(5,16) Αποχαιρετισμοί και μια Υπόσχεση
Ο Κρις έμεινε σιωπηλός όταν διάβασε το email που είχε στείλει η Ελίζα στη Νάνσυ, έπειτα είδε την αγωνία να ζωγραφίζεται στο βλέμμα του.
"Θεέ μου..." Είπε.
"Τι συμβαίνει, αγάπη μου;"
"Το κινητό μου... Το άφησα στο δωμάτιο μου στο σπίτι, πριν τον καυγά μου με τον Τζέρι. Αυτός σίγουρα θα το ψάξει, και έτσι και διαβάσει το email της Ελίζας, θα μάθει που είναι και θα πάει να τη βρει. Δεν θα την αφήσει ήσυχη."
"Και τι θα κάνεις;" ρώτησε η Νάνσυ με την ίδια αγωνία.
"Πρέπει να προλάβω να πάρω το κινητό πριν το πιάσει στα χέρια του ο Τζέρι. Θα επιστρέψω."
Η Νάνσυ τον συνόδευσε στην έξοδο. Πριν φύγει, ο Κρις της έδωσε ένα τελευταίο φιλί και της είπε:
"Ότι κι αν γίνει να ξέρεις ότι σ αγαπώ." Και η Νάνσυ έμεινε να τον κοιτάει να απομακρύνεται. Ο Κρις την αγαπούσε! Κάτω από άλλες συνθήκες θα ήταν πολύ ευτυχισμένη, θα πετούσε στους ουρανούς. Όμως όχι τώρα. Τώρα η αγάπη τους είχε πολλά εμπόδια στη μέση, και ήξερε ότι ίσως να μην κατάφερναν να είναι μαζί. Απ τη μια η Ελίζα και ο κίνδυνος στον οποίο κινδύνευε να μπει αν ο Τζέρι την ακολουθούσε. Ο Κρις θα έπρεπε να πάει κι εκείνος στη Διδυμούπολη για να την προστατεύσει τώρα που ο Αλέξανδρος γυρνούσε πίσω. Ο Αλέξανδρος, από την άλλη μεριά, ήταν και εκείνος ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο. Γιατί και αυτός την αγαπούσε τη Νάνσυ, ήθελε να είναι μαζί της και δεν έτρεχε τίποτα ερωτικό με την Ελίζα όπως πίστεψε, αντιθέτως η Νάνσυ ήταν αυτή που τον απάτησε. Δεν ήθελε να τον πληγώσει, όχι τώρα που είχε αρχίσει η καρδιά του να μαλακώνει, όχι τώρα που υπήρχαν ακόμα ελπίδες να σωθεί και να απαρνηθεί το ανθρώπινο αίμα. Ήταν τόσο μπερδεμένα όλα μέσα της, σαν ένα κουβάρι. Τη νύχτα που πέρασαν με τον Κρις όμως, που κατάλαβαν ότι ακόμα είχαν δυνατά αισθήματα ο ένας για τον άλλον, θα τη θυμόταν και θα έπαιρνε δύναμη.
Είχε αρχίσει να ψιχαλίζει όταν ο Κρις έφτασε έξω από το σπίτι του Τζέρι. Τόσα χρόνια που είχε ζήσει και ο ίδιος σε αυτό το σπίτι, δεν είχε καταφέρει να το νιώσει δικό του. Ένιωθε ακόμα σαν φιλοξενούμενος του Τζέρι, και ας του έδινε κάθε μήνα ένα συμβολικό ποσό σαν ενοίκιο. Τόσες αναμνήσεις... Εκεί ήταν που γνώρισε τη Γιάννα, εκεί ήταν και που την έχασε.
"Καταραμένο σπίτι..." Είπε μέσα από τα δόντια του. Πλησίασε στην πόρτα και χτύπησε κουδούνι. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, φάνηκε πίσω από το τζαμί η Νατάσα. Φορούσε πρόχειρα ρούχα, φόρμα, φούτερ και αθλητικά, όμως είχε ακόμα το μακιγιάζ της προηγούμενης μέρας στο πρόσωπο της, της ημέρας του γάμου τους που δεν έγινε. Κοιτάχτηκαν αμίλητοι για λίγο.
"Κρις..." του είπε τελικά. Δεν τολμούσε να του ανοίξει.
"Θα μου ανοίξεις;" τη ρώτησε αυστηρά.
