(4,3) Το Ταξίδι
Ο Τζέρι μπήκε στο δωμάτιο της Ελίζας. Ήθελε σαν τρελός να νιώσει ξανά την παράνοια του έρωτα τους και έψαχνε συνεχώς αφορμές, όμως πάντα τύχαινε να βρίσκεται είτε η Νατάσα εκεί κοντά, είτε ο Κρις, ο οποίος είχε πλέον ως σκοπό της ζωής του να μην συνεχιστεί η παράνομη σχέση τους. Πάντα ένιωθε το άγρυπνο βλέμμα του να παρακολουθεί την κάθε του κίνηση και αυτό τον εκνεύριζε αφάνταστα. Και η Ελίζα όμως έδειχνε να ενοχλείται και σίγουρα ήθελε κι εκείνη να συνεχίσει αυτό που είχαν αρχίσει.
Η Ελίζα έστρεψε το βλέμμα της απ' το παράθυρο- ενυδρείο και γύρισε να τον κοιτάξει. Φορούσε ένα μικροσκοπικό σετ πιτζάμας με σούπερ κοντό σορτς και ασφυκτικά στενό μπλουζάκι.
"Τι κάνεις γιατί μπαίνεις εδώ; Δεν το ξέρεις ότι ο πατέρας μου μας παρακολουθεί;" Του είπε.
"Δεν θα κάνουμε τίποτα. Απλά θέλω κάτι να σου πω." Η Ελίζα χαιρόταν που τώρα τουλάχιστον μιλούσαν σαν άνθρωποι. "Μου λείπει το κορμί σου." Της είπε ο Τζέρι κοιτάζοντάς την από πάνω ως κάτω.
"Κι εμένα το δικό σου." Του είπε και έλιωσε έτσι όπως την κοιτούσε.
"Θέλω να το ξανακάνουμε..." Συνέχισε ο Τζέρι με βαθιά φωνή.
"Κι εγώ... Δεν αντέχω άλλο..." Τα πρόσωπα τους βρίσκονταν σε απόσταση αναπνοής πλέον, όμως ξαφνικά ο Τζέρι απομακρύνθηκε ελαφρά προς τα πίσω και είπε:
"Έχω μια ιδέα. Το Σαββατοκύριακο θα πάρω άδεια απ' τη δουλειά για δύο μέρες και θα πάμε ένα ταξίδι στο χωριό Σάνκο. Τι λες;" Η Ελίζα πετούσε στα σύννεφα αυτή τη στιγμή, αλλά δεν άφησε να φανεί ο ενθουσιασμός της.
"Συμφωνώ." Είπε απλά.
Στο μεταξύ, η Νατάσα βρισκόταν ακριβώς έξω απ' το δωμάτιο. Είχε δει τον Τζέρι να μπαίνει και τον ακολούθησε αθόρυβα, άκουσε όλο τον ερωτικό τους διάλογο και οι υποψίες που είχε ήδη επιβεβαιώθηκαν.
Με τον άντρα μου τσουλάκι, ε; Θα σε φτιάξω εγώ. Όμως δεν θα έκανε καμία κίνηση ακόμα. Έπρεπε να κάνει υπομονή για να την τιμωρήσει όπως της αξίζει.
Ο Τζέρι μετά από λίγο πήγε να βρει τον Κρις και να του ανακοινώσει τη δικαιολογία για το ταξίδι του:
"Θα πάω στο χωριό Σάνκο για Σαββατοκύριακο. Με έστειλε ο αρχηγός για παρακολούθηση κάτι μυστικών πρακτόρων που έχουν ως σκοπό να μας κλείσουν όλους φυλακή. Το νου σου στη Νατάσα ε; Μη μάθω τίποτα..."
"Μην ανησυχείς. Έτσι κι αλλιώς εγώ έχω τη Νάνσυ." Είπε ο Κρις, που αν και του φαινόταν περίεργο που έφευγε τόσο ξαφνικά ο Τζέρι, συγχρόνως χαιρόταν που θα άφηνε την κόρη του ήσυχη. Και επίσης θα μπορούσε να πει στη Νάνσυ να μείνει μαζί του αυτές τις δυο μέρες.
"Δεν εννοώ εσένα. Κανένας άλλος να προσέχεις να μην της την πέσει. Παίζει πολύ το μάτι της τελευταία."
