρις και η Ελίζα με τη Χριστιάνα στην αγκαλιά της στέκονταν έξω από τη βίλα του Αλέξανδρου και της Νάνσυ. Η Ελίζα είχε ακόμα το λευκό σημάδι απ το δάγκωμα του Τζέρι στο λαιμό της. Απ ότι της είπε ο πατέρας της θα έκανε μερικές μέρες να φύγει. Δεν την πείραζε. Φτάνει που απελευθερώθηκε από τον Τζέρι. Μπορούσαν πλέον να αναπνεύσουν τον αέρα της ελευθερίας.

Ο Κρις χτύπησε το κουδούνι και περίμενε με αγωνία. Τους άνοιξε μια θνητή γυναίκα, γύρω στα πενήντα, με σκούρα ξανθά μαλλιά μαζεμένα σε αυστηρό κότσο και κάστανα μάτια τα όποια κάτι θύμιζαν στον Κρις.

"Γεια σας." Τους είπε η γυναίκα με περιέργεια. "Τι θα θέλατε, παρακαλώ;"

"Χαίρεται." Είπε ευγενικά ο Κρις. "Είμαστε φίλοι της Νάνσυ και του Αλέξανδρου. Είναι εδώ;"

"Όχι." Απάντησε η γυναίκα. "Έχουν πάει για ποτό. Εγώ είμαι η μητέρα της Νάνσυ, η Σταυρούλα."

"Εγώ είμαι ο Κρις Παύλου  και από εδώ η κόρη μου Ελίζα και η εγγονή μου, η Χριστιάνα." Είπε ο Κρις, κάπως αμήχανα που γνώριζε τη μητέρα της πρώην του.

"Ω... Μα φυσικά. Μου έχει μιλήσει για εσάς. Περάστε μέσα." Είπε η Σταυρούλα και ο Κρις υπέθεσε ότι μάλλον καλά λόγια της είχε πει για να χαμογέλασε τόσο θερμά.

"Πώς τα πάει η κόρη σας με τον Αλέξανδρο;" ρώτησε μόλις μπήκαν στον προθάλαμο.

"Δεν θα είναι μαζί για πολύ ακόμα." Απάντησε εκείνη. "Τσακώνονται συνέχεια τον τελευταίο καιρό. Άσε που δεν εμπιστεύομαι καθόλου τους βρικόλακες. Χωρίς παρεξήγηση. Για αυτό ήρθα εδώ για λίγες μέρες, για να τσεκάρω την κατάσταση. Όταν με πήρε τηλέφωνο κλαίγοντας η κορούλα μου, δεν μπορούσα να την αφήσω μόνη. Αν δω ότι κινδυνεύει όντως και δεν είναι ευτυχισμένη, θα την πάρω και θα γυρίσουμε πίσω στο πατρικό της." Ο Κρις αναλογίστηκε όλα αυτά που του είχε υποσχεθεί ο Αλέξανδρος, λόγια που τελικά πήγαν στο βρόντο. Πονούσε αφάνταστα όσο σκεφτόταν τη Νάνσυ δυστυχισμένη.

"Δεν χρειάζεται, κυρία Σταυρούλα." Είπε αποφασισμένος. "Αφήστε το σε εμένα. Σε ποιο μαγαζί έχουνε πάει;"

"Εκεί που τραγουδάει ο Αλέξανδρος, στου Μάικ."

"Να έρθω;" πετάχτηκε η Ελίζα. "Θέλω κι εγώ να δω τη Νάνσυ." Ο Κρις σκέφτηκε ότι δεν θα της έκανε καλό ούτε να ξαναδεί τον Αλέξανδρο, ούτε να είναι μπροστά στο σκηνικό που ίσως προκαλούσε. Γι' αυτό της είπε:

"Πρέπει να ξεκουραστείς, γλυκιά μου. Βάλε και τη μικρή για ύπνο και θα δεις αύριο τη Νάνσυ."

"Εντάξει." Συμφώνησε κάπως απρόθυμα εκείνη.

Ο Κρις πήγε στον ξενώνα και άλλαξε. Φόρεσε μαύρο παντελόνι αντί για το τζιν του και ένα μαύρο σακάκι πάνω απ το λευκό του πουκάμισο. Μετά αποχαιρέτησε την Ελίζα και τη Σταυρούλα και έφυγε.

Πριν πάει στου Μάικ, έκανε πρώτα μια στάση στο πιο κοντινό κοσμηματοπωλείο κι έπειτα σε ένα ανθοπωλείο. Ένιωθε απόλυτα σίγουρος για αυτό που σκόπευε να κάνει. Πότε πριν στη μακρόχρονη ζωή του δεν είχε νιώσει πιο σίγουρος.

Έφτασε στο μπαρ. Ηλεκτρονική ροκ έπαιζε από τα ηχεία και ο Αλέξανδρος τραγουδούσε στην πίστα ένα από τα πιο γνωστά του τραγούδια. Κόσμος καθόταν στα τραπέζια και κάποιοι χόρευαν. Στο μπαρ διέκρινε τη Νάνσυ. Φορούσε ένα απλό κοντό φόρεμα σε ροζ και μοβ αποχρώσεις και τα μαλλιά της ήταν και πάλι βαμμένα στο φυσικό τους χρυσοκόκκινο χρώμα. Όμως φαινόταν θλιμμένη.

Μόλις τον είδε  να πλησιάζει, σηκώθηκε αμέσως απ το σκαμπό της. Τον είδε και ο Αλέξανδρος, αλλά έπρεπε να συνεχίσει να τραγουδάει. Η Νάνσυ δεν μπορούσε να το πιστέψει.

"Δεν μπορεί... Θα πρέπει να ονειρεύομαι. " είπε και τα μάτια τους ενώθηκαν.

"Όχι." Της είπε. "Γύρισα, Νάνσυ." Την είχε πλησιάσει τόσο πολύ που η καρδιά της κόντευε να σπάσει. "Αυτά για σένα." Είπε και αποκάλυψε ένα μπουκέτο κόκκινα τριαντάφυλλα που τόση ώρα κρατούσε πίσω απ την πλάτη του. Η Νάνσυ  τα πήρε και εισέπνευσε βαθιά τη μυρωδιά τους.

