(6,1) Διδυμούπολη


Ο Τζέρι βρισκόταν στο καινούργιο τους σπίτι, στο δωμάτιο όπου κοιμούνταν τα μωρά, ο γιος του ο Νίκος και η Χριστιάνα, και τα κοιτούσε.  Είχαν σχεδόν δύο μήνες που είχαν μετακομίσει σε αυτό το σπίτι στην επαρχιακή κωμόπολη  Διδυμούπολη, σε ένα μικρό σπίτι με δύο δωμάτια προσωρινά, ενώ συγχρόνως έχτιζαν μια βίλα σε μια απομονωμένη γωνιά της πόλης. Ήταν πιο δύσκολα τα πράγματα για αυτούς, καθώς εδώ οι βρικόλακες δεν αντιμετωπιζόταν ως κάτι φυσιολογικό όπως στο Γεφυρολίμανο. Οι περισσότεροι κάτοικοι τους φοβούνταν και τους έβλεπαν σαν απειλή, ακόμα και τους ζωοφαγους Κρις, Νατάσα και Βαλεντίνα.

Κοιτούσε τη Χριστιάνα, τη μικρή ημίαιμη βρικόλακα, και η αιώνια απορία εξακολουθούσε να κυριαρχεί στο μυαλό του: ήταν άραγε κόρη του; Δεν μπορούσε να ησυχάσει με αυτή τη σκέψη, μέρα- νύχτα. Μέσα στο σπίτι τη φρόντιζαν εξίσου η Βαλεντίνα και η Νατάσα, όπως και τον Νίκο. Ο Νίκος... Ένα μωρό βρικόλακας που ήταν προορισμένος για πολύ μεγάλα πράγματα. Προς το παρόν η μητέρα του τον τάιζε μόνο ζωικό αίμα, όμως ο Τζέρι ήταν αποφασισμένος να μην το αφήσει να συνεχιστεί για πολύ αυτό, όπως είχε κάνει με τον Αλέξανδρο. Θα τον ανέτρεφε ο ίδιος κάποια μέρα, μόνος του, αποκλειστικά με ανθρώπινο αίμα. Θα γινόταν ένα αμείλικτο  φονικό όπλο, και όχι μια αποτυχία σαν τον αδελφό του, να παρασύρεται από ανθρώπινα συναισθήματα. Θα τον έκανε να μη νιώθει τίποτα.

Ο ήχος του κουδουνιού διέκοψε τις σκέψεις του. Του φάνηκε περίεργο. Ήταν ξημερώματα και ποτέ δεν δέχονταν επισκέψεις τέτοια ώρα. Οι συγκάτοικοι του, αν και είχαν πάει στο δάσος για κυνήγι, είχαν κλειδιά για να μπουν, οπότε σίγουρα δεν θα χτυπούσαν κουδούνι. Τι είχε να φοβηθεί όμως, ένας πανίσχυρος βρικόλακας σαν αυτόν;

Πέρασε στον κυρίως χώρο του σαλονιού, κατευθύνθηκε προς την κεντρική πόρτα και την άνοιξε. Μια πανέμορφη βρικόλακας με κόκκινα μάτια και μακριά μαύρα μαλλιά στεκόταν μπροστά του, έντονο σκούρο μακιγιάζ στα μάτια και λεπτά χαρακτηριστικά προσώπου το οποίο ομορφαίνε το στόμα με τα σαρκώδη χείλη. Φορούσε τζιν, μαύρο σακάκι και ένα φούξια τοπ από μέσα. Του θύμιζε έντονα το παρελθόν του, σαν να την ήξερε από κάπου, από μια άλλη εποχή η μια προηγούμενη ζωή, ίσως. Για λίγα δευτερόλεπτα είχε χάσει τα λόγια του.

"Μα...Εσύ μου θυμίζεις πολύ την..." είπε όταν τελικά κατάφερε να μιλήσει. "Μελιντα..."

"Εγώ είμαι." Τον επιβεβαίωσε. Ήταν όντως εκείνη, η γυναίκα που τον παρέσυρε όταν ήταν θνητός και τον μεταμόρφωσε σε αυτό που ήταν τώρα. Δεν ήξερε πως να αντιδράσει και ένιωθε ανάμεικτα συναισθήματα οργής, θυμού αλλά και χαράς που την έβλεπε μετά από τόσα χρόνια.

Έκανε στην άκρη για να περάσει αμίλητος. Εκείνη μπήκε στο σαλόνι και η ματιά  της πλανήθηκε για λίγο στο χώρο, έπειτα εστίασε στον Τζέρι.

"Δεν το πιστεύω... Ζεις ακόμα;" της είπε.

