(4,2) Σκοτεινό Μονοπάτι
Ο Κρις είχε βάλει τον Τζέρι και τον Αλέξανδρο να καθίσουν στο σαλόνι ενώ ο ίδιος έκανε νευρικά πέρα δώθε.
"Για τελευταία φορά. Πείτε μου τι έγινε." Τους είπε.
"Αυτός να σου πει." Είπε ο Αλέξανδρος.
"Τζέρι, τι έγινε;" Ρώτησε τον φίλο του ο Κρις. "Γιατί παλεύατε;"
"Έκανα... Έγινε κάτι με τον κόρη σου." Παραδέχτηκε εκείνος και καθόλου δεν τον ένοιαζε. Άλλωστε η Ελίζα ήταν κι εκείνη μέρος του σατανικού του σχεδίου.
"Δηλαδή τι έγινε;" Ζήτησε να μάθει ο Κρις.
"Την πήδηξε!" Φώναξε ο Αλέξανδρος.
"Βούλωσε το!" Φώναξε και ο Τζέρι. Οι δύο βρικόλακες σηκώθηκαν όρθιοι, πάλι έτοιμοι να πιαστούν στα χέρια καθώς ο Κρις προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει αυτό που μόλις άκουσε.
"Λέει αλήθεια;" Ρώτησε πλησιάζοντας τον Τζέρι. "Με την κόρη μου;"
"Ναι." Είπε εκείνος. "Εκείνη με προκάλεσε."
"Λέει ψέματα!" Πετάχτηκε φωνάζοντας ο Αλέξανδρος. "Αυτός την παρέσυρε!"
"Σκάσε!" Του φώναξε ο Τζέρι.
"Μη μου λες εμένα σκάσε!" Και πήγαν να πιαστούν πάλι στα χέρια, όμως ο Κρις τους χώρισε για ακόμα μια φορά.
"Σταματήστε κι οι δυο!" Φώναξε. Η θέση του ήταν πολύ δύσκολη. Απ' τη μια έπρεπε να φερθεί σαν πατέρας και να προστατεύσει την Ελίζα, απ' την άλλη θύμωνε με τον εαυτό του που δεν είχε καταλάβει τίποτα για να επέμβει προτού γίνει το κακό. Ήθελε τόσο πολύ να σκοτώσει τον Τζέρι εκείνη τη στιγμή, μα συγκράτησε την οργή του. Δεν θα γινόταν σαν εκείνον. Αποφάσισε να κερδίσει λίγο χρόνο μέχρι να σκεφτεί τι θα κάνει από εδώ και πέρα.
"Λοιπόν. Για να μην τα μάθει αυτά η Νατάσα, θα τα ξεχάσουμε, εντάξει;" Είπε και στους δύο. "Εσύ Τζέρι δεν θα ξαναπλησιάσεις την κόρη μου. Κατάλαβες;"
"Ναι." Είπε αδιάφορα ο Τζέρι.
"Ωραία. Ας επιστρέψουμε στις δουλειές μας τώρα και ας κάνουμε σαν να μη συνέβη ποτέ." Είπε, αν και ο ίδιος δεν μπορούσε να διαγράψει κάτι τέτοιο.
Τι σόι πατέρας ήταν, αν δεν μπορούσε να προστατεύσει το κοριτσάκι του απ' τα χέρια εκείνου του τέρατος; Αφού ήξερε τι ήταν ο Τζέρι στο παρελθόν, γιατί πίστευε ότι όντως είχε αλλάξει και είχε υπερισχύσει ο καλός του εαυτός; Πόσο ηλίθιος ήταν... Και τώρα ήταν αναγκασμένος να κάνει σαν να μη συνέβη τίποτα, να εξακολουθεί να είναι φίλος του Τζέρι και να σωπαίνει μπροστά στη Νατάσα.
Βράδιασε. Ο Κρις είχε κλειστεί στο δωμάτιο του χαμένος στις σκέψεις του. Δεν κατάφερε να πάρει κουβέντα από την Ελίζα, καθώς και εκείνη κλεισμένη στο δωμάτιο της δεν ήθελε να δει κανέναν. Ένιωθε πως είχε αποτύχει πλήρως σαν πατέρας. Υποσχέθηκε στη Γιάννα να προσέχει την Ελίζα και να μην αφήσει τίποτα κακό να της συμβεί, κι όμως τώρα που άρχισαν να γίνονται τα χειρότερα δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα. Το μόνο που μπορούσε να κάνει τώρα ήταν να αποτρέψει τον Τζέρι απ' το να την πλησιάσει ξανά. Γιατί την επόμενη φορά ίσως της έκανε κάτι ακόμα χειρότερο.
Τις σκέψεις του διέκοψε μια κλήση στο κινητό του.
