(4,5) Το Θύμα

Το τραγούδι που είχα βάλει επάνω μου το κατέβασαν λόγω πνευματικών δικαιωμάτων. Για όσους θέλουν να το ακούσουν, είναι το "I don't care" των Apocalyptica ft. Adam Gontier, πιστεύω πως ταιριάζει.

*****************
Η νεαρή γυναίκα πλησίασε το τριώροφο, λευκό σπίτι.

Σίγουρα είναι αυτή η σωστή διεύθυνση; Αναρωτήθηκε για ακόμα μια φορά. Ο βρικόλακας που είχε γνωρίσει την προηγούμενη νύχτα στο μπαρ φαινόταν πολύ σκοτεινός και μυστηριώδης για να μένει σε ένα τόσο φωτεινό και ανθρώπινο σπίτι σαν αυτό. Για μια στιγμή φοβήθηκε και σκέφτηκε να φύγει, όμως στη συνέχεια σκέφτηκε πόση ανάγκη είχε τα λεφτά που της υποσχέθηκε αυτός ο Τζέρι Γκίντος. Ωστόσο δεν της είχε πει τι είδους δουλειά ήταν αυτή που θα της πρόσφερε. Χτύπησε κουδούνι και έκανε το σταυρό της να πάνε όλα καλά και να μην είναι καμιά παγίδα για να της πιει το αίμα. Αν όμως ήταν έτσι, δεν θα καθόταν να της πιάσει ολόκληρη συζήτηση και να της προσφέρει δουλειά. Θα την παρέσερνε κατευθείαν σε κάποιο σκοτεινό στενάκι και θα τη σκότωνε εκεί.

Ο γοητευτικός Τζέρι Γκίντος φάνηκε πίσω από το τζάμι της πόρτας και χαμογελώντας την άνοιξε.

"Καλησπέρα, Φένια. Έλα, πέρασε μέσα." Της είπε κάνοντας την να νιώσει κάπως πιο άνετα. Τον ακολούθησε στο εσωτερικό του σπιτιού και κοίταξε εντυπωσιασμένη γύρω της, τα πράσινα πλακάκια, τους λευκούς τοίχους, τα κομψά έπιπλα, την κουζίνα με τις σύγχρονες συσκευές στο βάθος και μια μεγάλη τραπεζαρία με γυάλινο τραπέζι που χωρούσε άνετα να καθίσουν δώδεκα άτομα. Μια στενή σκάλα, επίσης από γυαλί και μέταλλο, οδηγούσε στα επάνω πατώματα.

"Πολύ ωραίο σπίτι." Του είπε.

"Ευχαριστώ. Δεν ήταν αυτό που περίμενες, ε;" Αστειεύτηκε σαν να διάβασε τις σκέψεις της εκείνος.

"Ομολογώ πως όχι." Γέλασε η Φένια. "Τέλος πάντων, ήρθα εδώ για να μιλήσουμε για τη δουλειά."

"Ναι, ε... Όσο για αυτό... Επειδή δεν μένω μόνος μου, προτιμώ να συζητώ για δουλειά στο υπόγειο όπου βρίσκεται το γραφείο μου, ώστε να μη με ενοχλεί κανένας. Δεν έχεις πρόβλημα με αυτό...;"

"Όχι, όχι. Κανένα απολύτως." Είπε η Φένια, που άρχισε ήδη να τον εμπιστεύεται. Ήταν παρεξηγημένα όντα οι βρικόλακες, τελικά!

"Λοιπόν, πάμε;"

"Πάμε. Ακολούθησε με."