"Γιατί να μη ζω;" αντέτεινε εκείνη. "Αθάνατη είμαι και όπως κι εσύ, έτσι κι εγώ, όλα αυτά τα χρόνια απέφευγα τον ήλιο γιατί είναι το μόνο που μπορεί να μας σκοτώσει. Η...σχεδόν το μόνο..." Ο Τζέρι ήθελε να της πει τόσα πολλά, που αν τα έλεγε όλα θα τους έβρισκε σίγουρα το μεσημέρι.

"Τα πρώτα χρόνια της ζωής μου ως βρικόλακας," ξεκίνησε, "έψαξα παντού να σε βρω για να σε σκοτώσω, παίρνοντας εκδίκηση που με μετέτρεψες σε αυτό το τέρας. Αλλά δεν σε βρήκα πουθενά. Τελικά το μίσος υποχώρησε, γιατί αυτό που είμαι άρχισε να μου αρέσει. Τι κάνεις εσύ τώρα; Πώς είναι η ζωή σου;"

"Είμαι επιστήμονας και ζούσα στο Γεφυρολίμανο μέχρι πριν από μερικούς μήνες." Είπε εκείνη.

"Στο Γεφυρολίμανο ; Κι εγώ εκεί εμένα."

"Το ξέρω." Απάντησε η Μελιντα. "Σας παρακολουθούσα, εσένα και τους συγκατοίκους σου εδώ και αρκετά χρόνια και έψαχνα τρόπους να σε πλησιάσω. Σας ακολούθησα ως εδώ." Κοιτάχτηκαν για μερικά δευτερόλεπτα αμήχανοι. Ο Τζέρι την είδε να κοιτάει το σημάδι στο λαιμό του, το οποίο η ίδια είχε δημιουργήσει, και ένιωσε κατά κάποιον τρόπο σαν να είχε βρει ένα χαμένο κομμάτι του εαυτού του. Η ξαφνική εμφάνιση της Μελίντας, βέβαια, του φαινόταν περίεργη. Γιατί εμφανίστηκε τώρα μετά από τόσα χρόνια, και όχι τόσον καιρό στο Γεφυρολίμανο ; Που έμενε και δεν είχαν συναντηθεί ποτέ; Πώς και γιατί τους παρακολουθούσε; Δεν ήθελε να ρωτήσει ακόμα.

"Ας κάνουμε μια νέα αρχή, Ιερωνυμε." Του είπε. Ο Τζέρι ένιωσε περίεργα να ακούει ξανά το βαφτιστικό του όνομα από εκείνη. Κανένας δεν τον είχε αποκαλέσει έτσι εδώ και χρόνια.

"Μπορώ να μείνω μαζί σας; Δεν την αντέχω άλλο τη μοναξιά."

"Φυσικά." Της απάντησε χωρίς να το σκεφτεί πολύ. Ίσως, εάν την άφηνε να μείνει, να του έλυνε σιγά σιγά τις απορίες του.

"Ελπίζω να μη γίνω βάρος για εσένα και για τους συγκατοίκους σου... Ειδικά για τη γυναίκα σου." Συμπλήρωσε. "Το μόνο που θέλω είναι ένας φίλος για να μπορούμε να κυνηγάμε μαζί."

"Κι εγώ αυτό θέλω." Είπε ο Τζέρι,  που του άρεσε η ιδέα να έχει ένα σύμμαχο τη στιγμή που τριγυριζόταν από τόσους ζωοφαγους.

"Θα είμαστε φοβερή ομάδα!" Αναφώνησε ενθουσιασμένη η Μελίντα.

"Ο φόβος και ο τρόμος της Διδυμούπολης!" Συμπλήρωσε ο Τζέρι.

Η πόρτα άνοιξε και μπήκαν στο σπίτι με τη σειρά η Νατάσα, ο Κρις και η Βαλεντίνα.

"Καλημέρα!" Είπε η Νατάσα, καθώς και οι τρεις κοιτούσαν με περιέργεια τη νεοφερμένη.

"Παιδιά, να σας συστήσω τη Μελίντα." Είπε ο Τζέρι. "Είναι η βρικόλακας που με μεταμόρφωσε πριν από δύο αιώνες. Μελίντα, από εδώ η σύζυγος μου η Βαλεντίνα, η πρώην σύζυγος μου η Νατάσα και ο Κρις, ο κολλητός μου και αρραβωνιαστικος της Νατάσας." Στράφηκε στη Βαλεντίνα, η οποία κοιτούσε πολύ επίμονα τη Μελίντα. "Η Μελίντα θα μείνει μαζί μας από εδώ και στο εξής." Ανακοίνωσε. "Δεν πιστεύω να υπάρχει πρόβλημα...;" Ο Κρις και η Νατάσα κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και μοιράστηκαν την ανησυχία τους για αυτή την απόφαση του Τζέρι. Η Βαλεντίνα πλησίασε τη Μελίντα.

"Εσύ...;" είπε με απορία.

"Γεια σου, Βαλεντίνα. Η όπως σε φώναζε ο Μίλτος...μικρούλα..." Είπε με μια μικρή ειρωνεία η ανθρωποφάγος βρικόλακας.