"Τι όμορφα..." Είπε. Ο Αλέξανδρος τους έβλεπε τόση ώρα από την πίστα. Μα τι στο καλό ήθελε πάλι αυτός εδώ; Και γιατί της έδωσε λουλούδια; Ήρθε να την πάρει από εκείνον; Τους είδε να αγκαλιάζονται, σαν να βρίσκονταν σε ένα δικό τους κόσμο. Και τότε δεν άντεξε. Σταμάτησε να τραγουδάει και έκανε νόημα στον DJ να αλλάξει κομμάτι. Ένας άλλος τραγουδιστής ανέβηκε στην πίστα και αφού του έδωσε το μικρόφωνο, κατέβηκε και πλησίασε τον Κρις και τη Νάνσυ.

"Απ' ότι φαίνεται, εγώ δεν έχω πλέον θέση εδώ." Είπε.

"Γιατί δεν τήρησες την υπόσχεση σου;" τον ρώτησε αυστηρά ο Κρις.

"Ποια υπόσχεση;"

"Μου είχες υποσχεθεί πως θα την κάνεις ευτυχισμένη και ότι θα γίνεις Ζωοφάγος, όμως τίποτα από αυτά δεν τήρησες. Γιατί;" τον ρώτησε, ενώ ο τραγουδιστής άρχισε να λέει ένα ρυθμικό ποπ τραγούδι για ερωτευμένους.

"Προσπάθησα, αλλά δεν τα κατάφερα." Παραδέχτηκε ηττημένος ο Αλέξανδρος.

"Δεν της αξίζεις, Αλέξανδρε." Του είπε με παγερό βλέμμα ο Κρις.

"Φύγε, Άλεξ." Του είπε και η Νάνσυ . "Τελειώσαμε."

"Εντάξει." Απάντησε εκείνος ψυχρά. "Κέρδισες, Κρις. Έχεις δίκιο. Μόνο εσύ μπορείς να την κάνεις ευτυχισμένη. Θα φύγω απ τις ζωές όλων σας. Πάω σπίτι να μαζέψω τα πράγματα μου. Αντίο." Και αφού είπε στον ιδιοκτήτη του μπαρ ότι θα σταματούσε για απόψε, έφυγε χωρίς να τους ρίξει άλλη ματιά. Η Νάνσυ τον κοίταξε πριν βγει και αναρωτήθηκε πόσο να πληγώθηκε άραγε. Λυπήθηκε για αυτόν, όμως δεν γινόταν αλλιώς. Δεν μπορούσε να τον σώσει εφόσον δεν ήθελε να σωθεί ο ίδιος. Γύρισε και κοίταξε πάλι τον Κρις και όλες της οι αμφιβολίες εξαφανίστηκαν. Ο Κρις τη φίλησε, καθώς ο τραγουδιστής έμπαινε στο ρεφρέν του κομματιού:

Όταν σ αγγίζω πεθαίνω

Αυτόν το θάνατο θέλει η ψυχή 

Και τον Θεό προλαβαίνω 

Κάνω εγώ πράξη την πιο δυνατή μου ευχή...

"Μου έλειψες." Της είπε έπειτα κρατώντας τα χέρια της.

"Κι εμένα, μωρό μου." Είπε εκείνη. Ο Κρις την κοίταξε λίγο ακόμα στα μάτια και χαμογέλασε, σαν να δίσταζε για κάτι.

"Έχω κάτι για σένα." Είπε έπειτα και γονάτισε μπροστά της. Η Νάνσυ αναρωτιόταν αν θα συνέβαινε αυτό που νόμιζε. Όλοι στο μπαρ γύρισαν και τους κοίταξαν. Ο Κρις έβγαλε από την τσέπη του σακακιού του ένα κουτί κοσμηματοπωλείου και το άνοιξε. Μπροστά στα έκπληκτα και δακρυσμένα από συγκίνηση μάτια της έλαμπε ένα χρυσό, πανάκριβο μονόπετρο. 

"Νάνσυ... Θέλεις να με παντρευτείς;" τη ρώτησε ο Κρις. Της φαινόταν σαν όνειρο! Ήταν τρελό αυτό που γινόταν! Όχι μόνο ο Κρις επέστρεψε, αλλά της έκανε και πρόταση γάμου! Δεν θυμόταν να έχει νιώσει μεγαλύτερη ευτυχία στη ζωή της.

"Θέλω!" Αναφώνησε συγκινημένη. Ο Κρις της φόρεσε το δαχτυλίδι αγγίζοντας απαλά το χέρι της.

"Ω Θεέ μου, είναι πανέμορφο!" Φώναξε ενθουσιασμένη, ακόμα χωρίς να μπορεί να το πιστέψει. Ο Κρις την αγκάλιασε και όλοι τριγύρω χειροκρότησαν, ενώ ο τραγουδιστής τους αφιέρωσε το τραγούδι αυτό.

Λίγη ώρα μετά, αποφάσισαν να γυρίσουν σπίτι, γιατί είχαν πολλά να πουν. Βγήκαν από το μπαρ και ο Κρις της έπιασε το χέρι για να την οδηγήσει στο αυτοκίνητο.

"Γιατί είσαι τόσο σκεπτική, αγάπη μου;" παρατήρησε.

"Απλά σκεφτόμουν..." δίστασε εκείνη. "Θέλω να σε παντρευτώ, αλλά υπό έναν όρο."

"Τι όρο;" τη ρώτησε. Η Νάνσυ σταμάτησε να περπατάει και σταμάτησε και αυτός για να την κοιτάξει στα μάτια. Και τότε του είπε αποφασισμένη  την επιθυμία της:

"Θέλω να με κάνεις σαν εσένα." Ο Κρις πάγωσε για λίγο. Η ίδια ιστορία με τη Γιάννα, ένιωσε πως επαναλαμβάνεται. Στη Γιάννα είχε αρνηθεί και ήταν ακάθεκτος στην απόφαση του. Και να ποιο ήταν το τέλος της... Δεν θα άντεχε να χάσει και τη Νάνσυ. Το σκέφτηκε λίγο... Παιδιά δεν είχε μαζί της, θα μπορούσαν να ζήσουν αιώνια μαζί και η αθανασία του να αποκτήσει έτσι κάποιο νόημα, εφόσον θα έχει κάποιον να τη μοιραστεί. Δεν ήταν μια απλή απόφαση όμως, που θα μπορούσε να την πάρει εδώ και τώρα. Θα χρειαζόταν χρόνο να το σκεφτεί. Έτσι της είπε:

"Αυτό...Θα μπορούσαμε να το διαπραγματευθούμε." Και τη φίλησε πάλι, την κοίταξε στα μάτια και σκέφτηκε τη στιγμή που θα την έκανε ξανά δικιά του μετά από τόσο καιρό. Πόσο του είχε λείψει... Τα χείλη της, τα κάστανα της μάτια, το καυτό κορμί της.