"Ναι." Απάντησε και άνοιξε την πόρτα.
Ο Κρις μπήκε στο σαλόνι κοιτάζοντας την υποτιμητικά, σαν να ήταν ένα σκουπίδι. Ένιωθε ότι δεν άξιζε καν να ασχοληθεί μαζί της.
"Με συγχωρείς;" τον ρώτησε ικετευτικά εκείνη.
"Ας μη συζητήσουμε για αυτό τώρα, εντάξει;" της είπε απότομα, εκνευρισμένος με το θράσος της. "Για άλλο ήρθα." Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα της κρεβατοκάμαρας στο βάθος και βγήκε η Βαλεντίνα.
"Κρις!" Αναφώνησε χαρούμενη και κάλυψε την απόσταση που τους χώριζε τρέχοντας ως εκεί σε ένα δευτερόλεπτο. "Είσαι καλά; Ανησυχήσαμε."
"Που είναι ο Τζέρι;" τη ρώτησε. Δεν ήθελε να χάνει άλλο χρόνο.
"Στο γυμναστήριο. Όμως είναι καλύτερο να φύγεις, να μην τσακωθείτε πάλι." Του είπε ήρεμα η όμορφη γυναίκα του Τζέρι.
"Δεν θα τσακωθούμε, το υπόσχομαι." Η Βαλεντίνα το σκέφτηκε για λίγα δευτερόλεπτα, έπειτα απάντησε:
"Εντάξει. Πάω να τον φωνάξω." Και ανέβηκε τη σκάλα.
Σε αυτά τα λίγα λεπτά που περίμεναν, ο Κρις δεν έδωσε καθόλου σημασία στη Νατάσα. Δεν της μίλησε, ούτε καν την κοίταξε. Λίγο μετά κατέβηκε ο μισητός βρικόλακας που κάποτε ήταν φίλος του, ακολουθούμενος από την ανήσυχη Βαλεντίνα. Είδε ότι κρατούσε θριαμβευτικά το κινητό του στο χέρι του.
Με πρόλαβε, το κάθαρμα! Σκέφτηκε με θυμό. Ο Τζέρι τον πλησίασε και κοιτάχτηκαν με μίσος.
"Τι θες;" τον ρώτησε.
"Η Ελίζα είχε στείλει ένα email για μένα." Είπε ο Κρις δείχνοντας το κινητό του.
"Το ξέρω." Αποκρίθηκε ο Τζέρι, παίρνοντας μια δήθεν βαριεστημένη έκφραση. "Το διάβασα εγώ." Δεν συνέχισε και τον εκνεύρισε κι άλλο αυτή η απάθεια και η αλαζονεία του.
"Και;" είπε.
"Φεύγουμε αύριο για Διδυμούπολη. " απάντησε, όπως το περίμενε, ο Τζέρι. "Όλοι μας. Εγώ, η Βαλεντίνα, η Νατάσα και τα μωρά."
"Γιατί;" ρώτησε ο Κρις, πιο πολύ για να κερδίσει χρόνο. Έπρεπε να πάρει μια πολύ δύσκολη απόφαση μέσα στο επόμενο λεπτό. Στο μεταξύ οι δύο γυναίκες παρακολουθούσαν τη συζήτηση με μεγάλη αγωνία και έτοιμες να επέμβουν αν τυχόν πιαστούν στα χέρια.
"Δεν είμαστε πλέον ασφαλείς στο Γεφυρολίμανο. " δικαιολογήθηκε ο Τζέρι. "Οι δικοί μου θέλουν να σκοτώσουν τη Βαλεντίνα. Ο Κρις δεν μπορούσε να το πιστέψει αυτό. Κοίταξε τη Βαλεντίνα και εκείνη του ένευσε, επιβεβαιώνοντας τα λεγόμενα του άντρα της. Προφανώς, είχε πει και σε αυτήν το ίδιο ψέμα για να καταφέρει να την πείσει να τον ακολουθήσει . Έπειτα κοίταξε τη Νατάσα, σκέφτηκε τη Νάνσυ , θυμήθηκε το αγωνιώδες email της Ελίζας και το ποσό φοβόταν μην της κάνει κακό ο Τζέρι. Και ο μόνος που μπορούσε να την προστατεύσει ήταν ο ίδιος, ο πατέρας της. Επιπλέον, υπήρχε και η εγγονή του, που επίσης θα είχε ανάγκη την προστασία του. Αυτή ήταν η μόνη λύση. Ήθελε σαν τρελός να μείνει πίσω στο Γεφυρολίμανο με τη Νάνσυ, αλλά δεν μπορούσε να αφήσει την κόρη και την εγγονή του απροστάτευτες. Έπρεπε να ακολουθήσει την υπόλοιπη ομάδα στη Διδυμούπολη. Και για να γίνει αυτό, έπρεπε να προσποιηθεί ότι συγχώρεσε τη Νατάσα και να είναι ξανά μαζί της.
