(5,14) Θα Γίνει ο Γάμος;
Ο Κρις βρισκόταν στο δωμάτιο του με τον Τζέρι και ετοιμαζόταν για το γάμο. Είχε ξυριστεί, χτενιστεί και ντυθεί με ένα μαύρο κοστούμι, λευκό πουκάμισο και γραβάτα και τώρα στεκόταν στο παράθυρο και κοιτούσε σκεπτικός απ' έξω. Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών τον είχαν πιέσει πάρα πολύ και η σκέψη του δεν ησύχαζε ποτέ.
"Κανένα νέο από τη Λίζα και τον Αλέξανδρο;" ρώτησε τον Τζέρι.
"Κανένα απολύτως, αλλά δεν νομίζω ότι θα θέλουν να χάσουν το γάμο. Είμαι σίγουρος ότι θα εμφανιστούν όπου να ναι." Του απάντησε.
Ο Τζέρι ήταν κι εκείνος άψογος, με μαύρο κοστούμι, κόκκινο πουκάμισο και τα μαύρα μαλλιά του χτενισμένα προς τα πίσω. Πλησίασε τον φίλο του και έβαλε το χέρι του απαλά στον ώμο του. Ο Κρις γύρισε και τον κοίταξε με ένα ύφος αβεβαιότητας.
"Ω, έλα τώρα..." είπε ο Τζέρι. "Δεν έχεις καθόλου τη φάτσα άντρα που παντρεύεται.
"Δεν είμαι σίγουρος ότι θέλω. " εκμυστηρεύτηκε τελικά εκείνος. "Σκέφτομαι κάποια πράγματα και οι αμφιβολίες βασανίζουν το μυαλό μου."
"Τι σκέφτεσαι, δηλαδή;" τον παρότρυνε να συνεχίσει.
"Απλά αναρωτιέμαι εδώ και πάρα πολύ καιρό... Πως έμεινε έγκυος η Νατάσα αφού περνάμε προφυλάξεις;" Ο Τζέρι δεν άντεξε και με τη σκέψη αυτή του ξέφυγε ένα σιγανό γέλιο. "Μπορώ να μάθω που βρίσκεις το αστείο;!" Νευρίασε ο Κρις. Δεν υπήρχε καλύτερη ευκαιρία για να αποκαλύψει ο Τζέρι την αλήθεια. Λάτρευε να προκαλεί το χάος και τη διχόνοια.
"Ο Νίκος δεν είναι δικός σου γιος. " είπε με ένα ηλίθιο χαμόγελο. "Είναι δικός μου. Δικός μου και της Νατάσας!" Και ξέσπασε σε ένα υστερικό γέλιο που δεν σταματούσε με τίποτα. Ο Κρις δεν μπορούσε να πει τίποτα άλλο. Το σοκ για αυτή την αποκάλυψη άρχισε σιγά-σιγά να μετατρέπεται σε οργή.
"Φτωχέ και αθώε φίλε μου Κρις... Δεν έχεις γιο... Μόνο μια πουτάνα κόρη έχεις!" Συνέχισε ο Τζέρι και γέλασε ακόμα δυνατότερα.
"Αρκετά!" Φώναξε ο Κρις. "Θα σε σκοτώσω ρε! Στα αλήθεια θα σε σκοτώσω!" Και ήταν τόσο το μίσος και η οργή του εκείνη τη στιγμή, που όντως ήθελε να τον σκοτώσει για όλα αυτά που είχε κάνει με αποκορύφωμα αυτό το τελευταίο με τη Νατάσα. Όρμησε πάνω του και τον πέταξε στον τοίχο. Το χέρι του άρχισε να δίνει απανωτές γροθιές στο πρόσωπο του Τζέρι, το οποίο δεν αποκτούσε όμως ούτε μια γρατζουνιά. Ο Τζέρι με μια αστραπιαία κίνηση βρέθηκε πίσω του, τον έπιασε από πίσω και τον πέταξε κάτω.