Ο Αλέξανδρος μπήκε στη βίλα, εκεί όπου είχε ζήσει τόσα πολλά με τη Νάνσυ... Ο Κρις είχε δίκιο, τελικά. Ήταν ένας αχρείος, ένα τέρας σαν τον πατέρα του. Η κατάρα του δεν θα τον άφηνε ποτέ να ησυχάσει, και ας είχε φύγει αυτός για πάντα απ τη ζωή του. Πότε του δεν θα κατάφερνε να κάνει κανέναν άνθρωπο ευτυχισμένο. Γι' αυτό έπρεπε να φύγει, όσο πιο μακριά μπορούσε, με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα βρει τον εαυτό του και κάποιο νόημα στην αιώνια ζωή του.

Προχώρησε προς τις σκάλες, κοντοστάθηκε όμως όταν είδε την Ελίζα να κάθεται και να διαβάζει στο σαλόνι.

"Εσύ." Της είπε. Κι άλλες αναμνήσεις ξύπνησαν μέσα του! 

"Ναι, εγώ." Η Ελίζα έκλεισε το βιβλίο της, σηκώθηκε και με αργά βήματα τον πλησίασε. Στάθηκε απέναντι του, δεν τολμούσε όμως να τον αγγίξει.

"Ήρθα με τον πατέρα μου." Του είπε.

"Ναι. Το ξέρω. Τον είδα πριν από λίγο. Ήρθε για να πάρει πίσω τη Νάνσυ...Και τον άφησα. Δεν λυπάμαι καθόλου. Έτσι κι αλλιώς δεν πήγαινε άλλο." Είπε, και τότε πρόσεξε ένα λευκό σημάδι στο λαιμό της. Άπλωσε το χέρι του και έκανε στην άκρη τα μαλλιά της, για να συνειδητοποιήσει ότι ήταν δάγκωμα από βρικόλακα αλλά σε διαδικασία ίασης. Η Ελίζα αναρίγησε στο άγγιγμα του.

"Ο πατέρας μου;" τη ρώτησε ψυχρά.

"Ναι." Απάντησε η Ελίζα. "Μεγάλη ιστορία."

"Γλίτωσες όμως." Συμπέρανε.

"Ναι." Και έπειτα από ένα δισταγμό: "Εσύ τι θα κάνεις τώρα; Που θα πας;"

"Δεν ξέρω." Της απάντησε αβέβαιος. "Ίσως μείνω σε ένα φίλο μου για λίγες μέρες μέχρι να βρω ένα σπίτι, κάπου πολύ μακριά από εδώ." Η Ελίζα δεν ήθελε να φύγει. Κατάλαβε ότι ακόμα τον αγαπούσε, και τώρα που είχαν γίνει όλα αυτά και είχε κάνει τόσες αμαρτίες, με τον Τζέρι και με όλους τους άλλους άντρες που πλάγιασε, συνειδητοποιήσε ότι μόνο με εκείνον είχε νιώσει την αληθινή αγάπη. Δεν ήθελε να τον χάσει, δεν θα άντεχε να μην τον ξαναδεί. Όμως δεν τόλμησε να του το πει. Δεν τόλμησε να τον σταματήσει όταν εκείνος της γύρισε την πλάτη για να απομακρυνθεί από κοντά της.

Μη φεύγεις! Ήθελε να φωνάξει, αλλά δεν το έκανε.

Ο Αλέξανδρος ανέβηκε επάνω, έβαλε μερικά απ τα ρούχα και τα υπάρχοντα του σε μια βαλίτσα και αποχαιρέτησε το σπίτι. Θα το άφηνε στη Νάνσυ. Δεν τον ένοιαζε καθόλου. Ένα παλιόσπιτο που δεν ήθελε να θυμάται ήταν. Μετά από αρκετά λεπτά, όταν κατέβηκε πάλι κάτω, η Ελίζα τον περίμενε ακόμα στην είσοδο, μπροστά ακριβώς από την πόρτα.

"Δεν θα σε αφήσω να μου φύγεις πάλι." Του είπε και τον πλησίασε. Στάθηκε μπροστά του και τον κοίταξε στα μάτια, έπειτα πλησίασε αργά το πρόσωπο της στο δικό του και τον φίλησε. Ίσως, αν έδινε μια δεύτερη ευκαιρία στη σχέση τους, να μπορούσε να γιατρέψει τις πληγές του. Ο Αλέξανδρος τύλιξε τα χέρια του γύρω της και λίγο έλειψε να παρασυρθεί και να νιώσει πάλι τα γνωστά συναισθήματα, όμως δεν άφησε τον εαυτό του. Σταμάτησε το γνώριμο και ζεστό φιλί της και την έσπρωξε απαλά προς τα πίσω.

"Συγνώμη." Του είπε τότε εκείνη. "Συγχωρέσε με για όλα όσα έχω κάνει. Έχω αλλάξει, δεν το βλέπεις;"

"Ελίζα, μην το κάνεις πιο δύσκολο από όσο ήδη είναι..." προσπάθησε να της πει αυτός, όμως η Ελίζα επέμεινε:

"Σε παρακαλώ... Μείνε εδώ μαζί μου να κάνουμε μια νέα αρχή... Σε έχω τόση ανάγκη..." Έλεγε αυτά και ένα δάκρυ κύλησε απ τα μάτια της. Όμως ο Αλέξανδρος γνώριζε ότι τίποτα δεν θα ήταν ξανά όπως παλιά. Το γυαλί είχε σπάσει.

"Ασ' το, Ελίζα. Δεν μπορούμε να ξαναειμαστε μαζί." Της είπε κοιτάζοντας το πάτωμα, για να μην κοιτάξει τα δακρυσμένα μάτια της και τον κάνουν να αλλάξει γνώμη. Έπειτα σήκωσε τη βαλίτσα του και έφυγε τρέχοντας σχεδόν, σαν κυνηγημένος. Η Ελίζα κοίταξε για αρκετή ώρα την κλειστή πόρτα πίσω του και ήξερε πως ίσως αυτή να ήταν η τελευταία φορά που τον είδε.

Δεν είχε διάθεση να περιμένει τον πατέρα της και τη Νάνσυ. Πήγε στον ξενώνα, όπου η Χριστιάνα ήδη κοιμόταν στο μόνο κρεβάτι, έβαλε τις πιτζάμες της και ξάπλωσε δίπλα της. Μόνο για εκείνη άξιζε να παλέψει πλέον και να συνεχίσει να ζει. Όταν τα δάκρυα καταλάγιασαν, έσβησε το πορτατίφ, πήρε αγκαλιά τη μικρή και βυθίστηκε κι εκείνη σε έναν ύπνο δίχως όνειρα.