"Οκ, θα έχω το νου μου." Είπε ο Κρις, αν και καθόλου όρεξη δεν είχε να κάνει τη νταντά της Νατάσας.
"Πάω στο δωμάτιο μου να ετοιμάσω βαλίτσα." Είπε ο Τζέρι και κατευθύνθηκε προς τη σκάλα.
Λίγα λεπτά αργότερα, πλησίασε η Ελίζα τον πατέρα της.
"Μπαμπά, θέλω να σου ζητήσω μια χάρη." Του είπε.
"Σε ακούω."
"Το Σαββατοκύριακο η κολλητή μου η Κωνσταντίνα θα πάει με τους δικούς της στο εξοχικό τους στα Τροπικά Νησιά και μου είπε να πάω μαζί."
"Να πας, αλλά να προσέχεις." Της είπε.
"Εννοείται. Δεκαοχτώ κοντεύω. Ευχαριστώ μπαμπάκα." Του είπε και αφού τον αγκάλιασε χαρούμενη, του έδωσε ένα φιλί στο κρύο του μάγουλο. Έπειτα κατέβηκε τη σκάλα χοροπηδώντας σαν πεντάχρονο. Μόνο τότε θυμήθηκε ο Κρις ότι και ο Τζέρι Σαββατοκύριακο θα πήγαινε στο Σάνκο. Άραγε να ήταν σύμπτωση αυτό;
Πήγε στο δωμάτιο του, όπου τον περίμενε η Νάνσυ. Είχαν κάνει έρωτα πριν από λίγο και εκείνη βρισκόταν γυμνή κάτω από το πάπλωμα. Χαμογέλασε και ανασηκώθηκε όταν τον είδε, όμως σκοτείνιασε αμέσως όταν είδε την ανησυχία στο βλέμμα του εραστή της.
"Τι έχεις;" Τον ρώτησε.
"Περίεργα πράγματα συμβαίνουν σε αυτό το σπίτι. Όλοι φεύγουν..." Είπε ο Κρις και κάθισε στο κρεβάτι.
"Δηλαδή;"
"Πρώτα, φεύγει ο Αλέξανδρος εντελώς ξαφνικά και το μαθαίνουμε όλοι από τον Τζέρι. Μετά ο Τζέρι μου λέει ότι θα φύγει για δουλειά στο Σάνκο αυτό το σαββατοκύριακο και αμέσως μετά, έρχεται η κόρη μου και μου λέει ότι θέλει να πάει για το ίδιο Σαββατοκύριακο με την κολλητή της στα Τροπικά Νησιά. Τυχαίο;" Η Νάνσυ άπλωσε το χέρι της για να χαϊδέψει τα μαύρα ανάκατα μαλλιά του.
"Και πιστεύεις ότι σου είπαν ψέματα για να φύγουν οι δύο τους ανενόχλητοι;" Ρώτησε.
"Έχω μια υποψία, αλλά από την άλλη η Ελίζα δεν μου λέει ποτέ ψέματα. Την εμπιστεύομαι. Μπορεί απλά να θέλει να ξεφύγει λίγο από τον Τζέρι και από όσα έγιναν." Είπε και στράφηκε σε εκείνη. "Θέλεις να έρθεις να μείνεις εδώ αυτές τις δυο μέρες που θα λείπουν όλοι; Ευκαιρία είναι που έχω και ρεπό να περάσουμε λίγο παραπάνω χρόνο μαζί. Θα είναι μόνο η Νατάσα εδώ, αλλά δεν θα μας ενοχλήσει καθόλου." Η Νάνσυ πέταξε στα σύννεφα από τη χαρά της, αλλά δεν το έδειξε.
"Εντάξει." Του είπε. "Θα έρθω. Θα περάσουμε υπέροχα, ε;"
"Όπως περνάμε και τώρα." Είπε ο Κρις και αφού έβγαλε τα ρούχα του, ξάπλωσε δίπλα της και την φίλησε ξεκινώντας έτσι άλλο ένα ταξίδι στην αγκαλιά της. Αν και είχαν συμφωνήσει η σχέση τους να είναι ελεύθερη, χωρίς δέσμευση, ένιωθε πολλά πράγματα για αυτήν κι εκείνη το ίδιο. Όμως φοβόταν. Η απώλεια της Γιάννας τον είχε σημαδέψει ανεπανόρθωτα και δεν θα άντεχε άλλη μια τέτοια απώλεια εξαιτίας του.
