(5,6) Άλλη μια Ευκαιρία
Ο Τζέρι τους είχε μαζέψει όλους στον κυρίως χώρο του ισογείου και είχε πει στη Βαλεντίνα να περιμένει στο δωμάτιο μέσα. Τον Αλέξανδρο, τη Νατάσα, την Ελίζα και τον Κρις. Τους κοίταξε έναν- έναν και είπε:
"Θέλω να παραμείνετε ψύχραιμοι. Αυτό που θέλω να σας πω... Θέλω να πω...Αυτό που θα δείτε..." Δίσταζε να συνεχίσει. Το αγωνιώδες βλέμμα της Ελίζας τον δυσκόλευε πολύ. Μήπως είχε ακούσει κρυφά τη χθεσινοβραδινή άφιξη και συζήτηση με τη Βαλεντίνα;
"Ε πες το επιτέλους!" Αναφώνησε με ανυπομονησία η Νατάσα.
"Ε... Τέλος πάντων." Θα το έλεγε μια και καλή! "Η Βαλεντίνα δεν πέθανε εκείνη τη νύχτα. Εκείνος ο βρικόλακας τη σκότωσε βέβαια, και όντως τη θάψαμε, όμως το δηλητήριο συνέχισε να κάνει δουλειά ακόμα και μετά το θάνατο της. Έτσι, τρεις μέρες μετά βγήκε από τον τάφο μεταμορφωμένη." Η Ελίζα τα είχε χάσει:
"Μα... Αυτά δεν γίνονται, Τζέρι." Είπε.
"Γίνονται. Σπάνια μεν, αλλά γίνονται. Λοιπόν, η Βαλεντίνα έζησε για περίπου ένα μήνα με αυτόν τον βρικόλακα και την ομάδα του στο κρησφύγετο τους. Ήταν φανατικοί βρικόλακες που πίνουν μόνο φρέσκο ανθρώπινο αίμα, όμως η Βαλεντίνα κυνηγούσε κρυφά άγρια ζώα, ώσπου τα μάτια της άρχισαν να αλλάζουν χρώμα και έπρεπε αναγκαστικά να φύγει. Έλειψε για πολλά χρόνια και επέστρεψε χθες στο Γεφυρολίμανο, με βρήκε και μου είπε την ιστορία της. Ήταν κι ο Κρις εδώ." Όλοι έμειναν σιωπηλοί για μερικά ατελείωτα δευτερόλεπτα. Τους φαινόταν απίστευτο. Η Βαλεντίνα για την οποία είχαν ακούσει τόσες ιστορίες, η νεκρή γυναίκα του Τζέρι, τελικά ζούσε.
"Ποτέ της δεν ήπιε ανθρώπινο αίμα." Συνέχισε ο Τζέρι. "Έχει μια σπάνια αυτοσυγκράτηση και οίκτο για τους ανθρώπους. Είναι Καθαρή σαν εσένα, Νατάσα. Και για αυτό νομίζω πως θα τα πάτε καλά μεταξύ σας."
"Τι εννοείς; Η Βαλεντίνα θα μείνει;" ρώτησε εκείνη με έκπληξη.
"Ακριβώς. Βαλεντίνα, έλα μέσα."
Η πόρτα άνοιξε και βγήκε απ το δωμάτιο η Βαλεντίνα, πανέμορφη σαν θεά, ακόμα πιο όμορφη απ ότι τη φαντάζονταν. Φορούσε μια γκρι μπλούζα με ριχτό τον ένα ωμό και ένα κοντό σορτς που αποκάλυπτε δύο καλλίγραμμα πόδια. Τα μακριά ξανθά μαλλιά και τα όμορφα ολόχρυσα μάτια της, που κάποτε ήταν γαλάζια, έκαναν ολόκληρο το πρόσωπο της να λάμπει.
"Γεια σας." Είπε αμήχανα.
"Και τώρα να σας συστήσω." Είπε ο Τζέρι. "Βαλεντίνα, από εδώ η πρώην γυναίκα μου η Νατάσα που τώρα είναι με τον Κρις. Ο γιος μου ο Αλέξανδρος, τον Κρις τον ξέρεις...Και αυτή είναι η κόρη του η Ελίζα." Η Ελίζα δεν ένιωθε καλά. Ήταν πολύ όλο αυτό για να το αντέξει.
