(5,8) Εκτός Ελέγχου
Η Νάνσυ παρατήρησε την Ελίζα καθώς εκείνη έβγαινε από το μπάνιο. Μπορεί να είχε φρεσκαριστεί και τα μάτια της να μη φαίνονταν κλαμένα, δεν την ξεγελούσε όμως. Η Νάνσυ ήξερε πολύ καλά αυτόν τον πόνο του χωρισμού, όπως επίσης ήξερε πως είναι να βλέπεις τον άντρα που αγαπάς με άλλη. Την πλησίασε με ένα χαμόγελο συμπόνιας.
"Πώς είσαι, Ελίζα;"
"Χάλια." Απάντησε ειλικρινά εκείνη.
"Φαίνεται." Της είπε η Νάνσυ. Όντως, παρόλο που η Ελίζα ήταν όμορφη και λαμπερή, μπορούσε να διακρίνει τον πόνο στα μάτια της.
"Σε πλήγωσε πολύ ο Τζέρι, ε;"
"Ναι. Απ τη στιγμή που επέστρεψε η γυναίκα του απ τους νεκρούς, ξέχασε όλα όσα ζήσαμε μαζί. Σαν να μην είχαμε ποτέ τίποτα. Δεν αντέχω να τους βλέπω μαζί. Μπορώ να μείνω σπίτι σου απόψε, να ηρεμήσω;" τη ρώτησε. Η Νάνσυ ήταν ότι πιο κοντινό είχε σε φίλη αυτή τη στιγμή. Μπορεί να ήταν με τον πρώην της, και να ήταν συγχρόνως πρώην του πατέρα της, όμως αυτά δεν είχαν σημασία. Αυτή η κοπέλα της ενέπνεε μια εμπιστοσύνη. Και η μοναδική φίλη που είχε ποτέ, η Κωνσταντίνα, που ήταν απ το Γυμνάσιο κολλητές, την παράτησε όταν έμαθε τι δουλειά είχε αρχίσει να κάνει. Η Νάνσυ δεν το ήξερε βέβαια, ούτε και κανένας από την οικογένεια.
"Φυσικά." Απάντησε στην πρόταση της η Νάνσυ. "Και το ρωτάς; Εκείνη την ώρα πλησίασε και ο Αλέξανδρος τις δύο κοπέλες.
"Τι έγινε;" ρώτησε.
"Η Ελίζα είναι χάλια και θα μείνει σπίτι μας απόψε." Του απάντησε η σύντροφός του. "Σε πειράζει;"
"Όχι." Απάντησε εκείνος ρίχνοντας μια ματιά στην πρώην του. "Όχι, καθόλου. Λοιπόν, πάμε; Ο γάμος έγινε. Δεν έχω καμία όρεξη να μείνω και για τους χορούς."
"Πάμε." Συμφώνησε η Νάνσυ.
Η Ελίζα ούτε καν άλλαξε για να φύγει μαζί τους. Έφυγε έτσι όπως ήταν, με το μακρύ, προκλητικό της φόρεμα. Μόλις βγήκαν έξω, το φως της Πανσελήνου έπεσε πάνω της και έκανε το δέρμα της να φανεί ολόλευκο και λαμπερό. Η Νάνσυ την κοίταξε με θαυμασμό. Πρώτη φορά έβλεπε λευκο βρικόλακα σε αυτή τη μορφή. Ο Αλέξανδρος με το ζόρι κατάφερε να πάρει τα μάτια του από πάνω της. Μπήκαν στο αυτοκίνητο του και ξεκίνησαν.
Έφτασαν στη βίλα τους, ένα μοντέρνο διώροφο και μακρόστενο κτίσμα με πισίνα στο πίσω μέρος και πολλά ανοιχτά μπαλκόνια. Ήταν δώρο του Τζέρι για το γιο του και τη Νάνσυ, η οποία απ τη στιγμή που μετακόμισε με τον Αλέξανδρο δεν χρειαζόταν πια να δουλεύει. Όχι ότι δεν της άρεσε η δουλειά, όμως ο Αλέξανδρος έβγαζε αρκετά με τις εμφανίσεις του ως τραγουδιστής και έφταναν και με το παραπάνω για να τη συντηρεί.
"Δεν θέλω πια να κουράζεσαι μέσα στα μπιφτέκια και να σε κοιτάει ο κάθε λιγούρης το βράδυ στο μπαρ." της είχε πει και εκείνη συμφώνησε.
