(5,5) Ανάσταση
Βαλεντίνα
Βρισκόμουν κάπου ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, όμως δεν θυμάμαι και πολλά από εκείνο το διάστημα. Το μόνο που θυμάμαι ήταν να ξυπνάω παγιδευμένη μέσα σε ένα θεοσκότεινο φέρετρο, όμως έβλεπα και ένιωθα πεντακάθαρα που βρισκόμουν. Θαμμένη ζωντανή, δύο μέτρα κάτω από τη γη. Ένιωσα πανικό για λίγα δευτερόλεπτα, όμως συνειδητοποίησα πως δεν χτυπούσε γρήγορα η καρδιά μου. Για την ακρίβεια, δεν χτυπούσε καθόλου. Πώς λοιπόν ήμουν ακόμα ζωντανή και μάλιστα πιο ζωντανή από ποτέ; Ένιωθα κάτι σαν δίψα κι έπρεπε οπωσδήποτε να βγω από εκεί μέσα. Από πάνω μου άκουγα να πέφτει βροχή και μύριζα το υγρό χώμα. Έσπρωξα προς τα πάνω το καπάκι του φέρετρου, με όλη μου τη δύναμη, η οποία προς έκπληξη μου ήταν τόσο δυνατή, που έσπασε με ένα δυνατό ΚΡΑΚ. Άρχισα να σκάβω προς τα πάνω το χώμα το οποίο έπεφτε πάνω μου, στο πρόσωπο μου και έμπαινε μέσα στο φόρεμα μου. Έβγαλα πρώτα το ένα χέρι στην επιφάνεια του εδάφους και το ένιωσα να μουσκεύει κατευθείαν απ' τη βροχή, ύστερα το άλλο και τέλος βγήκα ολόκληρη μέσα από την τρύπα που είχα ανοίξει. Ήμουν ολοζώντανη.
Στο σκοτεινό νεκροταφείο δεν ακουγόταν τίποτα άλλο πέρα από τη βροχή που έπεφτε όλο και πιο γρήγορα. Διάφορες περίεργες και πρωτόγνωρες μυρωδιές μου έρχονταν στη μύτη και ένιωσα τη δίψα μου να γίνεται εντονότερη. Μια συγκεκριμένη μυρωδιά κυριαρχούσε και με τρέλαινε. Την ακολούθησα τρέχοντας και η ταχύτητα μου ήταν απίστευτη.
Βγήκα στο δρόμο και συνέχισα να τρέχω με ιλιγγιώδη ταχύτητα, ώσπου βρέθηκα σε ένα απόμερο στενό. Είδα μια γυναίκα και χωρίς καν να το καταλάβω, όρμισα πάνω της και τα δόντια μου βρέθηκαν μερικά εκατοστά πιο πάνω από το δέρμα του λαιμού της. Την άκουγα να κλαίει και να αγωνιά και κατάλαβα ότι διψούσα για το αίμα της. Κάτι με κράτησε όμως. Όσο και αν διψούσα, όσο και αν λαχταρούσα το αίμα της, κάτι με κράτησε. Είδα τον τρόμο να καθρεφτίζεται μέσα στα σκούρα και υγρά από τα δάκρυα μάτια της και απλά δεν μπορούσα να τη σκοτώσω. Δεν έπρεπε. Σηκώθηκα με μεγάλη δυσκολία από πάνω της και εκείνη έφυγε τρέχοντας. Κατέβαλα υπεράνθρωπες προσπάθειες ώστε να μην την ακολουθήσω. Αντ' αυτού, έπρεπε να κυνηγήσω κάτι άλλο.
Στράφηκα κι έφυγα και άρχισα να τρέχω ασταμάτητα καθώς η βροχή γινόταν δυνατότερη και ξέπλενε από πάνω μου τη λάσπη. Πέρασα το κέντρο της πόλης, όλα τα μέρη που είχα περάσει μαζί σου και οι αναμνήσεις μου έρχονταν ολοζώντανες στο μυαλό.
Διέσχισα τη γέφυρα, με ταχύτητα σχεδόν όση και τα αυτοκίνητα που την περνούσαν. Τα βήματα και οι αναμνήσεις μου με οδήγησαν στο σπίτι όπου είχα ζήσει μαζί σου. Κοίταξα προς τα εκεί και για μια στιγμή σκέφτηκα να γυρίσω πίσω, να πάρω εκδίκηση, ακόμα και να σκοτώσω την ερωμένη σου για να τραφώ. Τα συναισθήματα μου ήταν ανάμεικτα, όμως δεν έκανα καμία κίνηση πέρα απ' το να στέκομαι μες στη βροχή και απλά να κοιτώ το σπίτι. Όμως ύστερα σκέφτηκα ότι η καλύτερη τιμωρία σου θα ήταν να σε αφήσω να νομίζεις ότι ήμουν νεκρή, ότι με έχασες για πάντα. Ήθελα να πονέσεις. Αυτή θα ήταν και η εκδίκηση μου για όλο αυτό τον πόνο που μου προκάλεσες όσο ήμουν θνητή. Και τα παιδιά μας; Τα παιδιά μας καλύτερα θα ήταν να μη μάθουν ότι τελικά ζούσα και είχα γίνει βρικόλακας. Όσο και να με πονούσε η σκέψη να τα αποχωριστώ, καλύτερα να έμενα μακριά από αυτά και απ΄ τη θεία μου. Μόνο έτσι θα διέγραφα εντελώς το παρελθόν. Θα ξεκινούσα μια νέα ζωή ως βρικόλακας. Όμως είχα κάποια πράγματα να τακτοποιήσω πρώτα με πρώτο και κύριο το πρόβλημα της δίψας μου.
Γύρισα για πάντα την πλάτη μου στο σπίτι και συνέχισα να τρέχω γοργά. Έφτασα στο δάσος και εκεί κυνήγησα ένα κοπάδι ελαφιών, έπιασα ένα από αυτά και έσβησα με εκείνο τη δίψα μου. Ακόμα και αυτό το λυπήθηκα, όμως δεν γινόταν αλλιώς. Δολοφόνος δεν μπορούσα να γίνω. Καλύτερα λοιπόν να γινόμουν ζωοφάγος.