Λίγα λεπτά μετά, μπήκαν στο σπίτι ο Κρις και η Νάνσυ. Επικρατούσε ησυχία. Κοιτάχτηκαν στα μάτια κι έπειτα χωρίς να μιλήσουν, η Νάνσυ τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε επάνω, στην κρεβατοκάμαρα.

Αφού έβγαλαν τα πανωφόρια τους, ο Κρις έπιασε τη Νάνσυ και άρχισε να τη φιλάει ανυπόμονα, ενώ με μια κίνηση της έβγαλε το φόρεμα. Έπεσαν στο κρεβάτι με το αναλλοίωτο πάθος τους να τους κυριεύει όπως παλιά. Μόνο που τώρα, ήξεραν ότι δεν υπήρχαν πια εμπόδια ανάμεσα τους. Υπήρχαν μόνο εκείνοι και ο έρωτας τους. Είχαν τόσα να πουν, όμως τα κορμιά τους έπρεπε να μιλήσουν πρώτα και να ζήσουν αυτό που είχαν στερηθεί καιρό. Να είναι μαζί.

Όταν τελείωσαν, τότε μόνο κατάφεραν τα χείλη να μιλήσουν για ότι είχε γίνει.

"Πώς πήρες την απόφαση να γυρίσεις;" ρώτησε η Νάνσυ, έχοντας φωλιάσει στην ασφάλεια της  αγκαλιάς του, εκεί που πραγματικά ανήκε. "Τι συνέβη με τη Νατάσα;"

"Είναι νεκρή." Απάντησε ψυχρά ο Κρις και την έσφιξε απαλά στην αγκαλιά του.

"Τι;!" Η Νάνσυ ανασήκωσε τον κορμό της και τον κοίταξε.

"Έγινε μια μάχη μεταξύ Ανθρωποφάγων και Ζωοφαγων βρικολάκων, για την οποία δεν θέλω να μιλήσω με λεπτομέρειες. Η Μελίντα υπό τις διαταγές του Τζέρι σκότωσε τη Νατάσα και τον Κώστα. Στο μεταξύ ο Τζέρι είχε γίνει σχεδόν ανίκητος από όλους μας, γιατί είχε πιει το αίμα της Ελίζας κάτω απ το φως της Πανσελήνου σε μια τελετή που είχε προηγηθεί. Τελικά, τους νικήσαμε και σκοτώσαμε όλους τους δικούς τους εκτός από τον Τζέρι και τη Μελίντα."

"Και η Ελίζα;"

"Της βγάλαμε το δηλητήριο και συνήλθε. Την πήρα μαζί μου, εκείνη και την κόρη της, και ήρθαμε εδώ να ξεκινήσουμε μια νέα ζωή. Και σε αυτή τη νέα ζωή θέλω να συμπεριλαμβάνεσαι κι εσύ, Νάνσυ. Ακολούθησα την καρδιά μου και με οδήγησε σε εσένα. Ακόμα σκέφτομαι τη Γιάννα, δεν στο κρύβω. Όμως θα τη θυμάμαι μονάχα ως μια ωραία ανάμνηση. Δεν θα μπει ξανά ανάμεσα μας η θύμηση της." Είπε ο Κρις και θυμήθηκε με νοσταλγία εκείνη την τελευταία τους συνάντηση στο όραμα του, τότε που τη συγχωρέσε και την αποχαιρέτησε για πάντα. Τράβηξε πάλι τη Νάνσυ στην αγκαλιά του και φίλησε τη βάση των μαλλιών της.

"Σ αγαπώ." Της είπε.

"Κι εγώ σ αγαπώ, αγάπη μου..." Είπε η Νάνσυ, όμως είχε κι άλλες απορίες σχετικά με τα όσα έμαθε. " Και τι απέγιναν ο Τζέρι και η Μελίντα;" τον ρώτησε.

"Πήραν τον Νίκο κι εξαφανίστηκαν. Εύχομαι να μην τους ξαναδώ ποτέ."

"Συμφωνώ, αγάπη μου." Είπε η Νάνσυ και παρέμεινε ξαπλωμένη επάνω στο γυμνό, δυνατό σώμα του, ώσπου την πήρε ο ύπνος.

Το πρωί, η μέρα ήταν συννεφιασμένη, όμως μέσα στην καρδιά της Νάνσυ επικρατούσε λιακάδα. Κατέβηκε πιο χαρούμενη από ποτέ στην τραπεζαρία, μαζί με τον Κρις, και έλαμπαν και οι δύο από ευτυχία. Η Σταυρούλα με την Ελίζα είχαν ξυπνήσει ήδη και είχαν ετοιμάσει ένα πλούσιο πρωινό. Η Χριστιάνα καθόταν και εκείνη σε ένα ειδικό καρεκλάκι και έτρωγε μόνη της την κρέμα της.

"Καλημέρα!" Είπε η Νάνσυ με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά.

"Καλή σας μέρα, κυρίες μου." Είπε ο Κρις το ίδιο χαρούμενος.

"Καλημέρα." Είπε η Ελίζα.

"Ετοιμάσαμε πρωινό για όλους." Συμπλήρωσε η Σταυρούλα, που έβλεπε την κόρη της επιτέλους ευτυχισμένη και χαιρόταν και η ίδια.

"Τέλεια. " είπε η Νάνσυ, που πεινούσε και χρειαζόταν οπωσδήποτε καφέ. Πήραν κι εκείνοι θέση στο τραπέζι. Ο Κρις πήρε τη συσκευασία με τον χυμό ζωικού  αίματος που του είχαν φέρει και ξεκίνησε να πίνει, ενώ η Νάνσυ έβαλε καφέ και πήρε μια βάφλα με σαντιγί και μέλι. Έτρωγαν όλοι με όρεξη και απολάμβαναν τον καφέ τους.

"Πώς κοιμηθήκατε χθες;" ρώτησε η Σταυρούλα κάποια στιγμή.

"Δεν νομίζω πως ο μπαμπάς μου άφησε την κόρη σας να κοιμηθεί, κυρία Σταυρούλα." Είπε η Ελίζα χαμογελώντας πονηρά.

"Ελίζα, παρεκτρέπεσαι!" Αναφώνησε δήθεν ενοχλημένος ο πατέρας της, όμως στην πραγματικότητα καθόλου δεν είχε ενοχληθεί.

"Συγνώμη, μπαμπά." Είπε. Αφού λοιπόν έφαγαν όλοι, ο Κρις και η Νάνσυ  είχαν μια σημαντική ανακοίνωση να κάνουν.