"Παρακαλώ;"
"Κρις; Δεν ξέρω, πήρα σωστά;" Η φωνή της νεαρής γυναίκας του φαινόταν πολύ γνωστή. "Η Νάνσυ είμαι. Με έσωσες απ' τη φωτιά πριν λίγες μέρες, και μου έδωσες τον αριθμό σου σε περίπτωση που χρειαστώ κάτι, θυμάσαι;"
"Φυσικά και θυμάμαι." Της είπε. Πως θα μπορούσε να ξεχάσει άλλωστε εκείνα τα κόκκινα μαλλιά που ξεχώρισε ανάμεσα στις φλόγες μέσα στο κτήριο που κατέρρεε; Ίσα που πρόλαβε να περάσει μέσα απ' τη φωτιά και να τη βγάλει έξω προτού γκρεμιστεί η οροφή λίγα δευτερόλεπτα μετά. Η νεαρή θνητή μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο με ελαφρά εγκαύματα και ο ίδιος της έδωσε τον αριθμό του να τον καλέσει αν χρειαστεί οτιδήποτε.
"Πως είσαι;" Τη ρώτησε.
"Είμαι μια χαρά τώρα. Χάρη σε εσένα. Αν δεν ήσουν εσύ, τώρα απλά δεν θα υπήρχα." Του είπε και ο Κρις ένιωσε ένα μελαγχολικό χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλη του.
"Έκανα απλά τη δουλειά μου." Της είπε.
"Το ξέρω, όμως... Νιώθω πως δεν σε ευχαρίστησα όπως σου άξιζε. Θα ήθελα... Χωρίς να με παρεξηγήσεις, απλά για να σου ανταποδώσω κάπως τη χάρη...αν θες και μπορείς, να βγούμε για ένα ποτό απόψε. Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω για ότι έκανες για μένα." Ο Κρις το σκέφτηκε. Χρειαζόταν σίγουρα ένα ποτό, ειδικά μετά από όλα όσα έγιναν στο σπίτι εκείνη τη μέρα. Αλλά ακόμα περισσότερο χρειαζόταν να βγει να ξεχαστεί με λίγη παρέα.
"Εντάξει." Της είπε. "Αν αυτό σε κάνει να νιώσεις καλύτερα... Που θα ήθελες να πάμε;" Η Νάνσυ του έδωσε τη διεύθυνση ενός μπαρ που βρισκόταν στο λιμάνι. Κανόνισαν να βρεθούν εκεί σε ένα δίωρο.
Το μπαρ ήταν μια παλιά αποθήκη στην άκρη του λιμανιού που παλιά τη χρησιμοποιούσαν για αποθήκευση κιβωτίων που έφερναν τα φορτηγά πλοία. Τώρα ήταν ένα μοντέρνο μπαρ- κλαμπ με ηλεκτρονική μουσική και φώτα σε διάφορα χρώματα που στριφογυρνούσαν και αναβόσβηναν συνεχώς. Βρήκε αμέσως τη Νάνσυ από τα μακριά, κόκκινα κυματιστά μαλλιά της. Φορούσε ένα ασπρόμαυρο κοντό φόρεμα, ασορτί κολάν και μαύρες γόβες. Το βάψιμο της ήταν πολύ απαλό, κι όμως φαινόταν πανέμορφη και εντυπωσιακή. Τον πλησίασε διστακτικά μόλις τον είδε. Δεν είχε καταλάβει αν ήξερε ότι στην πραγματικότητα ήταν βρικόλακας. Τα χρυσά του μάτια θα μπορούσαν να τον προδόσουν, άλλα και πάλι...
"Γεια..." Του είπε αμήχανα.
"Γεια σου, Νάνσυ ."
"Είσαι πολύ διαφορετικός χωρίς τη στολή του πυροσβέστη."
"Κι εσύ... Ε... Είσαι διαφορετική χωρίς τον καπνό και τη στάχτη στο πρόσωπο σου." Ο Κρις θεώρησε αμέσως ανόητο αυτό το αστείο, όμως η Νάνσυ γέλασε, που σήμαινε ότι τελικά δεν ήταν τόσο ανόητο. "Έλα, πάμε μέσα."
Μπήκαν στο κλαμπ, στο οποίο πολλοί θαμώνες, κυρίως νεαρής ηλικίας χόρευαν στην πίστα, ενώ στους παλιούς δερμάτινους καναπέδες κάποια ζευγάρια φιλιούνταν παθιασμένα. Φώτα και καπνοί κάλυπταν το χώρο γύρω τους, μια μπαργούμαν στο μπαρ με πολύχρωμα φανταχτερά ρούχα έφτιαχνε κοκτέιλ και ο dj έπαιζε τη μουσική του και κρατούσε το κέφι ζωντανό.
"Θα πιεις;" Ρώτησε ο Κρις την κοπέλα πλησιάζοντας επικίνδυνα το αυτί της για να τον ακούσει.
"Φυσικά." Του απάντησε και κατευθύνθηκε πρώτη προς το μπαρ. Ο Κρις παράγγειλε και για τους δύο, λέγοντας διακριτικά στην μπαργούμαν να προσθέσει ζωικό αίμα στο δικό του χωρίς να το καταλάβει η Νάνσυ, η οποία κουνούσε το κεφάλι της στο ρυθμό του κομματιού εκείνη την ώρα. Άρχισαν να πίνουν και να συζητούν.
"Ζεις πολύ καιρό στο Γεφυρολίμανο;" Τη ρώτησε ο Κρις.