"Με συγχωρείτε, εγώ δεν νιώθω πολύ καλά." Είπε και απομακρύνθηκε.
Κοιτάχτηκαν όλοι για λίγο αμήχανα μεταξύ τους. Τελικά μίλησε ο Αλέξανδρος:
"Χαίρομαι που σε γνωρίζω, Βαλεντίνα. Και επί τη ευκαιρία, πατέρα, θέλω να σου ζητήσω μια χάρη."
"Δεν είναι ώρα τώρα, Άλεξ."
"Δεν με πειράζει εμένα, καλέ μου." Είπε η Βαλεντίνα. "Πες του αυτό που θέλεις, Αλέξανδρε." Ο Αλέξανδρος τη συμπάθησε αμέσως.
"Σ' ευχαριστώ." Της είπε. "Λοιπόν, πατέρα... Εδώ και λίγο καιρό είμαι με τη Νάνσυ."
"Με τη Νάνσυ;" απόρησε ο Τζέρι κοιτάζοντας απ' τον γιο του στον Κρις. "Με τη γνωστή Νάνσυ;"
"Το ξέρω, Τζέρι. Το γνωρίζω ότι είναι με την πρώην μου. " του είπε ο Κρις ανέκφραστος.
"Την αγαπάω." Δήλωσε ο Αλέξανδρος. "Και...θέλουμε να συζήσουμε."
"Και τι θες από μένα;" ρώτησε ο Τζέρι. "Να σας βρω σπίτι;"
"Ακριβώς. Θέλω μια βίλα."
Ο Τζέρι τα τελευταία χρόνια είχε αποκτήσει αρκετή περιουσία, καθώς έκαναν με τη συμμορία μια μεγάλη ληστεία η οποία στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία. Με τα κέρδη αυτά έκανε επενδύσεις σε διάφορες επιχειρήσεις και οι μετοχές του ανέβαιναν συνέχεια, έτσι η περιουσία του αυξήθηκε. Οπότε, ήταν λογικό οι δικοί του να στρέφονταν σε εκείνον όποτε χρειάζονταν οικονομική βοήθεια.
"Οκ... Αν είναι να σε ξεφορτωθώ, θα στην κάνω τη χάρη." Είπε. "Θα σου δώσω μια επιταγή να πας να αγοράσεις όποια βίλα θες."
"Ευχαριστώ." Είπε ο Αλέξανδρος. Του Κρις δεν του άρεσε καθόλου αυτό. Ενδιαφερόταν ακόμα για τη Νάνσυ, ποτέ δεν έπαψε να ενδιαφέρεται. Υποτίθεται πως τη χώρισε για να την προστατεύσει από τον Τζέρι και από όσα θα έρχονταν, για να πάει μετά η ίδια να ξαναμπλέξει με τον ίδιο ακριβώς κίνδυνο. Ίσως το έκανε και επίτηδες, για να του πάει κόντρα και να του δείξει ότι δεν την ένοιαζε αν θα κινδυνεύσει. Όπως και αν είχε πάντως, έτσι και της έκανε κακό ο μικρός του Τζέρι, δεν θα δίσταζε να τον σκοτώσει με τα ίδια του τα χέρια.
"Πάω να μιλήσω στην κόρη μου." Είπε και έφυγε.
Βρήκε την Ελίζα στο δωμάτιο της. Χτύπησε απαλά την πόρτα και μπήκε.
"Τι θες;" τον ρώτησε εκείνη σκουπίζοντας τα μάτια της. Ο Κρις πλησίασε και κάθισε στο κρεβάτι δίπλα της.
"Ο Τζέρι θα τα ξαναβρεί με τη Βαλεντίνα, έτσι; Θα ξαναπαντρευτούν." Του είπε.
"Λυπάμαι, κόρη μου." Είπε ο Κρις. "Όμως...προσπάθησε να καταλάβεις. Η Βαλεντίνα ήταν ο έρωτας της ζωής του και τόσα χρόνια την νόμιζε για νεκρή. Δεν είναι και λίγο να επιστρέφει ένα άτομο που αγάπησες, που νόμιζες πως έχασες και θα έκανες τα πάντα για να τη φέρεις πίσω..." Η Ελίζα σκούπισε άλλο ένα δάκρυ.