"Παντρευόμαστε!" Αναφώνησε η Νάνσυ  ενθουσιασμένη, χωρίς να μπορεί να κρύψει πλέον τη χαρά της.

"Αλήθεια;" είπε χαρούμενη η Σταυρούλα. "Αχ, τι ωραία!"

"Χαίρομαι τόσο για εσάς..." Συμπλήρωσε η Ελίζα, όμως είχε και μια θλίψη στο βλέμμα της. Γιατί να μην μπορούσε να ευτύχησει κι εκείνη με τον Αλέξανδρο; Γιατί δεν της έδωσε άλλη μια ευκαιρία και απλά τα παράτησε όλα κι έφυγε μακριά;

Ο γάμος τους ήταν πολύ λιτός, αλλά ρομαντικός και παραμυθένιος,  σε ένα ξωκλήσι, νύχτα, σε μια ερημική παραλία λίγο έξω απ το Γεφυρολίμανο, με λίγους καλεσμένους. Η Νάνσυ ήταν πανέμορφη μέσα στο κατάλευκο νυφικό της και έλαμπε από ευτυχία. Είχαν συζητήσει για το θέμα της μεταμόρφωσης της πριν το γάμο, όμως ο Κρις αποφάσισε να το καθυστερήσει λίγο ακόμα.

Λίγες μέρες μετά, είχαν και έναν άλλο γάμο. Ήταν εκείνος της Γεωργίας και του Σίμου, που γινόταν στο παλιό σπίτι του Τζέρι το οποίο είχε αφήσει τελικά στην κόρη του. Το νεαρό ζευγάρι αντάλλαξε όρκους κάτω απ τη γαμήλια αψίδα, πέρασαν τις βέρες και σφράγισαν τους όρκους τους με ένα τρυφερό φιλί. Ο Κρις και η Νάνσυ παραβρέθηκαν με μεγάλη τους χαρά, μαζί με τη Σταυρούλα, την Ελίζα και τη μικρή Χριστιάνα.

Στη συνέχεια, το ζευγάρι έκοψε τη γαμήλια τούρτα και τάισαν ο ένας τον άλλον ανταλλάσσοντας τρυφερές ματιές. Αφού χόρεψαν τον χορό των νεονύμφων, μοιράστηκε η τούρτα στους θνητούς καλεσμένους και τότε η Γεωργία πλησίασε τον Κρις. Φορούσε το νυφικό της μητέρας της απ τον δεύτερο γάμο και τα ξανθά μαλλιά της απλώνονταν ολόισια στους ώμους και στην πλάτη μέχρι τη μέση της.

"Σας ευχαριστώ που ήρθατε, Κρις." Του είπε.

"Ήταν τιμή μας." Της είπε αυτός. "Είσαι πανέμορφη με το νυφικό της μητέρας σου."

"Σε ευχαριστώ. Μακάρι να ήταν κι εκείνη εδώ απόψε...το ίδιο και ο Κώστας." Το βλέμμα της σκοτείνιασε. "Μισώ πάρα πολύ τον Τζέρι για ότι έκανε και εύχομαι να μην τον ξαναδώ ποτέ, γιατί δεν ξέρω πώς θα αντιδράσω."

"Τουλάχιστον σου άφησε το σπίτι." Προσπάθησε να αστειευτεί ο Κρις.

"Αυτό δεν αλλάζει τίποτα. Δέχτηκα το σπίτι απλά και μόνο επειδή έζησε εδώ και η μητέρα μου." Κι έπειτα από μια παύση: "Λες να την ξαναδούμε ποτέ;"

"Ποιος ξέρει; Μπορεί." Είπε σκεπτικός ο Κρις.

"Τέλος πάντων... Αλλαγή θέματος: Έχω μια απορία." Το χαμόγελο έκανε το πρόσωπο της να λάμψει και πάλι. "Περιμένω ήδη το παιδί του Σίμου. Θα είναι ημίαιμο, σαν εμένα, Λευκός, η απλός θνητός σαν τον Σίμο;" Ο Κρις χάρηκε και της απάντησε:

"Το πιο πιθανό είναι να βγει Λευκός βρικόλακας. Όμως υπάρχει και μια μικρή πιθανότητα να είναι κοινός θνητός, αν πάρει περισσότερα γονίδια από τον Σίμο. Συγχαρητήρια, παρεμπιπτόντως."

"Να' σαι καλά." του απάντησε η Γεωργία, χαρούμενη με την απάντηση του. Με τίποτα δεν θα ήθελε το παιδί της να περάσει τα ίδια που πέρασε και η ίδια μικρή.

Η Ελίζα στεκόταν μόνη σε μια γωνιά, με τη Χριστιάνα στην αγκαλιά της. Εκείνος ο γοητευτικός, ο  μελαχρινός νεαρός, ο κουμπάρος του Σίμου και της Γεωργίας, την κοιτούσε όλη την ώρα, προκαλώντας της αμηχανία. Και τώρα τον είδε να πλησιάζει προς το μέρος της.

"Γεια σου, είμαι ο Σωτήρης." της συστήθηκε καρφώνοντας την με τα καστανά μάτια του. "Εσύ πρέπει να είσαι η Ελίζα, η κόρη του Κρις. Έχω ακούσει πολλά για σένα."

"Ναι, η Ελίζα είμαι." του απάντησε αμήχανα, ενώ την ίδια στιγμή ευχήθηκε ο Σωτήρης να μην ήταν απ' την πόλη, γιατί αν ήταν, σίγουρα θα είχε ακούσει και για το αμαρτωλό παρελθόν της. "Ελπίζω να έχεις ακούσει μόνο καλά πράγματα." αστειεύτηκε χαμογελώντας με νευρικότητα.

"Η Γεωργία μου έχει πει ότι είσαι ένα σπάνιο είδος βρικόλακα, Λευκή, αν δεν κάνω λάθος."

"Ναι, σωστά. Η κόρη μου όμως είναι ημίαιμη, σαν τη Γεωργία." Ο Σωτήρης κοίταξε τη Χριστιάνα, η οποία τον επεξεργαζόταν τόση ώρα με τα γκρίζα λαμπερά μάτια της, και χάιδεψε τα μαύρα μακριά μαλλιά της.

"Είναι πανέμορφη." είπε.

"Ευχαριστούμε. Τη λένε Χριστιάνα. Είναι επίσης και ετεροθαλής αδελφή της Γεωργίας, απ' τον ίδιο πατέρα. Μεγάλο μπέρδεμα."