"Όχι, μετακόμισα μόλις λίγες ημέρες πριν τη φωτιά. Τώρα μένω σε μια φίλη προς το παρόν μέχρι να βρω να νοικιάσω καινούργιο. Εσύ;"
"Εγώ ζω εδώ περίπου...δεκαοχτώ χρόνια." Της είπε.
"Δεκαοχτώ χρόνια; Δηλαδή σχεδόν μεγάλωσες εδώ; Πόσο είσαι, αν επιτρέπεται;" Τον ρώτησε.
Μάλλον δεν είχαν βρικόλακες στο μέρος από όπου κατάγεται... Συμπέρανε ο Κρις, όμως δεν ήθελε να της το αποκαλύψει ακόμα. Δεν ήξερε γιατί. Ίσως φοβόταν ότι η Νάνσυ θα τρόμαζε αν μάθαινε τι ήταν.
"Είμαι μεγαλύτερος από όσο φαίνομαι, πάντως." Της είπε. "Εσύ; Αν επιτρέπεται, φυσικά."
"Είκοσι πέντε." Απάντησε χαμογελαστή η Νάνσυ.
"Ούτε εσένα σου φαίνεται."
"Ευχαριστώ." Είπε και έκαναν την ίδια στιγμή την κίνηση να πιάσουν τα ποτά τους. Τα χέρια τους άγγιξαν κατά λάθος το ένα το άλλο και στιγμιαία η Νάνσυ το τράβηξε σαν να τη χτύπησε το ρεύμα! Σίγουρα είχε νιώσει το παγωμένο του άγγιγμα.
"Συγνώμη." Της είπε. "Γενικά έχω πολύ χαμηλή θερμοκρασία."
"Δεν πειράζει." Είπε εκείνη.
"Και για πες, με τι ασχολείσαι; Δουλεύεις;"
"Ναι, δουλεύω σε ένα εστιατόριο φαστ φουντ από την άλλη μεριά του λιμανιού. Λογικά θα το ξέρεις. Η τηγανιά του Βάγιου λέγεται."
"Ναι, το ξέρω. Είναι εκείνο στην προβλήτα, σχεδόν επάνω στη θάλασσα. Πολύ ωραίο. Και τι κάνεις εκεί; Φτιάχνεις μπέργκερ η κρατάς ταμείο;"
"Ταμείο, αλλά αν χρειαστεί να καλύψω κάποιον μπαίνω και στην κουζίνα. Να έρθεις όποτε θες να φας." Του είπε.
Εντάξει, ακόμα δεν έχει υποπτευθεί τίποτα. Κάποια στιγμή όμως θα πρέπει να το μάθει.
"Θα χαρώ πολύ να έρθω, φτάνει να είσαι κι εσύ εκεί." Της είπε και χαμογέλασαν ο ένας στον άλλον. Ο Κρις φρόντισε να μη φανούν οι κυνόδοντες του.
"Προσωρινά δουλεύω εκεί μέχρι να βρω κάτι καλύτερο. Ίσα για να πληρώνω το ενοίκιο." Του είπε, και ο Κρις κατάλαβε ότι η όμορφη Νάνσυ ήταν το απλό κορίτσι της διπλανής πόρτας, μια φτωχή κοπέλα που ζούσε με ενοίκιο και τα έβγαζε πέρα δύσκολα, όμως συγχρόνως ήταν γεμάτη ενέργεια και όρεξη για ζωή. Ένιωσε μια περίεργη ανάγκη να τη βοηθήσει και να την προστατεύσει. Κάτι ένιωθε όταν του χαμογελούσε, όταν τον κοιτούσε με αυτά τα καστανά ζεστά μάτια της. Κάτι ένιωθε, όμως ήταν λάθος. Δεν είχε ξεπεράσει ακόμα το χαμό της Γιάννας, και το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να μπλέξει σε μια ερωτική περιπέτεια τη στιγμή που δεν ήταν καν έτοιμος να δεσμευτεί ξανά, ειδικά με μια νεαρή αθώα θνητή.
"Χορεύουμε;" Τον ρώτησε η Νάνσυ όταν τελείωσαν τα ποτά τους.
"Ναι, φυσικά." Της είπε ο Κρις. Πήγε στην πίστα και την ακολούθησε. Άρχισαν να χορεύουν. Η Νάνσυ τον κοιτούσε με αθωότητα και νάζι συγχρόνως καθώς τα κορμιά τους κινούνταν μαζί και αγγίζονταν ποτέ πότε. Κάποια στιγμή εκείνη βρέθηκε να χορεύει κολλημένη πάνω του με τα χέρια της στο κολάρο του μαύρου πουκάμισου του...και ακούμπησε τα χείλη της στα δικά του. Ξαφνιάστηκε στην αρχή, σαν να απόρησε που ήταν κι αυτά παγωμένα...όμως συνέχισε το φιλί τους σαν να ήταν κάτι το οποίο έκαναν χρόνια οι δύο τους. Μέσα στη μουσική, τα εφέ και τους καπνούς, ο Κρις δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο. Παραδόθηκε στο ζεστό φιλί της και ένιωσε μετά από καιρό και πάλι ανθρώπινος για λίγο. Όμως η εικόνα της Γιάννας πρόβαλε στο μυαλό του και σταμάτησε απότομα.
