(5,2) Μη Μιλάς

Η Νάνσυ πήρε ταξί για να μην αργήσει στη δουλειά της. Οι νιφάδες του χιονιού έπεφταν όλο και πιο πυκνές και ειδικά στην προκυμαία όπου βρισκόταν το μαγαζί, το κρύο σε συνδυασμό με τον θαλασσινό αέρα ήταν σαν να τρυπούσε τα κόκαλα. Ευτυχώς, μέσα στο κατάστημα η θέρμανση ήταν πολύ υψηλή. Άλλαξε, φόρεσε τη μπλούζα της δουλειάς και το καπέλο που της μάζευε τα μαλλιά για να μην πέφτουν στο κεφάλι της και πήρε θέση στο πόστο της λίγο πριν οι πρώτοι απαιτητικοί πελάτες αρχίσουν να καταφθάνουν.

Καθ' όλη τη διάρκεια της βάρδιας προσπαθούσε να μη σκέφτεται εκείνο που έγινε με τον Αλέξανδρο την προηγούμενη νύχτα, να φανεί δυνατή και να κάνει σαν να μη συνέβη όπως ακριβώς έκανε και ο ίδιος. Άραγε οι βρικόλακες όντως δεν είχαν αισθήματα; Μήπως και ο Κρις δεν την αγάπησε ποτέ και την κορόιδευε;

Όταν σχόλασε, το χιόνι είχε στρωθεί για τα καλά στους δρόμους της πόλης. Το μόνο που ήθελε ήταν να κάνει ένα ζεστό μπάνιο και μετά να χωθεί κάτω απ' τα σκεπάσματα. Τα σχέδια της χάλασαν όμως, όταν έξω απ' το μαγαζί είδε τον Αλέξανδρο μέσα στο αυτοκίνητο του να την περιμένει. Είχε σηκώσει την κουκούλα στο πάνω μέρος του οχήματος, για να μη μπαίνει μέσα το χιόνι λογικά, αλλά και για να αποφεύγει το φως, και επίσης είχε φορέσει και ο ίδιος την κουκούλα της μαύρης φούτερ ζακέτας του.

"Γεια." Της είπε όταν έφτασε μπροστά του.

"Τι κάνεις εδώ;"

"Ήρθα να σε πάρω. Έλα, μπες μέσα. Θα παγώσεις."

"Ε... Ευχαριστώ." Είπε μόνο η Νάνσυ έκπληκτη και έκανε το γύρο του αυτοκινήτου για να μπει στη θέση του συνοδηγού. Δεν ήξερε αν έπρεπε να χαρεί η όχι. Απ' τη μια ήταν μια ευχάριστη έκπληξη, απ' την άλλη όμως υποτίθεται πως έπρεπε να τον βγάλει απ' το μυαλό της. Τι ήθελε από εκείνη τέλος πάντων;

Δεν φαινόταν ο ήλιος που έδυε εκείνη την ώρα μέσα απ' τα πυκνά σύννεφα, όμως είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει.

"Που θα πάμε;" Ρώτησε η Νάνσυ μόλις απομακρύνθηκαν απ' την προβλήτα.

"Στο σπίτι μου το ξέρεις ότι δεν μπορούμε, οπότε μάλλον στο δικό σου." Της είπε εκείνος.

Α, πάλι αυτό θέλει... Συνειδητοποίησε από μέσα της, όμως κατάλαβε πως δεν την πείραζε και τόσο. Φτάνει να μην έφευγε πάλι...

"Εντάξει." Συμφώνησε. Ο Αλέξανδρος έβαλε μουσική.

Δεν ακούς

Μονάχα διατάζεις

Τους χρησμούς

Νομίζω πάλι λάθος μεταφράζεις. Έλεγαν οι στοίχοι.

"Πως πήγε η ηχογράφηση;" Ρώτησε η Νάνσυ.

"Μια χαρά. Αύριο δίνω συναυλία στο μπαρ Η Λακκούβα."

"Ωραία. Θα έρθω να σε δω."

"Οκ." Της απάντησε μονολεκτικά και έμειναν πάλι σιωπηλοί, με μόνο το ρεφρέν του τραγουδιού να μιλάει για αυτούς:

Μη μιλάς

Άσε τα βλέμματα μας

Αναψ' τα αίματα μας με μια αγκαλιά

Μη μιλάς

Έχει το σώμα γλώσσα 

Που ξέρει θεέ μου τόσα κι αληθινά...

Έφτασαν στην πολυκατοικία της και ακόμα χωρίς να μιλάνε μπήκαν στο ασανσέρ. Και καθώς το ασανσέρ ανέβαινε στον όροφο της, εντελώς απροειδοποίητα, ο Αλέξανδρος πάτησε το στοπ.

"Τι κάνεις;" απόρησε ξαφνιασμένη η Νάνσυ, όμως εκείνος απλά της έπιασε το πιγούνι με το χέρι του και κόλλησε πάνω της και τα μάτια του στα δικά της.