"Ξέρω, ξέρω... Ο μεγάλος κακός βρικόλακας." αστειεύτηκε ο Σωτήρης, και η Λίζα δεν μπόρεσε να κρατηθεί και να μη γελάσει.

"Ευτυχώς δεν έχουμε επαφές πια." είπε.

"Εγώ δυστυχώς, απ' ότι βλέπεις, είμαι θνητός. Τίποτα το ιδιαίτερο." συνέχισε αστειευόμενος ο νεαρός.

"Μια χαρά είσαι." βρήκε μόνο να απαντήσει η Ελίζα. Είδε τον πατέρα της να την παρατηρεί λίγα μέτρα πιο πέρα και όταν οι ματιές τους συναντήθηκαν, της χαμογέλασε.

"Λοιπόν, χάρηκα που σε γνώρισα, Ελίζα. Τι θα έλεγες να μου δώσεις τον αριθμό σου, να βγούμε κάποια στιγμή, να γνωριστούμε καλύτερα;" είπε ο Σωτήρης  και η Ελίζα κόλλησε για λίγα δευτερόλεπτα. "Συγνώμη αν με παρεξήγησες." συνέχισε. "Αλλά μου αρέσεις. Και πραγματικά θέλω να σε γνωρίσω καλύτερα."

"Βέβαια, γιατί όχι;" απάντησε η Ελίζα, που αν και τον είχε μόλις γνωρίσει ένιωθε ήδη πως υπήρχε μια δυνατή έλξη ανάμεσα τους. Είχε ορκιστεί στον εαυτό της να αφοσιωθεί στο μεγάλωμα της Χριστιάνας χωρίς άλλους έρωτες, όμως κάτι της έλεγε ότι αυτό δεν θα ήταν κάτι εφήμερο και άξιζε να κάνει μια εξαίρεση.

Ο Κρις βρήκε τη Νάνσυ την ώρα που έβγαινε απ' τις τουαλέτες του δευτέρου ορόφου. Ήταν υπέροχη εκείνη τη νύχτα, με τις ξανθοκόκκινες μπούκλες της να πέφτουν απαλά στους ώμους της και το μαύρο- κόκκινο φόρεμα που ο ίδιος της είχε διαλέξει και της πήγαινε απίστευτα. Ήταν η γυναίκα του, και εκείνη τη στιγμή ορκίστηκε ότι ήθελε να περάσει ολόκληρη την αιώνια ζωή του μαζί της. Την πλησίασε και της είπε τα χαρμόσυνα νέα για την Ελίζα:

"Νομίζω πως η κόρη μου βρήκε επιτέλους αυτόν που θα την κάνει ευτυχισμένη. Την είδα να μιλάει με τον κουμπάρο των παιδιών, τον Σωτήρη , ο οποίος την έκανε να γελάει και το πρόσωπο της έλαμπε."

"Αλήθεια;" είπε η Νάνσυ. "Χαίρομαι πάρα πολύ για εκείνη."

"Μπορεί να είναι νωρίς ακόμα, αλλά φαίνεται από μακριά ότι υπάρχει χημεία μεταξύ τους. Έχω πολύ καλό προαίσθημα."

"Φαίνεται όντως καλό παιδί." σχολίασε η Νάνσυ. Έπειτα πέρασε στο θέμα που την απασχολούσε καιρό: είχε φτάσει σχεδόν τα τριάντα και, αν και φαινόταν πολύ νεότερη, ήξερε ότι σύντομα τα σημάδια του χρόνου θα άρχιζαν να κάνουν την εμφάνιση τους, πράγμα που θα σήμαινε ότι αργά ή γρήγορα θα γερνούσε και θα έπρεπε να αποχωριστεί τον Κρις. Όχι, κάτι τέτοιο δεν το ήθελε με τίποτα. Είχε ξεκαθαρίσει στον Κρις τη θέση της και το είχε βάλει ως όρο αν ήθελε να παντρευτούν. Ήξερε πολύ καλά τους κινδύνους, ο Κρις την είχε προειδοποιήσει για όλα όσα θα αντιμετώπιζε, όμως δεν την ένοιαζε. Άξιζε να κάνει αυτή τη θυσία για χάρη του.

"Κρις... Όσο για το άλλο που λέγαμε..." ξεκίνησε διστακτικά. "Νομίζω πως έχει έρθει η ώρα. Είμαι έτοιμη." Ο Κρις την κοίταξε μέσα στα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα, παίρνοντας μαζί και την απόφαση του:

"Εντάξει. Θα το κάνουμε απόψε, όταν γυρίσουμε στο σπίτι μας." Η Νάνσυ ένιωσε ένα ρίγος και χάρηκε όσο ποτέ άλλοτε. Επιτέλους, ο άντρας της θα τη μεταμόρφωνε! Και θα ήταν για πάντα μαζί! Έπεσε στην αγκαλιά του και τον φίλησε.

"Σ' αγαπώ, Νάνσυ." της είπε έπειτα κοιτάζοντας την στα μάτια.

"Κι εγώ σ' αγαπώ. Και τώρα πια, ούτε ο θάνατος θα μπορεί να μας χωρίσει."

Αργότερα τη νύχτα, το ζευγάρι με τη Σταυρούλα και τη Χριστιάνα γύρισαν σπίτι, ενώ η Ελίζα πήγε για ποτό με τη Γεωργία, τον Σίμο και εννοείται τον Σωτήρη , να συνεχίσουν τη διασκέδαση μέχρι το πρωί μιας και η δεξίωση του γάμου τελείωσε νωρίς. Ο Σωτήρης υποσχέθηκε στον Κρις ότι θα γυρνούσε την κόρη του σπίτι με το αυτοκίνητο.

Όταν η Σταυρούλα έβαλε τη Χριστιάνα για ύπνο και έπεσε και η ίδια, ο Κρις με τη Νάνσυ πήγαν στην κρεβατοκάμαρα τους. Η μεγάλη ώρα είχε φτάσει. Η Νάνσυ μπήκε στο μπάνιο για να κάνει τις απαραίτητες προετοιμασίες, αφού πρώτα ο Κρις ήπιε αρκετό αίμα για να είναι χορτάτος.

"Είσαι έτοιμη;" τη ρώτησε απ' έξω, ανήσυχος επειδή αργούσε.

"Μισό λεπτό." του απάντησε από μέσα η Νάνσυ, καθώς διόρθωνε το μακιγιάζ της. Ήθελε να είναι πανέμορφη την ώρα της μεταμόρφωσης της. Παρόλο που όλα αυτά δεν χρειάζονταν, εκείνη το έβλεπε κάπως σαν τελετή. Κοιτάχτηκε για μία ακόμα φορά στον καθρέφτη, πήρε μια βαθιά ανάσα για να διώξει το άγχος και άνοιξε την πόρτα του μπάνιου.