"Δηλαδή... Αν επέστρεφε η μαμά...Θα τη χώριζες τη Νατάσα; Η μάλλον, να στο πω καλύτερα. Θα ξεχνούσες τη Νάνσυ;" τον ρώτησε ήρεμα.
"Όχι." Της απάντησε ειλικρινά. "Πάντα θα τη σκεφτόμουν και θα νοιαζόμουν για εκείνη. Όσο για το αν θα παντρευόμουν ξανά τη μητέρα σου, αν κάποια μέρα ξαφνικά επέστρεφε απ τους νεκρούς, ναι, αυτό θα το έκανα. Γιατί ζήσαμε τις πιο όμορφες στιγμές μαζί και μου χάρισε το πιο πολύτιμο δώρο. Εσένα." Είπε αγγίζοντας απαλά το μάγουλο της για να σκουπίσει ένα δάκρυ. Η Ελίζα έδειξε να το σκέφτεται για λίγο, έπειτα ρούφηξε τη μύτη της και είπε αποφασισμένη:
"Έχεις δίκιο. Πρέπει να κάνω πίσω. Έτσι κι αλλιώς, ο Τζέρι ποτέ δεν με αγάπησε στ αλήθεια. Όσο κι αν με πονάει, θα τον αφήσω να γυρίσει στη Βαλεντίνα, αν είναι ευτυχισμένος μαζί της. Θα προσπαθήσω να τον ξεχάσω."
Το ίδιο βράδυ, ο Τζέρι πήρε τηλέφωνο τη Γεωργία.
"Πρέπει να πάρεις τον αδελφό σου και να έρθετε εδώ. Έχω κάτι πολύ σημαντικό να σας ανακοινώσω και να σας δείξω." Της είπε. Η Γεωργία απόρησε:
"Τι πράγμα;"
"Και να στο πω, δεν θα το πιστέψεις. Απλά έλα από εδώ." Της έδωσε τη διεύθυνση. "Και φρόντισε να είναι και ο αδελφός σου μαζί."
"Τζέρι, ο Κώστας δεν πρόκειται να δεχτεί να σε συναντήσει." Του είπε εκείνη προβληματισμένη.
"Μην του πεις ότι θα έρθετε εδώ. Βρες μια δικαιολογία, ότι πάτε επίσκεψη σε ένα φιλικό σπίτι. Σε παρακαλώ, κόρη μου. Κάνε το σαν χάρη για τη μητέρα σου."
"Εντάξει, εντάξει. Θα βρω κάτι να του πω." Είπε η Γεωργία. Που να φανταστεί ότι δεν εννοούσε για την ψυχή της μητέρας της, αλλά κυριολεκτικά για τη μητέρα της ολοζώντανη.
"Δέχτηκε;" ρώτησε η Βαλεντίνα με αγωνία όταν το έκλεισαν.
"Ναι." Της απάντησε και η Βαλεντίνα ξεφυσυξε με ανακούφιση.
Μετά από περίπου μια ώρα, η Γεωργία πάρκαρε το αυτοκίνητο της στο πλάι του σπιτιού, ανάμεσα στα άλλα αυτοκίνητα.
"Κάτι μου θυμίζει αυτό το σπίτι." Της είπε ο αδελφός της. "Σαν να έχω ξαναβρεθεί εδώ."
"Μπα... Η ιδέα σου θα είναι." Είπε η Γεωργία, προσπαθώντας και η ίδια να κρύψει την ταραχή της που βρισκόταν σε αυτό το σπίτι μετά από τόσα χρόνια. Εκείνη το θυμόταν πολύ καλά, θυμόταν τη μητέρα της και σχεδόν όλες τις στιγμές που είχε ζήσει εδώ. Γιατί τους ήθελε άραγε ο Τζέρι; Ήξερε πως ο Κώστας θα τον γνώριζε και θα αντιδρούσε βίαια και ήταν λάθος που τον έφερε, όμως ο Τζέρι ακουγόταν σαν να επρόκειτο για ζήτημα ζωής και θανάτου απ' το τηλέφωνο. Ο Κώστας τη σκούντησέ, καθώς εκείνη στεκόταν έξω απ' το αυτοκίνητο και κοιτούσε το σπίτι χαμένη στις αναμνήσεις του παρελθόντος.