Την οδήγησε σε μια πόρτα στα αριστερά του μεγάλου χώρου, και πέρασαν σε μια κρεβατοκάμαρα με κόκκινη μοκέτα, γαλάζιους τοίχους και επίσης λιτή επίπλωση, με μόνο ένα διπλό κρεβάτι με δύο κομοδίνα δεξιά και αριστερά, μια συρταριέρα και έναν ολόσωμο καθρέφτη. Το μπροστινό, μεγάλο παράθυρο έβλεπε στην πρόσοψη του σπιτιού και στο δρόμο, ενώ το άλλο στο βάθος έβλεπε στη θάλασσα και στην εκπληκτική θέα της πόλης. Κατέβηκαν μια γυριστή σκάλα με ξύλινα σκαλοπάτια στα δεξιά τους και βρέθηκαν ξαφνικά στο απόλυτο σκοτάδι. Ο Τζέρι ξεκλείδωσε μια άλλη, βαριά, πέτρινη πόρτα και τότε η Φένια άρχισε να φοβάται, όταν μπήκαν σε ένα υπόγειο που δεν είχε καμία σχέση με το υπόλοιπο σπίτι.

Το πάτωμα ήταν φτιαγμένο από σκούρα πέτρα και οι τοίχοι του βαμμένοι κόκκινοι. Από το ταβάνι κρέμονταν δάδες με φωτιά που φώτιζε σε ορισμένα μόνο σημεία τον τεράστιο, κρύο χώρο. Άκουσε τον Τζέρι να κλειδώνει την πόρτα πίσω τους και τρομοκρατήθηκε ακόμα περισσότερο, όμως δεν το έδειξε. Όταν τα μάτια της συνήθισαν στο σκοτάδι, είδε στη μέση περίπου του δωματίου ένα υπέρδιπλο κρεβάτι, στα δεξιά περίπου ένα τζακούζι, στην απέναντι γωνία ένα γραφείο και στο βάθος, στο λιγότερο φωτισμένο από τις δάδες τοίχο, ένα φέρετρο. Ξεροκατάπιε καθώς προσπαθούσε να φανταστεί τι δουλειά είχε αυτό εκεί. Ο Τζέρι πλησίασε ένα σημείο ενός από τους τοίχους που είχε διαφορετικό χρώμα, γκρίζο, σε ένα σχήμα που έμοιαζε με πόρτα.

"Αλέξανδρε, όλα καλά εκεί μέσα;!" Φώναξε προς τα εκεί.

"ΔΙΨΑΩΩΩ!" Ακούστηκε από μέσα μια άλλη φωνή, σαν να μιλούσε ένας τρελός.

"Π-Ποιος είναι εκεί μέσα, Τζέρι;" Ρώτησε η Φένια με φωνή που έτρεμε.

"Ο γιος μου. Τον έχω βάλει τιμωρία." Απάντησε εκείνος με ένα ανατριχιαστικό μειδίαμα.

Μέσα στη σκοτεινή φυλακή του, ο Αλέξανδρος είχε αρχίσει να χάνει το μυαλό του. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν αίμα, το μόνο που επιθυμούσε για να λυτρωθεί ήταν αυτό.

"Φέρε μου να πιω! Φέρε μου αίμα!" Φώναξε τρελαμένος, ακούγοντας τη φωνή του πατέρα του απ' έξω.

"Τζέρι, τι λέει ο γιος σου;" Ρώτησε η Φένια, που τώρα πια είχε τρομοκρατηθεί πραγματικά όμως ήταν πολύ αργά για να κάνει πίσω. "Για ποιο αίμα μιλάει;"

"Για το δικό σου." Της απάντησε εκείνος με βλέμμα ψυχρό. Την άρπαξε απ' το χέρι με δύναμη και έβαλε το άλλο του χέρι σε μια υποδοχή σχεδόν αόρατη στον τοίχο η οποία άνοιξε την κρυφή πόρτα.

"Τι συμβαίνει; Τι κάνεις;!" Η Φένια έτρεμε και έκλαιγε απελπισμένη, προσπάθησε να αντισταθεί, τον ικέτευε να την αφήσει, όμως ο Τζέρι με τη δύναμη του την έσυρε με το ζόρι μέσα στο κρυμμένο δωμάτιο μόλις η πόρτα άνοιξε μια χαραμάδα.

