(6,2) Γλυκιά Εκδίκηση

Η Βαλεντίνα κρατούσε το σημείωμα σφιχτά στο χέρι της, σαν να ήταν κάτι πολύτιμο, αφού πρώτα το διάβασε. Ένας μυστηριώδης νεαρός της το έδωσε, που φορούσε μπουφάν με κουκούλα και δεν πρόλαβε να δει τα μάτια του και να καταλάβει αν ήταν βρικόλακας η θνητός. Το σημείωμα έγραφε:

Μου έλειψες, μικρούλα. Το βράδυ στις εννέα, στο Ξέφωτο του Θεάτρου . Θέλω να σε συναντήσω. Να μην σε ακολουθήσει κάνειςΜίλτος. Εικόνες από το παρελθόν άρχισαν να ξεπηδούν στο μυαλό της, από την περίεργη μεταμόρφωση της και τις στιγμές που πέρασε με τον Μίλτο και τους άλλους δύο άγριους βρικόλακες. Δεν ήταν περίεργη η επανεμφάνιση της Μελίντας με την επανεμφάνιση του Μίλτου; Μήπως ήταν παγίδα; Μήπως δεν έπρεπε να πάει; Η καρδιά της όμως ήθελε σαν τρελή να τον ξαναδεί, και ας είχε σταματήσει να χτυπάει εδώ και είκοσι κάτι χρόνια.

Επέστρεψε στο σπίτι, γιατί σε λίγο ο ήλιος θα ανέτειλε. Ξάπλωσε για λίγο και πήρε τον βαμπιρικό της υπνάκο. Όλη την υπόλοιπη ημέρα ανυπομονούσε για την επικείμενη συνάντηση της. Δεν είπε τίποτα σε κανέναν, ούτε καν στον Κρις, τον οποίο εμπιστευόταν απόλυτα. Το βράδυ βρήκε μια δικαιολογία και έφυγε χωρίς να καταλάβει τίποτα ο Τζέρι. Έπαιζε μια παρτίδα σκάκι εκείνη την ώρα με τη Μελίντα, και δεν τον ένοιαζε καν που πήγαινε.

Έφυγε με αργό περπάτημα από το σπίτι και μόλις το προσπέρασε, άρχισε να τρέχει ως το Ξέφωτο του Θεάτρου. Βγήκε από την πόλη, μπήκε στο δάσος και τρέχοντας ακόμα πιο γρήγορα και περνώντας με τέλεια αντανακλαστικά μέσα από τα δέντρα, βρέθηκε στο Ξέφωτο του Θεάτρου. Ήταν ένας ανοιχτός χώρος ανάμεσα στα δέντρα, σε σχήμα αρχαίου αμφιθεάτρου με τέσσερις ψηλές κολώνες που βρίσκονταν χωρίς λόγο και αιτία στο κάτω μέρος, που έμοιαζε με την πλατεία του αμφιθεάτρου. Τέσσερα φυσικά διαζώματα απλώνονταν προς τα πάνω, σχηματίζοντας έτσι καθίσματα. Ήταν όντως ένα αρχαίο θέατρο, όμως είχε να χρησιμοποιηθεί πολλά χρόνια.

Στη μέση της πλατείας στεκόταν ο Μίλτος, ντυμένος όπως παλιά στα μαύρα, λουσμένος στο φως που έριχνε πάνω του η Ημισέληνος. Δεν χρειάστηκε καν να του μιλήσει για να αντιληφθεί την παρουσία της. Γύρισε αμέσως και την κοιτάξε. Τα μάτια του ήταν ακόμα κόκκινα και έδειχναν τρομακτικά όπως και τότε που την μεταμόρφωσε, και φάνηκε πως έλαμψαν λίγο παραπάνω όταν την είδε. Κάτι ένιωσε εκείνη τη στιγμή η Βαλεντίνα, κάτι ανεξήγητο μέσα της. Εκείνος της χαμογέλασε μόλις την είδε να πλησιάζει.

"Γεια σου, μικρούλα." Της είπε. "Μου έλειψες." Η Βαλεντίνα πλησίασε διστακτικά. Βρέθηκε σε απόσταση αναπνοής μπροστά του και το χέρι του άγγιξε το πρόσωπο της απαλά. Τον αγκάλιασε χωρίς λόγια και συνηδειτοποίησε πόσο πολύ της είχε λείψει και εκείνης.

"Τι κάνεις εδώ; Θέλω να πω...σε αυτή την πόλη; Πως με βρήκες;" τον ρώτησε έπειτα. Έπρεπε να μάθει ακριβώς τι ήταν αυτό που τον έφερε πίσω σε εκείνη για να τον εμπιστευθεί.

"Κινδυνεύεις, Βαλεντίνα. Από τη Μελίτα." Της είπε εκείνος. "Αν όμως φύγεις μαζί μου δεν θα επιτρέψω να σου συμβεί τίποτα." Της ήρθε ξαφνικό αυτό και δεν ήξερε τι να πει. Έπρεπε να μάθει περισσότερα.