"Τι σημαίνει αυτό;" απόρησε ο Τζέρι.

"Σημαίνει ότι η Μελίντα, η Μελίτα, η όπως αλλιώς έχει μετατρέψει το όνομα της, είναι μια από τους άγριους βρικόλακες με τους οποίους είχα μείνει για λίγο μετά τη μεταμόρφωση μου!" Φώναξε και κοίταξε άγρια τη Μελίντα, η οποία παρέμεινε ατάραχη. "Τι θες από εμάς;! Να σε αφήσουμε να τριγυρνάς ελεύθερα στην πόλη, να σκοτώνεις όποιον βρίσκεις, να σε καλύπτουμε και να σου προσφέρουμε στέγη κιόλας;!"

"Βαλεντίνα, ηρέμησε." Είπε ήρεμα ο Τζέρι. "Είμαι σίγουρος ότι υπάρχει μια λογική εξήγηση. Η Μελίντα είναι επιστήμονας."

"Είναι πολύ επικίνδυνη! Δεν πρέπει να μείνει μαζί μας!"

"Γλυκιά μου, ηρέμησε σε παρακαλώ και θα σου εξηγήσω." Είπε η άλλη με γλυκιά μελωδική φωνή. "Έχω αλλάξει και πλέον τρέφομαι κι εγώ με συσκευασμένο αίμα. Μπορώ να ελέγχω τη δίψα μου και επίσης, δεν έχω κανένα πρόβλημα με εσάς τους ζωοφαγους. Δεν θα σας δημιουργήσω κανένα πρόβλημα." Η Βαλεντίνα έδειξε να ηρεμεί.

"Πόσο καιρό έχεις που πίνεις συσκευασμένο αίμα;"

"Περίπου ένα χρόνο."

"Καλώς. Και τι απέγιναν ο Μίλτος και ο Ξέρξης; Είκοσι χρόνια μετά τη φυγή μου, επέστρεψα στο Γεφυρολίμανο  και ήρθα να σας βρω στο κρησφύγετο για να σε αντιμετωπίσω, αλλά το βρήκα εγκαταλειμμένο. " Η Μελίντα έκανε μερικά βήματα προς τον καναπέ και χάιδεψε απαλά το μπεζ βελούδο του καθώς έλεγε:

"Με τον Μίλτο χαθήκαμε. Τον βασάνισα για να τον τιμωρήσω, επειδή σε κάλυψε και σε βοήθησε να φύγεις. Τον έδεσα με πολύ δυνατές αλυσίδες και τον άφησα νηστικό στο υπόγειο για μέρες. Για να γίνω πιο σκληρή, έφερνα και θύματα στο κρησφύγετο και εγώ με τον Ξέρξη πίναμε το αίμα τους μπροστά του."

Το πρόσωπο της Βαλεντίνας σφίχτηκε από οργή. Η σκέψη ότι ο Μίλτος υπέφερε τόσο για χάρη της την έκανε να υποφέρει κι εκείνη. Σχεδόν ένιωθε το κάψιμο στο λαιμό του απ τη δίψα και την ανελέητη μυρωδιά του αίματος που έρεε μπροστά του. Η Μελίντα συνέχισε:

"Όταν τελικά τον άφησα ελεύθερο, έφυγε και αυτός και δεν επέστρεψε ποτέ. Λίγες μέρες μετά, πήρα την απόφαση εγώ και ο Ξέρξης να ζήσουμε ανάμεσα στους θνητούς, γιατί αυτή η απομόνωση μας είχε κουράσει τόσα χρόνια. Εκείνος θέλησε να ζήσει μόνος του σε άλλη πόλη και εγώ βρήκα μια κανονική δουλειά στο επιστημονικό εργαστήριο του Γεφυρολίμανου και αγόρασα ένα σπίτι. Οι επιστήμονες εκεί εντυπωσιάστηκαν από τις γνώσεις τόσων αιώνων που κουβαλούσα στις πλάτες μου και με διόρισαν υπεύθυνη στο τμήμα ερευνών και εφευρέσεων. Πριν δύο μήνες πήρα μετάθεση εδώ και ανακάλυψα τον Τζέρι."

Η Βαλεντίνα ακόμα δεν μπορούσε να την εμπιστευτεί. Πώς ήξερε ότι όντως είχε αλλάξει, αν ήταν αλήθεια τα όσα έλεγε; Και πως ήταν δυνατόν να βρήκε τόσο τυχαία τον Τζέρι; Ήταν σίγουρη πως κάτι περίεργο και ύποπτο παιζόταν πίσω από την πλάτη της, και ήταν αποφασισμένη να το ανακαλύψει.

"Ελπίζω όντως να μην μας δημιουργήσεις προβλήματα. Αρκετά έχουμε περάσει ήδη." Της είπε.