"Πάμε;" τη ρώτησε.
"Πάμε." Του είπε αναστενάζοντας και πιάνοντας τον αγκαζέ προχώρησαν.
Τους άνοιξε ο Αλέξανδρος, ο ετεροθαλής αδελφός τους. Είχε αλλάξει πάρα πολύ. Τώρα δεν φαινόταν τόσο σκοτεινός. Σίγουρα κάτι καλό θα υπήρχε στη ζωή του.
"Γεια σου, Αλέξανδρε." Είπε η Γεωργία.
"Στο σπίτι του αδελφού μας με έφερες;" απόρησε ο Κώστας σαστισμένος.
"Ελάτε μέσα και θα τα μάθετε όλα." Τους είπε ο Αλέξανδρος και απορημένοι προχώρησαν στο σαλόνι.
Εκεί ήταν επίσης η Νατάσα, ο Κρις, ο Τζέρι και μια άλλη Καθαρή βρικόλακας που ήταν και στα δύο αδέλφια άγνωστη. Ήταν ξανθιά και πανέμορφη και κάτι τους θύμιζε. Ο Κώστας έριξε μια άγρια μάτια στη Νατάσα, έπειτα στον βρικόλακα με τα κόκκινα μάτια που στεκόταν δίπλα στην ξανθιά...Και τον αναγνώρισε αμέσως.
"Εσύ..." γρύλισε με μίσος. Τη Γεωργία όμως άλλο την ένοιαζε. Η πανέμορφη ξανθιά βρικόλακας που έμοιαζε στην ίδια, της θύμιζε κάποια από το παρελθόν. Έμοιαζε με...
"Όχι, δεν μπορεί..." ψέλλισε.
"Εγώ είμαι, παιδιά μου. Η μητέρα σας."
"Μαμά..." Η Γεωργία έτρεξε δακρυσμένη στην αγκαλιά της. Το πρόσωπο της Βαλεντίνας ήταν συγκινημένο, παρόλο που δεν μπορούσε να παράγει δάκρυα, καθώς κρατούσε την κόρη της και της χάιδευε τα μαλλιά. Ο Κώστας ήταν πιο δύσπιστος. Απλά είχε μείνει εκεί που στεκόταν και κοιτούσε προσπαθώντας να καταλάβει.
"Έλα κι εσύ, γιε μου." Του είπε η Βαλεντίνα απλώνοντας το χέρι της προς το μέρος του. Πώς ήταν δυνατόν; Δεν είχε πεθάνει η μητέρα τους; Δηλαδή τόσα χρόνια η θεία τους κρατούσε μες στο ψέμα; Μα γιατί; Όπως και αν ήταν όμως, ότι κι αν είχε γίνει, αυτή ήταν αναμφίβολα η μητέρα τους. Το ένιωθε πως ήταν αληθινή. Πλησίασε κι εκείνος και την αγκάλιασε. Έμειναν έτσι για λίγο οι τρεις τους, καθώς οι υπόλοιποι παρακολουθούσαν συγκινημένοι τη σκηνή.
Η Ελίζα δεν ήταν εκεί. Δεν ήθελε να παραστεί σε μια δακρύβρεχτη οικογενειακή επανένωση και πήγε για ποτό για να πνίξει τον πόνο της. Μίλησε προηγουμένως με τη Βαλεντίνα και της έδωσε το ελεύθερο, είπε πως έτσι κι αλλιώς η σχέση της με τον Τζέρι θα τελείωνε κάποια στιγμή και ότι δεν είχε αρνητικά συναισθήματα για εκείνη. Και έτσι θα συνέχιζε να κάνει: να προσποιείται.
Η Γεωργία άφησε τελικά πρώτη την αγκαλιά της μητέρας της, όταν πέρασε η πρώτη συγκίνηση, και ζήτησε εξηγήσεις:
"Μα πώς;" ρώτησε. "Πώς έγινε αυτό; Δεν καταλαβαίνω..." Ο Τζέρι χαμογέλασε και πλησίασε.