"Τι εννοείς; Μπορείς να μου πεις τι συμβαίνει; Πρώτα εμφανίζεται η Μελίτα, Μελίντα όπως τη λένε στην πραγματικότητα, και αποδεικνύεται ότι είναι εκείνη που άλλαξε τον άντρα μου πριν δύο αιώνες και τώρα εμφανίζεσαι εσύ και μου λες να φύγω μαζί σου;! Και πως μπορώ να ξέρω ότι δεν μου ετοιμάζετε κάποια παγίδα οι δύο σας;!" Ύψωσε τον τόνο της φωνής της. Συνειδητοποίησε ότι ο Τζέρι είχε αφήσει και κάτι καλό τελικά στην ψυχή της εκτός από καταστροφή: την είχε μάθει να μην εμπιστεύεται εύκολα τους άλλους και ειδικά τους άντρες. Πόσο μάλλον όταν εκείνοι ήταν βρικόλακες...

"Άκουσε με. Είναι μεγάλη ιστορία. Πρέπει να φύγουμε σύντομα." Της είπε ο Μίλτος  με την αγωνία ζωγραφισμένη στα μάτια του.

"Ούτως ή άλλως, δεν πρόκειται να φύγω μέχρι αύριο. Πρέπει να πάρω κάποια πράγματα μαζί μου. Οπότε έχουμε όλη τη νύχτα για να μου πεις την ιστορία σου. Σε ακούω λοιπόν..." Και σταύρωσε τα χέρια της περιμένοντας.

"Εντάξει." Είπε παραδομένος ο Μίλτος. "Όταν έφυγες απ το κρησφύγετο, πριν από είκοσι χρόνια περίπου, η Μελίντα με βασάνισε σκληρά για να με τιμωρήσει που σε άφησα."

"Αυτά τα ξέρω!" Τον διέκοψε. "Μου τα είπε η ίδια."

"Όχι, πρέπει να ακούσεις και τη δική μου την πλευρά, γιατί αυτή μπορεί να παραποιήσε την ιστορία προς όφελος της. Αφού με ελευθέρωσε απ τα βασανιστήρια, λοιπόν, που πιστεύω θα ξέρεις ποια ήταν και εγώ δεν θέλω να τα θυμάμαι, έφυγα πολύ διψασμένος σε αναζήτηση λείας. Έκανα φρικτά πράγματα και σκότωσα αθώους. Επέστρεψα τρεις μέρες μετά στο κρησφύγετο και είπα στη Μελίτα ότι δεν άντεχα άλλο αυτό το μαρτύριο, αυτόν τον τρόπο ζωής μας και ότι επιθυμούσα να πάω στην πόλη και να ζήσω μαζί με τους θνητούς, και να αλλάξω πίνοντας έστω συσκευασμένο αίμα και σκοτώνοντας σπάνια και μόνο αν ήταν απαραίτητο."

"Θεέ μου... Μας είπε πως έφυγες και δεν επέστρεψες ποτέ μετά τον βασανισμό σου." Σχολίασε η Βαλεντίνα.

"Είδες λοιπόν που είπε ψέματα; Όταν της το είπα αυτό, λοιπόν, έγινε έξαλλη και παλέψαμε, χωρίς να μπορεί όμως να νικήσει κανένας. Ο Ξέρξης μας χώρισε και δήλωσε ότι συμφωνούσε μαζί μου. Πίστεψα ότι εκείνος ίσως κατάφερνε να πείσει τη Μελίντα να αλλάξουμε... Τον σκότωσε πανεύκολα. Εγώ τότε έφυγα και με κυνήγησε για αρκετά χιλιόμετρα εκτός πόλης και για νύχτες ασταμάτητες, ενώ με την ανατολή του ήλιου κρυβόμασταν και συνεχίζαμε μετά τη δύση του. Κάποια στιγμή όμως, συνειδητοποίησα ότι είχε σταματήσει να με κυνηγάει. Δεν κατάλαβα το γιατί. Ίσως δίψασε και σταμάτησε για να τραφεί, ίσως πάλι βαρέθηκε αυτή την καταδίωξη και τα παράτησε.

Τα χρόνια που πέρασαν, έζησα σε αρκετές πόλεις, ποτέ όμως δεν εμένα σε κάποια για πολύ. Με τον καιρό προσαρμόστηκα στον τρόπο ζωής των θνητών, έζησα ανάμεσα τους, έπινα συσκευασμένο αίμα κυρίως. Προσπάθησα μέχρι και ζωοφαγος να γίνω. Θυμόμουν εσένα και έπαιρνα δύναμη, και ήλπιζα ότι κάποια μέρα θα ξαναβρεθούμε και ήθελα να είμαι αλλαγμένος για σένα."

Έδειξε τα κόκκινα  μάτια του και χαμογέλασε πικρά.