Ένιωθα χορτάτη και αναζωογονημένη. Τώρα έπρεπε να βρω τον βρικόλακα που με άλλαξε και να ζητήσω απαντήσεις. Γιατί ενώ όταν μου ήπιε το αίμα νόμιζα ότι πέθανα, τελικά ξύπνησα στον τάφο μου και ήμουν μεταμορφωμένη; Δεν υπάρχει μια περίοδος όπου ξυπνάς και περνάς μια διαδικασία που υποφέρεις καθώς το δηλητήριο εισχωρεί στο αίμα σου; Έτσι μου είχες πει πως γίνεται, αν και δεν μου αφηγήθηκες ποτέ με λεπτομέρειες την ιστορία σου. Κι ύστερα, έπρεπε να πάω να καλύψω τον τάφο μου ξανά, για να μη μάθει ποτέ κανένας ότι "αναστήθηκα".
Τα αυτιά μου έπιαναν ήχους από κάπου μέσα στο δάσος. Ήξερα πως υπήρχαν βρικόλακες που ζούσαν σε κρησφύγετο κάπου εκεί τριγύρω, άγριοι βρικόλακες, που έπιναν μόνο ανθρώπινο αίμα και ήλπιζα εκείνος να ήταν ένας από αυτούς. Ακολούθησα το ένστικτό μου, αλλά και τις φωνές τους που όσο πήγαιναν γίνονταν όλο και πιο δυνατές.
Τελικά βρήκα το υπόγειο κρησφύγετο τους, η είσοδος του οποίου βρισκόταν σε μια τρύπα κρυμμένη καλά μέσα σε κάτι θάμνους. Κατέβηκα τα σκαλιά και βρέθηκα σε μια αίθουσα με πέτρινους τοίχους που απ' ότι φαινόταν ήταν ο προθάλαμος. Ήξερα ότι σίγουρα με άκουσαν, καθώς όταν έφτασα κάτω εμφανίστηκε μπροστά μου αμέσως, ο βρικόλακας εκείνος ο οποίος με άλλαξε χωρίς να το ξέρει. Δίστασε για μια στιγμή και φάνηκε να μη με αναγνωρίζει, όμως τελικά με θυμήθηκε.
"Δεν μπορεί... Μικρούλα; Εσύ;" με ρώτησε.
"Το όνομα μου είναι Βαλεντίνα." απάντησα. "Και θέλω κάποιες απαντήσεις."
"Δεν μπορεί... Νόμιζα ότι πέθανες. Ότι σου ήπια όλο το αίμα και σε σκότωσα."
"Απ' ότι βλέπεις όμως, είμαι ζωντανή. Και ήλπιζα να ξέρεις το λόγο που έγινε αυτό, καθώς και οι δικοί μου πίστεψαν ότι πέθανα και με έθαψαν κανονικά."
"Αυτό είναι αδύνατον..." είπε σαστισμένος εκείνος.
"Τι συμβαίνει, Μίλτο;" ακούστηκε μια γυναικεία φωνή από μέσα. Πίσω του εμφανίστηκαν δυο μαυροντυμένοι βρικόλακες, μια γυναίκα κι ένας άντρας.
"Δεν σου είπα να μη δέχεσαι τις...επισκέψεις σου εδώ;" του είπε η γυναίκα κοιτάζοντας με υποτιμητικά.
"Ε... Η Βαλεντίνα... Βαλεντίνα δεν σε είπαμε;"
"Ναι." ένευσα.
"Τη βρήκα πριν από τρεις μέρες στο Παρατηρητήριο Μπόκαρη και της ήπια το αίμα. Νόμιζα πως τη σκότωσα, και απ' ότι ισχυρίζεται η ίδια την έθαψαν κανονικά. Ήλπιζα να ξέρεις τι μπορεί να συνέβη μιας και είσαι η παλιότερη εδώ μέσα."
"Ανόητε Μίλτο! Πόσες φορές θα στο πω να μην κυνηγάς έξω απ' το δάσος;!" του φώναξε η αρχηγός, απ' ότι φαινόταν, της ομάδας.
"Αφού σπάνια πατάει άνθρωπος εδώ! Τι θες να κάνω, να πεθάνω απ' τη δίψα;!" φώναξε και εκείνος προς το μέρος της και άρχισαν να σπρώχνονται. Ο λίγο πιο μεγαλόσωμος βρικόλακας μπήκε στη μέση και τους χώρισε:
"Δεν ηρεμείτε καλύτερα λέω εγώ, να δούμε τι θα κάνουμε με δαύτη;!" φώναξε δείχνοντας προς το μέρος μου.
Η γυναίκα με πλησίασε και άρχισε να με περιεργάζεται, να με μυρίζει και να κάνει κύκλους αργά γύρω μου. Ένιωθα άβολα.
"Χμ... Λες ότι πέθανες, σωστά;"
"Σωστά." απάντησα.
"Δηλαδή δεν ξύπνησες την επόμενη μέρα νιώθοντας καλύτερα και ύστερα ξεκίνησε η διαδικασία μεταμόρφωσης όπως γίνεται με όλους."
"Πέθανα και ξύπνησα βρικόλακας, μέσα στον τάφο." αποκρίθηκα. Η γυναίκα σκεφτική στράφηκε προς τους άλλους.
"Απ' ότι φαίνεται, πρόκειται για μια σπάνια περίπτωση νεκρανάστασης. Ας πάμε μέσα να σας εξηγήσω."
Ακολούθησα τους άλλους μέσα στον κυρίως χώρο του κρησφύγετου. Ήταν ένα σαλόνι που είχε μόνο τα απαραίτητα: τρεις καναπέδες και ένα τραπέζι στη μέση. Στο βάθος υπήρχε ένα διπλό κρεβάτι και μία πόρτα που μάλλον οδηγούσε στο μπάνιο. Το πάτωμα ήταν πέτρινο και υγρό από την υγρασία και όλοι οι τοίχοι βαμμένοι κόκκινοι. Καθίσαμε στους καναπέδες.
"Λοιπόν. Καταρχήν να συστηθούμε. Εγώ είμαι η Μελίτα. Η πιο παλιά και αρχηγός της ομάδας. Τον Μίλτο τον έχεις γνωρίσει ήδη, μιας και είναι αυτός που από απροσεξία του σε έκανε μια από εμάς. Είναι ο ωραίος της ομάδας." Ο Μίλτος την σκούντησε δήθεν ενοχλημένος. "Και αυτός είναι ο Ξέρξης, είναι λίγο χαζούλης αλλά μας είναι χρήσιμος για τη δύναμη του. Ευτυχώς που τον άλλαξα, γιατί σαν άνθρωπος δεν είχε στον ήλιο μοίρα."
"Σταμάτα." της είπε πειραγμένος εκείνος.