Παρασκευή πρωί ο Τζέρι με την Ελίζα έφτασαν στο Χωριό Σάνκο. Ήταν ένα χωριό με οργιώδη βλάστηση και καθαρό αέρα, χτισμένο λίγο έξω από το Αμυντικό Τείχος, όπως το έλεγαν, που κάποτε ήταν τα παλιά σύνορα της χώρας. Στο κέντρο του μέσα σε τείχη ήταν χτισμένη η Απαγορευμένη Πλατεία, όπως την έλεγαν, με δεκάδες μαγαζιά και κήπους. Γύρω απ' τα τείχη της πλατείας έρεε ένας ποταμός ο οποίος κατέληγε σε διάφορες λίμνες. Δεν υπήρχαν ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι, μόνο χωματόδρομοι. Τα αυτοκίνητα απαγορεύονταν. Οι κάτοικοι και οι τουρίστες κυκλοφορούσαν μόνο με ποδήλατα η με τα πόδια. Λίγο έξω απ' τα τείχη της πλατείας και τον ποταμό, βρισκόταν το ένα και μοναδικό ξενοδοχείο του χωριού, χτισμένο πάνω σε ύψωμα, περιστοιχισμένο από δέντρα, με τα στρογγυλά του παράθυρα και τις μυτερές του οροφές, ένα κλασικό παραδοσιακό στυλ δηλαδή. Το χωριό αυτό είχε μεγάλη ιστορία ήδη από τον Μεσαίωνα και θεωρούνταν διατηρητέο.
Αφού ανέβηκαν γύρω στα πενήντα σκαλοπάτια, ο Τζέρι και η Ελίζα μπήκαν στο λόμπι του ξενοδοχείου και έκαναν τσεκ ιν. Οι τοίχοι ήταν όλοι ξύλινοι και τα έπιπλα παλιά και φθαρμένα, όμως εξέπεμπε μια απίστευτη ζεστασιά και θαλπωρή.
"Πως σου φαίνεται το ξενοδοχείο;" Τη ρώτησε ο Τζέρι.
"Τέλειο." Είπε η Ελίζα, που ακόμα δεν το πίστευε ότι βρισκόταν εδώ μαζί του. Σαν να ήταν κανονικό ζευγάρι. Ο Τζέρι την έπιασε και τη φίλησε με πάθος κάνοντας την καρδιά της για ακόμα μια φορά να λιώσει. Η Ελίζα συνειδητοποίησε πως είχε γίνει αυτό που δεν περίμενε με τίποτα: τον είχε ερωτευτεί. Από εκεί που δεν τον ήθελε καθόλου μάλιστα. Ακόμα βέβαια τριγυρνούσε στο μυαλό της η θεωρία ότι αυτός ο άντρας σκότωσε τη μητέρα της, όταν όμως την κοιτούσε στα μάτια απλά δεν το πίστευε.
"Σου υπόσχομαι ότι θα περάσουμε υπέροχα." Της είπε. "Θα αρχίσουμε από ένα φοβερό μέρος. Θα πάμε να μείνουμε σε μια κατασκήνωση το βράδυ." Η Ελίζα ενθουσιάστηκε. Ανέβηκαν στο δωμάτιο τους, μια σουίτα στην βόρεια πτέρυγα του κτίσματος, με απίστευτη θέα στο δάσος και τον ποταμό. Έκαναν έρωτα μέχρι να δύσει ο ήλιος.
Το βράδυ έφτασε. Η κατασκήνωση βρισκόταν σε ένα απομονωμένο ξέφωτο μέσα στο δάσος και στην πραγματικότητα επρόκειτο για μια μόνο σκηνή, μια τουαλέτα που όμως είχε χαλάσει το καζανάκι και μια ειδική κατασκευή σαν τζάκι για να ανάβουν οι επισκέπτες φωτιά. Η Ελίζα πλησίασε στην άκρη του ξέφωτου και κοίταξε την πλατεία που φαινόταν. Ο Τζέρι πλησίασε και την αγκάλιασε από πίσω.
"Σου αρέσει;" Τη ρώτησε και η κρύα ανάσα του χάιδεψε το αυτί της.
"Ω, Τζέρι... Είναι υπέροχο." Ψιθύρισε. Ο Τζέρι φίλησε τη βάση του λαιμού της και για ένα δευτερόλεπτο ένιωσε το φόβο μήπως της πιει το αίμα.