"Απ ότι βλέπεις, δεν τα κατάφερα. Εν τέλη  επέστρεψα στο Γεφυρολίμανο , έψαξα για  εσένα, αλλά δεν είχες επιστρέψει ακόμα. Βρήκα τη Μελίντα, τη συνάντησα, βγήκαμε μια δυο- φορές... Φαινόταν διαφορετική, πιο ανθρώπινη. Είπε πως είχε αλλάξει και πως ζούσε κι εκείνη ανάμεσα σε θνητούς. Έλεγε αλήθεια σχετικά με αυτό, ζούσε σε διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης και είχε μια κανονική δουλειά ως επιστήμονας. Όμως δεν έπινε συσκευασμένο αίμα. Τρεφόταν σκοτώνοντας ανθρώπους, όπως κάναμε και τότε. Πάντα κυνηγούσε εκτός πόλης όμως για να μη γίνεται στόχος. Την παρακολουθούσα συνέχεια και ανακάλυψα ότι και εκείνη με τη σειρά της παρακολουθούσε τον Τζέρι και τους υπόλοιπους που εμεναν μαζί του. Κάτι σχεδίαζε, όμως δεν καταλάβαινα τι επειδή δεν τους πλησίαζε ποτέ. Έψαξα και έμαθα κι εγώ για εκείνους, και κατάλαβα πως ο Τζέρι ήταν ο άντρας σου που σε θεωρούσε νεκρή. Ήξερα ότι κατά κάποιον τρόπο συνδεόταν με τη Μελίντα. Ύστερα έμαθα για την επιστροφή σου και ότι παντρεύτηκες ξανα τον Τζέρι."

Έκανε μια παύση.

"Ένιωσα ζήλια, το παραδέχομαι. Και θλίψη και οργή συγχρόνως που έκανες το ίδιο λάθος δεύτερη φορά ακόμα και μετα από όσα σου είχε κάνει. Χαιρόμουν που ένιωθα ξανά όλα αυτά τα  συναισθήματα, έστω και αρνητικά. Μου θύμιζαν ότι κάποτε ήμουν άνθρωπος. Όμως ήλπιζα ότι είχες μάθει να προστατεύεις τον εαυτό σου. Όχι όμως και τώρα, Βαλεντίνα. Τώρα η Μελίντα  ετοιμάζει στρατό ανθρωποφάγων βρικολάκων , για να βγάλει απ τη μέση εσένα και όλους τους υπόλοιπους ζωοφαγους. Σύντομα θα βάλει στο παιχνίδι και τον Τζέρι, και θα σχεδιάσει κάτι μεγάλο, κάτι που δεν έχω ανακαλύψει ακόμα, για να γίνει ακόμα πιο δυνατή και ανίκητη. Εσύ είσαι αυτή που κινδυνεύεις πρώτη, ως η γυναίκα του Τζέρι. Αν μπορέσει, θα σε σκοτώσει η ίδια, χωρίς το στρατό της. Έτσι ο Τζέρι δεν θα έχει τίποτα να τον κρατάει στη φωτεινή πλευρά. Θα βυθιστεί στο σκοτάδι και θα την ακολουθήσει σαν σκύλος στα βρόμικα σχέδια της."

Τελείωσε την αφήγηση του και την κοίταξε με ειλικρίνεια και ελπίδα στο βλέμμα, περιμένοντας την απάντηση της η οποία δεν ερχόταν.

"Έλα μαζί μου, μικρούλα. Θα είσαι ασφαλής." Της είπε. "Θα προσπαθήσω ξανά να αλλάξω και αυτή τη φορα, θα έχω και εσένα να με βοηθήσεις. Το ξέρω πως είναι παράτολμο, και ότι ίσως σου ακούγονται παράλογα όλα αυτά, αλλά πρέπει να με πιστέψεις. Και αν θέλεις, να παρακολουθήσουμε μαζί τη Μελίντα και θα δεις και μόνη σου ότι όντως μαζεύει στρατό."

"Σε πιστεύω." Του είπε τελικά. Ήξερε ότι έλεγε αλήθεια, το ένιωθε. Δεν ήταν σαν τον Τζέρι. Και αν όντως υπήρχε έστω και μια πιθανότητα να τη σκοτώσει η Μελίντα, δεν ήθελε να το ρισκάρει. Δεν θα έκανε τη χάρη στον Τζέρι να πεθάνει ξανά. Αυτό θα ήταν άλλη μια ήττα. Καλύτερα να έφευγε μακριά του, να τον εγκατέλειπε για να νιώσει κι εκείνος μια φορά όπως ένιωθε εκείνη κάθε φορά που την πληγώνε, η τουλάχιστον να πληγωνόταν ο τεράστιος εγωισμός του.

"Αν έρθω..." Είπε σκεπτική. "...που θα πάμε;"

"Θα δούμε. Κάπου μακριά, να μη μπορούν να μας βρουν εκείνοι. Θα φτιάξουμε κι εμείς στρατό από ζωοφαγους και όταν είμαστε αρκετά δυνατοί, θα τους κάνουμε αντεπίθεση." Η Βαλεντίνα το σκέφτηκε ακόμα καλύτερα. Ίσως δεν ξαναέβλεπε ποτέ τα παιδιά της. Όμως θα ήταν καλύτερα έτσι. Διότι τα ημίαιμα παιδιά της δεν ήταν αθάνατα, όπως η ίδια. Ούτως ή άλλως θα έπρεπε να τα αποχωριστεί κάποια στιγμή. Ωστόσο, υπήρχαν και κάποια άλλα θέματα που την ανησυχούσαν:

"Και τι θα απογίνουν ο Κρις, η Νατάσα και η Ελίζα; Και η μικρή Χριστιάνα; Δεν μπορώ να τους αφήσω έρμαια του Τζέρι και της Μελίντας."