"Είμαστε μια ομάδα πραγματικών βρικολάκων, που τρεφόμαστε μόνο με φρέσκο αίμα ανθρώπων και αρνούμαστε το συσκευασμένο αίμα, το οποίο κάποιοι όμοιοι μας πίνουν ξεφτυλίζοντας μας και ντροπιάζοντας το είδος μας. Εμείς, Βαλεντίνα, είμαστε οι μόνοι πραγματικοί βρικόλακες, ο φόβος και ο τρόμος του Γεφυρολίμανου. Δεν ζούμε με θνητούς, τους βλέπουμε μόνο σαν φαγητό μας." εξήγησε η Μελίτα κι εγώ την άκουγα σοκαρισμένη.
Εκείνη ήταν η στιγμή που κατάλαβα πως είχα μπλέξει με το χειρότερο είδος βρικόλακα. Με τους άγριους, για τους οποίους μιλούσαν οι εφημερίδες, που σκότωναν ασύστολα όποιον τολμούσε να πατήσει βράδυ στο δάσος τους. Και αμφέβαλλα αν θα με άφηναν να φύγω ύστερα από αυτά που μου αποκάλυψαν. Όμως δεν φοβόμουν. Ένιωθα πιο δυνατή από ποτέ.
"Είσαι σίγουρη ότι μπορούμε να την εμπιστευθούμε;" τη ρώτησε ο Ξέρξης.
"Δεν έχει και άλλη επιλογή. Θα μείνει μαζί μας, για να είμαστε σίγουροι ότι δεν θα μιλήσει για εμάς και δεν θα αποκαλύψει το κρησφύγετο μας." με επιβεβαίωσαν τα λόγια της. "Όσο για τη μεταμόρφωση σου, Βαλεντίνα, είναι όπως έλεγα μια εξαιρετικά σπάνια περίπτωση. Συνήθως, όταν το θύμα πεθαίνει, αν έχει μείνει έστω και μία σταγόνα δηλητηρίου στο αίμα του γίνεται μετά ανενεργή και δεν μπορεί να αλλάξει το DNA. Σε κάποιες σπάνιες περιπτώσεις όμως, αυτή η σταγόνα δηλητηρίου δεν πεθαίνει μαζί με το υπόλοιπο σώμα. Παραμένει ενεργή και κάνει κρυφά την ίδια δουλειά που θα έκανε αν το θύμα τελικά επιβίωνε, μόνο που σε αυτή την περίπτωση, δεν νιώθει τίποτα. Όταν το δηλητήριο περάσει στο αίμα, στα όργανα και στη συνέχεια σε όλα τα κύτταρα και ολοκληρωθεί η μεταμόρφωση, ο νεκρός ανασταίνεται όπως ακριβώς αναστήθηκες κι εσύ. Δεν είναι τυχαίοι οι θρύλοι που λένε για βρικόλακες που βγαίνουν από τάφους. Εκεί βασίζεται άλλωστε και ο μύθος των ζόμπι."
Έμειναν για λίγο όλοι σιωπηλοί. Ο Μίλτος με κοίταξε και ασυναίσθητα άγγιξα το σημάδι της μεταμόρφωσης στο λαιμό μου, εκείνο που πάντοτε θα με συνέδεε μαζί του. Ήλπιζα ότι θα ήσουν εσύ αυτός που θα με αλλάξεις, Τζέρι, αλλά τελικά η μοίρα μας τα έφερε αλλιώς.
"Εσένα Βαλεντίνα, ποια είναι η ιστορία σου;" με ρώτησε η Μελίτα.
"Δεν έχει σημασία." είπα σκύβοντας το κεφάλι. "Το παρελθόν μου ως θνητή, καλύτερα να το ξεχάσω."
"Σωστή απάντηση." μου είπε η Μελίτα και μου χαμογέλασε. Και σκέφτηκα με θλίψη ότι αναγκαστικά θα έπρεπε να ξεχάσω και τα παιδιά μου, να τα εγκαταλείψω, να μην είμαι εκεί στις πιο σημαντικές τους στιγμές ή όταν θα διχάζονται ανάμεσα στην ανθρώπινη και στην βαμπιρική φύση τους... Όμως ούτως ή άλλως, εφόσον εγώ τώρα ήμουν αθάνατη, αν έμενα κοντά τους, θα έπρεπε αναγκαστικά κάποια στιγμή στο μακρινό μέλλον, να βιώσω το θάνατο τους. Και εκτός αυτού, δεν μπορούσα έτσι απλά να εμφανιστώ ξαφνικά ζωντανή και μάλιστα αθάνατη μπροστά στη θεία μου, και σε σένα δεν ήθελα να επιστρέψω ούτε να μάθεις ποτέ ότι ήμουν ζωντανή.
Το βλέμμα του Μίλτου που με κοιτούσε ξανά με έβγαλε από τις σκέψεις μου. Τι να σκεφτόταν άραγε και τι να ένιωθε;
"Θα μείνω μαζί σας, αφού δεν έχω άλλη επιλογή." είπα και σηκώθηκα όρθια. "Όμως πρώτα, πρέπει να καλύψουμε τον τάφο μου ξανά όπως ήταν." Όντως έτσι έπρεπε να γίνει, για να μην καταλάβει κανείς τίποτα αλλά και για να μην τρομάξουν οι άνθρωποι που θα τον έβλεπαν ανοιγμένο το πρωί.
"Πολύ καλά λοιπόν..." είπε η Μελίτα. "Μίλτο, θα πας μαζί της;" Εκείνος φυσικά και δέχθηκε, η Μελίτα μου έδωσε κάτι δικά της ρούχα μαύρα να φορέσω και φύγαμε.
Η βροχή είχε σταματήσει όταν φτάσαμε στο νεκροταφείο, όμως τα πάντα ήταν υγρά και ήταν πολύ δύσκολο να καλύψουμε ξανά τον τάφο με τόσο βρεγμένο χώμα. Τελικά όμως τα καταφέραμε. Βάλαμε και τον σταυρό από πάνω όπως ήταν. Δεν φαινόταν καθόλου ότι ο τάφος αυτός είχε ανοίξει και είχα βγει εγώ από μέσα.
Σταθήκαμε λίγο σιωπηλοί μπροστά του. Ένιωθα σαν να πενθούσα τον εαυτό μου.
"Τέλος;" με ρώτησε ο Μίλτος.
"Θέλω και κάπου αλλού να πάω. Θα έρθεις μαζί μου;"
"Ναι, φυσικά και θα έρθω μαζί σου οπουδήποτε." Μου απάντησε. Δεν ήξερα αν έπρεπε να τον εμπιστευτώ. Απ τη μια ήταν εκείνος που με σκότωσε, όμως το έκανε μόνο για να τραφεί. Τώρα όμως, ήμουν κι εγώ σαν αυτόν, και ας μην είχα σκοτώσει άνθρωπο, και ας μην σκόπευα να το κάνω. Ένιωθα πως κάτι, ίσως μια αόρατη δύναμη, με συνέδεε μαζί του. Γι αυτό άλλωστε βρήκα τόσο εύκολα το μυστικό καταφύγιο που κρυβόταν με τους άλλους.