Η Νάνσυ έφερε στην Ελίζα ένα δικό της νυχτικό και την οδήγησε στον ξενώνα, που βρισκόταν δίπλα στην τραπεζαρία, στην αριστερή μεριά του κυρίως χώρου της εισόδου.
"Λοιπόν, Ελίζα, αυτός είναι ο ξενώνας. Ελπίζω να βολευτείς." Της είπε. "Αν χρειαστείς οτιδήποτε, η κρεβατοκάμαρα μας είναι στο πάνω πάτωμα, μπροστά ακριβώς από τις σκάλες.
"Εντάξει, σ' ευχαριστώ. " είπε εκείνη. "Θα βολευτώ μια χαρά, αν και αμφιβάλλω αν θα καταφέρω να κοιμηθώ. Καληνύχτα, Νάνσυ."
"Καλή σου νύχτα." Αποκρίθηκε η Νάνσυ και κατευθύνθηκε προς τις σκάλες.
Η Ελίζα μπήκε στον ξενώνα, ένα μικρό δωματιάκι με ένα μόνο κρεβάτι και ένα κομοδίνο με ένα λαμπατέρ πάνω του. Φόρεσε το νυχτικό, το οποίο της ήταν απίστευτα στενό στο στήθος γιατί η Νάνσυ είχε μικρότερο από την ίδια. Ξάπλωσε και προσπάθησε να μη σκέφτεται τίποτα, να μη θυμάται.
Αργότερα τη νύχτα...
Η Ελίζα ακόμα στριφογυρνούσε στο μικρό κρεβάτι του ξενώνα. Η σκέψη του Τζέρι και της Βαλεντίνας να παντρεύονται και σε εκείνη να μη δίνει κανένας σημασία ερχόταν ξανά και ξανά στο μυαλό της και τη βασάνιζε.
Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Σκέφτηκε και ακούμπησε τα πόδια της στο ξύλινο πάτωμα. Όχι, δεν θα κλάψω πάλι. Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της. Θα κάνω μια βόλτα να ξεχαστώ. Θα βγω έξω. Σηκώθηκε όπως ήταν, αγνοώντας το κρύο όταν βγήκε από το ζεστό δωμάτιο, διέσχισε την τραπεζαρία και πέρασε στην είσοδο.
Πολύ ωραίο σπίτι. Πραγματικά. Είπε από μέσα της. Στο πίσω μέρος της εισόδου, πίσω από ένα ημιτοιχιο βρίσκονταν οι σκάλες. Τις ανέβηκε και βρέθηκε σε ένα χολ. Μπροστά ακριβώς ήταν η πόρτα της κρεβατοκάμαρας και στα αριστερά της μια μπαλκονόπορτα που οδηγούσε στο μπαλκόνι, η οποία είχε θαμπώσει από την υγρασία.
Την άνοιξε και βγήκε σε μια τεράστια βεράντα με απίστευτη θέα στη θάλασσα και τζακούζι στην άκρη της. Μέσα στο τζακούζι που άχνιζε καθόταν ο Αλέξανδρος, με την πλάτη του γυρισμένη προς αυτήν. Μπορούσε να διακρίνει τα μαύρα του μαλλιά να γυαλίζουν έτσι όπως ήταν βρεγμένα. Ήξερε πως εκείνος θα είχε ήδη αντιληφθεί την παρουσία της, έτσι δεν είχε νόημα να τον αποφύγει. Πήγε κοντά και είπε:
"Ενοχλώ;"
"Όχι." Απάντησε ο Αλέξανδρος χωρίς να την κοιτάξει, με τα μάτια κλειστά. "Θα ήθελα λίγη παρέα." Η Ελίζα βύθισε τα πόδια της μόνο στο ζεστό νερό και κάθισε στην άκρη δίπλα του. Ο Αλέξανδρος γύρισε προς τα πάνω και την κοίταξε. Έμεινε άφωνος για ακόμα μια φορά από την θεϊκή ομορφιά της και το λευκό της δέρμα στο φως της Πανσελήνου, και έπειτα το βλέμμα του στάθηκε στο στήθος της που είχε βγει σχεδόν όλο έξω απ' το στενό νυχτικό. Πόσος καιρός είχε περάσει από τότε που άγγιζε ο ίδιος αυτό το στήθος...