"Εντάξει. Μπορείς να το πεις μόνο στον Κρις. Σε κανέναν αλλον." Της είπε κι έπειτα την πλησίασε σε απόσταση αναπνοής. "Σε παρακαλώ, μικρούλα. Έλα μαζί μου." Την ικέτευσε για ακόμα μια φορά. "Ορκίζομαι να σε φροντίζω και να μη σε πληγώσω ποτέ." Άγγιξε ξανά το πρόσωπο της, το χέρι του κινήθηκε απαλά στο μάγουλο της και της προκάλεσε ένα ρίγος. Το έπιασε και το κράτησε στο δικό της χέρι. Τα λόγια του, αλλά κυρίως η επιμονή του να τη σώσει ρισκάροντας και τη ζωή του αν τον ανακάλυπτε η Μελίντα, την είχαν συγκινήσει. Έπρεπε να τον εμπιστευτεί. Τι είχε να χάσει άλλωστε;

"Δέχομαι." Είπε τελικά, και το πρόσωπο του Μίλτου φωτίστηκε από ένα χαμόγελο ευτυχίας. Η Βαλεντίνα χαμογέλασε κι εκείνη. Έπειτα, μια απαίσια ιδέα της ήρθε στο μυαλο. Ένιωθε πως έτσι, θα χρησιμοποιούσε τον Μίλτο για να πάρει τη γλυκιά της εκδίκηση απ τον Τζέρι, χωρίς να νιώθει κάτι για τον ίδιο πέρα από ένα ισχυρό δέσιμο που υπήρχε μεταξύ τους λόγω της μεταμόρφωσης.

"Το ξέρω ότι δεν με αγαπάς." Της είπε σαν να διάβασε τις σκέψεις της. "Το ξέρω ότι αγαπάς ακόμα αυτόν, και είναι κάτι που δεν μπορείς να το ελέγξεις. Σε διαβεβαιώ ότι εγώ είμαι εντάξει με αυτό. Ίσως με αγαπήσεις με τον καιρό, ίσως και όχι. Και πάλι δεν θα με πειράζει. Το μόνο που σου ζητώ είναι να μείνεις μαζί μου τουλάχιστον μέχρι να τελειώσει όλο αυτό με τη Μελίντα. Και μετά, αν θελήσεις να πάρεις το δικό σου δρόμο, εγώ δεν θα σε σταματήσω."

Η Βαλεντίνα τον αγκάλιασε σφιχτά και τοτέ κατάλαβε ότι δεν ήθελε να τον χάσει ποτέ. Ένιωθε ασφάλεια μαζί του, όση δεν είχε νιώσει ποτέ με τον Τζέρι. Τον κοιτάξε στα μάτια και του είπε:

"Δεν θα φύγω. Θα πολεμήσω μαζί σου και θα παραμείνω μαζί σου ακόμα κι όταν όλα τελειώσουν." Και τον φίλησε, και φαινόταν τόσο σωστό και συγχρόνως ανεξήγητο αυτό. Όμως τώρα δεν ένιωθε πια πόνο. Είχε βρει την αγκαλιά στην οποία πραγματικά ανήκε.

Την επόμενη μέρα το ξημέρωμα, ο Τζέρι επέστρεψε από το κυνήγι του με τη Μελίντα. Ήταν αναζωογονητικό που τρέφονταν ξανά με φρέσκο αίμα.

Στο σαλόνι τον περίμεναν ο Κρις και η Νατάσα.

"Που είναι η Βαλεντίνα;" ρώτησε. Το προηγούμενο βράδυ ήταν πολύ σιωπηλή και απόμακρη, και του φάνηκε παράξενο.

"Έφυγε πριν από δύο ώρες, χωρίς να μας πει που πηγαίνει." Απάντησε ο Κρις. "Σου άφησε αυτό." Και του έδωσε ένα διπλωμένο σημείωμα.

"Ήταν πολύ περίεργη πάντως." Πετάχτηκε η Νατάσα. "Κρατούσε μια μεγάλη τσάντα και μας αποχαιρέτησε σαν να μην επρόκειτο να μας ξαναδεί." Ο Κρις της έριξε μια προειδοποιητική μάτια.

Βουλώσε το! Ήθελε να της πει.

"Τι;! Και την αφήσατε να φύγει έτσι απλά;!" Φώναξε έξαλλος ο Τζέρι. Είχε μια φριχτή υποψία ότι η γυναίκα του τον εγκατέλειψε.