"Κανείς λάθος! Εγώ θα σε σκοτώσω!" Φώναξε πιέζοντας το γόνατο επάνω στο λαιμό του, καθώς η οργή τον είχε καταβάλλει και αυτόν. Ο Κρις έβαλε όλη του τη δύναμη για να σηκωθεί, να ελευθερωθεί απ τη λαβή του Τζέρι και έπειτα τον πέταξε επάνω στο κομοδίνο το οποίο έγινε χίλια κομμάτια. Τον άρπαξε ξανά από πίσω και τον κράτησε με τα πόδια, ενώ τα δόντια του έτριζαν από θυμό. Χωρίς να δείξει έλεος έπιασε με δύναμη το κεφάλι του και άρχισε να το στρίβει σε μια προσπάθεια να το ξεριζώσει απ τον λαιμό του. Ακούστηκε ένα μικρό κρακ και ο Τζέρι έβγαλε μια κραυγή καθώς πάλευε να του ξεφύγει. Και τότε, μια άγνωστη δύναμη έκανε τον Κρις να τον λυπηθεί. Τον είχε εγκλωβίσει και μπορούσε άνετα να τον σκοτώσει, αρκεί να έβαζε λίγη δύναμη ακόμα. Ο Τζέρι είχε και αυτός δύναμη, όμως το δέρμα του που άρχισε να κόβεται τον αποδυνάμωσε εκείνη τη στιγμή και δεν μπορούσε να ξεφύγει και ειδικά έτσι όπως τον κρατούσε. Ο Κρις συνειδητοποίησε πως είχε μετατραπεί και αυτός σε ένα άγριο ζώο, σαν τον Τζέρι. Για μερικά ατελείωτα δευτερόλεπτα, μια σκληρή μάχη γινόταν μέσα του, για το αν έπρεπε να τον σκοτώσει η όχι. Δεν ήταν έτσι αυτός. Είχε αλλάξει. Και δεν θα ήταν ποτέ πια ο ίδιος.
Έπρεπε να δώσει ένα τέλος, γιατί πλέον δεν υπήρχε γυρισμός. Με μια τελευταία κραυγή τον άφησε όπως ήταν στο πάτωμα και έτρεξε σαν καπνός για να φύγει, προτού η οργή τον κυριεύσει ξανά. Έπρεπε να φύγει για πάντα, μακριά από τον Τζέρι, τη Νατάσα, και τα ψέματα τους, μα κυρίως απ τον εαυτό του που άλλαζε και γινόταν κάτι το οποίο δεν του άρεσε καθόλου. Ο Τζέρι δεν τον ακολούθησε.
Βγήκε από το σπίτι και άρχισε να τρέχει μες στον ήλιο με τη μεγαλύτερη ταχύτητα που διέθετε, σαν τον άνεμο, τόσο γρήγορα που και οι περαστικοί δεν προλάβαιναν να τον δουν. Έφτασε στη γέφυρα και τη διέσχισε με προορισμό το κέντρο της πόλης, με τις σκέψεις να τρέχουν όσο γρήγορα έτρεχαν τα πόδια του. Τι πήγε να κάνει; Δεν ήθελε να γίνει ξανά δολοφόνος. Με τον ίδιο τρόπο που λίγο έλειψε να σκοτώσει τον Τζέρι, θα μπορούσε πολύ άνετα να σκοτώσει τη Νατάσα αν την είχε μπροστά του εκείνη τη στιγμή. Και τότε τίποτα πια δεν θα ήταν το ίδιο. Κι αν στη θέση του Τζέρι βρισκόταν κάποια στιγμή η κόρη του; Αν νευρίαζε τόσο πολύ μαζί της, που το μόνο που θα ήθελε εκείνη τη στιγμή θα ήταν να τη σκοτώσει, και η οργή υπερίσχυε της αγάπης του για αυτήν;
Πέρασε το κέντρο της πόλης με τα πανύψηλα κτήρια που έκρυβαν τον απογευματινό ήλιο, τα πολυάριθμα πάρκα και τα καταστήματα, ώσπου βρέθηκε σε μια ερημική παραλία.
Ξάπλωσε στην άμμο και κοίταξε τον ήλιο που εκείνη την ώρα έδυε. Ήταν μια υπέροχη εικόνα, ότι πρέπει για να αποχαιρετήσει αυτόν τον κόσμο. Σε λίγα λεπτά, ένιωσε τη ζεστασιά του στο πρόσωπο του, λίγο πριν αρχίσει να του καίει το δέρμα . Δεν τον ενοχλούσε όμως. Ένιωθε όμορφα. Σκέφτηκε τη Γιάννα, και ευχήθηκε μέσα του να υπήρχε ζωή μετά τον θάνατο ακόμα και για τους βρικόλακες, για να πάει να τη συναντήσει. Έκλεισε τα μάτια του και παραδόθηκε στις αχτίνες του ήλιου και στον αργό λυτρωτικό θάνατο. Ήταν η μόνη λύση ο θάνατος. Δεν του είχε απομείνει τίποτα πια, η Ελίζα θα ήταν πολύ πιο ασφαλής χωρίς εκείνον. Έτσι κι αλλιώς, έπρεπε να είχε πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια.