"Έλα να μπούμε στη σκηνή." Της είπε πάλι στο αυτί. Πλησίασαν μαζί και ο Τζέρι έβγαλε μερικά σεντόνια που πήρε απ' το ξενοδοχείο και τα έστρωσε μέσα.
Μπήκε πρώτα η Ελίζα. Ήταν αρκετά σκοτεινά. Έπειτα μπήκε ο Τζέρι, τα κόκκινα μάτια του έλαμπαν στο σκοτάδι και την κοιτούσαν λαίμαργα.
"Με ανάβουν πολύ αυτά που φοράς." Ξάπλωσε από πάνω της σχεδόν και άρχισε να τη φιλάει καθώς το χέρι του μπήκε κάτω από το μίνι μαύρο φόρεμα της. "Μμμ... Σου αρέσει;" Τη ρώτησε με λάγνα φωνή.
"Αχ, ναι, Τζέρι..." Είπε ξέπνοα η Ελίζα όσο το άγγιγμα του γινόταν όλο και πιο έντονο.
Λίγη ώρα μετά, η σκηνή άρχισε να τραντάζεται από τον ερωτικό χορό των δύο εραστών και οι φωνές τους αντήχησαν ως το βουνό. Έκαναν έρωτα ξανά και ξανά, ως τα ξημερώματα. Ο Τζέρι δεν κουραζόταν με τίποτα όπως ήταν φυσικό και η Ελίζα δεν τον χόρταινε και ας ήταν ξεθεωμένη. Κάποια στιγμή αποφάσισαν να σταματήσουν και τότε ένιωσε να βυθίζεται σε έναν ύπνο γλυκό στην αγκαλιά του, ώσπου άκουσε ξανά τη φωνή του:
"Ξύπνα, κουκλίτσα." Της είπε. "Σε λίγο βγαίνει ο ήλιος. Πρέπει να φύγουμε. Η Ελίζα ανασήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε.
"Καλημέρα, μωρό μου." Του είπε και τον φίλησε απαλά.
"Θα πρέπει να πεινάς." Της είπε εκείνος. Ο ίδιος είχε προμηθευτεί από το σπίτι αρκετές συσκευασίες αίματος μέσα σε ειδικό ψυγείο, επειδή δεν ήξερε αν είχαν συσκευασμένο αίμα εκεί και προφανώς δεν ήθελε να το ρισκάρει κυνηγώντας.
"Πάμε στο ξενοδοχείο για πρωινό;" Της πρότεινε.
"Πάμε." Απάντησε η νεαρή κοπέλα, που όντως πεινούσε μετά από μια τέτοια νύχτα πάθους.
Γύρισαν στο ξενοδοχείο λίγο πριν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου αρχίσουν να κάνουν την εμφάνιση τους πίσω απ' τα βουνά στην ανατολή. Στην τραπεζαρία μερικοί πελάτες είχαν ήδη αρχίσει να τρώνε πρωινό. Η Ελίζα έβαλε γάλα με δημητριακά, ενώ ο Τζέρι έφερε μια συσκευασία χυμού αίματος από το μικρό φορητό ψυγείο στο οποίο τις είχε μεταφέρει.
Κάθισαν ο ένας απέναντι στον άλλον σ' ένα απ' τα μακρόστενα, ξύλινα τραπέζια της αίθουσας. Έτρωγαν και έπιναν σιωπηλοί, ο καθένας χαμένος στις δικές του σκέψεις. Μέχρι το μπολ και η συσκευασία να αδειάσουν δεν είχαν ανταλλάξει ούτε μια κουβέντα.
"Τι έχεις, μωρό; Γιατί δεν μιλάς;" Τη ρώτησε τότε ο Τζέρι, αφού είχε καταλάβει πως κάτι την απασχολούσε. Η Ελίζα αποφάσισε να του πει αυτό που μέχρι χθες δεν τολμούσε:
"Σκέφτομαι, βρε Τζέρι μου... Γιατί να κρυβόμαστε; Γιατί δεν χωρίζεις τη Νατάσα, να χωρίσω κι εγώ τον Αλέξανδρο, να είμαστε κανονικά μαζί;"
Ωχ, αυτό δεν ήταν στο σχέδιο! Δεν ήθελα να με ερωτευτείς! Είπε μέσα του ο Τζέρι.