Το μέρος που πήγαμε δεν ήταν άλλο από το σπίτι της θείας μου. Ήθελα να βρεθώ κοντά στα παιδιά μου, έστω με αυτό τον τρόπο, έστω και αν δεν τα έπαιρνα στην αγκαλιά μου. Σταθήκαμε λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι, σε σημείο όπου δεν φαινόμαστε όμως. Απλά κοιτούσα το σπίτι και ο πόνος που ένιωθα που έπρεπε να αφήσω τα παιδιά μου ήταν αβάσταχτος, μόνο ψυχικός πόνος που δεν μπορούσε ούτε με δάκρυα να εκδηλωθεί. Κάποια στιγμή, διέκρινα μέσα απ τις κουρτίνες τη θεία Νίτσα να σηκώνει στην αγκαλιά της τη μικρή Γεωργία και να την πηγαίνει προς τα μέσα για ύπνο, έπειτα να επιστρέφει για να κάνει το ίδιο με τον Κωνσταντίνο. Έστω και αυτό το λίγο που είδα τα αγγελούδια μου, εμένα μου ήταν αρκετό.
"Τα παιδιά σου είναι, έτσι;" με ρώτησε ο Μίλτος, που είχα ξεχάσει την παρουσία του δίπλα μου τόση ώρα.
"Ναι." Του απάντησα. "Δεν πρέπει να μάθουν ότι είμαι ζωντανή. Κανένας δεν πρέπει. Πρέπει να μείνω μακριά τους για πάντα." Ο Μίλτος κούνησε το κεφάλι με κατανόηση. Ίσως και να ένιωθε άσχημα επειδή εκείνος ήταν που με απομάκρυνε από την οικογένεια μου.
"Λυπάμαι πολύ." Μου είπε μόνο.
"Ότι έγινε, έγινε." Είπα εγώ. "Πάμε πίσω."
"Πάντως, ας θελήσεις κάποια στιγμή, με οποιονδήποτε τρόπο να γυρίσεις πίσω σε αυτούς, εγώ θα σε βοηθήσω. Και ας μην το επιτρέπει η Μελίτα. Θα το κάνω για να επανορθώσω." Μου είπε προς μεγάλη μου έκπληξη. Όμως...
"Όχι. Δεν θα γυρίσω. Τα παιδιά μου θα με ξεχάσουν όταν μεγαλώσουν, και θα είναι καλύτερα χωρίς εμένα. Όσο για τον άντρα μου, εκείνος με έχει αντικαταστήσει ήδη." Και πήραμε το δρόμο του γυρισμού χωρίς να πούμε τίποτα άλλο.
Την επόμενη νύχτα , πήγαμε όλοι για ομαδικό κυνήγι, για να μου δείξουν πως γίνεται. Δεν ήθελα να το δω αυτό, όμως ήμουν υποχρεωμένη τώρα που ήμουν μια από αυτούς. Μπήκαμε στο δάσος και η Μελίτα ξεκίνησε την αναζήτηση της λείας.
"Από εδώ." Είπε σε όλους και άρχισε να τρέχει. Είχε την πιο ισχυρή όσφρηση και ακοή απ όλους. Το θύμα ήταν ένας άντρας που ιδέα δεν είχα τι έκανε στο δάσος αργά τη νύχτα. Η Μελίτα έπεσε πάνω του, τον έριξε και έπειτα οι άλλοι δύο άρχισαν να μοιράζονται το αίμα του μαζί της. Η Μελίτα του είχε δαγκώσει το λαιμό πεσμένη από πάνω του και οι άλλοι δύο τις φλέβες απ' τους δυο καρπούς του. Εγώ έμεινα να τους κοιτώ σοκαρισμένη. Δεν μπορούσα να συμμετάσχω όσο και αν με δελέαζε η μυρωδιά του αίματος.
Έφυγα τρέχοντας χωρίς να με καταλάβουν και απομακρύνθηκα ως την καρδιά του δάσους, όπου έσβησα τη δίψα μου με το αίμα ενός αγριογούρουνου, το οποίο αν και ήταν πολύ δυνατό και άγριο κατάφερα να το νικήσω με μεγάλη ευκολία.
Γύρισα στο κρησφύγετο, έκανα μπάνιο και μετά από λίγο επέστρεψαν και οι άλλοι. Η Μελίτα ήταν έξαλλη:
"Που ήσουν;! Εμείς σου κάναμε ολόκληρο σεμινάριο και εσύ έφυγες;!" Φώναζε πλησιάζοντας με απειλητικά. Ήταν και οι τρεις μες στα αίματα.
"Ζητώ συγγνώμη." Απάντησα χωρίς να χάσω καθόλου την ψυχραιμία μου. "Θεώρησα ότι το αίμα δεν έφτανε για να τραφούμε όλοι και αποφάσισα να κάνω πίσω και να κυνηγήσω σε άλλο μέρος."
"Άκου να δεις..." Με πλησίασε κι άλλο. "Εδώ μέσα υπάρχουν κάποιοι κανόνες και οφείλεις να τους σέβεσαι αν δεν θες να σου κόψω το κεφάλι, κατάλαβες;!" Πριν προλάβω να απαντήσω, ο Μίλτος μπήκε μπροστά μου δείχνοντας της τα δόντια του απειλητικά. Ήταν σαν ένα παιχνίδι επιβολής εξουσίας και συγχρόνως μια προσπάθεια του να με προστατεύσει. Ένιωσα παράξενα για αυτόν το λόγο.
"Η Βαλεντίνα είναι υπό την προστασία μου και θα μπορεί να κυνηγάει σόλο οπότε θέλει." Της είπε με συγκρατημένη οργή. "Και όποιος την πειράξει θα έχει να κάνει μαζί μου!" Δεν κατάλαβα αν όντως φοβήθηκε η Μελίτα η αν απλά αποφάσισε να συμβιβαστεί για την ώρα, πάντως απλά προσπέρασε νευριασμένη χωρίς να πει λέξη παραπάνω και μπήκε στο μπάνιο για να πλυθεί.
Αργότερα βρήκα τον Μίλτο να κάθεται πάνω απ το κρησφύγετο, στο γρασίδι δίπλα από τους θάμνους που μας έκρυβαν.