"Είμαι σίγουρος ότι έφυγε για λίγες μέρες για να μείνει λίγο μόνη της και να σκεφτεί. Ίσως πήγε στο Γεφυρολίμανο να δει τα παιδιά σας η..." πήγε να τη δικαιολογήσει ο Κρις ,όμως η Μελίντα μπήκε στη μέση και φώναξε:

"Έλεος με τις ανοησίες σας! Απλά διάβασε το γράμμα, Τζέρι!" Ο Τζέρι ξεδιπλώσε το χαρτί και άρχισε να διαβάζει τον όμορφο γραφικό χαρακτήρα της Βαλεντίνας:

Αγαπημένε μου Τζέρι και (κάποτε) άντρα της ζωής μου! Αυτή τη στιγμή που διαβάζεις αυτό το γράμμα, εγώ θα είμαι... Βασικά δεν έχω ιδέα που θα είμαι. Θα αναρωτιέσαι γιατί έφυγα. Λοιπόν θα σου απαντήσω σε αυτό: Με βρήκε ένας άντρας απ το παρελθόν μου και με έκανε να καταλάβω  ότι δεν σ αγαπώ πια. Μου τελείωσες! Όλα αυτά τα χρόνια που χαράμισα μαζί σου, με άδειασες από συναισθήματα και με έκανες να νιώθω μια σκιά του εαυτού μου κάτω απ τη δικιά σου τη σκιά. Μη λυπάσαι. Έτσι και αλλιώς έμαθες να ζεις μια χαρά και χωρίς εμένα όταν "πέθανα"! Δεν θα γυρίσω ποτέ πίσω σε σένα. Δεν ξανακάνω το ίδιο λάθος. Σου αξίζει, Τζέρι, να με χάσεις για δεύτερη φορά. Και αυτή η φορά θα είναι οριστική. Νόμιζα πως θα αλλάξεις, έτσι μου είχες πει. Αλλά για μια ακόμα φορά πίστεψα σαν ηλίθια τα ψέματα σου. Συνέχισες να σκοτώνεις και να με απατάς. Η απιστία με τη Νατάσα ήταν το τελειωτικό χτύπημα. Όσες συγνώμες και αν μου ζητούσες εγώ πάντα σε συγχωρούσα και κάναμε πάντα μια νέα αρχή... Δεν μπορώ να κάνω άλλες νέες αρχές μαζί σου. Αντίο, Τζέρι.

Ο Τζέρι τσαλάκωσε το χαρτί στο χέρι του και άρχισε να σπάει ότι έβρισκε μπροστά του, καθώς οι άλλοι τρεις προσπαθούσαν να τον πιάσουν και να σταματήσουν το ξέσπασμα του, κανένας όμως δεν τολμούσε να πλησιάσει έτσι όπως ήταν εξαγριωμένος.

"Όχι!" Φώναζε σαν τρελός ανάμεσα στα έπιπλα και στα αντικείμενα που πετούσε παντού. Τα μωρά από μέσα άρχισαν να κλαίνε και η Νατάσα έτρεξε να τα ηρεμήσει. Ο Τζέρι τη θυμόταν νεκρή, θυμόταν το φέρετρο της να κατεβαίνει στον τάφο... Πόσο θα ήθελε να παρέμενε έτσι... Γιατί έπρεπε να αναστηθεί ως βρικόλακας, να γυρίσει σε αυτόν και να τον πληγώσει τώρα έτσι, να προτιμήσει έναν άλλον άντρα; Ποιος να ήταν άραγε αυτός ο άντρας που την πήρε μακριά του; Χίλιες φορές να την έπαιρνε και πάλι ο χάρος. Η Μελίντα έτρεξε από πίσω του και με τρομερά αντανακλαστικά, έπεσε πάνω του και τον ακινητοποιήσε.

"Τζέρι, σύνελθε!" Του φώναξε και τον ανάγκασε να την κοιτάξει. " Δεν την έχεις ανάγκη! Τ' ακούς;!" Ο Τζέρι χαμογέλασε με τρελό βλέμμα λύσσας.

"Ναι, έχεις δίκιο..." Είπε με παραμορφωμένη φωνή. Σηκώθηκαν μαζί και άρχισε να φωνάζει στο κενό:

"Άκουσες, Βαλεντίνα;! Δεν σε έχω ανάγκη! Σε ξεφορτώθηκα και τώρα πλέον θα κάνω ότι γουστάρω! Θα σκοτώνω οπότε διψάω και θα πηδάω οποία θέλω!" Ένα σατανικό γέλιο συνόδευσε τα λόγια του. Ο Κρις άκουσε όλα αυτά σοκαρισμένος και τα λεγόμενα της Βαλεντίνας, που του είχε μιλήσει εμπιστευτικά λίγο πριν φύγει και του είχε αποκαλύψει τα σχέδια της Μελίντας έτσι όπως της τα είχε πει ο Μίλτος, τώρα επιβεβαιώνονταν. Τώρα πια έπρεπε να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και να προστάτευε ακόμα πιο στενά την κόρη του. Ίσως αν την έπαιρνε να μείνει μαζί τους να ήταν πιο ασφαλής, να την είχε κοντά του συνέχεια. Τουλάχιστον ήξερε πως η Νάνσυ ήταν ασφαλής στο Γεφυρολίμανο με τον Αλέξανδρο...