"Κάνει λίγο κρύο, ε;" του είπε εκείνη και αμέσως προσπάθησε να διώξει τις πονηρές σκέψεις, όμως δεν ήταν τόσο εύκολο.
"Γιατί δεν μπαίνεις μέσα;" τη ρώτησε και αμέσως το μετάνιωσε, όμως ήταν πλέον πολύ αργά, γιατί η Ελίζα σηκώθηκε χαμογελώντας μυστήρια, πάτησε έξω απ' το τζακούζι και έβγαλε με αργές κινήσεις το νυχτικό της. Ο Αλέξανδρος μετάνιωσε αμέσως που της είπε να μπει. Γιατί έτσι γυμνή όπως ήταν, όπως έλαμπε το λευκό κορμί της και τον κοιτούσε προκλητικά, άρχισε να θυμάται όσα έκαναν παλιά.
"Συγνώμη. Δεν έφερα μαγιό." Του είπε σαν να μη συνέβαινε τίποτα και μπήκε στο τζακούζι δίπλα του.
Δεν άντεχε να τη νιώθει τόσο κοντά του και να μην την αγγίζει. Έπειτα όμως σκέφτηκε ότι μέσα κοιμόταν η Νάνσυ και δεν ήθελε να ξυπνήσει ξαφνικά και να τους δει. Δεν ήθελε να τη χάσει. Έπρεπε να αρχίσει μια κουβέντα για να απασχολήσει το μυαλό του.
"Ώστε... Τον αγαπούσες τόσο πολύ τον πατέρα μου;" τη ρώτησε.
"Ναι. Εσύ πως τα πας με τη Νάνσυ;" τον ρώτησε εκείνη.
"Μια χαρά. Αν όλα πάνε καλά, θα παντρευτούμε σύντομα." Της είπε. Ύστερα έπεσε σιωπή ανάμεσα τους. Ο Αλέξανδρος πάλευε να μην την κοιτάζει έτσι όπως χαλάρωνε στο ζεστό νερό δίπλα του.
"Πάντως περνούσαμε ωραία τότε που ήμασταν μαζί, έτσι δεν είναι;" του είπε κάποια στιγμή η Ελίζα.
"Ναι. Όντως." Συμφώνησε μαζί της, προσπαθώντας να διώξει τις πονηρές σκέψεις που έκανε πριν από μερικά λεπτά. Η Ελίζα όμως δεν έκανε καθόλου εύκολα τα πράγματα:
"Ξέρεις... Και τώρα θα μπορούσαμε να περάσουμε καλά. Έστω για απόψε." Του είπε κοιτάζοντας τον πάλι με εκείνο το βλέμμα που τον έκανε να χάνει το μυαλό του.
"Ξέχνα το. Αγαπώ τη Νάνσυ." Της είπε. Ήθελε να σηκωθεί και να φύγει, όμως το σώμα του δεν τον άφηνε.
"Ναι, ε; Τότε θα σε κάνω να αλλάξεις γνώμη." Έδωσε την αφοπλιστική της απάντηση η Ελίζα και τον φίλησε.
Ο Αλέξανδρος έχασε τελείως τον έλεγχο. Τη φίλησε και αυτός και ανταποκρίθηκε στο ερωτικό της κάλεσμα, αγγίζοντας πρώτα τα στήθη της μέσα στο νερό και έπειτα κάθε άλλη καμπύλη του κορμιού της καθώς και εκείνη τον άγγιζε... Τα φιλιά και τα χάδια τους γίνονταν όλο και πιο απαιτητικά. Ο Αλέξανδρος ένιωθε συγχρόνως τύψεις, αλλά δεν μπορούσε να το σταματήσει πια. Ειδικά όταν η Ελίζα ανέβηκε πάνω του, χάθηκαν εντελώς ο ένας στον άλλο μέσα στο αχνιστό νερό.
Το πρωί, η Ελίζα ξύπνησε πολύ μπερδεμένη. Κατάφερε να την πάρει ο ύπνος τελικά, αφού εξέδωσε όλη της την ενέργεια στο σεξ που έκαναν με τον Αλέξανδρο στο τζακούζι, το οποίο τώρα δεν ήθελε να το σκέφτεται. Τι στο καλό σκεφτόταν όταν του ρίχτηκε έτσι; Η Νάνσυ την εμπιστεύτηκε, τη θεώρησε φίλη της και την έβαλε σπίτι της.