"Πάμε να πιούμε άλλο ένα ποτό. Πρέπει να σου πω κάποια πράγματα." Της είπε. Η νεαρή τον κοίταξε στα μάτια και ένευσε. Κάθισαν ξανά στο μπαρ. Ο Κρις της κράτησε το χέρι. Ήθελε τόσο να της το πει, όμως δεν μπορούσε. Κάτι τον σταματούσε.
"Είσαι πάντα τόσο παγωμένος;" Τον ρώτησε εκείνη.
"Πάντα. Όμως... Δεν είναι μόνο αυτό που θέλω να σου πω."
"Περίμενε." Η Νάνσυ έκανε νόημα στη μπαργούμαν να τους φέρει αλλά δυο ίδια με τα προηγούμενα. "Ξέρω τι θες να μου πεις. Είσαι παντρεμένος." Είπε με απογοήτευση.
"Τι; Που το έβγαλες αυτό το συμπέρασμα;"
"Από αυτό εδώ." Είπε και έδειξε τη βέρα στον παράμεσο του χεριού το οποίο κρατούσε το δικό της. "Δεν πειράζει, Κρις, καταλαβαίνω. Καλά ήταν όσο κράτησε..."
"Όχι, όχι, με παρεξήγησες Νάνσυ. Χήρος είμαι." Εξηγήθηκε. "Η γυναίκα μου πέθανε πριν δύο χρόνια."
"Ω..." Έκανε εκείνη. "Λυπάμαι πολύ. Δεν πειράζει όμως. Συγνώμη αν σε έφερα σε δύσκολη θέση όταν σε φίλησα."
"Δεν με έφερες σε δύσκολη θέση. Ίσα ίσα μου άρεσε. Όμως είναι νωρίς ακόμα. Ας πιούμε και ας διασκεδάσουμε απόψε, όμως για αύριο δεν σου υπόσχομαι τίποτα." Η Νάνσυ χαμογέλασε με κατανόηση. Ήπιαν και κουβέντιασαν λίγο ακόμα, χωρίς ο ίδιος να της αποκαλύψει πολλά για τον εαυτό του. Το ότι τον κατανοούσε και τον καταλάβαινε ήταν αρκετό, και του άρεσε η παρέα της.
Λυπήθηκε όταν πέρασε η ώρα και έπρεπε να φύγουν. Είχαν ζαλιστεί λιγάκι απ' το ποτό. Βγήκαν έξω και προχώρησαν ως το δρόμο.
"Κρις, το ξέρω ότι σε γνωρίζω πολύ λίγο, αλλά μου αρέσεις πραγματικά. Δεν θέλω να σε πιέσω ούτε να συνεχίσει αυτό που έχουμε αν δεν είσαι έτοιμος, απλά ήθελα να το ξέρεις."
Τι στο καλό πας να κάνεις Κρις; Του φώναζε μια φωνή μες στο κεφάλι του, όμως εκείνος την ήθελε τόσο πολύ, δεν ήθελε να τελειώσει η βραδιά από τώρα. Την έσφιξε στην αγκαλιά του και τη φίλησε ξανά για αρκετή ώρα. Αν και δεν του θύμιζε καθόλου τη Γιάννα, ούτε η εμφάνιση ούτε ο χαρακτήρας της, το συναίσθημα που ένιωθε του ήταν πολύ οικείο.
"Πάμε σπίτι σου;" Του πρότεινε εκείνη μετά από λίγο, ακόμα στην αγκαλιά του. "Ας μην το τελειώσουμε από τώρα... Ας περάσουμε και την υπόλοιπη νύχτα μαζί και όπου μας βγάλει." Ήταν απίστευτο, σχεδόν σαν να διάβασε τη σκέψη του. Όμως κάτι τον εμπόδιζε.
"Πως μπορείς και με εμπιστεύεσαι έτσι απλά;" Τη ρώτησε αφήνοντας την απ τα χέρια του. "Και που ξέρεις ότι δεν είμαι επικίνδυνος; Ότι δεν θα σου κάνω κακό;"
"Μου έσωσες τη ζωή." Αντέτεινε εκείνη.
"Είμαι πυροσβέστης. Είναι η δουλειά μου να σώζω ζωές. Στην πραγματικότητα όμως..." Δεν τον άφησε να συνεχίσει, καθώς σφράγισε και πάλι τα χείλη του με τα δικά της.
"Δεν φοβάμαι." Του είπε. "Εκτός και αν έχουν πρόβλημα οι συγκάτοικοι σου. Αν είναι έτσι τότε πάμε στο δικό μου." Ο Κρις τόσο πολύ που την ήθελε, δεν το σκέφτηκε παραπάνω.
"Όχι, δεν νομίζω να έχουν πρόβλημα. Πάμε σπίτι μου." Και της έπιασε το χέρι για να την οδηγήσει στο αυτοκίνητο.