"Το υπόσχομαι." Απάντησε αυτή.

Ο Τζέρι κοίταξε τη Μελίντα περίεργα. Παρατήρησε πως δεν αποκάλυψε στη Βαλεντίνα ότι τους παρακολουθούσε. Πόσα χρόνια άραγε; Πριν γνωρίσει τη Βαλεντίνα; Η αργότερα, αφού τη γνώρισε και κατάλαβε ότι ήταν η γυναίκα του, συνειδητοποίησε πως ζούσαν στην ίδια πόλη και από τότε άρχισε να ψάχνει τρόπο να τον πλησιάσει; Μάλλον το δεύτερο.

"Πάμε στο δωμάτιο μας εμείς;" είπε ο Κρις στη Νατάσα.

"Ναι, πάμε." Του απάντησε.

Μπήκαν στην κρεβατοκάμαρα τους, όπου είχαν και τις κούνιες των μωρών. Ο Κρις έκλεισε την πόρτα και περίμενε λίγο για να δει από την κλειδαρότρυπα αν τον ακολούθησε ο Τζέρι για να κρυφακούσει, έπειτα, αφού βεβαιώθηκε ότι βρισκόταν ακόμα στην άλλη άκρη του σαλονιού και μιλούσε με τη Μελίντα και τη Βαλεντίνα, είπε στη Νατάσα με χαμηλή φωνή:

"Δεν την εμπιστεύομαι αυτήν. Πιστεύω ότι ο Τζέρι την έφερε επίτηδες εδώ, για να έχει έναν σύμμαχο και να μας βγάλει πιο εύκολα απ τη μέση. Πρέπει να είμαστε δυνατοί για να αντιμετωπίσουμε αυτά που έρχονται."

"Συμφωνώ, μωρό μου." Είπε η Νατάσα. "Αν και δεν φοβάμαι τίποτα μαζί σου." Συμπλήρωσε πλησιάζοντας τον με νάζι. Λίγο πριν ενωθούν τα χείλη τους, η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ο Τζέρι νευριασμένος.

"Θα μπορούσατε να είστε πιο ευγενικοί." Τους είπε. "Δεν της μιλήσατε καθόλου."

"Δεν την εμπιστευόμαστε, Τζέρι." Του είπε την αλήθεια ο Κρις.

"Αυτό δεν έχει σημασία. Ούτε εμένα εμπιστεύεστε, κι όμως ζείτε μαζί μου τόσα χρόνια. Ξέρετε ότι οι υπόλοιποι Ανθρωποφάγοι δεν σας πειράζουν επειδή σας προστατεύω εγώ. Τώρα θα έχετε λίγη παραπάνω προστασία, αν είστε καλά παιδάκια φυσικά. Διαφορετικά θα φροντίσω ώστε να αλλάξει αυτό." Και έφυγε, εκνευριζοντας όπως πάντα τον Κρις.

Είχε δίκιο. Ήταν πλέον εγκλωβισμένος σε μια ζωή από την οποία δεν μπορούσε να δραπετεύσει. Ήταν αναγκασμένος να δέχεται την προστασία και τις απειλές του Τζέρι ότι με το παραμικρό παραστράτημα θα τους σκοτώσει ο ίδιος  η θα τους αφήσει έλεος στους Ανθρωποφαγους βρικόλακες. Δεν τον ένοιαζε και τόσο η δική του ζωή, όσο της κόρης του, η οποία, αν και δεν έμενε μαζί τους, είχε ανάγκη από τη δικιά του προστασία. Ο Κρις πήγαινε συχνά στους βάλτους, όπου βρισκόταν το σπίτι της, λίγο έξω από την πόλη, και την επισκεπτόταν για να βεβαιώνεται πως ήταν καλά. Και σχεδόν κάθε νύχτα παρακολουθούσε από μακριά και έφερνε βόλτες στην περίμετρο του σπιτιού ώστε να είναι βέβαιος ότι δεν θα πλησιάσει ο Τζέρι. Η Ελίζα ήταν απαρηγόρητη, της έλειπε αφάνταστα η κόρη της, όμως ο Τζέρι δεν την άφηνε να πάει να τη δει τουλάχιστον μέχρι να αποκαλυφθεί το μυστικό της ταυτότητας του παιδιού. Όμως αυτό ίσως έκανε τα πράγματα χειρότερα, έτσι η Ελίζα αντιστεκόταν σθεναρά να του το πει.

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, για να έχει μια δικαιολογία να μπορεί να μένει εκεί και να συνεχίσει να προστατεύει την κόρη του, ο Κρις ήταν αναγκασμένος να είναι με μια γυναίκα που τον είχε προδώσει με τον χειρότερο τρόπο, να προσποιείται ότι την αγαπάει και ότι την είχε συγχωρέσει σαν να μη συνέβη τίποτα, και να ανέχεται να βλέπει εκείνον και το παιδί τους και να μένουν όλοι μαζί σαν μια ευτυχισμένη οικογένεια. Τι ειρωνεία, αλήθεια...