Λίγες μέρες μετά, η Μελίντα αποκάλυψε τα σατανικά της σχέδια στον Τζέρι.

"Μια νέα εποχή ξεκινάει για τους βρικόλακες, Ιερωνυμε." Του είπε μετά. "Και εσύ θα είσαι ένα σημαντικό κομμάτι της. Δεν θα συναναστρεφόμαστε πια με τους ανόητους θνητούς, δεν θα είμαστε σκλάβοι τους, ούτε φίλοι τους. Θα τους βλέπουμε μόνο σαν θηράματα, όπως θα έπρεπε να γίνεται κανονικά. Θα αρχίσουν να μας φοβούνται, όπως παλιά και όχι να μας χλευάζουν, να μας κοροϊδεύουν και να βγάζουν ηλίθιες ταινίες για εμάς. Αλλά για να γίνει αυτό, πρέπει να εξοντώσουμε όλους τους ζωοφαγους βρικόλακες, γιατί αυτοί φυσικά θα προστατεύσουν τους αγαπημένους τους θνητούς και θα μας μπουν εμπόδιο." Αυτή η ιδέα άρχισε να άρεσει  στον Τζέρι. Αφού είχε χάσει τη Βαλεντίνα, αφού τον είχε προδώσει με τέτοιο τρόπο, τότε δεν υπήρχε λόγος να είναι καλός με κανέναν ξανά. Χάθηκε τελείως στο σκοτάδι του εαυτού του, το άφησε να τον αγκαλιάσει και να τον καταπιεί τελείως αφού δεν μπόρεσε να το καταπολεμήσει.

"Και τι θα κάνουμε; Πώς θα μαζέψουμε στρατό;" ρώτησε.

"Έχω μαζέψει ήδη κάποιους. Αύριο θα πρέπει να πάω στο Γεφυρολίμανο,  να συναντηθώ μαζί τους και να συζητήσω τις λεπτομέρειες."

"Θα έρθω μαζί σου. Ευκαιρία να επισκεφθώ και τα παιδιά μου." Είπε.

"Όσο για τα...ημίαιμα παιδιά σου απ τη Βαλεντίνα..." του είπε με μια δόση ειρωνείας στη φωνή της. "Θα πρέπει να διαλέξουν, Ιερωνυμε. Η θα  πάρουν το μέρος μας και θα αρχίσουν να συμπεριφέρονται σαν κανονικοί, αληθινοί βρικόλακες, η θα προτιμήσουν να ζήσουν με τους θνητούς και θα πληρώσουν το τίμημα αν πέσουν πάνω στους δικούς μας. Και καλό θα είναι να πάρεις και τον άλλον, τον  καθαρόαιμο γιο σου μαζί μας."

"Ο Αλέξανδρος είναι άχρηστος. Είναι ερωτευμένος με θνητή, δεν νομίζω να δεχθεί."

"Αξίζει να κάνεις μια προσπάθεια." Του είπε.

"Δεν αξίζει, σου λέω. Είναι μια αποτυχία. Θα μας ντροπιάσει."

"Καλά, κάνε όπως νομίζεις."

Την επόμενη μέρα λοιπόν, έφυγαν οι δύο τους για το Γεφυρολίμανο . Η Μελίντα πήγε να συναντήσει τους υπηκόους της, να συζητήσουν για τα σχέδια τους και να τους πει για τη συμμετοχή του Τζέρι, ενώ ο Τζέρι πήγε να μιλήσει στα παιδιά του.

Πρώτα πήγε στο σπίτι του Κώστα. Χτύπησε το λευκό ξύλο της πόρτας και περίμενε. Ήταν ένα συννεφιασμένο πρωινό, έτσι ο ήλιος δεν πρόλαβε να τον ενοχλήσει μέχρι να του ανοίξει. Το πρόσωπο του πήρε μια έκφραση δυσάρεστης έκπληξης όταν τον είδε.

"Τι κάνεις εσύ εδώ;" ρώτησε.

Ο Τζέρι τον προσπέρασε και μπήκε στο μικροσκοπικό σαλόνι.

"Θέλω να μιλήσω σε εσένα και στην αδελφή σου." Είπε.

"Πες μου." Είπε ο Κώστας και σταύρωσε τα χέρια βαριεστημένα.

"Μπορείς να την πάρεις τηλέφωνο να έρθει;"

"Όχι. Έχει φύγει για διήμερο με τον Σίμο."

"Εντάξει." Ο Τζέρι είχε ξεχάσει ότι η κόρη του έχει σχέση με θνητό. Οπότε, αυτή αποκλείεται να τον ακολουθούσε στα σατανικά σχέδια του. Είχε μαλακώσει, όπως ακριβώς είχε συμβεί κάποτε και σε εκείνον όταν ερωτεύθηκε τη Βαλεντίνα.

"Τότε θα το πω μόνο σε εσένα." Είπε στον γιο του.