"Ελάτε να καθίσουμε και να σας εξηγήσω." Είπε. Κάθισαν όλοι στο σαλόνι, εκτός από τον Κώστα ο οποίος είχε τρομερή υπερένταση ύστερα από αυτό και δεν ήξερε πως να νιώσει και πως να φερθεί, τόσο απέναντι στη μητέρα του αλλά ακόμα περισσότερο απέναντι στον πατέρα του.
Ο Τζέρι τους διηγήθηκε την ιστορία απ' την αρχή, όπως περίπου του την είχε διηγηθεί και η Βαλεντίνα. Δεν δικαιολόγησε τον εαυτό του για τις πράξεις του. Ίσα ίσα παραδέχτηκε ότι αυτός έφταιγε που η μητέρα τους ήθελε να αυτοκτονήσει, πράγμα που την οδήγησε τελικά στην καταλάθος μεταμόρφωση της σε βρικόλακα μέσω της σπάνιας αυτής νεκρανάστασης.
"Όχι." είπε ο Κώστας όταν τελείωσε η αφήγηση του πατέρα του. Όλα τα βλέμματα στράφηκαν πάνω του.
"Όχι δεν μπορώ να σε συγχωρέσω, ούτε να σε δω ως πατέρα μου μπορώ. Λυπάμαι, αλλά αυτό είναι πάρα πολύ για μένα." και γύρισε για να φύγει, παρά τη διαμαρτυρόμενη φωνή της αδελφής του. Η μητέρα του τον πρόλαβε στην είσοδο με το ταχύτατο τρέξιμο της.
"Κώστα μου, άκουσε με σε παρακαλώ. Ο Τζέρι μπορεί να έκανε ό,τι έκανε, όμως δεν παύει να είναι ο πατέρας σας. Και ποτέ δεν σταμάτησε να σας αγαπάει. Κάνε μια προσπάθεια να του δώσεις μια ευκαιρία, όπως τον συγχώρεσα εγώ." του είπε και τον κοίταξε ικετευτικά. Ο Κώστας ήταν έτοιμος να δακρύσει, δεν ήθελε να τον δουν να λυγίζει όμως.
"Χαίρομαι πάρα πολύ που γύρισες, μαμά. Μου φαίνεται σαν όνειρο το ότι είσαι ζωντανή. Όμως...θέλω λίγο χρόνο να το συνειδητοποιήσω."
"Εντάξει." του είπε η Βαλεντίνα με χαμόγελο. "Πάρε όσο χρόνο θέλεις."
"Να σε ρωτήσω και κάτι άλλο... Είσαι μαζί του;"
"Το δουλεύουμε." απάντησε εκείνη. "Αν δω ότι όντως έχει αλλάξει και αξίζει να προσπαθήσουμε ξανά, θα τα ξαναβρούμε, αλλά ακόμα και αν δεν γίνει αυτό, εγώ θα είμαι εδώ για εσάς. Δεν θα σας αφήσω ποτέ ξανά, σας το υπόσχομαι." του είπε η Βαλεντίνα. Τα χρυσά μάτια της ενώθηκαν με τα βιολετί τα δικά του και έπειτα αγκαλιάστηκαν ξανά πριν ο Κώστας ανοίξει την πόρτα και φύγει. Έφυγε με τα πόδια, γιατί ήθελε να περπατήσει λίγο και να σκεφτεί.
Η Γεωργία κάθισε λίγο ακόμα μαζί τους και έπειτα αποχαιρέτησε κι εκείνη τη μητέρα της και έφυγε για να πάει να βρει τον αδελφό της.
Αργότερα τη νύχτα...
Ο Τζέρι πλησίασε διστακτικά την πόρτα του δωματίου όπου φιλοξενούσε τη Βαλεντίνα. Χαιρόταν που είχαν ξεκαθαρίσει τα πράγματα με την Ελίζα, και εκείνη είχε κάνει πίσω και δεν το είχε πάρει τόσο σοβαρά. Όμως φοβόταν για τη συνέχεια. Φοβόταν ότι ο κακός του εαυτός θα κυριαρχήσει ξανά και θα τα κατέστρεφε πάλι όλα. Όμως έπειτα σκέφτηκε ότι μόνο το παρόν είχε σημασία, και το παρόν του τώρα ήταν η Βαλεντίνα. Είχε μια δεύτερη ευκαιρία μαζί της και σκόπευε να την αξιοποιήσει στο έπακρο.