"Εντάξει, έτοιμη." είπε και παρουσιάστηκε στον Κρις. 

Εκείνος έμεινε άφωνος. Είχε φορέσει ένα μακρύ κόκκινο νυχτικό με δαντέλα και είχε μαζέψει τα μαλλιά της ψηλά, αφήνοντας μερικές τούφες να πέφτουν απαλά στο λαιμό της.

"Ουάου... Βλέπω έκανες και...ειδική προετοιμασία." της είπε και την πλησίασε αργά.

"Ειδικά για σένα, μωρό μου." του είπε και τον κοίταξε με ανυπομονησία αλλά και άγχος. Βρέθηκαν σε απόσταση αναπνοής.

"Νάνσυ..." είπε διστακτικά ο Κρις, που είχε ακόμα τις επιφυλάξεις του σχετικά με αυτό. "Είσαι εκατό τις εκατό σίγουρη; Είναι κάτι το οποίο δεν θα μπορείς να αλλάξεις αν κάποια στιγμή το μετανιώσεις. Επιπλέον, ο δρόμος για να γίνεις στη συνέχεια Ζωοφάγος θα είναι πολύ δύσκολος και επίπονος."

"Τα έχουμε ξαναπεί αυτά, Κρις. Δεν πρόκειται να το μετανιώσω. Είμαι απόλυτα σίγουρη ότι θέλω να σε ακολουθήσω στην αθανασία. Όσο για το αίμα, θα έχω εσένα να με βοηθήσεις για όσο χρειαστεί μέχρι να αποκτήσω αυτοσυγκράτηση." Ο Κρις ένευσε.

"Πάντως θα είσαι σίγουρα πολύ όμορφη βρικόλακας." της είπε και εκείνη χαμογέλασε σαν ντροπαλή έφηβη. "Ωραία λοιπόν... Ας το κάνουμε." Η καρδιά της Νάνσυ άρχισε να χτυπάει σαν τρελή και ο Κρις είδε τη φλέβα στο λαιμό της να πάλλεται.

"Θα πονέσει;" τον ρώτησε.

"Ναι, ίσως πονέσει λίγο." της είπε ο Κρις και χάιδεψε απαλά το μάγουλο της, έπειτα το χέρι του έκανε στην άκρη απαλά τις τούφες απ' τα μαλλιά της που έπεφταν... Με το άλλο του χέρι έπιασε τη βάση του λαιμού της και την έφερε ακόμα πιο κοντά του. Τα χείλη του πλησίασαν το λαιμό της...και έκανε εκείνο που είχε χρόνια να κάνει: να δαγκώσει ανθρώπινη σάρκα. Οι κυνόδοντες του καρφώθηκαν στο λαιμό της και η Νάνσυ ένιωσε αμέσως έναν οξύ πόνο, ο οποίος όμως πέρασε όταν άρχισε να εισχωρεί το δηλητήριο. Ο Κρις προσπαθούσε να μην αναπνέει την ώρα που γεύτηκε το αίμα της και να μη ρουφήξει προς τα μέσα, αλλά αντιθέτως να βάλει το δηλητήριο του μέσα της. Η Νάνσυ ένιωσε στη συνέχεια ένα μούδιασμα και ένα μυρμήγκιασμα παντού μέσα της, σαν δεκάδες νυχτερίδες να διαπερνούσαν το σώμα της. Ένιωσε κατά κάποιον τρόπο σαν να συνδέθηκε με το σώμα, το μυαλό και τις σκέψεις του, ένιωθε όλα τα συναισθήματα που και εκείνος ένιωθε εκείνη τη στιγμή. Και ήταν πολύ δυνατά.

Ήταν έτοιμη. Ο Κρις απομάκρυνε τα χείλη του και την κοίταξε στα μάτια, έπειτα το μυρμήγκιασμα πέρασε και η Νάνσυ ένιωσε ζαλάδα και λίγο έλειψε να σωριαστεί κάτω, όμως ο Κρις την έπιασε με τα τέλεια αντανακλαστικά του και την έβαλε να καθίσει στο κρεβάτι. Στα χείλη του είχε ακόμα το αίμα της, και αυτό δεν ήταν καθόλου καλό. Πήγε τρέχοντας στο μπάνιο και ξεπλύθηκε, και γυρνώντας πήρε λίγο χαρτί το οποίο  έβαλε τη Νάνσυ να το κρατάει στο ματωμένο ακόμα σημάδι του λαιμού της μέχρι να αρχίσει να κλείνει η πληγή.

"Είσαι εντάξει;" τη ρώτησε μόλις κατάφερε να μιλήσει.

"Ναι, μια μικρή ζαλάδα νιώθω μόνο. Εσύ είσαι εντάξει;" Της απάντησε γνέφοντας καταφατικά.

"Η ζαλάδα είναι μόνο η αρχή." της είπε έπειτα, κάνοντας βόλτες νευρικά πάνω- κάτω στο δωμάτιο από υπερένταση. "Σε λίγες ώρες θα νιώσεις καλύτερα. Οι επόμενες τρεις μέρες θα είναι κρίσιμες. Θα υποφέρεις απ' τους πόνους, θα ανεβάσεις πυρετό, θα ικετεύεις να πεθάνεις." Ξαφνικά σταμάτησε να πηγαινοέρχεται και πήγε και κάθισε δίπλα της. Της κράτησε το χέρι απαλά, αγνοώντας τη λαχτάρα του για το αίμα της το οποίο ακόμα έτρεχε από την ανοιχτή πληγή.

"Όμως εγώ θα είμαι συνέχεια δίπλα σου και θα σε φροντίζω μέχρι να τελειώσει όλο αυτό."

"Το ξέρω, αγάπη μου." του είπε. "Και μετά θα είμαστε για πάντα μαζί. Δεν θα φοβάμαι πια το θάνατο."

"Θα σ' αγαπώ μέχρι το τέλος του κόσμου, αν ζήσουμε τόσο ώστε να το δούμε." της είπε.