"Τι να μου πεις;"

"Ότι...Η μητέρα σας...με εγκατέλειψε." Είπε παίρνοντας ένα δήθεν συντετριμμένο ύφος. Ο Κώστας τον κοίταξε απορημένος. Δεν το περίμενε με τίποτα αυτό.

"Γιατί;" θέλησε να μάθει.

"Το έσκασε με τον γκόμενο. Μου άφησε μόνο ένα σημείωμα, που έλεγε ότι δεν θα επιστρέψει ποτέ και ότι δεν μ αγαπούσε πια. Όσο για εσάς, δεν την νοιάζει που δεν θα σας ξαναδεί ποτέ." Η απογοήτευση πήρε τη θέση της απορίας στο πρόσωπο του Κώστα και έπειτα ο θυμός.

"Εσύ φταις, τέρας!" Φώναξε. "Τι της έκανες;!"

"Ηρέμησε σε παρακαλώ." Του είπε. "Δεν μπορείς απλά να δεχθείς ότι αποδείχθηκε τελικά πόρνη;"

"Πώς τολμάς;! Η μαμά σε αγαπούσε! Πότε δεν θα σε παρατούσε έτσι αν δεν υπήρχε σοβαρός λόγος!" Φώναζε εξαγριωμένος ο ημίαιμος  γιος του και φαινόταν σαν να ήθελε να τον σκοτώσει. "Φύγε για πάντα από τη ζωή μας και μην τολμήσεις να ξανάρθεις!"

"Θα φύγω, αλλά θέλω πρώτα να σου προτείνω κάτι."

"Δεν θέλω τίποτα άλλο από εσένα! Φύγε τώρα! Δρόμο!" Του φώναξε πάλι με τα βιολετιά μάτια του να γυαλίζουν από οργή. Ο Τζέρι τον κοίταξε για λίγο με θυμό στο βλέμμα, έπειτα σκέφτηκε ότι δεν άξιζε να ασχοληθεί μαζί του και απλά άνοιξε την πόρτα και έφυγε, χωρίς να του μιλήσει για το σχέδιο. Θα το πλήρωνε και αυτός που δεν του έδειξε τον ανάλογο σεβασμό.

Μπήκε βιαστικά στο αμάξι του και άρχισε να οδηγεί με ιλιγγιώδη ταχύτητα στους δρόμους του Γεφυρολίμανου  για να πάει στην επόμενη στάση του, η οποία δεν ήταν άλλη από τη βίλα του Αλέξανδρου και της Νάνσυ. Η βίλα την οποία έδωσε ο ίδιος στον γιο του για να τον ξεφορτωθεί, όταν είδε ότι, παρά την αλλαγή του σε Ανθρωποφάγο βρικόλακα, αυτός εξακολουθούσε να παρασύρεται από θνητά συναισθήματα. Για τη Νάνσυ ήταν ο τέλειος άντρας, το "κακό παιδί" που έκανε μεν  αμαρτίες και φερόταν σαν ένα αιμοβόρο τέρας, όμως σε εκείνη ήταν πάντα πιστός, η τουλάχιστον έτσι νόμιζε! Για κακή της τύχη όμως, ο Τζέρι γνώριζε κάτι παραπάνω, και σκόπευε να το αλλάξει αυτό και να καταστρέψει την απατηλή ευτυχία μέσα στην οποία ζούσαν τα δύο πιτσουνάκια!

Πέρασε την μισάνοιχτη καγκελόπορτα και κατευθύνθηκε προς την κεντρική είσοδο. Έτριψε τα χέρια του σατανικά και χτύπησε κουδούνι. Η Νάνσυ του άνοιξε.

"Τζέρι;" έκανε με απορία, και ένα χαμόγελο ελπίδας σχηματίστηκε στα χείλη της. "Γυρίσατε; Που είναι ο Κρις;" συμπλήρωσε.

"Ο Κρις δεν ήρθε μαζί μου, Νάνσυ." Της απάντησε καθώς περνούσε μέσα στο χωλ. "Μόνος μου ήρθα. Που είναι ο Αλέξανδρος;"

"Εδώ είμαι." Είπε ο νεαρός βρικόλακας και ήρθε από το σαλόνι. Στάθηκε απέναντι στον πατέρα του και τον κοίταξε ψυχρά.

"Τι θες;" τον ρώτησε.

"Ήρθα στην πόλη για κάποιες εκκρεμότητες που είχα αφήσει και είπα να σας επισκεφθώ και να σου προτείνω κάτι που σε συμφέρει, Αλέξανδρε."

"Εγώ να σας αφήσω τότε..." Είπε η Νάνσυ και έκανε να απομακρυνθεί. Ο Τζέρι τη σταμάτησε πιάνοντας το χέρι της.

"Όχι Νάνσυ. Δεν με πειράζει να είσαι κι εσύ μπροστά." Αντιθέτως... συμπλήρωσε από μέσα του.

"Εντάξει." Είπε εκείνη. "Ας καθίσουμε στο σαλόνι."