"Μα καλά, τι μου λες τώρα;" Της είπε με ύφος σαν να τον είχε προσβάλει. "Τι σε έπιασε και τα λες αυτά;"
"Είμαι... ερωτευμένη μαζί σου, Τζέρι..." Παραδέχτηκε εκείνη ντροπιασμένη.
"Το ξέρω. Το έχω καταλάβει. Όμως εγώ δεν είμαι. Η σχέση μας βασίζεται μόνο στο σεξ και το ξέρεις πολύ καλά. Μόνο αυτό μπορώ να σου προσφέρω. Έτσι κι αλλιώς, είσαι η κοπέλα του γιου μου. Ο Αλέξανδρος σ' αγαπάει, για αυτό δεν σε χώρισε παρά την απιστία σου." Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της Ελίζας και ακολούθησε κι άλλο.
"Μην κλαις. Το απόγευμα θα πάμε στο ποτάμι να κολυμπήσουμε." Της είπε ο Τζέρι για να της φτιάξει το κέφι.
"Ωραία." Είπε εκείνη σκουπίζοντας τα μάτια της.
Η Ελίζα κοιμήθηκε λίγες ώρες, το μεσημέρι έφαγε ένα πλούσιο γεύμα στην τραπεζαρία με τον Τζέρι για παρέα και το απόγευμα, μόλις έφθασε ο ήλιος στη δύση του, φόρεσαν μαγιό και πήγαν με τα ποδήλατα που είχαν νοικιάσει σε μια απ' τις μικρές παραλίες που είχαν σχηματιστεί στις όχθες του ποταμού.
Το νερό ήταν κάπως κρύο, αλλά ανεχόταν μετά από λίγη ώρα. Ήταν απίστευτα γαλήνιο και το πράσινο χρώμα από τα δέντρα αντανακλούσε επάνω του.
"Τέλεια είναι, ε;" Είπε ο Τζέρι και κολύμπησε προς το μέρος της.
"Ναι." Συμφώνησε η Ελίζα. Πάτησε τα πόδια του στον πάτο και τη σήκωσε στην αγκαλιά του τυλίγοντας τα πόδια της γύρω απ' τη μέση του. Της έδωσε ένα φιλί καυτό, παρά τα κρύα χείλη του και το ακόμα πιο κρύο νερό. Έπειτα άρχισε να περπατάει προς τα έξω, ώσπου έφτασε στην άκρη, εκεί που το νερό συναντούσε το έδαφος και κυλιστηκαν μαζί κάνοντας έρωτα μέσα στη λασπωμένη άμμο. Η σκέψη ότι ο Τζέρι είχε απορρίψει τα αισθήματα της τριγυρνούσε συνεχώς στο μυαλό της, όμως δεν το άφησε να χαλάσει τη στιγμή. Ύστερα ξαναμπήκαν μέσα για να ξεπλυθούν.
"Έχω και κάπου αλλού να σε πάω." Της είπε ο Τζέρι.
Βγήκαν ξανά βαστώντας ο ένας το χέρι του άλλου.
"Που θα πάμε τώρα;" Τον ρώτησε η Ελίζα.
"Στον Ναό του Παραδείσου. Είναι ένας αρχαίος ναός ψηλός και όμορφος. Θα τρελαθείς. Έλα, πάμε." Είπε ο Τζέρι και φόρεσε τη μπλούζα του.
"Περίμενε. Να μη στεγνώσουμε πρώτα;"
"Έχει ζέστη, θα στεγνώσουμε γρήγορα." Η Ελίζα φόρεσε το κοντό καφτάνι της πάνω απ' το μαγιό, φόρεσαν τα παπούτσια τους και κατευθύνθηκαν προς τα ποδήλατα.
Είχε αρχίσει να βραδιάζει καθώς διέσχιζαν τους χωματόδρομους ανάμεσα στα δέντρα. Ο Τζέρι γεμάτος αδρεναλίνη έτρεχε αρκετά γρήγορα, ενώ η Ελίζα από πίσω του πάσχιζε να τον ακολουθήσει.
"Περίμενε, Τζέρι!" Του φώναξε. Το να μείνει πίσω και να χαθεί μόνη της στις ερημιές δεν ήταν και ό,τι καλύτερο αυτή τη στιγμή. Ο Τζέρι τότε κατάλαβε ότι η Ελίζα είχε μείνει αρκετά πίσω και έκοψε ταχύτητα για να τον φτάσει. Πέρασαν ένα γεφύρι πάνω απ' το ποτάμι και έφτασαν σε ένα ανηφορικό στενό μονοπάτι όπου δεν μπορούσαν να ανέβουν τα ποδήλατα, οπότε τα άφησαν και συνέχισαν με τα πόδια.