Έβαλε χαμηλά μουσική και ξεκίνησαν. Οδηγούσε σιωπηλός, ρίχνοντας της μια στο τόσο κλέφτες ματιές. Ήταν τόσο όμορφη, σαν ένας αθώος άγγελος που θα τον έσωζε. Αν υπήρχε όντως ελπίδα σωτηρίας για την ψυχή του. Πέρασαν τα ψηλά κτήρια και την πολυσύχναστη πλατεία με τους σχεδόν άδειους δρόμους, στη συνέχεια τη γέφυρα και έφτασαν στο τριώροφο σπίτι.
Ο Κρις ήλπιζε να μην συναντούσε τον Τζέρι η τη Νατάσα, γιατί θα άρχιζαν τις ερωτήσεις σχετικά με την κοπέλα. Το ρίσκαρε η αλήθεια είναι που την πήγαινε εκεί. Όμως την είχε ανάγκη. Δεν σκεφτόταν τι θα γινόταν στη συνέχεια, το μόνο που ήθελε ήταν να περάσει μια μαγική νύχτα μαζί της.
"Πολύ ωραίο σπίτι." Του είπε η Νάνσυ μόλις πάρκαρε και βγήκαν.
Μπήκαν στο σαλόνι, στον καναπέ του οποίου καθόταν η Ελίζα και έβλεπε τηλεόραση.
"Δεν κοιμάσαι ακόμα; Πέντε πήγε." Της είπε ο Κρις βλέποντας την, γνωρίζοντας πως χρειαζόταν να κοιμάται ίσες ώρες όσες και οι κοινοί θνητοί.
"Πως μπορώ να κοιμηθώ με τόσα που γίνανε;" Του είπε η Ελίζα και τον κοίταξε. Τα μάτια της ήταν πολύ κουρασμένα και η ίδια φαινόταν αδύναμη και ευάλωτη. Σηκώθηκε και πλησίασε. Κοίταξε τη Νάνσυ από πάνω ως κάτω.
"Ποια είναι αυτή;" Ρώτησε.
"Νάνσυ , αυτή είναι η κόρη μου η Ελίζα. Ελίζα, τη Νάνσυ από εδώ την είχα σώσει στη μεγάλη φωτιά που σου είχα πει τις προάλλες και βγήκαμε απόψε για ποτό για να με ευχαριστήσει."
"Χάρηκα, Ελίζα." Της είπε η Νάνσυ και έτεινε το χέρι της. Η Ελίζα δεν έκανε την κίνηση να το σφίξει.
"Και απ' ότι κατάλαβα, μάλλον δεν σε ευχαρίστησε αρκετά με ένα ποτό και ήρθατε να συνεχίσει και εδώ, ε;" Είπε ειρωνικά σταυρώνοντας τα χέρια κάτω απ' το στήθος της.
"Ελίζα, δεν ντρέπεσαι;!" Της φώναξε ο πατέρας της.
"Εσύ θα έπρεπε να ντρέπεσαι! Η μαμά δεν έχει κλείσει ούτε δύο χρόνια που έχει πεθάνει και εσύ φέρνεις γκόμενα εδώ;! Να την πήγαινες σε ένα ξενοδοχείο!" Φώναξε και ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες.
"Ε... Εγώ καλύτερα να πηγαίνω. Δεν ήθελα να σας αναστατώσω. Συγνώμη." Είπε ντροπιασμένη η Νάνσυ και πήγε να φύγει, όμως το δυνατό χέρι του Κρις τη σταμάτησε.
"Όχι, περίμενε. Συγχώρεσε την Ελίζα. Πέρασε μια δύσκολη μέρα σήμερα."
"Εντάξει." Είπε ξεφυσώντας εκείνη. "Έχει δίκιο πάντως. Δεν ήταν και ότι καλύτερο να με φέρεις εδώ απόψε. Αν ήξερα ότι είχες παιδί δεν θα πρότεινα καν να έρθουμε."
"Εγώ φταίω, έπρεπε να στο πω και αυτό. Τέλος πάντων, αν δεν θέλεις..."
"Όχι, θέλω." Είπε τελικά εκείνη. "Πάμε στο δωμάτιο σου."
Ο Κρις είχε αλλάξει δωμάτιο. Δεν είχε πλέον το ίδιο που μοιραζόταν στον πρώτο όροφο μαζί με τη Γιάννα, αλλά είχε μεταφερθεί στον δεύτερο, στο κεντρικό δωμάτιο με θέα τη θάλασσα, τη γέφυρα και την άλλη μεριά της πόλης με τα φωτισμένα κτήρια. Η Νάνσυ πλησίασε στο παράθυρο για να θαυμάσει τη θέα. Ένα αμυδρό φως είχε αρχίσει να φαίνεται από την πλευρά της ανατολής, λίγο πριν βγει ο ήλιος πάνω από τη γραμμή του ορίζοντα.
"Ωραία δεν είναι;" Άκουσε τη φωνή του Κρις δίπλα της. Γύρισε και τον είδε να στέκεται τόσο κοντά της, που η κρύα ανάσα του της χάιδευε το αυτί και την έκανε να ανατριχιάσει.