"Θα έρθω κι εγώ." Ανακοίνωσε την απόφασή του σε όλους.
"Πώς;" έκανε έκπληκτος ο Τζέρι. Η Νατάσα χαμογέλασε χαρούμενη.
"Πρέπει να προσέχω την κόρη μου και την εγγονή μου." δήλωσε κοιτάζοντας τον ήρεμα και με συγκρατημένο θυμό.
"Τότε εγώ είμαι αναγκασμένος να δεχτώ. " είπε ο Τζέρι. Έτσι ο Κρις ξεκίνησε και αυτός να ετοιμάζει τα πράγματα του.
Το βράδυ έφτασε ο Αλέξανδρος στο Γεφυρολίμανο και πέρασε από το σπίτι για να τους αποχαιρετήσει. Η Νάνσυ δεν ήθελε να πάει μαζί του. Δεν θα άντεχε να δει τον Κρις για τελευταία φορά. Προσποιήθηκε ότι δεν ένιωθε καλά και έμεινε σπίτι.
Ο Τζέρι άνοιξε στον γιο του.
"Γεια..." του είπε ανόρεχτος και τον άφησε να περάσει.
"Έμαθα ότι φεύγετε και ήρθα να σας χαιρετήσω." Είπε ο Αλέξανδρος.
"Α, μάλιστα. Πώς το έμαθες;"
"Μίλησα στο κινητό με τη μαμά."
Μετά από λίγο, μαζεύτηκαν όλοι οι υπόλοιποι για να τον χαιρετήσουν.
"Καλώς ήλθες πίσω , Αλέξανδρε. " του είπε η Βαλεντίνα αγκαλιάζοντας τον θερμά.
"Καλώς τον." Είπε και ο Κρις, που κρατούσε τη μικρούλα Χριστιάνα στην αγκαλιά του.
"Λοιπόν, δεν θα μείνω για πολύ." Τους είπε εκείνος. "Ήρθα μόνο να σας πω αντίο." Η Νατάσα τον αγκάλιασε κι εκείνη συγκινημένη.
"Θα μου λείψεις πολύ, γιε μου." Είπε.
"Κι εμένα, μαμά." Της είπε ο Αλέξανδρος και την κράτησε για αρκετή ώρα στην αγκαλιά του. "Ελπίζω να μη χαθούμε." Είπε έπειτα σε όλους. "Να έρχεστε καμία επίσκεψη."
"Θα ερχόμαστε." Του υποσχέθηκε η μητέρα του. Ο Αλέξανδρος τους κοίταξε για μια ακόμα φορά, έναν έναν.
"Καλό ταξίδι." Είπε τελικά. Δεν είχε νόημα να μείνει άλλο. Τον πατέρα του ούτε να τον αγκαλιάσει ήθελε, ούτε να αποχαιρετηστουν με συγκίνηση.
Στα τσακίδια εσύ! Έλεγε από μέσα του. Χαιρόταν που έφευγε, που επιτέλους θα μπορούσε να κάνει ότι ήθελε χωρίς να βρίσκεται πάντα στη σκιά του. Χωρίς να είναι αυτός τριγύρω να προκαλεί σκάνδαλα, να αναστατώνει τους πάντες και να καταστρέφει ότι όμορφο υπήρχε.
Γύρισε την πλάτη του και απλά βγήκε έξω για να φύγει. Ο Κρις τον πρόλαβε, ακολουθώντας τον έξω ακόμα με τη Χριστιάνα στην αγκαλιά του.
"Αλέξανδρε..." Είπε. Εκείνος στράφηκε προς το μέρος του.
"Θέλω να μου κάνεις μια χάρη." Κι έπειτα από μια παύση, σαν να έψαχνε να σωστά λόγια, συνέχισε: "Θέλω να προσέχεις τη Νάνση και να γίνεις ξανά ζωοφαγος ώστε να είναι ασφαλής." Ο Αλέξανδρος τον κοίταξε για λίγο στα μάτια αμίλητος.