"Μη μιλάς." της είπε και τη φίλησε. Εκείνη του παραδόθηκε αμέσως, καθώς κινούσε τα χείλη του στα δικά της με πάθος και συγχρόνως την απελευθέρωσε από τα ρούχα της, πρώτα το παλτό, ύστερα το πουλόβερ της. Έβγαλε και εκείνος τη μπλούζα του, κατέβασε το τζιν της και το δικό του και τη γύρισε με την πλάτη προς αυτόν για να ενωθεί μαζί της χωρίς να μπορεί να κρατηθεί άλλο. Η Νάνσι ένιωθε ακόμα το φόβο ενδόμυχα, μην τρελαθεί ξαφνικά και τα δόντια του βρεθούν μέσα στη φλέβα της, ειδικά όταν τα χείλη του πλησίαζαν το λαιμό της. Όμως εκείνος απλά την ανέβαζε όλο και πιο πολύ στα ύψη της ηδονής με τις κινήσεις του και το κρύο σώμα του να κινείται ρυθμικά με το δικό της. 

Αφού τελείωσαν, ντύθηκαν ξανά και ο Αλέξανδρος πάτησε ξανά το κουμπί για τον όροφο της, ρίχνοντας της μόνο ένα πονηρό χαμόγελο. Η Νάνσυ ακόμα έτρεμε απ' το πάθος και την ηδονή που είχε ζήσει σε αυτή την πρωτόγνωρη για αυτήν εμπειρία στο ασανσέρ.

Μπήκαν στο διαμέρισμα της. Εκεί ο Αλέξανδρος, έτοιμος πάλι για εκείνη, δεν την άφησε να πάρει ανάσα. Την άρπαξε και τη φίλησε βγάζοντας της όλα της τα ρούχα. Πότε- πότε την κοιτούσε στα μάτια, και τότε η Νάνσυ δεν έβλεπε έναν σατανικό βρικόλακα σε αυτά άλλα ένα αθώο παιδί που είχε χάσει την ψυχή του. Σίγουρα θα μπορούσε να ήταν επικίνδυνος αν παρασυρόταν, όμως όταν την ξάπλωσε στο κρεβάτι για ακόμα μία φορά, έδιωξε κάθε σκέψη και του παραδόθηκε.

Λίγη ώρα μετά, βρισκόταν ξαπλωμένη δίπλα του και τον παρατηρούσε, καθώς εκείνος κοιτούσε στο κενό, και προσπαθούσε να καταλάβει τι σκεφτόταν. Ήθελε κάτι να του πει, οτιδήποτε για να σπάσει τη σιωπή, αλλά δεν έβρισκε τα λόγια.

"Πρέπει να φύγω." είπε ξαφνικά εκείνος και σηκώθηκε. Άπλωσε το χέρι της και άγγιξε το μπράτσο του, πάνω στο οποίο είχε τατουάζ με μια νεκροκεφαλή.

"Όχι, σε παρακαλώ... Μείνε λίγο ακόμα." του είπε. Ένιωσε αμέσως πολύ χαζή.

"Όχι, Νάνσυ." της είπε αυστηρά. "Πρέπει να φύγω." επανέλαβε καθώς ξεκινούσε να ντύνεται.

"Θα ξαναβρεθούμε;" τον ρώτησε διστακτικά.

"Δεν είμαι σίγουρος."

"Καλά, δεν θα σε παρακαλάω..." σχολίασε η κοπέλα με εκνευρισμό που δεν κρυβόταν πλέον και σκεπάστηκε ως πάνω με το πάπλωμα. Ο Αλέξανδρος ολοκλήρωσε το ντύσιμο του και έφυγε χωρίς να της πει τίποτα άλλο, χωρίς να της ρίξει ούτε μια ματιά. Η Νάνσυ ήθελε να κλάψει.

Όσο κρύο είναι το σώμα του, τόσο κρύα είναι και η καρδιά του... σκέφτηκε.

*********************************************************************

Οι στοίχοι είναι από το τραγούδι "Μη Μιλάς" του Γιώργου Σαμπάνη!

Στο επόμενο κεφάλαιο δεν θα δούμε τον Τζέρι. Θα δούμε όμως τα παιδιά του απ' τη Βαλεντίνα! Εμφανισιακά, η Γεωργία μοιάζει περισσότερο σαν τη βαμπιρική εκδοχή της Βαλεντίνας, ενώ ο Κωνσταντίνος (Κώστας πλέον) είναι σχεδόν ίδιος ο Τζέρι. Στο χαρακτήρα όμως η Γεωργία θυμίζει περισσότερο τον πατέρα τους... Να υπενθυμίσω ότι τα δύο αδέλφια είναι ημίαιμοι, δηλαδή μισοί βρικόλακες, μισοί θνητοί. Τι κάνουν άραγε στη ζωή τους; Πώς έχουν προχωρήσει στις σχέσεις τους με τους ανθρώπους και μεταξύ τους; 

Και στο μεθεπόμενο κεφάλαιο σας ετοιμάζω μια μεγάλη έκπληξη...!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top