Βράδιασε. Όλοι οι καλεσμένοι είχαν συγκεντρωθεί στο θέρετρο Μπουένο , όπου θα γινόταν ο γάμος.
Είχε φτάσει και η Νατάσα, άψογη με το λευκό, στράπλες νυφικό της και ένα κοντό πέπλο στα μαλλιά της. Η ώρα περνούσε όμως και ο Κρις άφαντος. Τον περίμενε αμήχανα κάτω απ τη γαμήλια αψίδα, περιμένοντας εκείνη αντί για τον γαμπρό. Κάποια στιγμή, δεν άντεξε άλλο. Πλησίασε τη Βαλεντίνα, η οποία πηγαινοέρχονταν μέσα έξω στην αίθουσα. Φορούσε ένα φούξια φόρεμα μέχρι λίγο πιο κάτω απ το γόνατο που φαρδαίνε στη φούστα και ροζ ψηλοτάκουνες γόβες.
"Μα που είναι τόση ώρα;" τη ρώτησε νευριασμένη.
"Μην ανησυχείς, θα έρθει αργά ή γρήγορα." Προσπάθησε να την καθησυχάσει εκείνη.
"Ναι...όμως...Έχει περάσει η ώρα." Είπε η Νατάσα σαν παραπονεμένο κοριτσάκι. Η Νάνσυ άκουσε τη συζήτηση των δύο γυναικών και πλησίασε για να συμμετάσχει.
"Έχει δίκιο." Είπε. "Συνήθως ο γαμπρός φτάνει πρώτος. Για πάρε τηλέφωνο τον Τζέρι να δούμε..." Η Βαλεντίνα έβγαλε το κινητό της έτοιμη να καλέσει, όμως εκείνη την ώρα τον είδε να μπαίνει από την κεντρική είσοδο.
"Άκυρο, να τος. " είπε και γύρισαν και οι άλλες δύο τα κεφάλια τους προς τα εκεί. Ο Τζέρι είχε κάτι ανέκφραστο και απροσδιόριστο στο πρόσωπο του. Πήγε στο κέντρο της αίθουσας και είπε με δυνατή φωνή:
"Αγαπητοί προσκεκλημένοι!" Όλα τα βλέμματα στην αίθουσα στράφηκαν πάνω του. "Ζητώ συγγνώμη εκ μέρους του γαμπρού, αλλά ο γάμος ακυρώνεται. Λυπάμαι, Νατάσα." Εκείνη βρέθηκε μπροστά του αμέσως.
"Τζέρι;" είπε με αγωνία. "Γιατί; Τι συνέβη;"
"Εγώ, εσύ και η Βαλεντίνα πρέπει να πάμε σπίτι να μιλήσουμε. Εσύ, Νάνσυ, θέλω να πας σπίτι σου και να δεις αν θα εμφανιστεί ο Αλέξανδρος ή η Ελίζα. Εντάξει; "
"Εντάξει." Συμφώνησε η Νάνσυ και φόρεσε το σακάκι της πάνω από το μπλε κοντό φόρεμα της.
Πήγε στο αυτοκίνητο της και ξεκίνησε βιαστικά. Δεν είχε σκοπό όμως να πάει σπίτι και να περιμένει τον Αλέξανδρο. Ήταν ξεκάθαρο πως το είχε σκάσει με την Ελίζα. Δεν θα τον περίμενε ποτέ ξανά. Ανησυχούσε όμως, ότι κάτι πολύ σοβαρό είχε συμβεί στον Κρις. Θυμόταν ακόμα τα λόγια του Τζέρι, ότι πολύ συχνά έδινε μάχη μέσα του, και φοβόταν ότι θα έκανε κάτι κακό. Ήθελε να προλάβει και να τον σώσει. Θα έψαχνε παντού για να τον βρει, σε όλη την πόλη, ακόμα και αν αυτό σημαίνε πως θα γυρνούσε άσκοπα όλη νύχτα.