Ηρέμησε, Ελίζα. Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της. Δεν έγινε και τίποτα. Απλά έπαιξες με τον πρώην σου. Έβγαλε αμέσως το κοντό νυχτικό και φόρεσε το χθεσινό της φόρεμα που φορούσε στο γάμο.
Άνοιξε την πόρτα και βγήκε στην τραπεζαρία, όπου η Νάνσυ έπαιρνε πρωινό μόνη της. Χαιρόταν κατά βάθος που δεν ήταν και ο Αλέξανδρος εκεί, που δεν χρειαζόταν να τον αντικρύσει ξανά μετά το χθεσινό.
"Καλημέρα." Είπε.
"Καλημέρα, Ελίζα."
"Ευχαριστώ για τη φιλοξενία, όμως τώρα πρέπει να φύγω."
"Δεν θα μείνεις για πρωινό;" τη ρώτησε η Νάνσυ τρώγοντας με όρεξη μια μπουκιά από την τηγανίτα της.
"Οι τηγανίτες φαίνονται πεντανόστιμες, αλλά δεν πεινάω." Αποκρίθηκε. "Γεια." Και κίνησε βιαστικά προς την πόρτα.
Περίεργο. Γιατί έφυγε έτσι, σαν κυνηγημένη; αναρωτήθηκε η Νάνσυ, αλλά δεν έδωσε περισσότερη σημασία.
Πέρασαν λίγες ημέρες και νύχτες από τότε. Η Ελίζα συνέχισε να προσποιείται μπροστά στο νιόπαντρο ερωτευμένο ζευγάρι, είχε μάλιστα γίνει φίλη με τη Βαλεντίνα, τις νύχτες όμως πήγαινε σε ερωτικά ραντεβού με πελάτες που της κανόνιζε ο Big Nick και πρόσφατα άρχισε να χορεύει και σε ένα από τα μαγαζιά του σε στύλο. Ήταν πολύ καλή σε αυτό και οι άντρες έδιναν πολλά λεφτά για χάρη της κάθε νύχτα για να τους διασκεδάζει.
Η φήμη της μαθεύτηκε φυσικά σε όλη την πόλη και έφτασε και στα αυτιά του Κρις. Εκείνος δεν ήθελε να το πιστέψει. Δεν ήθελε να πιστέψει ότι το κάποτε αθώο κοριτσάκι του είχε εξελιχθεί σε μια πόρνη πολυτελείας γνωστή σε όλο το Γεφυρολίμανο. Όχι πριν βρει αποδείξεις πρώτα. Απ την άλλη του είχαν μπει ήδη υποψίες, από τον τρόπο που ντυνόταν η Ελίζα τώρα τελευταία και που δεν του έλεγε ποτέ που πηγαίνει. Είχε βρει νέα δουλειά έλεγε, ως σερβιτόρα σε ένα κλαμπ για αυτό και δούλευε νύχτα.
"Θέλω να την παρακολουθήσεις, Τζέρι." Είπε στον φίλο του όταν του αποκάλυψε πρώτα τι άκουσε.
"Και γιατί δεν το κάνεις εσυ;" τον ρώτησε εκείνος.
"Εσύ έχεις διασυνδέσεις με τη νυχτερινή ζωή του Γεφυρολίμανου, όχι εγώ. Και εκτός αυτού, δεν ξέρω τι θα κάνω και πως θα αντιδράσω έτσι και την δω γυμνή πουθενά η να κάνει όλα αυτά που λένε. Εσύ θα το χειριστείς καλύτερα."
"Είμαι νιόπαντρος, Κρις. Ξέρεις πολύ καλά ότι δεν μπορώ να μπλέξω πάλι με τέτοια. Δεν θέλω να χάσω τη Βαλεντίνα για δεύτερη φορά."
"Δεν σου ζήτησα να μπλέξεις. Μόνο να παρακολουθήσεις την Ελίζα σου ζήτησα έστω για μια νύχτα. Και ότι βρεις. Τα υπόλοιπα θα τα αναλάβω εγώ."
"Εντάξει." Συμφώνησε τελικά ο Τζέρι.