Περπατούσαν για αρκετή ώρα. Η Ελίζα είχε αρχίσει να κουράζεται, καθώς το σκοτάδι έπεφτε όλο και πιο πυκνό και η ζέστη και η υγρασία έκαναν τη διαδρομή ακόμα πιο δύσκολη για αυτή.
"Πόσο τυχερός είσαι που δεν νιώθεις καθόλου τη ζέστη..." Είπε στον Τζέρι.
"Υπομονή. Σε λίγο φτάνουμε." Της είπε εκείνος γελώντας. Όντως, μετά από καμιά δεκαριά βήματα ακόμα, φάνηκε μπροστά τους ο επιβλητικός Ναός του Παραδείσου, ένα ψηλό αρχιτεκτονικό θαύμα σε οκτάγωνο σχήμα. Η Ελίζα κοίταξε με θαυμασμό προς τα επάνω. Δύο σειρές από μαρμάρινα σκαλιά οδηγούσαν στη βάση του πύργου. Τις ανέβηκαν, ενώ ένα ζευγάρι τουριστών μόλις κατέβαινε από εκεί χαμογελώντας εκστασιασμένοι. Πόσο ερωτευμένοι φαίνονταν και οι δύο... Έφτασαν στη βάση του πύργου και μπήκαν στο εσωτερικό του.
Όπως τα περισσότερα κτίσματα στο Σάνκο, έτσι και αυτό είχε στρογγυλά παράθυρα, χωρίς τζάμια, διακοσμημένους με λουλούδια και διάφορα σχέδια τοίχους και μια μαρμάρινη κυκλική σκάλα που οδηγούσε στα πάνω πατώματα. Λάμπες φθορίου φώτιζαν εντυπωσιακά τα τοιχώματα τώρα που είχε σχεδόν νυχτώσει. Ο Τζέρι είπε στην Ελίζα να τον ακολουθήσει και άρχισαν να ανεβαίνουν τις σκάλες.
Μετά τα πρώτα πατώματα του ναού οι σκάλες ήταν πλέον ξύλινες και λιγότερο διατηρημένες, όμως ευτυχώς έφτασαν στην κορυφή χωρίς να συμβεί κανένα απρόοπτο. Ο Τζέρι φυσικά είχε ξαναπάει σε αυτό το μέρος, είχε δει αυτά τα αξιοθέατα και το συγκεκριμένο ήταν αυτό που του άρεσε περισσότερο.
Η Ελίζα πλησίασε στο μπαλκόνι και κοίταξε τη θέα μέσα στο λυκόφως.
"Ουάου! Βλέπω όλο το χωριό από εδώ πάνω." Είπε εντυπωσιασμένη και ξεχνώντας αμέσως την κούραση της. "Κοίτα, Τζέρι, το Αμυντικό Τείχος." Ο Τζέρι πήγε πίσω της και την αγκάλιασε τρυφερά.
"Είδες τι όμορφα που είναι;" Της είπε και εκείνη συμφώνησε. Κοίταξαν για λίγο σιωπηλοί τη θέα που απλωνόταν μπροστά τους, την Απαγορευμένη Πλατεία και ένα τμήμα του Αμυντικού Τείχους στο βάθος.
"Πες μου, Τζέρι, πως μεταμόρφωσες τον πατέρα μου;" Ρώτησε κάποια στιγμή ξαφνικά η Ελίζα.
"Πως σου ήρθε αυτό;" Ρώτησε ο Τζέρι γελώντας.
"Απλά θυμήθηκα που μου είχε πει ο πατέρας μου πως εσύ τον μεταμόρφωσες. Πως έγινε αυτό;" Ο Τζέρι το σκέφτηκε λίγο και έφερε όλες αυτές τις παλιές αναμνήσεις ξανά στο μυαλό του.
"Λοιπόν..." Ξεκίνησε να λέει.
******
Η συνέχεια στο επόμενο κεφάλαιο! Θα δούμε την ιστορία του Κρις, την οποία διηγείται ο Τζέρι στην Ελίζα. Το παράνομο ζευγαράκι γυρίζει στο ξενοδοχείο και την επόμενη μέρα ετοιμάζεται να επιστρέψει στο σπίτι.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top