"Υπέροχα." Απάντησε και γύρισε για να τον αγκαλιάσει.
"Στάσου." Τη σταμάτησε πριν τον φιλήσει και χαθεί εντελώς ο έλεγχος. "Υπάρχει και κάτι άλλο που πρέπει να μάθεις για εμένα. Και μπορεί να μη σου αρέσει."
"Τι είναι;" Απόρησε ελαφρώς φοβισμένη. Ο Κρις ξεκούμπωσε τα πρώτα κουμπιά απ' το πουκάμισο του και της έδειξε το σημάδι της μεταμόρφωσης του στη βάση του λαιμού του. Η Νάνσυ έβγαλε ένα επιφώνημα έκπληξης και το άγγιξε με τα δάχτυλα της.
"Μα... Αυτό μοιάζει με δάγκωμα. Και συγκεκριμένα με δάγκωμα από..."
"Βρικόλακα." Της απάντησε ο Κρις και έπειτα άνοιξε τα χείλη του εντελώς για να φανούν οι μυτεροί κυνόδοντες. Η Νάνσυ πισωπάτησε φοβισμένη.
"Μη φοβάσαι, δεν πρόκειται να σου κάνω κακό. Πίνω μόνο αίμα ζώων. Ήμουν θνητός, μεταμορφώθηκα πριν από περίπου εξήντα χρόνια, όμως πλέον έχω αλλάξει και απαλλαγεί πλήρως από τη δίψα μου για ανθρώπινο αίμα. Αυτό δεν με κάνει λιγότερο τέρας από εκείνους."
"Η αλήθεια είναι ότι το είχα υποψιαστεί." Είπε η Νάνσυ .
"Πότε;" Τη ρώτησε.
"Είχα ακούσει για τους βρικόλακες που ζουν ελεύθερα ανάμεσα μας σε αυτή την πόλη, όμως εκείνοι έχουν κόκκινα μάτια, οπότε δεν το κατάλαβα αμέσως λόγω του χρώματος των ματιών σου. Άρχισα να σε υποψιάζομαι όμως, όταν έπιασα το χέρι σου και ήταν κρύο, καθώς και απ' το μυστήριο σχετικά με την ηλικία σου. Και επίσης, έχεις αρκετά μεγάλη κόρη." Ο Κρις χαμογέλασε με λίγη πικρία.
"Η Ελίζα δεν είναι κανονική βρικόλακας. Λέγεται Λευκή. Η μητέρα της ήταν θνητή και πήρε περισσότερα γονίδια από εκείνη, όντας έτσι κατά ογδόντα τις εκατό άνθρωπος. Πολύ σπάνια περίπτωση αλλά συμβαίνει." Κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι. "Καταλαβαίνω ότι μπορεί να φοβάσαι και να θες να φύγεις ύστερα από όλα αυτά. Και δεν θα σε εμποδίσω. Ήθελα μόνο να μάθεις την αλήθεια." Η Νάνσυ τον κοίταξε στα μάτια και του χάρισε το πιο ζεστό χαμόγελο που είχε δει ποτέ του.
"Η γνώμη μου για σένα δεν αλλάζει. Είσαι ακόμα ο σωτήρας μου και θέλω να γίνεις πολλά παραπάνω. Έστω για απόψε." Πλησίασε αργά το πρόσωπο της στο δικό του και τα χείλη τους ενώθηκαν για ακόμα μια φορά. Χωρίς να βιάζονται, τα χέρια του ενός άγγιζαν το σώμα του άλλου καθώς αφαιρούσαν ένα- ένα τα ρούχα τους.
Ο Κρις ακόμα είχε άπειρες αμφιβολίες. Αναρωτιόταν αν ήταν σωστό και φοβόταν πως θα την πλήγωνε αν δεν μπορούσε να της προσφέρει όλα αυτά που θα ήθελε: δέσμευση και συναισθηματική ασφάλεια. Όσο και αν του άρεσε, όσο και αν την ήθελε ήταν πολύ μπερδεμένος ακόμα και ειδικά ύστερα από αυτό θα μπερδεύονταν ακόμα περισσότερο τα αισθήματα του. Τώρα όμως ήταν μέσα της. Τώρα την κοιτούσε και χανόταν στα μάτια της καθώς έπαιρνε την ενέργεια απ' το κορμί της και καθώς ο ήλιος ανέτειλε και τους φώτιζε μέσα απ' τα ειδικά τζάμια του παραθύρου, που άφηναν μεν το φως να περάσει αλλά κρατούσαν απ' έξω τη θερμότητα και τις βλαβερές συνέπειες του ήλιου.