Την έσπρωξε μέσα και έκλεισε πίσω της τη βαριά πόρτα με δύναμη. Ο Αλέξανδρος είδε τη νεαρή κοπέλα μέσα στο σκοτάδι και η μυρωδιά της του τρύπησε κατευθείαν τα ρουθούνια, και ήταν τόσο βασανιστικά υπέροχη που ήθελε αμέσως να τη γευτεί. Ήταν άνθρωπος όμως. Δεν ήθελε να τη σκοτώσει.

"Φύγε!" Της φώναξε ουρλιάζοντας και διπλώθηκε στα δύο στη γωνία. "Φύγε όσο προλαβαίνεις!" Ένιωθε το στόμα και το λαιμό του να έχουν ξεραθεί από τη δίψα, και ήταν σαν να του έκαιγε τον οισοφάγο η μυρωδιά της που είχε την ανάγκη να γευτεί. Η κοπέλα έκλαιγε και έτρεμε κολλημένη στον απέναντι τοίχο, βλέποντας ένα ζευγάρι κίτρινα μάτια να την κοιτούν μες στο σκοτάδι.

"Πατέρα παρ' την από εδώ!" Φώναξε παλεύοντας με όση δύναμη είχε να αντισταθεί.

"Δεν μπορώ, Αλέξανδρε." Αποκρίθηκε ο Τζέρι. "Είναι το φαγητό σου." Ο Αλέξανδρος δεν άντεχε άλλο. Σηκώθηκε και πλησίασε αργά τη Φένια. Εκείνη έβγαλε μια κραυγή και άρχισε να κοπανάει την πόρτα φωνάζοντας για βοήθεια καθώς η μυρωδιά της αγωνίας και του ιδρώτα της τον τρέλαινε όλο και πιο πολύ.

"Τώρα, Αλέξανδρε! Δάγκωσε τη και γεύσου το νόστιμο, λαχταριστό αίμα της! Μόνο έτσι θα ξεδιψάσεις!" Φώναξε ο Τζέρι σαν τρελός. Η Φένια κοίταξε με τρόμο τον Αλέξανδρο ο οποίος την πλησίασε κι άλλο με τη λαχτάρα να τον έχει κυριεύσει πλήρως. Ήθελε να αντισταθεί, όμως δεν μπορούσε πια.

"Όχι... Σε παρακαλώ..." Του είπε. Εκείνος όμως την άρπαξε και τα δόντια του μπήχτηκαν στο λαιμό της. Η κοπέλα έβγαλε μια θρηνητική κραυγή καθώς σωριάζονταν μαζί στο πάτωμα, με τον Αλέξανδρο να την έχει εγκλωβίσει στα δυνατά του χέρια και να ρουφάει με λαιμαργία το αίμα και τη ζωή της χωρίς να δίνει σημασία στις κραυγές της. Η πρωτόγνωρη γεύση του ανθρώπινου αίματος τον έκανε να νιώσει αμέσως πιο δυνατός, ποτέ πια όμως δεν θα ήταν ο ίδιος. Το καλό παιδί είχε πεθάνει για πάντα μέσα του.

Κοίταξε τα άψυχα, κενά μάτια της κοπέλας που μόλις είχε σκοτώσει με τον τρόμο ακόμα ζωγραφισμένο πάνω τους και μόνο τότε κατάλαβε τι είχε γίνει. Ένα τέρας ίδιο με τον Τζέρι. Δεν υπήρχε γυρισμός. Η πόρτα άνοιξε και τον είδε μπροστά του, εκείνον που τον έκανε έτσι, να τον κοιτάει με βλέμμα γεμάτο ικανοποίηση.

"Μπράβο το καλό μου το αγόρι." Του είπε. Ο Αλέξανδρος δεν συγκράτησε την οργή του και όρμησε πάνω του.