Όλα έγιναν όπως ακριβώς τα είχε προβλέψει ο Κρις. Επί τρεις συνεχόμενες μέρες η Νάνσυ υπέφερε, βγάζοντας δυνατές κραυγές από τους πόνους. Η Σταυρούλα δεν άντεξε να βλέπει την κόρη της να υποφέρει έτσι και ο Κρις φρόντισε ώστε εκείνη, η Ελίζα και η Χριστιάνα να φιλοξενηθούν στο σπίτι της Γεωργίας και του Σίμου μέχρι να ολοκληρωθεί η μεταμόρφωση. Στο μεταξύ η Ελίζα άρχισε να βγαίνει με τον Σωτήρη και τα πήγαιναν πολύ καλά. Είχε αρχίσει να τον ερωτεύεται και αυτή τη φορά αφέθηκε χωρίς να φοβάται ότι έκανε κάτι επικίνδυνο ή απαγορευμένο.

Ο Κρις έβλεπε τη Νάνσυ να υποφέρει και θυμήθηκε τον εαυτό του στη θέση της, δεκαετίες πριν, όταν τον μεταμόρφωσε ο Τζέρι. Σε αντίθεση όμως με εκείνον, η Νάνσυ δεν ευχήθηκε ούτε μια φορά να πεθάνει. Υπέμενε τα πάντα στωικά, γιατί ήξερε πως έπρεπε να το περάσει αυτό αν ήθελε να ζήσει για πάντα μαζί του. Και εκείνος ήταν πάντα στο πλευρό της, της έβαζε κομπρέσες με δροσερό νερό στο μέτωπο που έκαιγε, της κρατούσε το χέρι και της έλεγε λόγια παρηγοριάς.

Όταν τελικά η Νάνσυ μεταμορφώθηκε, ήταν απίστευτη. Στην αρχή ήθελε όσο τίποτα να πιει ανθρώπινο αίμα, εννοείται, όμως πάντα ήταν κάπου εκεί κοντά ο Κρις και τη συγκρατούσε. Πήγαιναν για κυνήγι μαζί στο δάσος και σύντομα συνήθισε το ζωικό αίμα, χωρίς να χρειαστεί να σκοτώσει κανέναν. Η μητέρα της μετακόμισε σε δικό της σπίτι, είχαν όμως πολύ συχνά επαφές εφόσον δεν κινδύνευε πια. 

Η Ελίζα και η Χριστιάνα πήγαν πάλι να μείνουν μαζί τους στη βίλα. Σύντομα όμως, η σχέση της με τον Σωτήρη εξελίχθηκε σε κάτι πολύ δυνατό, και μετά από έναν ακριβώς χρόνο γνωριμίας, της έκανε πρόταση γάμου, παντρεύτηκαν και μετακόμισαν σε δικό τους σπίτι μαζί με τη Χριστιάνα. Σύντομα έκαναν και δικό τους παιδί. Ήταν ένα αγόρι και το βάφτισαν Γιάννη, προς τιμήν της Γιάννας φυσικά. Ο Γιάννης ήταν θνητός. Μεγαλώνοντας, αντιμετώπισε βέβαια κάποια προβλήματα με την αδελφή του, η οποία εξαιτίας της μισής βαμπιρικής φύσης της γινόταν κάποιες φορές επιθετική απέναντι του, όταν όμως μεγάλωσαν τον προστάτευε με όλο της το είναι, και αλίμονο στα παιδιά που τον πείραζαν στο σχολείο! 

Όσο για τη Γεωργία, γέννησε έναν λευκό βρικόλακα, όπως είχε προβλέψει ο Κρις, ένα πανέμορφο κοριτσάκι το οποίο ονόμασαν Άννα. Με τη Βαλεντίνα συναντήθηκαν ξανά κάποια στιγμή στο μέλλον, αλλά δεν θα μιλήσουμε με λεπτομέρειες για αυτό, τουλάχιστον όχι σε αυτό το βιβλίο.

Ο Κρις και η Νάνσυ έμειναν για πάντα μαζί. Και όταν λέμε για πάντα εννοούμε για εκατοντάδες, μπορεί και χιλιάδες χρόνια. Κανείς δεν ξέρει με ακρίβεια... Έκαναν κι εκείνοι δύο παιδιά τα οποία αναθρέψαν επίσης ως Καθαρούς Ζωοφάγους. Και όταν, ύστερα από αρκετά χρόνια, η Ελίζα άρχισε να φαίνεται μεγαλύτερη από τον πατέρα της, το πήρε απόφαση πλέον πως έπρεπε να τον αποχωριστεί γιατί είχε αρχίσει να γερνάει, ενώ εκείνος είχε παραμείνει νέος. Αποχαιρέτησε για πάντα εκείνον και τη Νάνσυ και μαζί με τον Σωτήρη και τα παιδιά τους έφυγαν μακριά. Δεν τους ξαναείδαν ποτέ. Ίσως ήταν καλύτερα έτσι.

Ο Αλέξανδρος ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο, διέσχισε βουνά και θάλασσες προσπαθώντας να βρει τον εαυτό του και να κερδίσει τη χαμένη του αθωότητα. Άφησε πίσω το παρελθόν του και απλά ζούσε σαν ένας κυνηγός της νύχτας. Το αν βρήκε αυτό που αναζητούσε, ούτε αυτό θα το μάθουμε σε τούτο το βιβλίο.

Η ιστορία όμως δεν τελειώνει εδώ. Στο Γ μέρος του Φινάλε, θα δούμε πώς συνεχίστηκε η ιστορία του Τζέρι και της Μελίντας. Μείνετε συντονισμένοι!

***************************************************

Μέσα στη Μεγάλη Εβδομάδα λογικά θα έχω έτοιμο και το Γ μέρος. Το οριστικό τέλος του βιβλίου υπόσχεται να σας καθηλώσει όλους! Ορίστε ένα μικρό σπόιλερ:

Λοιπόν, βρισκόμαστε έξι χρόνια μετά την ήττα του Τζέρι και της Μελίντας. Οι δυο τους είναι παντρεμένοι και ζουν μαζί με τον γιο τους Νίκο, ο οποίος στην πραγματικότητα είναι γιος του Τζέρι και της Νατάσας, όμως δεν θυμάται τη μητέρα του και νομίζει πως είναι η Μελίντα. Η οικογένεια ζει ευτυχισμένη, σε ένα απίστευτο σπίτι- κάστρο σε μια μεγάλη πόλη με νυχτερινή ζωή όπως ήταν το Γεφυρολίμανο . (Δεν έχω σκεφτεί όνομα ακόμα). Ώσπου εμφανίζεται στην πόλη μια ομάδα κυνηγών βρικολάκων, οι οποίοι έχουν βάλει στο στόχαστρο τους Ανθρωποφάγους βρικόλακες και έχουν όλα τα κατάλληλα μέσα για να εξοντώσουν ακόμα και έναν δυνατό βρικόλακα όπως η Μελίντα... Θα τα καταφέρουν;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top