Την επόμενη νύχτα από την άφιξη της Μελίντας, η Βαλεντίνα είδε τον Τζέρι να φεύγει καθώς έβγαζε έξω τα σκουπίδια. Η Μελίντα έλειπε εδώ και αρκετή ώρα, για καλή της τύχη. Εκνευριζόταν και μόνο που την έβλεπε και ήταν πάντα έτοιμη να της ορμήξει με την παραμικρή προσβολή που θα άκουγε.

"Που πας, αγάπη μου;" ρώτησε τον Τζέρι, καθώς κατευθύνονταν προς το πεζοδρόμιο όπου βρισκόταν ο κάδος.

"Για κυνήγι." Της απάντησε, λες και ήταν κάτι τελείως φυσιολογικό το να σκοτώνει ανθρώπους. Και ήταν σίγουρη ότι θα τον περίμενε η Μελίντα κάπου στην πόλη για να κυνηγήσουν μαζί.

"Α...Μάλιστα." Είπε μόνο. Ο Τζέρι δεν της είπε τίποτα άλλο, μόνο κατευθύνθηκε προς το γκαράζ. Η Βαλεντίνα πέταξε τα σκουπίδια και λίγα δευτερόλεπτα μετά, είδε το αυτοκίνητο του Τζέρι να βγαίνει απ το γκαράζ και να απομακρύνεται μέσα στη νύχτα. Μα γιατί να πάρει αυτοκίνητο μαζί του στο κυνήγι; Στάθηκε εκεί και κοίταξε τα φώτα του να χάνονται πίσω απ τη στροφή. Κάπου αλλού πήγαινε, ήταν σίγουρη. Ότι απ τα δύο και αν ίσχυε πάντως, ένα ήταν σίγουρο: ο Τζέρι τελικά δεν είχε αλλάξει και ούτε επρόκειτο να άλλαζε ποτέ. Θα ήταν πάντα ένα αιμοδιψές τέρας, που έπαιρνε ικανοποίηση μόνο με το να σκοτώνει και να επιδίδεται σε κολασμένες ηδονές του σώματος. Δεν είχε αισθήματα, και ό,τι και αν είχε νιώσει κάποτε για την ίδια ήταν μια φαντασίωση της αγάπης, μια αντανάκλαση ίσως στη δική της αγάπη και έρωτα. Και η Βαλεντίνα το κατάλαβε πολύ αργά. Το μόνο που της απέμενε τώρα ήταν η εκδίκηση, μόνο που δεν είχε ακόμα ιδέα πως θα το έκανε αυτό.

Ο Τζέρι πλησίασε στο μικρό σπιτάκι ανάμεσα στους βάλτους. Μια λίμνη φαινόταν στο δάσος, καλυμμένη από ένα παχύ στρώμα ομίχλης. Το σπίτι ήταν περιτριγυρισμενο από ιτιές, οι οποίες άπλωναν απαλά τα κλαδιά τους επάνω στη σκεπή του. Ήταν θεοσκότεινα και τα φώτα του σπιτιού ήταν επίσης σβηστά, πράγμα που σημαίνε ότι η Ελίζα είχε πέσει για ύπνο. Δεν τον ένοιαζε, ας ξυπνούσε! Αυτό το θέμα δεν μπορούσε να περιμένει άλλο. Στάθηκε μπροστά απ την παλιά ξύλινη πόρτα, η λευκή μπογιά της οποίας είχε ξεθωριάσει και τη χτύπησε δυνατά.

Η Ελίζα ξύπνησε από δυνατά χτυπήματα στην πόρτα της. Με μεγάλη δυσκολία αποχωρίστηκε το ζεστό της πάπλωμα, καθώς τα χτυπήματα συνεχίζονταν έντονα και την εκνεύριζαν.

Ποιος να είναι τέτοια ώρα; σκέφτηκε, αν και είχε μια φριχτή υποψία, και άναψε το πορτατίφ στο κομοδίνο της. Τα χτυπήματα έγιναν ακόμα πιο επίμονα. Φόρεσε τις παντόφλες της και βγήκε από το μικροσκοπικό δωμάτιο φωνάζοντας:

"Έρχομαι!"

Βγήκε στον κυρίως χώρο του σπιτιού, άναψε το φως, ξεκλείδωσε και άνοιξε με μεγάλη αγωνία την παλιά πόρτα για να αντικρίσει μπροστά της τον νυχτερινό επισκέπτη ο οποίος ήταν ο Τζέρι!