Το ίδιο βράδυ, την παρακολούθησε καθώς έβγαινε απ το σπίτι. Φορούσε ένα πολύ κοντό σορτς, ένα λεοπάρ μπλουζάκι επίσης υπερβολικά κοντό και ανοιχτό στο στήθος και ψηλοτάκουνα μποτάκια. Τα ροζ μαλλιά της έπεφταν σπαστά στους ώμους και την πλάτη της και το βάψιμο της ήταν υπερβολικό ως συνήθως.
Την ακολούθησε κρυφά και από απόσταση, καθώς εκείνη περπάτησε ως τη γωνιά όπου την περίμενε ένα αυτοκίνητο. Έξω από αυτό στεκόταν ο διάσημος ράπερ Big Nick.
Τι δουλειά έχει με αυτόν; αναρωτήθηκε κρυμμένος πίσω από ένα θάμνο και εκείνη την στιγμή τον είδε να την αρπάζει και να τη φιλάει λαίμαργα, έπειτα μπήκαν μαζί στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν. Ξεκίνησε και ο Τζέρι να τρέχει με ταχύτητα και να ακολουθεί το αυτοκίνητο από την κατάλληλη απόσταση καθώς εκείνο διέσχιζε τη γέφυρα προς το κέντρο της πόλης.
Πέρασαν το κέντρο και βρέθηκαν σε μια παρακμιακή συνοικία, εκεί όπου βρίσκονταν όλα τα κακόφημα μαγαζιά της πόλης. Τους είδε να μπαίνουν σε ένα κλαμπ, του οποίου την πόρτα φιλούσαν δύο μεγαλόσωμοι μπράβοι βρικόλακες. Ο Τζέρι περίμενε λίγο κι έπειτα πλησίασε.
"Γεια σας." Τους είπε. Ο ένας απ τους δύο πλησίασε απειλητικά και κοίταξε τον Τζέρι άγρια. Τα κόκκινα μάτια τους συναντήθηκαν.
"Ποιος είσαι πάλι εσύ; Δεν σε έχουμε δει εδώ γύρω."
"Είμαι καινούργιος στη γειτονιά, για αυτό δεν με έχετε δει. Απ ότι βλέπετε, είμαι σαν κι εσάς και ήρθα για λίγη διασκέδαση, αν με πιάνεις..."
"Χμμ... Καλώς. Πέρνα." Του είπε και παραμέρισε μαζί με τον άλλον μπράβο.
Ο Τζέρι μπήκε στο κλαμπ με τα χαμηλά φώτα, τη δυνατή μουσική και τη βελούδινη επένδυση στους τοίχους. Υπήρχε μπαρ και πολλά τραπέζια με στύλους πάνω στους οποίους χόρευαν ημίγυμνες προκλητικές κοπέλες. Οι θαμώνες ήταν όλοι θνητοί, ενώ το προσωπικό εκτός απ τις κοπέλες, ανθρωποφάγοι βρικόλακες, ωστόσο ο Τζέρι κατάλαβε πως ήταν νέοι, πως είχαν δηλαδή μεταμορφωθεί πρόσφατα όπως ακριβώς ο ιδιοκτήτης, ο Big Nick. Τον απέφυγε όσο μπορούσε, γιατί τον γνώριζε και το τελευταίο που ήθελε αυτή τη στιγμή ήταν να του πιάσει κουβέντα. Ήξερε ότι μπορούσε να τους σκοτώσει όλους αν ήθελε, ήταν πολύ πιο δυνατός από όλους αυτούς μαζί. Η ιδέα αυτή στριφογυρνούσε συνεχώς στο κεφάλι του και η επιθυμία να το κάνει γινόταν όλο και πιο δυνατή.
Και τότε την είδε: Η Ελίζα πήρε θέση σε ένα στύλο και άρχισε να χορεύει γύρω του προκλητικά, ενώ μια ομάδα αντρών από κάτω πανηγύριζαν και της πετούσαν λεφτά. Φορούσε ένα ολόσωμο, μαύρο εσώρουχο, με διαφανή δαντέλα στο στήθος και το επίμαχο σημείο, μαύρα ψηλοτάκουνα και κάλτσες στο ίδιο χρώμα και υλικό με το εσώρουχο που ανέβαιναν μέχρι το επάνω μέρος του μηρού και στερεώνονταν με ζαρτιερες. Χόρευε στο ρυθμό της μουσικής εκστασιασμένη, τύλιγε τα πόδια της γύρω απ το στύλο, κρεμόταν σε αυτόν και πότε- πότε έριχνε πονηρά βλέμματα προς το μέρος των ξελιγωμένων αντρών.
Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν κάποια στιγμή, όμως δεν φάνηκε να την ενδιαφέρει και πολύ το ότι ήταν και αυτός εκεί. Ίσα που έδειξε να το απολαμβάνει ακόμα περισσότερο, να τη βλέπει να χορεύει έτσι...
Ξαφνικά το μυαλό του Τζέρι θόλωσε. Τι είχαν κάνει αυτοί οι άνθρωποι στην Ελίζα; Πώς είχε καταντήσει έτσι; Έπρεπε να τη σώσει, να κάνει κάτι χωρίς όμως να το μάθει ο Κρις. Χωρίς να ελέγχει πλέoν τον εαυτό του, όρμησε στον πρώτο θνητό που βρήκε μπροστά του και του ξερίζωσε το λαιμό με τα δόντια του, κόβοντας την κεντρική αρτηρία και αφήνοντας τον νεκρό ενώ το αίμα άρχισε να πετάγεται παντού χωρίς σταματημό. Όσοι αντιλήφθηκαν τι συνέβη άρχισαν να ουρλιάζουν και ακολούθησε ένα πανδαιμόνιο.
Ο Τζέρι άρχισε να σκοτώνει και να σφάζει τον κάθε άνθρωπο που υπήρχε στο κλαμπ και να πίνει λίγο απ το αίμα του καθενός, καθώς οι γυναίκες επάνω στους στύλους ούρλιαζαν σαν υστερικές. Οι βρικόλακες του προσωπικού όρμησαν επάνω του για να τον σταματήσουν, έπεσαν κάποιες σφαίρες οι οποίες όπως ήταν φυσικό δεν του έκαναν τίποτα, και τους σκότωσε όλους γυρνώντας λαιμούς και αφαιρώντας κεφάλια και άλλα άκρα. Η Ελίζα τρομοκρατημένη, κρατούσε το στύλο και παρακολουθούσε τη σφαγή χωρίς να τολμάει να κουνηθεί.
Ελάχιστοι γλίτωσαν και κατάφεραν να φύγουν έξω, το ίδιο και οι γυναίκες του κλαμπ. Τελευταίος που τον πλησίασε αγριεμένος και με οργή ήταν ο Big Nick, τον οποίο αποτελείωσε με μια κίνηση σπάζοντας του το λαιμό και αφαιρώντας από αυτόν το χοντρό του κεφάλι. Έγινε και αυτός στάχτη σαν όλους τους άλλους.
Το βλέμμα του στράφηκε στην Ελίζα. Εκείνη τον κοιτούσε παγωμένη, δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που μόλις είχε κάνει. Σίγουρα θα τον είχε κυριεύσει η τρέλα, δεν εξηγείται αλλιώς. Ήταν γεμάτος αίματα, κι όμως δεν έφυγε όταν έφτασε μπροστά της και την τράβηξε για να κατέβει απ το τραπέζι. Ούτε του αντιστάθηκε όταν την πήρε εκεί επιτόπου, όπως ήταν.
Δεν σκεφτόταν τη σφαγή που είχε μόλις διαπράξει, τη στιγμή που τον είχε και πάλι μέσα της μετά από καιρό. Για να τους σκότωσε όλους αυτούς, απλά και μόνο επειδή την κοιτούσαν λαίμαργα και άπλωναν τα βρόμικα χέρια τους επάνω της, άρα την αγαπούσε ακόμα, κατά κάποιον τρόπο! Δεν την είχε ξεχάσει εντελώς και ζήλεψε όταν κατάλαβε ποια ήταν η μυστική δουλειά που έκανε.
Ίσως είχε αρχίσει και η ίδια να γίνεται τέρας σαν αυτόν, τελικά.
************************
Σύντομα θα ανέβει και το επόμενο κεφάλαιο: Η Ελίζα μαθαίνει κάτι το οποίο θα της ανατρέψει τη ζωή και θα αλλάξει τα πάντα, δεν είναι χαρούμενη όμως γιατί φοβάται. Ο μόνος που μπορεί να τη βοηθήσει είναι ο πατέρας της. Θα του το πει; Και εκείνος πως θα το πάρει;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top