Πήγαν στο σαλόνι και κάθισαν, ο Αλέξανδρος και η Νάνσυ στο μεγάλο, δερμάτινο  γωνιακό καναπέ ενώ ο Τζέρι προτίμησε την άνετη βελούδινη πολυθρόνα που βρισκόταν δίπλα του.

"Λοιπόν." Ξεκίνησε ο Τζέρι. "Η Βαλεντίνα δεν κατάφερε να αντέξει το ότι έκανα παιδί με τη Νατάσα, ούτε το ότι εξακολουθώ να είμαι Ανθρωποφάγος. Βρήκε κάποιον άλλον και το έσκασε μαζί του." Το ζευγάρι κοιτάχτηκε μεταξύ τους με έκπληξη κι αμέσως ο Αλέξανδρος ξέσπασε σε νευρικό γέλιο.

"Η Βαλεντίνα;" είπε και συνέχισε να γελάει. "Καλά σου έκανε! Επιτέλους ξύπνησε! Χαχαχα χαχα!"

"Πρόσεχε πως μιλάς." μούγκρισε ο Τζέρι.

"Τι, νόμιζες ότι θα σε ανεχόταν για πάντα; Και λίγο ήταν αυτό που έκανε. Μακάρι να την έβρισκα, να της έδινα συγχαρητήρια." Ο Τζέρι του έριξε ένα άγριο βλέμμα και περίμενε το γέλιο του να σωπάσει για να συνεχίσει:

"Αυτό που θέλω να πω, Αλέξανδρε, είναι ότι δεν έφταιγα εγώ αλλά η μάνα σου για ότι έγινε. Εκείνη με παρέσυρε εκείνη τη μέρα. Που σημαίνει ότι, ακόμα και οι Καθαροί Ζωοφαγοι δεν είναι πάντα τόσο αθώοι όσο φαίνονται. Και η Νατάσα θα το πληρώσει πολύ ακριβά κάποια μέρα." Ο Αλέξανδρος ξαφνικά σηκώθηκε, έπιασε από το λαιμό τον Τζέρι και τον πέταξε κάτω, μαζί με την πολυθρόνα, την ίδια στιγμή που η Νάνσυ έβγαλε μια κραυγή αγωνίας.

"Έτσι και κάνεις οτιδήποτε στη μάνα μου, να ξέρεις ότι θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια!" Του φώναξε απειλητικά γερμένος από πάνω του. Η Νάνσυ πήγε από πίσω του και προσπάθησε να τον τραβήξει.

"Αλέξανδρε, ηρέμησε! Μη γίνεσαι σαν αυτόν!" Του είπε. Ακούγοντας τα λόγια της, ο Αλέξανδρος τον άφησε να σηκωθεί και ο Τζέρι απλά έκανε πως ξεσκονίζεται διατηρώντας το αδιάφορο ύφος του.

"Να φύγεις και να μην ξαναπατήσεις εδώ!" Του φώναξε πάλι ο Αλέξανδρος. "Αρκετά! Σε σιχάθηκα! Μ' έκανες ένα τέρας σαν εσένα!" Ο Τζέρι πήγε να μιλήσει, αλλά δεν τον άφησε: "Μισώ τον εαυτό μου, αλλά δεν μπορώ να αλλάξω και για όλα φταις εσύ!" Πατέρας και γιος έμειναν να μοιράζονται κόκκινες ματιές μίσους ύστερα από το ξέσπασμα του Αλέξανδρου.

"Έχεις δίκιο." Είπε τελικά ο Τζέρι. "Θα φύγω και δεν θα ξανάρθω ποτέ στο Γεφυρολίμανο." Είναι αξιολύπητος. Είπε μέσα του. Είχα δίκιο, αποκλείεται να με ακολουθήσει. Δεν αξίζει καν να του μιλήσω για το σχέδιο. Αυτός όχι μόνο δεν θα συμμετάσχει, αλλά είναι ικανός να μας ρουφιανεψει κιόλας!  Όμως ο Τζέρι δεν είχε παίξει ακόμα το τελευταίο του χαρτί.

Ήξερε για την απιστία του Αλέξανδρου με την Ελίζα, εκείνη τη νύχτα μετά το γάμο που τη φιλοξένησαν σπίτι τους, που η Νάνσυ κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου, και σκόπευε να το χρησιμοποιήσει αυτό για να καταστρέψει μια για πάντα την ευτυχία του γιου του.

*********************

Μεγάλο κεφάλαιο, ε; Πώς σας φάνηκε;

Στο επόμενο θα δούμε: ο Τζέρι θέλοντας να εκδικηθεί τον Αλέξανδρο που τον χλευάζει και δεν τον σέβεται, αποκαλύπτει το μυστικό του στη Νάνσυ , βάζοντας τους να τσακωθούν. Θα τον συγχωρέσει τελικά η Νάνσυ η θα χωρίσουν;

Στη συνέχεια, ο Τζέρι πηγαίνει στο παλιό του σπίτι που τώρα πια είναι άδειο και θυμάται όλα όσα έζησε εκεί. Αποχαιρετάει το παρελθόν του και ορκίζεται να μην νιώσει ποτέ  ξανά συναισθήματα.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top