Εν το μεταξύ, και οι καλεσμένοι άρχισαν να αποχωρούν απ το θέρετρο, κάποιοι απογοητευμένοι και άλλοι κοιτάζοντας τη Νατάσα με οίκτο. Εκείνη μαζί με τον Τζέρι και τη Βαλεντίνα πήγαν σπίτι. Η στιγμή της αλήθειας είχε φτάσει για όλους. Ο Τζέρι ήξερε πως θα τον μισούσε η Βαλεντίνα, όμως δεν άντεχε να της κρύβει κάτι τέτοιο. Έτσι κι αλλιώς, τον αγαπούσε τόσο πολύ, που θα του το συγχωρούσε και αυτό.
Μπήκαν οι τρεις τους στο σαλόνι. Ησυχία επικρατούσε σε όλο το σπίτι. Τα μωρά κοιμούνταν στον τελευταίο όροφο, μαζί με τη νταντά τους.
"Που είναι ο Κρις;" ρώτησε με νεύρα η Νατάσα τον Τζέρι για ακόμα μια φορά. Εκείνος το είπε μια κι έξω:
"Δεν ξέρω. Τσακωθήκαμε. Του είπα ότι ο Νίκος δεν είναι γιος του." Η Νατάσα έμεινε στήλη άλατος. "Παλέψαμε και παραλίγο να με σκοτώσει." Συνέχισε. "Μετά έφυγε τρέχοντας."
"Όχι... Τζέρι, τι έκανες;" είπε η Νατάσα με αγωνία. Κοίταξαν και οι δύο το πρόσωπο της Βαλεντίνας. Ήταν τόσο σκληρή η έκφραση της, όπως δεν την είχαν δει ποτέ τους.
"Και ποιος είναι ο πατέρας του Νίκου; Ε, Τζέρι;" ρώτησε αυστηρά, ενώ τα χρυσά της μάτια ήταν σαν να πετούσαν σπίθες. Ο Τζέρι δεν απαντούσε.
"Ποιος είναι;!" Φώναξε.
"Εγώ." Της απάντησε σκύβοντας το κεφάλι.
"ΠΩΣ;! Λέει αλήθεια Νατάσα;"
"Ναι." Παραδέχτηκε ντροπιασμένη εκείνη.
"Δεν το πιστεύω!" Άρχισε να ωρύεται η Βαλεντίνα. Υπολόγισε μέσα της την ημερομηνία που μπορεί να έγινε η σύλληψη, με βάση ποτέ τους ανακοίνωσε την εγκυμοσύνη η Νατάσα. Ναι, είχαν ξανασμιξει όντως με τον Τζέρι τότε. Και όχι μόνο...
"Και ήμασταν νιόπαντροι τότε, έτσι δεν είναι, Τζέρι;!" Συνέχισε να φωνάζει.
"Βαλεντίνα, ήταν ένα λάθος που δεν έπρεπε να γίνει... Συγνώμη. " της είπε εκείνος, κοιτάζοντας την ικετευτικά. Πόσες φορές τα είχε ακούσει αυτά τα λόγια η Βαλεντίνα... Πόσες φορές τον είχε συγχωρέσει και τα ξεχνούσε σαν να μην είχαν γίνει... Τώρα όμως ήταν διαφορετικά. Τώρα υποτίθεται πως είχαν κάνει μια νέα αρχή, πως είχε αλλάξει οριστικά.
"Και να σε συγχωρέσω, δεν θα μπορέσω να σε εμπιστευτώ ποτέ ξανά." Του είπε ψυχρά. Δεν ένιωθε τίποτα πια. Τώρα δεν ήταν θνητή, ένα αδύναμο κοριτσάκι, να κάθεται να κλαίει για τις απιστίες του Τζέρι. Τώρα ήταν μια πανίσχυρη βρικόλακας, που το μόνο που ήθελε ήταν εκδίκηση από αυτόν τον άντρα, αυτό το τέρας μάλλον, που της έκανε τόσα, που της έκλεψε την αθωότητα και αυτή η χαζή πέθανε για εκείνον, για να αναστηθεί ξανά και να γυρίσει μετά από χρόνια πίσω σε αυτόν. Ήταν το μεγαλύτερο της λάθος το ότι γύρισε, και θα το διόρθωνε με την χειρότερη εκδίκηση, με το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να τον πληγώσει. Όμως όχι ακόμα. Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο έλεγαν, και είχαν δίκιο.