Αυτό που του ζητούσε, το δεύτερο μέρος της πρότασης τουλάχιστον, ήταν πολύ δύσκολο για αυτόν. Από τη στιγμή που γεύτηκε ανθρώπινο αίμα για πρώτη φορά, τότε που ο Τζέρι με τόσο ύπουλο τρόπο τον ανάγκασε, κατάλαβε την τεράστια διαφορά γεύσης που είχε με το ζωικό αίμα και δεν μπορούσε να αντισταθεί. Το άλλο αίτημα του Κρις, ωστόσο, το έκανε ήδη. Πρόσεχε τη Νάνσυ σαν τα μάτια του, είχε μάθει να τρέφεται πριν προλάβει να διψάσει ούτως ώστε να μην κινδυνεύει να τραφεί από την ίδια. Αυτό που του έκανε μεγαλύτερη εντύπωση όμως, ήταν ο εγωισμός που έβαζε στην άκρη ο Κρις για να του ζητήσει κάτι τέτοιο. Ήξερε ότι ακόμα αγαπούσε τη Νάνσυ. Το είχε καταλάβει. Είχε δει πως την κοιτούσε όταν βρίσκονταν στον ίδιο χώρο. Και ίσως και η ίδια η Νάνσυ να είχε ακόμα αισθήματα για τον Κρις. Ζήλευε μεν, αλλά δεν άφηνε αυτές τις σκέψεις να επηρεάσουν τη σχέση τους. Από αυτό που του ζητούσε ο Κρις, όμως, να προσέχει τη Νάνσυ τώρα που ο ίδιος θα έφευγε, μπορούσε να καταλάβει το μέγεθος της αγάπης, της πραγματικής αγάπης που έβαζε στην άκρη τη ζήλια και τον εγωισμό. Τον έκανε να θέλει και ο ίδιος να αλλάξει για χάρη της, να της αποδείξει πόσο την αγαπούσε.
"Μου το υπόσχεσαι;" διέκοψε το λογισμό του ο Κρις.
"Ναι." του είπε. "Θα αλλάξω. Αν και δεν θα είμαι πια αυτός που ήμουν κάποτε. Τα μάτια μου δεν θα ξαναγίνουν όπως πριν. Πάντα θα κοιτάζομαι στον καθρέφτη και θα θυμάμαι ότι κάποτε σκότωνα. "
"Το ξέρω, αλλά τουλάχιστον δεν θα είσαι το τέρας που λες πως είσαι τώρα." Ο Αλέξανδρος δεν μπορούσε παρά να συμφωνήσει μαζί του.
"Κι εσύ να προσέχεις τη μητέρα μου...και την Ελίζα." Του είπε και πριν φύγει, χάιδεψε απαλά το άτριχο ακόμα κεφάλι της Χριστιάνας. Δεν ήξερε ακόμα αν ήταν κόρη του ή αδελφή του, όμως δεν τον ένοιαζε πια και είχε σταματήσει να πιέζει την Ελίζα να του πει.
"Αντίο, Κρις." Του είπε κι εξαφανίστηκε τρέχοντας μέσα στο σκοτάδι της νύχτας.
Έφτασε στη βίλα. Η Νάνσυ τον περίμενε στο σαλόνι. Μπορούσε να διακρίνει τα δάκρυα που γυάλιζαν στο πρόσωπο της. Πότε του δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί οι θνητοί έκλαιγαν. Ο ίδιος είχε γεννηθεί βρικόλακας, δεν είχε υπάρξει ποτέ θνητός, συνεπώς δεν μπορούσε να καταλάβει τη σημασία των δακρύων και πως μπορούσαν οι άνθρωποι να το κάνουν αυτό. Ήξερε μόνο ότι γινόταν όταν ήταν στενοχωρημένοι, ότι ήταν ένας τρόπος αυτός να ξεσπάσουν.
Πλησίασε αργά τη Νάνσυ, κράτησε τα χέρια της για να σηκωθεί και τη φίλησε. Θα κρατούσε την υπόσχεση του στον Κρις. Θα την προστάτευε με νύχια και με δόντια και θα προσπαθούσε να αλλάξει για χάρη της. Τα χείλη τους χωρίστηκαν και σκούπισε απαλά τα δάκρυα απ' τα μάγουλα της.