Ο Τζέρι κοίταξε την Ελίζα από πάνω ως κάτω. Ήταν τελείως απεριποίητη, είχε κόψει τα μαλλιά της μέχρι λίγο πάνω απ τους ώμους, ήταν πάλι στο φυσικό τους μαύρο και πετούσαν ατίθασα προς όλες τις κατευθύνσεις. Το βλέμμα της ήταν νυσταγμένο και κουρασμένο, και η λάμψη είχε φύγει από τα γκρίζα μάτια της. Φορούσε ένα κόκκινο, πολύ κοντό νυχτικό και παντόφλες. Πάρα την πρόχειρη εμφάνιση της, την ποθούσε ακόμα και το απωθημένο για το αίμα της επανήλθε.

"Τι θες εσύ εδώ;" του είπε νευριασμένη.

Ο Τζέρι μπήκε στο σπίτι και έριξε μια ματιά τριγύρω, παρατηρώντας την κάθε λεπτομέρεια με βλέμμα υποτιμητικό. Στα αριστερά τους βρισκόταν ένας μικρός διάδρομος με δύο πόρτες. Η μια λογικά θα οδηγούσε στο υπνοδωμάτιο και η άλλη στο μπάνιο. Στα δεξιά τους βρισκόταν το σαλόνι με έναν μόνο καναπέ και μια παλιά τηλεόραση και στον απέναντι τοίχο οι πάγκοι και οι συσκευές της κουζίνας. Οι τοίχοι ήταν όλοι βαμμένοι ένα απαίσιο μπεζ χρώμα, το οποίο είχε φθαρεί από τον χρόνο και την υγρασία και τώρα ήταν κίτρινο, ενώ παρατήρησε μούχλα σε όλες σχεδόν τις γωνιές και στο χαμηλό ταβάνι.

"Δεν μ αρέσει η καλύβα σου." Της είπε περιφρονητικά. "Καμία σχέση με τη βίλα που χτίζω."

"Τζέρι, τι άλλο θες από μένα; Σου έδωσα τα πάντα..." Είπε εκείνη αγανακτισμένη. Γιατί δεν την άφηνε ήσυχη, επιτέλους;

"Τα πάντα, εκτός από το αίμα σου." Είπε εκείνος και την πλησίασε επικίνδυνα. Η Ελίζα πισωπατησε και τη θέση του θυμού πήρε τώρα ο φόβος. Ο Τζέρι με μια αστραπιαία κίνηση την κόλλησε στον τοίχο και τη φίλησε βίαια, ενώ το σώμα του πάνω στο δικό της εμπόδιζε κάθε κίνηση και τα χέρια του πήγαν προς τα κάτω. Όταν επιτέλους πήρε τα χείλη του απ τα δικά της, και ενώ συνέχιζε να την κρατάει κολλημένη στον τοίχο της είπε χαμηλόφωνα αλλά απειλητικά:

"Εκτός και αν η Χριστιάνα είναι κόρη μου." Το ένα του χέρι κινήθηκε στο πάνω μέρος του μηρού της και μέσα απ το νυχτικό της. Η ανάσα της έτρεμε, ένα δάκρυ τρόμου κύλησε απ το μάτι της.

"Αν είναι όντως έτσι, τότε θα σε αφήσω να ζήσεις." Συνέχισε. "Δεν μπορώ να την αφήσω χωρίς μητέρα..." Και την κοίταξε με εκείνο το ανατριχιαστικό ειρωνικό χαμόγελο.

"Παράτα με." βρήκε το θάρρος να πει η Ελίζα και τον έσπρωξε χωρίς αποτέλεσμα. Ο Τζέρι σφίχτηκε πάνω της και αυτή τη φορά, η φωνή του ακούστηκε πιο μοχθηρή  και άγρια:

"Για τελευταία φορά, Ελίζα. Ποιανού είναι το παιδί;"

"Κανενός δεν είναι." Είπε εκείνη με τον ίδιο τρόπο. "Είναι η κόρη μου. Και θα κάνω τα πάντα για να την πάρω κοντά μου."

"Τότε θα με αναγκάσεις να λάβω αλλά μέτρα." Είπε ο Τζέρι και πλησίασε τα δόντια του στο λαιμό της, τόσο αργά που ένιωσε σαν να πάγωσε ο χρόνος και όλη της σχεδόν η ζωή πέρασε μπροστά απ' μάτια της. Τι θα της έκανε τώρα; Θα τη δάγκωνε για να την κάνει σαν αυτόν η θα της έπινε το αίμα μέχρι την τελευταία σταγόνα; Μακάρι τουλάχιστον να μπορούσε να δει την κόρη της για μια τελευταία φορά...

"Άφησε την!" Ακούστηκε μια φωνή την ίδια στιγμή που ένιωσε τα δόντια του να ακουμπάνε το δέρμα του λαιμού της.

Πάνω στον πανικό της δεν κατάλαβε ποιος ήταν εκείνος που έσπρωξε τον Τζέρι από πάνω της. Γύρισε και είδε τον πατέρα της, ο οποίος είχε φτάσει κυριολεκτικά πάνω στην ώρα! Στάθηκε μπροστά της, σαν φύλακας άγγελος ενάντια στον σατανικό Τζέρι.