Στράφηκε στη Νατάσα:
"Και με εσένα θα τα πούμε αργότερα, που μου παριστάνες την κολλητή. Τώρα όμως προέχει να βρούμε τον Κρις." Τελικά, ο Κρις ήταν ο μοναδικός που θα μπορούσε να θεωρήσει φίλο της από όλους αυτούς, ο μόνος που της είχε φερθεί καλά και ήταν πάντα ειλικρινής μαζί της. Και ανησυχούσε απίστευτα μην του συμβεί κάτι κακό, η μήπως προκαλέσει ο ίδιος κακό στην ψυχολογική κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν τώρα ύστερα από αυτό που έμαθε.
"Θα κάνω τηλέφωνα σε όλους τους γνωστούς και τους φίλους μας, για να έχουν το νου τους μήπως τον δουν πουθενά στην πόλη." Είπε ο Τζέρι, προσπαθώντας να διορθώσει τη βλακεία που έκανε.
Η Νάνσυ βρέθηκε στην μοναδική ερημική παραλία του Γεφυρολίμανου. Αφού έψαξε σε αρκετά μαγαζιά και δεν τον βρήκε, έβαλε με το μυαλό της ένα πολύ κακό σενάριο και ευχόταν να μην ήταν αυτό. Άφησε το αυτοκίνητο της εκεί που ξεκινούσε η άμμος και βγήκε.
Ήταν θεοσκότεινα στην παραλία και περπατούσε με μεγάλη δυσκολία μέσα στην άμμο με τα τακούνια της που βυθίζονταν σε αυτήν. Και τότε τον είδε: ο Κρις βρισκόταν ξαπλωμένος στην άμμο και φαινομενικά ακίνητος. Έτρεξε όσο μπορούσε με αγωνία και γονάτισε πλάι του. Δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια της αμέσως. Το δέρμα στο πρόσωπο και στα χέρια του ήταν ξηρό και με αρκετά μαύρα σημάδια, πράγμα που σημαίνε ότι τον είχε κάψει ο ήλιος. Δεν είχε πεθάνει όμως. Οι βρικόλακες γίνονταν στάχτη όταν πέθαιναν, απ ότι ήξερε. Όμως έμοιαζε με νεκρό, ούτως ή άλλως δεν είχε σφυγμό και τα μάτια του ήταν σφαλιστά και ακίνητα.
"Κρις;" είπε αγγίζοντας τον διστακτικά στο πρόσωπο. "Σε παρακαλώ, μην μου φύγεις τώρα που σε βρήκα. Γιατί το έκανες αυτό;" έλεγε με τα δάκρυα να της καίνε τα μάγουλα και την αγωνία να κορυφώνεται. Πίστευε ότι από στιγμή σε στιγμή, ο Κρις θα άρχιζε να γίνεται στάχτη μέσα στα χέρια της, όμως εκείνη τη στιγμή άνοιξε τα χρυσά μάτια του, που γυάλιζαν στο σκοτάδι, και πάνω που πήγε να χαρεί η Λέσλι που ξύπνησε, την έπιασε απ' το λαιμό και έμεινε να την κοιτάει για μερικά ατελείωτα δευτερόλεπτα αγωνίας, δείχνοντας τους κυνόδοντες του απειλητικά. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Θα τη σκότωνε. Ξαφνικά όμως, άρχισε σιγά σιγά να ηρεμεί και η λαβή του να χαλαρώνει.
"Νάνσυ;" είπε και τα μάτια του την κοιτούσαν τώρα ήρεμα. "Πώς με βρήκες;" Η Νάνσυ αφού ξαναβρήκε τη φωνή της απάντησε:
"Έψαξα σε όλη σχεδόν την πόλη. Ήταν το τελευταίο μέρος που σκέφτηκα ότι θα είσαι." Εκείνος σήκωσε το χέρι του αργά και χάιδεψε το μάγουλο της. Πόσο χαιρόταν που την είχε κοντά του έστω και για λίγο...
"Πάμε σπίτι μου, Κρις..." του είπε δακρύζοντας ξανά. "Να μου πεις τι έγινε και να ηρεμήσεις."