Άρχισαν να παλεύουν με τον Τζέρι ακόμα να έχει το πάνω χέρι.

"Γιατί μου το έκανες αυτό;!" Φώναξε καθώς του χτυπούσε το κεφάλι στο πάτωμα, χωρίς όμως ο Τζέρι να καταλαβαίνει τίποτα. Γύρισε από πάνω του και τον στρίμωξε ανάμεσα στα γόνατα του.

"Για το καλό σου, ανόητε! Τώρα πια δεν θα έχεις αδυναμίες! Θα είσαι πανίσχυρος σαν εμένα!" Του φώναξε.

"Μόλις σκότωσα μια γυναίκα." Γρύλισε μέσα από τα δόντια του ο Αλέξανδρος.

"Μην ανησυχείς για αυτήν. Άνθρωποι υπάρχουν εκατομμύρια. Εμείς είμαστε ανώτεροι από αυτούς, στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας που μέχρι πρότινος βρίσκονταν αυτοί. Σύντομα δεν θα νιώθεις τίποτα. Δεν θα πονάς, δεν θα απογοητευτείς ξανά όπως με την Ελίζα!" Του είπε καθώς τον κρατούσε απ' το λαιμό σφιχτά. "Θα είσαι ένας κυνηγός που θα σκοτώνεις για να ζήσεις." Συνέχισε καθώς ο γιος του άρχισε να ηρεμεί. "Οι άνθρωποι θα σου φαίνονται πολύ ασήμαντοι, σαν τα άγρια ζώα που σκότωνες μέχρι τώρα." Ο Αλέξανδρος έβγαλε μια κραυγή απελπισίας σαν να ήθελε να κλάψει. Ο Τζέρι τον βοήθησε να σηκωθεί και τον αγκάλιασε στοργικά.

"Μην ανησυχείς. Ο μπαμπάς είναι εδώ." Του είπε όπως τότε που ήταν μωρό. "Θα σε φροντίσω. Όλα καλά θα πάνε. Πήγαινε να κάνεις ένα μπάνιο και μην πεις σε κανέναν τίποτα, τουλάχιστον για την ώρα. Μετά θα ξεκινήσουμε εκπαίδευση κυνηγιού ανθρώπων."

"Εντάξει." Είπε ο Αλέξανδρος, αποδεχόμενος τελικά το γεγονός ότι όλα τώρα πια θα άλλαζαν. Ο πατέρας του είχε δίκιο, το ανθρώπινο αίμα ήταν πολύ πιο νόστιμο απ' το ζωικό και αυτό τον ανησυχούσε περισσότερο. Το πόσο του άρεσε και πως θα φερόταν σε άνθρωπο αν τυχόν βρισκόταν μπροστά του και διψούσε ξανά.

Το ίδιο βράδυ, η Νατάσα πλησίασε την Ελίζα στην μικρή τραπεζαρία του τρίτου ορόφου. Ήταν έτοιμη να πάρει την εκδίκηση της και να δώσει σε εκείνο το παλιοκόριτσο ένα γερό μάθημα που τόλμησε να πλησιάσει και να ξελογιάσει τον άντρα της. Δεν την ένοιαζε που ήταν κόρη του Κρις, ας την πρόσεχε καλύτερα για να μη γίνονταν όλα αυτά. Η Ελίζα ήταν ντυμένη πρόστυχα ως συνήθως, με μαύρο μπλουζάκι με ανοιχτό ντεκολτέ πάνω απ' τον αφαλό και φούξια κοντό σορτς. Δεν ένιωθε ζήλια, ήξερε πολύ καλά πως η ίδια ήταν πολύ πιο όμορφη. Φόρεσε το καλύτερο της, ψεύτικο χαμόγελο και της είπε:

"Γλυκιά μου, έλα λίγο μαζί μου μια βόλτα, σε παρακαλώ. Θέλω να μιλήσουμε." Η Ελίζα κατάλαβε ότι η Νατάσα κάτι σχεδίαζε. Κάτι στο βλέμμα της δεν της άρεσε καθόλου και δεν ήθελε με τίποτα να πάει μαζί της.