Ξημέρωσε. Απ' την άλλη μεριά του σπιτιού, ο Αλέξανδρος κοιτούσε μέσα απ' τα θολά από την υγρασία τζάμια το φως του ήλιου και χαμένος στις σκέψεις του σκεφτόταν όλα αυτά που έγιναν την ημέρα που πέρασε. Δεν ήξερε αν όντως έπρεπε να πιστέψει την Ελίζα ότι ο Τζέρι την παρέσυρε. Προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του για αυτό, το ντύσιμο της όμως τις προηγούμενες μέρες μαρτυρούσε ακριβώς το αντίθετο. Δεν ήξερε αν έπρεπε να τη μισήσει κι εκείνη η μόνο εκείνο το κτήνος τον "πατέρα" του. Μήπως έφταιγε κι ο ίδιος για όλα αυτά; Μήπως δεν ήταν αρκετά καλός για εκείνη; Όπως και να είχαν τα πράγματα, η αποκάλυψη της εκείνη τη στιγμή τον τύφλωσε και έβγαλε από μέσα του μια πιο σκοτεινή πλευρά του εαυτού του. Ήθελε τόσο να τη σκοτώσει εκείνη τη στιγμή, αντί για αυτό όμως έβγαλε όλο το θυμό και το μένος του στον Τζέρι. Η πόρτα άνοιξε ξαφνικά. Γύρισε και είδε εκείνο το τέρας να μπαίνει στο δωμάτιο και τον πλησίασε, ήρεμος πλέον.
"Τι θες;" Τον ρώτησε με συγκρατημένο θυμό.
"Συγνώμη." Είπε ο Τζέρι κοιτάζοντας το πάτωμα. Δεν φαινόταν και τόσο μετανιωμένος όμως...
"Νομίζεις ότι με ένα συγνώμη μπορείς να λύσεις τα πάντα;" Του είπε, και έπειτα από μια παύση: "Γιατί το έκανες αυτό;"
"Για να σε σκληραγωγήσω."
"Τι;" Απόρησε εκείνος.
"Θέλω να σε κάνω να μισήσεις τους λευκούς βρικόλακες γιατί είναι κατώτεροι από εμάς." Ο Αλέξανδρος άρχισε να νευριάζει.
"Μα τι μαλακίες είναι αυτές που λες; Έχεις πιει πάλι;"
"Άφησε με να σου εξηγήσω." Είπε ο Τζέρι. Η στιγμή της αλήθειας είχε φτάσει:
"Τόσα χρόνια σε προπονούσα για να γίνεις δυνατός και σκληρός σαν εμένα. Όμως η Λίζα είχε αρχίσει να σε μαλακώνει."
"Άντε πάλι!" Φώναξε ο Αλέξανδρος. "Όλο να γίνω σαν εσένα μου λες και πότε δεν καταλαβαίνω τι σκατά εννοείς! Πες μου!"
"Μη φωνάζεις." Προσπάθησε να τον ηρεμήσει ο Τζέρι. "Θα σου πω. Εμείς οι ανθρωποφάγοι βρικόλακες είμαστε αιώνιοι εχθροί με τους ζωοφάγους. Οι καθαροί θεωρούνται ακόμα κατώτεροι, γιατί ντροπιάζουν τη σατανική φήμη των βρικολάκων και εξαιτίας τους, οι άνθρωποι δεν μας φοβούνται πια όπως παλιά. Οι λευκοί θεωρούνται ο πάτος της βαμπιρικής φύσης, ανίκανοι να σκοτώσουν, μπασταρδεμένοι με ανθρώπινο αίμα. Μας είναι χρήσιμοι για μοναδικά ένα σκοπό: αν γευτούμε το αίμα τους, σύμφωνα με το θρύλο αποκτούμε άγνωστες ειδικές υπερφυσικές δυνάμεις. Όσον αφορά σε εσένα, η μάνα σου αποφάσισε να σε κάνει καθαρό ζωοφάγο χωρίς να ρωτήσει την άποψη μου. Όμως ποτέ δεν είναι αργά. Για αυτό σε προπονώ, για αυτό προσπαθώ να σε κάνω σκληρό και κακό. Θέλω να σε ανεβάσω στο επίπεδο μου. Θέλω να σε κάνω ανθρωποφάγο βρικόλακα σαν εμένα." Ο Αλέξανδρος τον άκουγε με θυμό και αηδία τόση ώρα, όμως όταν του αποκάλυψε το τελικό του σχέδιο, ο φόβος φώλιασε στην ψυχή του.
"Μα...δεν θέλω να κάνω κακό σε κανέναν." Είπε.
"Θα είσαι ανώτερο ον, ανόητε!" Του φώναξε. "Έχεις γεννηθεί βρικόλακας, θα έχεις περισσότερες δυνάμεις ακόμα και από εμένα!"
"Όχι... Δεν θέλω να γίνει αυτό!" Φώναξε ο Αλέξανδρος. "Δεν θέλω να γίνω δολοφόνος σαν εσένα!"
"Θα πιεις ανθρώπινο αίμα θες δεν θες! Και μετά θα σου αρέσει και θα θέλεις να πίνεις συνέχεια!"
"Αυτό δεν πρόκειται να γίνει!" Επέμεινε ο Αλέξανδρος.
"Καλά." Ηρέμησε ξαφνικά ο Τζέρι. "Ξεκουράσου τώρα και τα λέμε το απόγευμα." Και βγήκε.