"Δεν πάω πουθενά." Της είπε. "Ο ήλιος πρόλαβε και την έκανε τη ζημιά του. Τώρα έχω εξαντληθεί, βρίσκομαι σε κατάσταση χειρότερη και από θνητό ακόμα, και θα πεθάνω σύντομα αν δεν πιω αίμα. Όμως είναι καλύτερα έτσι. "
"Τρελάθηκες;!" Αναφώνησε η Νάνσυ. "Δεν θα σε αφήσω να πεθάνεις! Έλα πάμε!" Και έκανε μια προσπάθεια να τον σηκώσει, μάταια όμως. Ο Κρις δεν συνεργαζόταν.
"Είπα όχι!" Της φώναξε με όση δύναμη του είχε απομείνει. "Δεν θέλω πια την αθανασία μου."
"Θα σε σώσω θες δεν θες!" Επέμεινε η Νάνσυ. Πάλι δεν κατάφερε να τον σηκώσει όμως.
"Κρις, σε παρακαλώ... Σ αγαπάω... Δεν θέλω να σε χάσω..." Αυτά τα λόγια της βγήκαν τόσο αυθόρμητα και ήταν τόσο αληθινά...
Πότε δεν είχε πάψει να τον αγαπάει. Με τον Αλέξανδρο τους ένωνε μόνο το σαρκικό πάθος, και κάθε "Σ αγαπώ " που του είχε πει ήταν ψέμα. Τώρα το καταλάβαινε, που ένιωθε πως έχανε τον Κρις. Για τον Αλέξανδρο δεν είχε στεναχωρηθεί καθόλου που έφυγε, δεν ανησύχησε ούτε λίγο. Ούτε πληγώθηκε στη σκέψη ότι την παράτησε για την Ελίζα.
"Κάνε το για μένα." Συνέχισε με τα δάκρυα να κυλούν βροχή στο πρόσωπο της. "Θα τελειώσει και η δικιά μου ζωή αν πεθάνεις."
Με αυτά τα λόγια, ο Κρις κατάλαβε ότι ένιωθε και αυτός το ίδιο. Πότε δεν την ξεπέρασε, και ας ξεγελούσε τον εαυτό του με τη Νατάσα. Μετά το άσχημο παιχνίδι που του έπαιξε εκείνη, δεν ένιωθε τίποτα πλέον. Μπορεί να τους ένωναν πολλά, όμως η Νατάσα είχε τελειώσει για αυτόν. Δεν ήταν στα αλήθεια ερωτευμένος μαζί της, και τώρα το συνειδητοποιουσε.
"Εντάξει. " είπε τελικά. "Όμως έχω χάσει όλες τις δυνάμεις μου και θα είναι πολύ δύσκολο να με επαναφέρεις."
"Θα κάνω ότι μου πεις." Είπε η Νάνσυ με ανακούφιση μέσα της.
"Για αρχή, πρέπει να πάμε να αγοράσουμε συσκευασμένο αίμα ζώων. Υπάρχει ένας γνωστός μου που έχει παντοπωλείο και μεταξύ άλλων προμηθεύεται και πουλάει ζωικό αίμα για εμάς."
"Εντάξει." Είπε εκείνη και τον βοήθησε να σταθεί με δυσκολία στα πόδια του. Ζαλίστηκε κατευθείαν όταν σηκώθηκε και όλα γύρω του γύρισαν σαν να είχε μεθύσει πολύ. Καθώς η Νάνσυ με μεγάλη δυσκολία τον μετέφερε στο αυτοκίνητο, έχοντας το χέρι του περασμένο στους ώμους της, το άρωμα της τον κυρίευε, τον τρέλαινε. Εστίασε το βλέμμα του στη φλέβα του λαιμού της και φανταζόταν πως θα ήταν να ξαναπιεί ανθρώπινο αίμα μετά από τόσα χρόνια. Το δικό της αίμα... Όχι, δεν ήθελε να της κάνει κακό. Ήταν η Νάνσυ του, η σωτήρας και άγγελος του. Σκεφτόταν πόσο την αγαπούσε, πόση ανάγκη την είχε και κατάφερε να αντισταθεί στον πειρασμό. Κάποτε ο ίδιος την είχε σώσει απ τη φωτιά και από βέβαιο θάνατο. Τώρα ήταν σειρά της να τον σώσει από τον ίδιο του τον εαυτό.
Έφτασαν στη βίλα της Νάνσυ. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής και της επίσκεψης τους στο παντοπωλείο, ο Κρις μια κοιμόταν, μια ξυπνούσε. Δεν κατάλαβε ποτέ έφτασαν σπίτι...