"Γιατί κλαις;" τη ρώτησε. Εκείνη τον αγκάλιασε και ξέσπασε σε νέους λυγμούς.
"Ήταν φίλοι μου, Αλέξανδρε." Είπε. Τι να του έλεγε; Να παραδεχόταν πως αγαπούσε ακόμα τον Κρις, ότι πέρασαν μια μαγική νύχτα μαζί και ότι την αμέσως επόμενη μέρα κατάλαβαν ότι δεν θα μπορούσαν ποτέ να είναι μαζί;
"Και κάτι παραπάνω. Ήταν σαν οικογένεια μου. Θα μου λείψουν." Συμπλήρωσε. Στην πραγματικότητα όμως, μόνο ο Κρις θα της έλειπε. Ένιωθε ήδη απαίσια με τον εαυτό της, που του έλεγε έτσι ψέματα. Εκείνος την κοίταξε στα μάτια, σαν να προσπαθούσε να εξιχνιάσει τι πραγματικά ένιωθε. Ίσως να κατάλαβε και κάτι.
"Έλα, ηρέμησε." Της είπε με απαλή φωνή και κράτησε το πρόσωπο της ανάμεσα στα χέρια του. "Εγώ είμαι εδώ." Έκανε στην άκρη μερικές τούφες απ τα μαλλιά της και τη φίλησε ξανά, έπειτα την πήρε από το χέρι και την οδήγησε πάνω, στην κρεβατοκάμαρα τους.
Η Νάνσυ δεν του αντιστάθηκε όταν άρχισε να τη φιλάει και να τη γδύνει, ούτε όταν στο κρεβάτι έκανε τα πάντα για να την ικανοποιήσει και να την κάνει να ξεχαστεί. Μπήκε μέσα της αργά και με πάθος, τα χέρια του κινήθηκαν κάτω απ τους γοφούς της για να δώσει ώθηση. Μέσα στο κόκκινο φωτισμό της κρεβατοκάμαρας τους, η Νάνσυ φαντάστηκε άθελά της τον Κρις στη θέση του.
Ήταν τόσο μπερδεμένα τα συναισθήματα της.... Ένιωθε άσχημα όσο φανταζόταν ότι ήταν ο Κρις που της έκανε έρωτα. Το δικό του όνομα φώναξε καθώς τελείωνε, και ο Αλέξανδρος το αντιλήφθηκε αυτό και ένιωσε θυμό και οργή στη συνειδητοποίηση πως η γυναίκα που αγαπούσε φανταζόταν κάποιον άλλον στη θέση του. Οι κινήσεις του έγιναν πιο απότομες και έμπηξε τα νύχια του στη σάρκα της καθώς τελείωνε και αυτός, παλεύοντας να μην χώσει και τα δόντια του στο λαιμό της.
Ύστερα δεν της μίλησε καθόλου. Έμεινε για λίγο ανάσκελα να κοιτάζει το ταβάνι, καθώς η Νάνσυ δίπλα του, σκεπασμένη με το πάπλωμα και πλημμυρισμένη από ντροπή, προσπαθούσε να συνέλθει από αυτό που είχε γίνει. Πώς θα ζούσε τώρα δίπλα του; Πώς θα τον κοιτούσε στα μάτια; Ήθελε τόσο πολύ να φύγει και να πάει στη Διδυμούπολη να βρει τον Κρις... Ο Αλέξανδρος γύρισε το κεφάλι του και την κοίταξε.
"Ο Κρις τα ξαναβρήκε με τη μητέρα μου, Νάνσυ." Της είπε σαν να διάβασε τις σκέψεις της. "Τη συγχώρεσε, ακόμα και μετά από αυτό που του έκανε. Δεν αξίζει να τον σκέφτεσαι." Νέα δάκρυα ένιωσε να έρχονται στα μάτια της η Νάνσυ.
Τότε ο Αλέξανδρος την τράβηξε στην αγκαλιά του και την κράτησε δείχνοντας της πως εκείνος θα ήταν εκεί για εκείνη και θα τη βοηθούσε να ξεχάσει.
*********************
Φτάσαμε στο τέλος και του Πέμπτου μέρους. Σας ευχαριστώ όλους όσους το διάβασαν και αυτό. Μην ξεχάσετε να ψηφίσετε αν σας άρεσε και να το προσθέσετε στη βιβλιοθήκη σας για να ενημερωθείτε για το έκτο μέρος. Πολλά φιλιά σε όλους 😘
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top