"Πάλι εσύ;" είπε ο Τζέρι ειρωνικά. Κοιτάχτηκαν για λίγο αντικριστά με μίσος.

"Άσε με να μαντέψω... Θες πάλι να με σκοτώσεις. Όλο έτσι λες και ποτέ δεν το κάνεις. Άντε λοιπόν, κάνε το. Σκότωσε με." Συνέχισε να τον προκαλεί ο Τζέρι. Ο Κρις έσφιξε τις γροθιές του γρυλίζοντας σαν άγριος σκύλος.

"Μπαμπά, όχι!" Φώναξε η Ελίζα και έβαλε το χέρι της στον ώμο του. Δεν αξίζε να γίνει δολοφόνος για χάρη της. Ο Κρις γύρισε προς το μέρος της.

"Αρκετά, κόρη μου! Σκέψου πόσο μας έχει αναστατώσει αυτό το τέρας! Τώρα όμως, θα βάλω ένα τέλος σε όλα αυτά." Στράφηκε πάλι στον Τζέρι: "Αρκετά!" Ο Τζέρι δεν μίλησε, έμεινε απλά να περιμένει την επόμενη κίνηση του, σαν να έπαιζαν ένα παιχνίδι σκάκι, και είχε μείνει αντιμέτωπος ο τελευταίος στρατιώτης με τη βασίλισσα. Ο Κρις όμως δεν του ορμούσε. Κάτι τον σταμάτησε, δεν μπορούσε να καταλάβει τι. Ίσως η προηγούμενη διαμάχη που είχαν, που ένιωσε τόσο τέρας όσο και ο ίδιος, ίσως πάλι ήταν η ελπίδα ότι ο Τζέρι μπορούσε να σωθεί απ τον κακό του εαυτό. Απ την άλλη μεριά, αν έχανε και τον σκότωνε εκείνος, μετά η Ελίζα θα έμενε μόνη και αβοήθητη.

"Είσαι δειλός." Του είπε αυτός, βλέποντας ότι δεν έκανε κίνηση για επίθεση. "Φοβάσαι ότι θα χάσεις τη μάχη, αφού είμαι πιο δυνατός. Γι αυτό δεν μου ορμάς."

"Όχι." Είπε τελικά ο Κρις και έδειξε να χαλαρώνει τους μύες του. "Δεν φοβάμαι. Ξέρεις γιατί δεν το κάνω; Γιατί είσαι φίλος μου. Έχουμε ζήσει τόσα πολλά μαζί, που όσο κι αν σε μισώ, όσο κακό κι αν μου έχεις κάνει, μου είναι αδύνατον να σε σκοτώσω." Φυσικά, αυτή ήταν μονάχα μια δόση της αλήθειας. Ο Κρις το είπε αυτό περισσότερο για να κερδίσει χρόνο και να χειριστεί πιο ψύχραιμα την κατάσταση, χωρίς πίεση, και να σκεφτεί έναν τρόπο ώστε να εξασφαλίσει την ασφάλεια της Ελίζας.

"Μπράβο, ρε." Είπε ο Τζέρι με ψεύτικη συγκίνηση. "Είσαι φίλος. Είσαι αδελφός." Και τον αγκάλιασε σφιχτά. Ο Κρις δεν ήξερε πως να αντιδράσει. Δεν περίμενε μια τόσο φιλική κίνηση από μέρους του. Η Ελίζα κοιτούσε και αυτή άφωνη. Ξαφνικά όμως, ο Τζέρι άνοιξε διάπλατα το στόμα του και έδωσε μια δαγκωνιά στο λαιμό του Κρις, ξεριζώνοντας ένα τεράστιο κομμάτι δέρματος και σάρκας. Ο Κρις φώναξε απ τον πόνο, ήταν ένας απ τους λίγους τρόπους που ένας  βρικόλακας μπορούσε να νιώσει πόνο. Έσφιξε τα δόντια όμως και αντεπιτέθηκε στον Τζέρι ρίχνοντας τον κάτω, αφού εκείνος είχε κάνει ένα βήμα πίσω μετά το δάγκωμα. Η Ελίζα τους παρακολουθούσε τρομοκρατημένη καθώς πάλευαν σαν δύο άγρια ζώα, βγάζοντας κραυγές τρόμου κάθε φορά που ο ένας πετούσε τον άλλον πάνω σε κάποιον τοίχο του μικρού της διαμερίσματος. Ο Τζέρι με μια λαβή έριξε κάτω τον φανερά αποδυναμωμένο Κρις και εκείνος πάλευε να ελευθερωθεί και να πάρει το πάνω χέρι. Ο Τζέρι έπιασε το κεφάλι του και προσπαθούσε να το στρέψει για να το σπάσει.