Η Βαλεντίνα σηκώθηκε αμέσως μόλις μπήκε στο δωμάτιο της. Τον περίμενε. Δεν άντεχε να περιμένει άλλο... Ο Τζέρι την πλησίασε. Είχε αναμμένο μονάχα το ένα λαμπατέρ, και το απαλό του φως που την έλουζε έκανε τα ξανθά μαλλιά της να φαίνονται ακόμα πιο όμορφα. Την αγκάλιασε αργά απ τη μέση κι εκείνη άγγιξε το πρόσωπο του ανάμεσα στα χέρια της.
"Βαλεντίνα... Ακόμα μου φαίνεται σαν ψέμα ότι γύρισες και είσαι ζωντανή."
"Τότε θα σε κάνω να πιστέψεις ότι είναι αληθινό." Του είπε εκείνη κοιτάζοντας τον με τα μεγάλα της μάτια, που αν και τώρα πια είχαν άλλο χρώμα, τον έκαναν να νιώθει τα ίδια συναισθήματα με τότε. Πλησίασε στο αυτί της και ψιθύρισε:
"Πάει τόσος καιρός..." Έπειτα έφερε τα χείλη του αργά προς τα δικά της και τη φίλησε, και εκείνη ανταποκρίθηκε αμέσως σφίγγοντας τον κι άλλο πάνω της. Χάθηκαν ο ένας στο άγγιγμα του άλλου και συνέχισαν το ατελείωτο φιλί τους σταματώντας μόνο για να βγάλουν ένα ένα τα ρούχα τους. Και όταν τα γυμνά τους κορμιά συναντήθηκαν ξανά μετά από τόσα χρόνια, από μια εποχή που φαινόταν σαν να είχε μείνει ξεχασμένη στο παρελθόν, χάθηκε τελείως κάθε έλεγχος και αυτοσυγκράτηση μεταξύ των δύο βρικολάκων.
Η Βαλεντίνα ήταν πλέον πολύ πιο δυνατή, είχαν την ίδια θερμοκρασία, όμως ήταν απίστευτο πόσο αναλλοίωτο είχε μείνει το πάθος τους. Το κρεβάτι έσπασε από την ορμή του έρωτα τους, βρέθηκαν στο πάτωμα κάι συνέχισαν εκεί χωρίς σταματημό, χωρίς να τους νοιάζει ο έξω κόσμος.
Το ξημέρωμα τους βρήκε κάπου ανάμεσα στα σκορπισμένα μαξιλάρια και στα ερείπια του γκρεμισμένου κρεβατιού. Η Βαλεντίνα είχε πλαγιάσει στη γνώριμη αγκαλιά του, με τα πόδια της πλεγμένα ανάμεσα στα δικά του.
"Ήσουν απίστευτη, Βαλεντίνα. Θα μπορούσα να μην σταματήσω ποτέ, να το κάνουμε έτσι για πάντα." Της είπε και φίλησε τα μαλλιά της.
"Κι εγώ το ίδιο, Τζέρι μου. Ήταν όλα όπως τότε...και ακόμα καλύτερα."
"Ναι... Ήταν όντως όλα καλύτερα γιατί τώρα είσαι σαν εμένα, Βαλεντίνα. Και δεν φοβόμουν μη σου κάνω κακό. Δεν πάλευα να συγκρατήσω τον εαυτό μου γιατί τώρα δεν χρειαζόταν."
"Δηλαδή..." είπε η Βαλεντίνα και τον φίλησε παιχνιδιάρικα, δαγκώνοντας απαλά το κάτω χείλος του, "...Τώρα σου αρέσω περισσότερο από τότε;" Ο Τζέρι γέλασε σιγανά.
"Δεν μπορώ να το συγκρίνω αυτό. Και τότε μου άρεσες, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Όμως ένα πράγμα δεν αλλάζει." Την κοίταξε στα μάτια. "Σ' αγαπώ πολύ, Βαλεντίνα. Πότε δεν έπαψα να σ' αγαπώ. Θέλω να ξεχάσουμε ότι έγινε και να ξαναχτίσουμε απ την αρχή τη σχέση μας, όπως ακριβώς αναγεννήθηκες και εσύ μέσα από τον τάφο. Θέλω να ξαναπαντρευτούμε." Η Βαλεντίνα έδειξε να το σκέφτεται. Είχε ακόμα αμφιβολίες, και ας την είχαν αγγίξει τα λόγια του.