"Χέι." Μου είπε. "Έλα, κάθισε. Χρειάζομαι λίγη παρέα." Κάθισα πλάι του.
"Ήθελα να σε ευχαριστήσω για αυτό εκεί κάτω." Του είπα. "Δεν ξέρω γιατί το έκανες, αλλά το εκτιμώ πολύ."
"Να μη με ευχαριστείς. Η Μελίτα πρέπει να καταλάβει ότι δεν μπορεί πάντα να γίνεται αυτό που θέλει εκείνη." Είπε και παραμείναμε σιωπηλοί να αφουγκραζόμαστε τους ήχους του δάσους. Δεν με ρώτησε γιατί έφυγα στο κυνήγι, πράγμα το οποίο επίσης εκτίμησα βαθύτατα.
Έζησα μαζί τους για αρκετές μέρες. Δεν ήξερα πόσες ήταν, είχα χάσει το μέτρημα, μπορεί να ήταν και μήνες. Την ημέρα περνούσαμε την ώρα μας παίζοντας σκάκι, χαρτιά και επιτραπέζια. Ήμουν πάντα στην ίδια ομάδα με τον Μίλτο, συνήθως τους νικούσαμε και γελάγαμε μεταξύ μας. Η Μελίτα ποτέ δεν γελούσε. Αντιθέτως έδειχνε να ζηλεύει τη συμπάθεια που είχε αρχίσει να αναπτύσσεται μεταξύ εμένα και του Μίλτου.
Τις νύχτες βγαίναμε για κυνήγι συνήθως όλοι μαζί, και αν δεν βρίσκαμε κάτι μόνο τότε χωριζόμασταν και βγαίναμε και εκτός του δάσους. Πάντα όμως κατάφερνα να ξεφύγω και κυνηγούσα ζώα.
Το κρεβάτι που βρισκόταν στο δωμάτιο το χρησιμοποιούσαμε εναλλάξ για διαλογισμό, αλλά το χρησιμοποιούσε επίσης η Μελίτα για ερωτικά παιχνίδια με τον Ξέρξη. Μας έλεγαν κι εμάς να συμμετάσχουμε, όμως πάντα ο Μίλτος με έπαιρνε και πηγαίναμε βόλτα οι δυο μας, συζητώντας για τα πάντα. Είχε ξεπεράσει το σεξ, έλεγε, δεν το είχε πια ανάγκη, μόνο αν θα έβρισκε κάποια ξεχωριστή θα το έκανε ξανά μαζί της. Αυτό το έλεγε κοιτάζοντας εμένα με νόημα.
Σε μια τέτοια βόλτα και ενώ είχαμε απομακρυνθεί αρκετά, τον εμπιστεύτηκα και του είπα τα πάντα σχετικά με το παρελθόν μου, για εσένα, για τις καλές αλλά και κακές στιγμές μας μαζί, και τέλος για τον τρόπο που μου φέρθηκες και που κατέληξα να θέλω να τελειώσω τη ζωή μου εξαιτίας σου.
Ο Μίλτος με άκουγε σιωπηλός. Δεν σχολίασε καθόλου το ότι ήμουν παντρεμένη με βρικόλακα, ενώ στη συνέχεια μου είπε και τη δική του ιστορία. Τον είχαν εγκαταλείψει οι γονείς του από μικρό και μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο, και όταν έφυγε από εκεί έμπλεξε με τα ναρκωτικά και έπιασε πάτο. Μια νύχτα βρέθηκε στο δάσος, χωρίς να θυμάται πως, έκανε ενέσεις ηρωίνης και παραλίγο να πεθάνει από υπερβολική δόση, ώσπου τον βρήκε η Μελίτα, τον έσωσε και τον άλλαξε αντί να ξεδιψάσει με το αίμα του. Έζησε μαζί της και για λίγους μήνες ήταν εραστές, ώσπου εκείνη έφερε και τον Ξέρξη στην παρέα, που ήταν ένας αποτυχημένος χωρίς ζωή, με μια βαρετή δουλειά σε ένα γραφείο όπου ήταν ο περίγελος όλων των συναδέλφων. Η Μελίτα τον παρέσυρε στο κρησφύγετο και εκεί τον δάγκωσε και τον μεταμόρφωσε, βγάζοντας τον έτσι απ τη μιζέρια του.
Για το παρελθόν της Μελίτας κανένας δεν ήξερε τίποτα. Δεν μιλούσε ποτέ για αυτό. Συνειδητοποίησα ότι ήμουν η πιο τυχερή από όλους, ότι είχα ζήσει την καλύτερη ζωή ως θνητή. Και εκεί, όταν τελειώσαμε τις ιστορίες μας, ο Μίλτος με φίλησε και ένιωσα πολύ περίεργα συναισθήματα.
Είχαμε απομακρυνθεί αρκετά απ το κρησφύγετο. Κάναμε έρωτα επάνω στο γρασίδι, και ήταν τόσο διαφορετικό από όταν ήμουν θνητή... Οι αισθήσεις μου ήταν όλες αυξημένες και ένιωθα τη διπλάσια απόλαυση.
"Δεν θα αφήσω κανέναν να σε πειράξει, μικρούλα." Μου είπε ο Μίλτος μετά καθώς με κρατούσε στην αγκαλιά του. Ένιωθε πολλά για μένα πέρα από σωματική έλξη και εγώ το ίδιο. Ίσως ήταν ο δεσμός που υπήρχε μεταξύ μας επειδή με είχε αλλάξει. Όμως ήξερα πολύ καλά πως κάποια μέρα θα έπρεπε να το σκάσω. Δεν γινόταν να κυνηγάω συνέχεια ζώα στα κρυφά. Κάποια στιγμή θα με ανακάλυπταν. Αυτό όμως δεν μπορούσα να το πω στον Μίλτο. Δεν ήξερα αν θα έδειχνε το ίδιο έλεος για μένα. Οι συγκεκριμένοι βρικόλακες περιφρονούσαν εκείνους τους "πολιτισμένους" που ζούσαν ανάμεσα σε ανθρώπους, πόσο μάλλον εκείνους που έπιναν ζωικό αίμα.
Όντως δύο ημέρες μετά, ο Μίλτος με πλησίασε για να ζητήσει εξηγήσεις. Ήμασταν μόνοι στο κρησφύγετο, οι άλλοι δύο είχαν πάει για κυνήγι, καθώς η Μελίτα αποφάσισε να το κάνουμε σε ζευγάρια αυτή τη φορά.
"Τι συμβαίνει, Βαλεντίνα;" με ρώτησε.