"Σταματήστε!" Φώναξε η Ελίζα κλαίγοντας, βλέποντας πως ο πατέρας της έχανε τη μάχη. "Θα σας πω ποιανού είναι το παιδί!"

"Όχι, Ελίζα!" Φώναξε ο Κρις, που αντιστεκόταν σθεναρά στη λαβή του Τζέρι. "Τρέξε να σωθείς!" Όχι, δεν άντεχε να φύγει και να αφήσει τον πατέρα της εκεί να πεθάνει εξαιτίας της. Ο Τζέρι έβαλε ακόμα περισσότερη δύναμη... Λίγο ακόμα και θα του έσπαγε το σβέρκο. Και τότε όλα θα τελείωναν.

"Το παιδί είναι δικό σου, Τζέρι!" Φώναξε η Ελίζα χωρίς να το σκεφτεί λεπτό παραπάνω. Ο Τζέρι τότε άφησε αμέσως τον Κρις και σηκώθηκε. Ο Κρις έπιασε το δεξιό μέρος του λαιμού του, όπου καινούργια σάρκα και δέρμα είχαν αρχίσει ήδη να σχηματίζονται.

"Πολύ καλά λοιπόν." Είπε ο Τζέρι, κοιτάζοντας απ τον έναν στον άλλον.

"Η Χριστιάνα είναι κόρη μου και απαιτώ να αποκτήσω εγώ την πλήρη κηδεμονία της, εκτός κι αν η Ελίζα τελικά δεχθεί να γίνει σαν εμένα." Άπλωσε το δάχτυλο του προς το μέρος της απειλητικά. "Σκέψου το καλά, Ελίζα." Είπε και έφυγε βιαστικά από το σπίτι.

Η Ελίζα έτρεξε κατευθείαν και γονάτισε πλάι στον πατέρα της. Εκείνος καθισμένος ακόμα στο ξύλινο πάτωμα άγγιζε το σημείο όπου τον δάγκωσε ο Τζέρι.

"Είσαι καλά;" τον ρώτησε. Είδε έκπληκτη να επανασυντιθεται νέο δέρμα μπροστά στα μάτια της και στη συνέχεια, το σημάδι να εξαφανίζεται.

"Εντάξει είμαι. Εσύ είσαι καλά;" της είπε ο Κρις και έστρεψε το κεφάλι της στο πλάι για να δει αν είχε προλάβει να τη δαγκώσει ο Τζέρι.

"Τα δόντια του ίσα που με ακούμπησαν." Του απάντησε η Ελίζα.

"Δόξα το Θεό, δεν πρόλαβε να τρυπήσει το δέρμα σου για να περάσει το δηλητήριο. Σου έκανε τίποτα άλλο, τίποτα κακό;" ρώτησε με αγωνία.

"Όχι. Ήρθες πάνω στην ώρα." Είπε εκείνη και ένα δάκρυ κύλησε κι έπειτα κι άλλο. "Τι θα κάνω, μπαμπά; Αν δεν δεχθώ να με αλλάξει, δεν θα ξαναδώ ποτέ τη Χριστιάνα."

"Θα δούμε. Ίσως στη φέρνω να τη βλέπεις κρυφά." Τα δάκρυα της Ελίζας έτρεχαν πλέον καυτά και ανεξέλεγκτα στα μάγουλα της και την αγκάλιασε. "Μη φοβάσαι, κόρη μου." Της είπε ο Κρις και την αγκάλιασε. "Εγώ είμαι εδώ. Θα το περάσουμε μαζί κι αυτό." Ήταν αποφασισμένος για όλα. Δεν επρόκειτο να άφηνε τον Τζέρι να τη βλάψει, ούτε να τη μεταμορφώσει χωρίς τη θέληση της. Δεν θα τον άφηνε να του πάρει ότι του είχε απομείνει από τη Γιάννα και ένα από τα λίγα πράγματα που του υπενθύμιζαν κάθε μέρα ότι, κατά βάθος, ήταν ακόμα άνθρωπος στην ψυχή.

******

Είμαστε και επισήμως σε καραντίνα φίλοι μου, από αύριο θα απαγορεύεται να βγαίνουμε έξω, οπότε εγώ θα βρω ευκαιρία να ανεβάζω όσο πιο συχνά μπορώ κεφάλαια του Αργά τη Νύχτα! Στο επόμενο κεφάλαιο, θα δούμε: Έφτασε η ώρα για την εκδίκηση της Βαλεντίνας, η ευκαιρία για την οποία θα της παρουσιαστεί με τον καλύτερο και πιο αναπάντεχο  τρόπο... Στη συνέχεια επιστρέφουμε για λίγο στο Γεφυρολίμανο , όπου πηγαίνει ο Τζέρι με τη Μελίντα για...δουλειές και για επίσκεψη στα παιδιά του. Τα υπόλοιπα στο μεθεπόμενο .😉

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top