"Κι εγώ το θέλω." Απάντησε ωστόσο. "Όμως η Ελίζα...;"
"Έχουν τελειώσει τα πάντα ανάμεσα σε εμένα και στην Ελίζα." Της απάντησε αυτός. "Δεν την αγάπησα ποτέ, ούτε κι εκείνη όμως. Αυτό που είχαμε ήταν ένα στιγμιαίο πάθος, όχι η αληθινή αγάπη και η ολοκλήρωση που ένιωσα μαζί σου."
"Κι εγώ σ' αγαπώ ακόμα, παρά τα όσα έκανες." του είπε εκείνη. "Και θέλω να ξαναείμαστε μαζί, αυτή τη φορά ως την αιωνιότητα. Δεν θα έχουμε το θάνατο να μας εμποδίζει πια." Αυτά τα λόγια ήθελε όσο τίποτα να ακούσει ο Τζέρι. Τη φίλησε πάλι και έπειτα είπε:
"Αυτή τη φορά, ζωή μου, όλα θα γίνουν όπως πρέπει. Δεν υπάρχει λόγος να βιαστούμε, άλλωστε τώρα έχουμε το χρόνο με το μέρος μας όπως είπες κι εσύ. Για αρχή όμως, αυτό το δωμάτιο θα χρειαστεί ένα καινούργιο κρεβάτι." Γέλασαν και έμειναν κι άλλη πολλή ώρα αγκαλιασμένοι, απολαμβάνοντας το κορμί του ενός επάνω στου άλλου.
Το ξημέρωμα βρήκε την Ελίζα στο βασιλικών διαστάσεων κρεβάτι, σε ένα άγνωστο μέχρι στιγμής σπίτι για εκείνη. Ήταν ζαλισμένη, ένιωθε το κορμί της βεβηλωμένο, βρόμικο, τα μαλλιά της έπεφταν όλα στο πρόσωπο ανακατεμένα. Τα έκανε στην άκρη με μεγάλη δυσκολία, για να δει να κοιμάται δίπλα της ένας νεαρός, αρκετά μικρότερος από την ίδια. Μπορεί να ήταν και ανήλικος.
Και τότε, άρχισε σιγά - σιγά να θυμάται τα αίσχη της προηγούμενης νύχτας που έκανε με τους δύο εκείνους άντρες. Ο ένας ήταν ο νεαρός θνητός που κοιμόταν δίπλα της, ο άλλος ένας διάσημος βρικόλακας ράπερ, ο Big Nick. Την είχαν πλησιάσει στο κλαμπ όπου έπινε και πάλευε να ξεχάσει τον Τζέρι, ήπιαν αρκετά μαζί της και ύστερα την παρέσυραν στη βίλλα του Big Nick.
Έπρεπε να φύγει από εκεί το συντομότερο. Ο πατέρας της θα είχε ανησυχήσει που δεν έμεινε σπίτι και δεν τον ενημέρωσε. Σηκώθηκε, χωρίς να ξυπνήσει τον άλλον και έψαξε για το φόρεμα και τις γόβες της ανάμεσα στο σωρό από ρούχα που υπήρχε στο πάτωμα. Αφού ντύθηκε, λοιπόν, κατέβηκε κάτω από μια μεγάλη σκάλα και έψαξε στο αχανές σπίτι για την έξοδο.
Βρέθηκε στην κουζίνα, όπου ο μεγαλόσωμος Big Nick, φορώντας μόνο ένα στενό λευκό εσώρουχο, κάτι ετοίμαζε στο τηγάνι.
"Καλημέρα, κούκλα." Της είπε όταν την είδε. "Ετοιμάζω πρωινό για σένα και για τον Βαγγελάκη. Εγώ όπως ξέρεις δεν μπορώ να φάω, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορώ να μαγειρέψω." Η Ελίζα τα έχασε. Θυμήθηκε πάλι τα όσα είχαν κάνει την προηγούμενη νύχτα και ένιωσε τέτοια ντροπή... Το χειρότερο ήταν ότι της άρεσε και δεν έπρεπε.