"Τι εννοείς;" απόρησα αγχωμένη, γνωρίζοντας ήδη τι θα μου έλεγε.
"Νόμιζα πως είχαμε κάτι εμείς οι δύο. Πως με εμπιστευόσουν και μου έλεγες τα πάντα. Γιατί δεν μου λες ποιος είναι ο πραγματικός λόγος που κυνηγάς σόλο; Νόμιζες πως δεν θα το πρόσεχε κανείς ότι τα μάτια σου έχουν αρχίσει να αλλάζουν χρώμα και το κόκκινο να ξεθωριάζει;" Κι εγώ το είχα προσέξει κάθε φορά που κοιταζόμουν στον καθρέφτη και είχα καταλάβει ότι ήταν απ' το ζωικό αίμα.
"Δηλαδή...το πρόσεξαν και οι άλλοι;" ρώτησα με αγωνία.
"Φυσικά και το πρόσεξαν και οι άλλοι. Και αυτό μπορεί να σημαίνει μονάχα ένα πράγμα. Πίνεις αίμα ζώων." Η στιγμή της αλήθειας είχε φτάσει και δεν μπορούσα πλέον να κρυφτώ. Όσο δυνατή και αν ήμουν τώρα, η μάχη ενάντια σε τρεις βρικόλακες θα ήταν χαμένη. Κι εγώ ήθελα να ζήσω, τώρα που είχα αναγεννηθεί μέσα απ΄ τις στάχτες μου. Να ζήσω και να βλέπω τα παιδιά μου να μεγαλώνουν, έστω από μακριά.
Το πρόσωπο του παρέμεινε ανέκφραστο καθώς περίμενε την απάντηση μου για την παραδοχή της αλήθειας.
"Ναι, το παραδέχομαι." είπα τελικά. "Στην πραγματικότητα ποτέ δεν ήπια από άνθρωπο. Ακόμα και στο πρώτο κυνήγι, όταν ξύπνησα, λυπήθηκα εκείνη τη γυναίκα και τελικά την άφησα να φύγει, ήρθα στο δάσος και ήπια από ένα ελάφι."
"Γιατί, Βαλεντίνα;" Το πρόσωπο του είχε πάρει τώρα μια έκφραση απογοήτευσης, σαν να ήθελε να με μισήσει αλλά να μη μπορούσε. Συνέχισε ήρεμα:
"Γιατί το έκανες αυτό; Το ήξερες ότι θεωρείται προδοσία;"
"Το ήξερα."
"Καταρχάς, πώς τα κατάφερες; Κανένας βρικόλακας δεν ελέγχει τη δίψα του έτσι και ειδικά απ΄το πρώτο κυνήγι."
"Δεν ξέρω... Απλά όταν έρχεται η ώρα να πιω, λυπάμαι τους ανθρώπους." απάντησα ειλικρινά.
"Τότε, είσαι πολύ σπάνια περίπτωση." είπε ο Μίλτος σκεπτικός. "Έχεις μια απίστευτη αυτοσυγκράτηση, η οποία προέρχεται απ' τη συμπόνοια σου για τους ανθρώπους. Οι άλλοι όμως...σκοπεύουν να σε σκοτώσουν, Βαλεντίνα. Άκουσα χθες τη Μελίτα να το λέει στον Ξέρξη. Εμένα δεν μπορούν να με εμπιστευθούν πια, λόγω της σχέσης μου μαζί σου." συνέχισε με αγωνία.
"Δηλαδή εσύ...;"
"Εγώ ποτέ δεν θα μπορούσα να σου κάνω κακό." με συμπλήρωσε και κράτησε τα χέρια μου ανάμεσα στα δικά του. "Κινδυνεύεις, Βαλεντίνα. Πρέπει να φύγεις."
"Να φύγω; Τώρα;"
"Ναι. Φύγε όσο πιο μακριά μπορείς και μην ξαναγυρίσεις σε αυτή την πόλη. Η Μελίτα θα σε κυνηγήσει."
"Τότε έλα μαζί μου." του πρότεινα.
"Δεν μπορώ. Αν είμαστε δύο, θα μας εντοπίσει πιο εύκολα. Ενώ αν μείνω πίσω ίσως καταφέρω να σε καλύψω και να την πείσω να μη σε κυνηγήσουμε. Πρέπει να φύγεις τώρα. Δεν ξέρουμε πότε θα σχεδιάσουν με τον Ξέρξη την επίθεση τους." Όσο και να με πονούσε που θα τον άφηνα πίσω, έπρεπε να γίνει έτσι.
"Αν μείνεις πίσω, μπορεί να κινδυνεύσεις κι εσύ." του είπα.
"Μη σε νοιάζει για μένα. Έλα, πάμε. Θα σε συνοδεύσω έως ένα σημείο."
Έβαλα λίγα ρούχα μέσα σε ένα σάκο και βγήκαμε μαζί μέχρι ένα σημείο του δάσους, έως εκεί που τελειώνει η πόλη. Ο Μίλτος με αποχαιρέτησε με ένα απελπισμένο φιλί, το οποίο δεν ήθελα ποτέ να τελειώσει.
"Που θα πάω τώρα;" τον ρώτησα.
"Είσαι βρικόλακας. Μπορείς να πας όπου θέλεις. Μπορείς να διανύεις τεράστιες αποστάσεις με ιλιγγιώδη ταχύτητα και χωρίς να κουράζεσαι. Μόνο να προσέχεις το φως της μέρας και τους κυνηγούς βρικολάκων που υπάρχουν σε κάποια μέρη."
"Μακάρι να ερχόσουν μαζί μου."
"Μακάρι να μπορούσα." μου είπε και με φίλησε ξανά με περισσότερο πάθος από κάθε άλλη φορά. Έπειτα οι ματιές μας συναντήθηκαν και το χέρι του κινήθηκε αργά στα μαλλιά μου. Δεν ήθελα να τελειώσει αυτή η στιγμή.
"Σ' αγαπώ, μικρούλα." είπε κρατώντας με ακόμα στα χέρια του. "Σε αγάπησα όσο τίποτα άλλο στον κόσμο και ας σε γνώριζα λίγο. Για χάρη σου θα άλλαζα κι εγώ, αν μπορούσαμε να είμαστε μαζί και είχα το κουράγιο."
Δεν ήξερα τι να πω. Δεν μπορούσα να ανταποδώσω το Σ΄ αγαπώ, όσο και αν είχα αρχίσει έστω και στο ελάχιστο να το νιώθω. Η καρδιά μου ανήκε ακόμα σε εσένα, ακόμα και σταματημένη έτσι όπως ήταν τώρα.