Η Νάνσυ έβαλε το αυτοκίνητο στο γκαράζ και τον βοήθησε να βγει καθώς εκείνος έχωσε το πρόσωπο του στο λαιμό της.
"Τόσο νόστιμη... Τόσο δύσκολο να αντισταθώ..." παραληρούσε. Η Νάνσυ προσπάθησε να του δώσει κουράγιο μέχρι να μπουν στο σπίτι και να τον αφήσει στον καναπέ να ξαπλώσει.
Παρατήρησε ότι το δέρμα του είχε αφυδατωθεί πλήρως, είχε σκάσει και είχε αρχίσει να βγάζει φολίδες. Το όμορφο πρόσωπο του είχε χάσει τη λάμψη του. Δεν έχασε καιρό. Έβγαλε αμέσως από τη σακούλα μια συσκευασία αίματος, έβαλε το καλαμάκι και του την έδωσε. Ο Κρις την άρπαξε απ το χέρι της και άρχισε να πίνει λαίμαργα, ενώ ένιωθε το αίμα να καταπραΰνει το λαιμό του και να τον ενυδατώνει αμέσως. Ένιωσε αμέσως καλύτερα και το δέρμα του άρχισε να επανέρχεται μπροστά στα έκπληκτα μάτια της Νάνσυ. Τα σημάδια από το κάψιμο του ήλιου άρχισαν να εξαφανίζονται ως δια μαγείας. Ωστόσο, έπρεπε να περάσουν μερικές ώρες μέχρι να ανακτήσει πλήρως τις αθάνατες δυνάμεις του. Παρέμεινε ξαπλωμένος όταν τελείωσε το χυμό και της κράτησε το χέρι.
"Πολύ μεγάλο καθίκι ο Τζέρι." Είπε κοιτάζοντας το κενό.
"Τι έγινε; Τι σου έκανε πάλι;" ζήτησε να μάθει η Νάνσυ.
"Έκανε παιδί με τη Νατάσα."
"Τι;" είπε έκπληκτη. "Δηλαδή ο Νίκος είναι γιος του και όχι δικός σου;" Ο Κρις έσφιξε το χέρι της βίαια σχεδόν.
"Κι άλλο. Χρειάζομαι κι άλλο αίμα!" Της είπε. Η Νάνσυ τρέμοντας έβγαλε απ' τη σακούλα τη δεύτερη συσκευασία που είχε αγοράσει. Ο Κρις το άδειασε και αυτό όλο.
"Συγνώμη για αυτό."
"Δεν πειράζει." του απάντησε. Ο Κρις κατάφερε να ανασηκωθεί. Η δίψα του ευτυχώς έσβησε. Η Νάνσυ δεν κινδύνευε πια. Κάθισε διστακτικά δίπλα του στον καναπέ και του είπε:
"Κρις, λυπάμαι πολύ. Ήξερα τι ήταν ο Τζέρι, πόσο πόνο μπορεί να προκαλέσει στους γύρω του, αλλά δεν περίμενα να φτάσει τόσο μακριά. Όσο για τη Νατάσα..."
"Η κόρη μου έδωσε σημεία ζωής;" τη διέκοψε.
"Όχι. Και λυπάμαι που το λέω αλλά...νομίζω πως έφυγε με τον Αλέξανδρο." Εκείνη τη στιγμή, χτύπησε το κινητό της μέσα στην τσάντα της. Σηκώθηκε και το έβγαλε. Το όνομα του Τζέρι βγήκε στην οθόνη.
************************************
Το επόμενο κεφάλαιο έρχεται σύντομα! Ο Κρις εξομολογείται στη Νάνσυ το πως νιώθει και γιατί πήγε να αυτοκτονήσει στον ήλιο. Εκείνη τον φιλοξενεί σπίτι της. Μετά τη νύχτα που περνάνε μαζί, η Νάνσυ βλέπει στον υπολογιστή της ένα email απ την Ελίζα. Που βρίσκεται; Είναι καλά; Έφυγε όντως με τον Αλέξανδρο; Και για ποιο λόγο έφυγε; Θα τα δείτε όλα στη συνέχεια του κεφαλαίου! Όσο για το τελευταίο κεφάλαιο του πέμπτου μέρους όπου πολλά θα αλλάξουν, μείνετε συντονισμενοι! Θα το ανεβάσω και αυτό όσο πιο σύντομα μπορώ!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top