Το είχε προβλέψει αυτό, ότι ο γιος του θα τον μισήσει. Άλλωστε και ο ίδιος δεν μισούσε τον εαυτό του για όλα αυτά που έκανε; Δεν μπορούσε να κάνει πίσω όμως. Είχε χάσει την ψυχή του. Το μόνο που του απέμενε ήταν να μείνει πιστός στο σχέδιο του και όταν ο Αλέξανδρος γινόταν σαν και αυτόν, σίγουρα θα προτιμούσε τον καινούργιο του εαυτό και θα κέρδιζε ξανά το σεβασμό και την αγάπη του.
Πήγε στο υπόγειο του, στην αίθουσα που έκανε τα μυστικά του πειράματα. Είχε φτιάξει ένα υγρό το οποίο κοιμίζει ακόμα και βρικόλακα, βούτηξε ένα πανί σε αυτό και ανέβηκε πάλι στο δωμάτιο του Αλέξανδρου. Πριν προλάβει να αντιδράσει αυτός και να ξεφύγει, βρέθηκε μπροστά του, τον άρπαξε και του κάλυψε με το μαντήλι το στόμα και τη μύτη του και το κράτησε εκεί μέχρι τα μάτια του να κλείσουν και να σταματήσει να παλεύει για να φύγει.
Ο Αλέξανδρος ξύπνησε σε ένα άγνωστο παλιό κρεβάτι, σε ένα σκοτεινό δωμάτιο χωρίς παράθυρο.
"Που βρίσκομαι;" Αναρωτήθηκε χωρίς να θυμάται πως βρέθηκε εκεί. Σηκώθηκε με δυσκολία. Στο δωμάτιο υπήρχε επίσης μια παλιά λάμπα που φώτιζε ελάχιστα το ταβάνι και μια βρόμικη λεκάνη τουαλέτας. Πλησίασε και άγγιξε έναν έναν τους τοίχους, προσπαθώντας να βρει μια πόρτα, όμως μάταια.
"Πατέρα;!" Φώναξε με μια ελπίδα ότι βρισκόταν κάπου στο υπόγειο του και εκείνος θα τον άκουγε.
"Είσαι στο υπόγειο, Αλέξανδρε." Επιβεβαίωσε τη σκέψη του η φωνή του από την άλλη μεριά του τοίχου. "Έπρεπε να το κάνω. Σε λίγες μέρες η δίψα θα σε τρελάνει. Θα θες να πιεις από οτιδήποτε, ακόμα και από άνθρωπο." Τότε θυμήθηκε τι είχε γίνει ο Αλέξανδρος.
"Είσαι ένα τέρας!" Του φώναξε.
"Το ξέρω." Ακούστηκε ξανά η φωνή του, πιο σατανική αυτή τη φορά, σχεδόν στα όρια της τρέλας.
"Η μαμά δεν θα σε αφήσει να το κάνεις!"
"Η μαμά σου δεν πρόκειται να σε βοηθήσει. Δεν ξέρει καν ότι είσαι εδώ κάτω. Είπα σε εκείνη, όπως και στον Κρις και στην Ελίζα, ότι πήγες ένα μικρό ταξιδάκι. Και μη δοκιμάσεις να φωνάξεις. Το υπόγειο έχει πλήρη ηχομόνωση, ακόμα και για βαμπιρικα αυτιά, και μόνο εγώ έχω το κλειδί!"
"Θα το πληρώσεις αυτό! Όποιον και αν μου φέρεις, δεν πρόκειται να τον σκοτώσω!"
"Αυτό θα το δούμε." Είπε ο Τζέρι. "Καλή διαμονή, Αλέξανδρε." Και η φωνή του τώρα ακούστηκε από πιο μακριά.
Άκουσε τα βήματα του σε συνδυασμό με ένα σατανικό, ανατριχιαστικό γέλιο, έπειτα την πόρτα του υπόγειου να ανοίγει, να ξανακλείνει και να κλειδώνει.
Όσο και αν φώναζε ο Αλέξανδρος, όσο και αν εκτόξευε κατάρες προς τον Τζέρι και συγχρόνως εκλιπαρούσε για βοήθεια, όντως κανένας δεν τον άκουσε.
********
Στο επόμενο κεφάλαιο: Τι θα γίνει με τον Τζέρι και την Ελίζα; Προσπαθούν να ξαναβρεθούν με κάθε ευκαιρία, όμως ο Κρις φροντίζει πάντα για το αντίθετο. Για αυτό ο Τζέρι προτείνει στην Ελίζα να εξαφανιστούν οι δύο τους για ένα σαββατοκύριακο και πηγαίνουν ταξίδι σε ένα γραφικό χωριό κάπου στη χώρα. Το χωριό που θα περιγράψω είναι δημιούργημα της φαντασίας μου, όπως και ο υπόλοιπος κόσμος στον οποίο διαδραματίζεται η ιστορία απ' ότι θα έχετε καταλάβει. Στο χωριό αυτό, ο Τζέρι και η Ελίζα επισκέπτονται διάφορα μέρη, αλλά συγχρόνως περνούν χρόνο σαν ζευγάρι. Και υπάρχει και μια αναδρομή στο παρελθόν, η οποία θα ολοκληρωθεί στο μεθεπόμενο κεφάλαιο.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top