"Σ' ευχαριστώ για όλα, Μίλτο." του είπα μόνο. "Να προσέχεις."
"Κι εσύ να προσέχεις. Αντίο." μου είπε καθώς απομακρυνόταν με αργά βήματα προς τα πίσω. Έπειτα γύρισε και εξαφανίστηκε μες στο δάσος σαν καπνός.
Στράφηκα κι εγώ και άρχισα να τρέχω χωρίς προορισμό.
Όπου με βγάλει. είπα μέσα μου.
Έτσι, έζησα μόνη μου όλα αυτά τα χρόνια, κυνηγώντας σε διάφορα μέρη και αλλάζοντας πόλη συνεχώς. Πάντα σκεφτόμουν τον Μίλτο ως μια ωραία ανάμνηση, αλλά ακόμα περισσότερο σκεφτόμουν τα παιδιά μου, τη θεία μου, εσένα... Σκεφτόμουν πως θα με θεωρούσατε νεκρή και ένιωθα απαίσια με αυτό. Όμως δεν μπορούσα πια να γυρίσω πίσω.
Πολλές φορές σκέφτηκα μήπως με είχες ξεχάσει, μήπως είχες συνεχίσει τη ζωή σου με εκείνη την κοπέλα ή με κάποια άλλη. Αλλά κάποια στιγμή δεν άντεξα άλλο τις τύψεις. Δεν είχα να χάσω τίποτα τη στιγμή που τα είχα χάσει όλα. Αποφάσισα να το ρισκάρω, να γυρίσω σε εσένα και να σου πω την αλήθεια. Έτσι γύρισα πίσω στο Γεφυρολίμανο. Έπρεπε πρώτα να αντιμετωπίσω τη Μελίτα και ό,τι γίνει. Ας με σκότωνε. Έτσι κι αλλιώς έπρεπε να είμαι ήδη νεκρή εδώ και καιρό.
Βρήκα το κρησφύγετο έρημο και εγκαταλελειμμένο, σαν να είχαν φύγει οι βρικόλακες εδώ και χρόνια. Ήλπιζα ο Μίλτος τουλάχιστον να ήταν καλά. Η επόμενη μου στάση...ήταν εδώ.
*****************************************************************************************
Μια μακρά σιωπή απλώθηκε μεταξύ της Βαλεντίνας, του Τζέρι και του Κρις, όταν η πρώτη τελείωσε την αφήγηση της. Ο Τζέρι ένιωθε ανάμεικτα συναισθήματα. Η έκπληξη που η Βαλεντίνα ήταν ζωντανή δεν είχε περάσει ακόμα και ένιωθε χαρά για αυτό, αλλά συγχρόνως οργή που του το έκρυψε τόσα χρόνια και τον άφησε να την πενθήσει. Αυτή ήταν η αιτία που είχε χάσει πια εντελώς την ψυχή του, που είχε γίνει και από μέσα ένα σατανικό πλάσμα που έκανε κακό σε όλους, που είχε κάνει και τον γιο του σαν αυτόν. Τώρα όμως, τώρα που γύρισε η Βαλεντίνα, όλα θα έφτιαχναν. Θα έβγαινε και πάλι στην επιφάνεια η καλή του πλευρά.
"Κανονικά δεν θα έπρεπε να σε δεχτώ μετά από όλο αυτό τον πόνο που μου προκάλεσες." είπε τελικά. "Όμως μου άξιζε. Γιατί αντί να καθίσω να σκεφτώ τι να κάνω για να σώσω εσένα ή το γάμο μας, περνούσα καλά με τη Γιάννα. Γι΄ αυτό ένιωσες την ανάγκη να μην επιστρέψεις, και είχες δίκιο. Τώρα όμως γύρισες. Και θέλω να τα ξεχάσουμε όλα και να αρχίσουμε απ' την αρχή, αν το θες κι εσύ φυσικά."
Ο Κρις βρισκόταν σε δίλημμα. Φυσικά και χαιρόταν που επέστρεψε η Βαλεντίνα, όμως αυτό θα περιέπλεκε ακόμα περισσότερο τα πράγματα. Η Ελίζα αγαπούσε τον Τζέρι και θα πληγωνόταν ανεπανόρθωτα τώρα που θα την άφηνε για τη Βαλεντίνα. Ίσως όμως έτσι έπρεπε να γίνει για το καλό όλων. Γιατί η Βαλεντίνα δεν ήταν πια το ίδιο εύθραυστη με την Ελίζα...
"Αν θες να μείνεις εδώ όμως, θα πρέπει να μάθεις κάποια πράγματα." της είπε.
"Πρόσεχε τι θα πεις." τον προειδοποίησε ο Τζέρι μεταξύ σοβαρού και αστείου. Ο Κρις χωρίς να του δώσει σημασία ξεκίνησε να λέει:
"Καταρχάς, η Γιάννα, η κοπέλα με την οποία είδες τον Τζέρι τότε, στην πορεία ερωτεύτηκε εμένα, παντρευτήκαμε και κάναμε μία κόρη, την Ελίζα. Δυστυχώς όμως, η Γιάννα πέθανε πριν από περίπου τέσσερα χρόνια."
"Λυπάμαι πολύ για την απώλεια σου." του είπε η Βαλεντίνα με απόλυτη ειλικρίνεια. "Από τι πέθανε;"
"Πνίγηκε στην πισίνα." απάντησε ο Κρις. Η Βαλεντίνα ένιωσε πολύ άσχημα για την άμοιρη κοπέλα, παρόλο που στο παρελθόν είχε σκεφτεί πολλές φορές να τη σκοτώσει πίνοντας της το αίμα, απλά και μόνο για εκδίκηση, και ας ήταν ζωοφάγος. Στενοχωρήθηκε πραγματικά όμως για την κατάληξη της. Άλλωστε εκείνη δεν έφταιγε σε τίποτα. Θύμα του Τζέρι θα ήταν όπως και η ίδια.
"Κι εγώ ξαναπαντρεύτηκα." συνέχισε ο Τζέρι την αφήγηση του φίλου του. "Την πρώην του Κρις, τη Νατάσα. Κάναμε ένα γιο, τον Αλέξανδρο, που τώρα είναι δεκαεννιά στα είκοσι, στην ηλικία της Ελίζας δηλαδή. Η Νατάσα είναι γεννημένη Καθαρή, ενώ ο Αλέξανδρος...σαν εμένα." Δεν ήθελε να της πει ότι δεν έγινε σαν εκείνον από επιλογή του αλλά επειδή αυτός τον ανάγκασε. Και ήλπιζε να μην της το αποκαλύψει κανένας αυτό...