"Έχω διάβασμα." Είπε και στράφηκε πάλι στην εργασία της στο τραπέζι.

"Δεν θα αργήσουμε." Επέμεινε η Νατάσα με φωνή που δεν σήκωνε αντιρρήσεις.

"Καλά." Είπε η Ελίζα χαμογελώντας ψεύτικα. Έκλεισε το τετράδιο και κατέβηκε στο δωμάτιο της να φορέσει παπούτσια και μπουφάν.

Η Νατάσα την περίμενε κάτω στην είσοδο. Την ακολούθησε με μεγάλη αγωνία ως το αυτοκίνητο της και έφυγαν χωρίς να της πει που ακριβώς θα πάνε.

Λίγο αργότερα το βράδυ...

Η Ελίζα μπήκε στο σπίτι ελπίζοντας να μην τη δει κανείς σε αυτό το χάλι. Ο τρόπος που την ταπείνωσε η Νατάσα και στη συνέχεια τη χτύπησε ξανά και ξανά χωρίς ίχνος οίκτου στο βλέμμα της, επειδή έμαθε για την παράνομη σχέση της με τον Τζέρι, την κατέστρεψε τελείως ψυχολογικά, πέρα από τον πόνο που ένιωθε στα κόκαλα της και στο πρόσωπο. Για κακή της τύχη, ο πατέρας της καθόταν στο σαλόνι.

Ο Κρις τρελάθηκε μόλις είδε την κόρη του να μπαίνει με το πρόσωπο της γεμάτο μώλωπες, αναμαλλιασμένη και με μαυρισμένα μάτια.

"Μπαμπά..." Είπε εκείνη και δάκρυσε.

"Ελίζα;" Ο Κρις με μια κίνηση βρέθηκε μπροστά της. "Τι έπαθες, γλυκιά μου; Ποιος σ' έκανε έτσι;"

"Η Νατάσα..." Απάντησε η Ελίζα και ξέσπασε σε κλάματα στην αγκαλιά του. To μυαλό του θόλωσε από θυμό. Όμως τώρα προείχε να την παρηγορήσει.

"Ηρέμησε... Ηρέμησε." της είπε με απαλή φωνή. Έριξε μια ματιά στα σημάδια στο πρόσωπο της.

"Δεν είναι τίποτα, θα περάσουν. Έλα, θα σε βάλω να ξαπλώσεις. Και μετά θα πω δυο κουβέντες με τη Νατάσα."

****************

Καθώς το επόμενο κεφάλαιο είναι και το τελευταίο αυτού του μέρους, θα ήθελα για ακόμα μία φορά να ευχαριστήσω εσάς τους λίγους αλλά καλούς αναγνώστες που το διαβάζετε, ψηφίζετε, κάνετε σχόλια και γενικά υποστηρίζετε το βιβλίο μου και εμένα.

Το τέταρτο μέρος, το οποίο ξεκίνησε με θάνατο, τελειώνει με χωρισμό. Ο Κρις είναι έξαλλος για αυτό που έκανε η Νατάσα στην κόρη του και βρίζονται λίγο 😆! H Νατάσα αποφασίζει να πάρει διαζύγιο απ' τον Τζέρι και να φύγει απ' το σπίτι. Ο Κρις προβλέπει τρομερά πράγματα να συμβαίνουν σε όλους, ειδικά μετά την αλλαγή του Αλέξανδρου σε ανθρωποφάγο βρικόλακα και θέλει να προστατεύσει τη Νάνσυ. Τι αποφάσεις θα πάρει άραγε για εκείνη και για τη σχέση τους;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top