"Ε... Ευχαριστώ όμως...Εγώ δεν θα φάω. Πρέπει να γυρίσω σπίτι." Απάντησε.
"Α. Οκ, καλώς. Περίμενε όμως λίγο." Ο Big Nick πήγε σε μια γωνιά, πήρε το πορτοφόλι του και έβγαλε από μέσα ένα πεντακοσάρικο. "Αυτό για σένα." Είπε και πλησίασε να της το δώσει.
"Ω, όχι. Με παρεξήγησες. Εγώ δεν είμαι..." έκανε να αρνηθεί η Ελίζα.
"Το ξέρω, μωρό. Όμως χθες τη νύχτα... Πω πω κοπελιά, ήσουν υπέροχη. Νομίζω πως αυτό εδώ το κέρδισες με την αξία σου. Μη μου πεις ότι σε χαλάει..." Όντως, η Ελίζα σκέφτηκε ότι δεν είχε νόημα να αρνηθεί. Ένας πλούσιος και διάσημος της πρόσφερε λεφτά, και το μόνο που είχε κάνει ήταν να ικανοποιήσει εκείνον και τον φίλο του. Έκανε στην άκρη τη ντροπή της και το πήρε. Θα μπορούσε να αγοράσει ένα καινούργιο φόρεμα η ένα ζευγάρι πανάκριβα παπούτσια με αυτό.
"Ευχαριστώ." Είπε. "Γεια." Και πήγε προς την έξοδο, όμως ο Νικ την πρόλαβε και την κοίταξε πάλι λαίμαργα με τα κόκκινα μάτια του.
"Άκου..." Της είπε. "Έχω μια δουλειά να σου προτείνω. Αύριο το βράδυ, θα διοργανώσουμε ένα πάρτι εδώ με κάτι αλλά παλικάρια. Θα θέλαμε πολύ να έρθεις να μας χορέψεις. Θα πληρωθείς καλά."
Η Ελίζα για μια στιγμή ένιωσε να προσβάλλεται ξανά. Όταν όμως της είπε το πόσο που θα πάρει, στη σκέψη και μόνο του εύκολου χρήματος δεν έκανε πίσω.
"Εντάξει." Είπε. "Όμως μόνο θα χορέψω."
"Όπως νομίζεις, μωρό. Θα σε πάρω να σου πω την ώρα." Της είπε εκείνος και την συνόδευσε μέχρι την έξοδο.
Η Ελίζα πήγε σπίτι, όπου όλοι ήταν πολύ χαρούμενοι γιατί ο Τζέρι και η Βαλεντίνα ανακοίνωσαν ένα χαρμόσυνο γεγονός: παντρεύονταν για δεύτερη φορά. Της ήρθε να βάλει τα κλάματα, μα συγκρατήθηκε. Θα έκανε τα πάντα για να ξεχάσει τον Τζέρι. Και το να χορέψει για ένα τσούρμο αντρών, όχι μόνο θα την έκανε να μην τον σκέφτεται, αλλά θα έκανε επίσης την ίδια να νιώσει ξανά επιθυμητή.
Πήγε βόλτα στα μαγαζιά, αγόρασε μερικά προκλητικά ρούχα και εσώρουχα και έβαψε τα μαλλιά της ροζ. Της έκανε καλό αυτή η αλλαγή.
Φυσικά, δεν χόρεψε μόνο για όλους αυτούς τους άντρες, βρικόλακες και θνητούς. Ο χορός οδήγησε σε αλλά πράγματα, πράγματα τα οποία δεν είχε φανταστεί ποτέ της ότι θα έκανε. Την πήραν όλοι όσοι βρίσκονταν εκεί, ο ένας μετά τον άλλον.
Είχε χάσει την ψυχή της απ τη στιγμή που άρχισε να δανείζει το κορμί της από εδώ και από εκεί, όμως αν αυτό το είδος ζωής την απομάκρυνε ολο και πιο πολύ από τον Τζέρι, θα συνέχιζε να το κάνει με όλο και λιγότερες αναστολές.
************
Ακολουθεί ο πολύ ρομαντικός (δεύτερος) γάμος του Τζέρι και της Βαλεντίνας. Πώς θα το πάρει άραγε η Ελίζα; Θα συνεχίσει την αμαρτωλή ζωή την οποία επέλεξε;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top