"Και είστε ακόμα παντρεμένοι;" ρώτησε η Βαλεντίνα με μια αγωνία που ελάχιστα έγινε αντιληπτή.
"Όχι. Χωρίσαμε πέρσι το Χειμώνα. Δεν την αγάπησα ποτέ, έτσι κι αλλιώς." παραδέχτηκε ο Τζέρι, και η Βαλεντίνα άθελα της ανακουφίστηκε.
"Και τώρα είμαι και πάλι με τη Νατάσα, ενώ ο Τζέρι αρραβωνιάστηκε την κόρη μου." συμπλήρωσε ο Κρις.
"Μιλάς σοβαρά;!" αναφώνησε η Βαλεντίνα με φανερή απογοήτευση αυτή τη φορά!
"Ήταν ανάγκη να της το πεις αυτό;" του είπε ο Τζέρι.
"Όλα πρέπει να τα μάθει." αποκρίθηκε ο Κρις, αλλά δεν μπήκε σε λεπτομέρειες. "Τέλος πάντων, έγιναν πολλά ανάμεσα στον Τζέρι και στην Ελίζα, γι' αυτό κι εγώ είμαι αντίθετος σε αυτή τη σχέση. Ευτυχώς όμως, ήρθες εσύ και τώρα τα πράγματα θα μπουν σε μια σειρά."
"Ε... Κρις... Έφευγες;" του είπε ενοχλημένος ο Τζέρι.
"Οκ, κατάλαβα." είπε και σηκώθηκε. "Θα σας αφήσω μόνους. Σίγουρα θα έχετε πολλά να πείτε." Και ανέβηκε στο δωμάτιο του κι άρχισε να σκέφτεται έναν ομαλό τρόπο να ανακοινώσει στην Ελίζα την επιστροφή της Βαλεντίνας.
Όταν έφυγε ο Κρις, η Βαλεντίνα κοίταξε τον Τζέρι με το πιο επικριτικό βλέμμα που είχε δει ποτέ του!
"Αντί να βάλεις μυαλό που μ' έχασες, έγινες χειρότερος, απ' ότι κατάλαβα." του είπε.
"Το ξέρω." είπε ο Τζέρι με σκυμμένο το κεφάλι. "Όμως τώρα θα κάνω μια νέα αρχή, μαζί σου."
"Το ελπίζω." είπε η Βαλεντίνα στενεύοντας τα μάτια της. Έπειτα χαμογέλασε και ήταν λες και φωτίστηκε ολόκληρος ο κόσμος του.
"Ξέρεις, μου φαίνονται πολύ περίεργα όλα αυτά." συνέχισε. "Ο Κρις που μένει μαζί σου, το ότι γύρισα και τώρα πια είμαστε όμοιοι..."
"Λογικό είναι. Είκοσι χρόνια έλειπες."
"Θέλω να δω τα παιδιά μας." δήλωσε έπειτα. "Όμως...θα πιστέψουν ότι εγώ είμαι όντως η μητέρα τους;"
"Η Γεωργία πάντως σε θυμάται σίγουρα."
"Αλήθεια; Έχετε επαφές;"
"Μόνο με τη Γεωργία." είπε με θλίψη ο Τζέρι. "Ο Κωνσταντίνος ούτε ζωγραφιστό δεν θέλει να με βλέπει. Η θεία σου τους μετέδωσε όλο της το μίσος για εμένα όταν εσύ πέθανες και για χρόνια τους κράτησε μακριά μου. Όμως κατάφερα να επανασυνδεθώ με τη Γεωργία και κατάλαβα ότι εκείνη τουλάχιστον δεν είχε καταφέρει να με μισήσει."
"Η θεία ζει;"
"Δυστυχώς, απεβίωσε πέρσι το καλοκαίρι. Την έθαψαν δίπλα στον δικό σου τάφο." Η Βαλεντίνα έσκυψε το κεφάλι με θλίψη. Μακάρι να την έβλεπε τουλάχιστον μια τελευταία φορά...
Ένα θαμπό φως άρχισε να μπαίνει απ' τα παράθυρα της κουζίνας.
"Ξημέρωσε." είπε ο Τζέρι. "Δεν θες να ξαπλώσεις λίγο να διαλογιστείς;"
"Ναι, νομίζω πως μου χρειάζεται ένας υπνάκος. Έτσι το λέω εγώ." αστειεύτηκε η Βαλεντίνα.
"Ωραία." Σηκώθηκαν και ο Τζέρι την πλησίασε διστακτικά. Πόσο ήθελε να τη φιλήσει, να της δείξει πόσο του έλειψε... Δεν ήθελε να βιαστεί όμως. Έπρεπε να ξεκαθαρίσουν κάποια πράγματα πρώτα.
"Στο δωμάτιο εδώ δίπλα κοιμάται η Ελίζα, οπότε θα σου στρώσω επάνω. Έχουμε προσθέσει αρκετά δωμάτια."
"Τζέρι, όσο για την Ελίζα... Δεν θέλω να πληγωθεί. Αν όντως σ΄ αγαπάει στ' αλήθεια, εγώ θα κάνω πίσω." τον προειδοποίησε. "Δεν θέλω να νιώσει όπως ένιωσα εγώ τότε."
"Εντάξει." συμφώνησε ο Τζέρι. "Θα δω πώς θα της το πω. Πάμε τώρα πάνω να σου δείξω το δωμάτιο και όταν πάρεις τον υπνάκο σου, όπως το λες, θα συγκεντρώσω τους υπόλοιπους να σε παρουσιάσω." είπε.
"Και μετά θα δω τα παιδιά μας. Σύμφωνοι;"
"Σύμφωνοι."
*************
Μετά από πολύ καιρό, επιτέλους ανέβασα κεφάλαιο! Το ξέρω πως τελειώνει κάπως απότομα, όμως μου βγήκε ήδη πολύ μεγάλο και δεν ήθελα να προσθέσω κάτι άλλο.
Πώς σας φάνηκε η ιστορία της Βαλεντίνας; Τι πιστεύετε θα καταφέρουν να είναι ξανά μαζί; Στο επόμενο κεφάλαιο, ο Τζέρι την παρουσιάζει στους υπόλοιπους (Αλέξανδρο- Νατάσα- Ελίζα). Όλοι την υποδέχονται αρκετά καλά θα έλεγα. Ή σχεδόν όλοι... Μετά ακολουθεί η συγκινητική επανένωση της με τη Γεωργία και τον Κώστα και στη συνέχεια θα δούμε αν θα τα ξαναβρούν ή όχι και την αντίδραση της Ελίζας.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top