(4,1) Επικίνδυνο Πάθος
"ΒΟΗΘΕΙΑ! ΤΖΕΡΙ!" Φώναζε η Γιάννα με όσες δυνάμεις της είχαν απομείνει, καθώς ένιωθε το νερό με το χλώριο της πισίνας να εισχωρούν στους πνεύμονες της και να την πνίγουν. Άρχισε να χάνει τις αισθήσεις της και να βυθίζεται καθώς όλη της η ζωή περνούσε μπροστά από τα μάτια της, όλες οι καλές και κακές στιγμές, κυρίως με τον Κρις και την κόρη της, αλλά και οι αμαρτίες που είχε κάνει.
Συγχώρεσε με, Θεέ μου, και προστάτευσε την οικογένεια μου από κάθε κακό. Προσευχήθηκε μέσα της. Το τελευταίο πράγμα που είδε ήταν τα κόκκινα μάτια του Τζέρι να την κοιτούν πάνω από την επιφάνεια του νερού.
Δύο χρόνια μετά...
Στο νεκροταφείο της πόλης, μπροστά από ένα μοναχικό τάφο, δύο σκοτεινές φιγούρες στέκονταν σιωπηλοί. Μερικές σκόρπιες ψιχάλες είχαν αρχίσει να πέφτουν, αλλά δεν τους ενοχλούσαν ιδιαίτερα.
"Σου λείπει κι εσένα, ε;" Έσπασε τη σιωπή η Ελίζα, κοιτάζοντας τον πατέρα της με τα μάτια και των δύο να λάμπουν στο σκοτάδι.
"Όσο δεν φαντάζεσαι." Απάντησε ο Κρις. "Τουλάχιστον έχω εσένα και μου τη θυμίζεις." Η Ελίζα κοίταξε πάλι τον τάφο της μητέρας της, με τη φωτογραφία, το ονοματεπώνυμο και τις ημερομηνίες γεννήσεως και θανάτου της.
"Μπαμπά, δεν ήταν λίγο περίεργος ο θάνατος της;" Ρώτησε σκεπτική. "Θέλω να πω, πως είναι δυνατόν να πνίγηκε σε μια τόσο μικρή πισίνα; Και γιατί δεν πρόλαβε να τη σώσει ο Τζέρι;"
"Δεν έχει σημασία τώρα πια." Αποκρίθηκε ο Κρις. "Αν φταίει όντως ο Τζέρι, εγώ θα το ανακαλύψω. Τώρα όμως προέχει να σε προστατεύσω με όλους αυτούς τους βρικόλακες εκεί μέσα."
"Αυτό το κάνει και ο Αλέξανδρος, μπαμπά." Είπε η Ελίζα για να ελαφρύνει λίγο το κλίμα. Όμως ο Κρις γνώριζε πολύ καλά πως ο Αλέξανδρος δεν θα την προστάτευε για πολύ ακόμα. Σε λίγους μήνες έκλεινε τα δεκαοχτώ και τότε ο Τζέρι θα έβαζε σε εφαρμογή το σχέδιο του. Ο Κρις δεν θα ήταν σε θέση να τον σταματήσει, μπορούσε όμως να προστατεύσει την κόρη του. Για την ώρα όμως, αποφάσισε να μην της πει τίποτα και τη στενοχωρήσει κι άλλο. Άλλωστε τίποτα δεν είχε κριθεί ακόμα.
Πήγε την Ελίζα στο σπίτι, ενώ ο ίδιος έφυγε για τη δουλειά. Είχε βραδινή υπηρεσία στον πυροσβεστικό σταθμό ως συνήθως.
Ησυχία επικρατούσε στο μεγάλο σπίτι και η Ελίζα υπέθεσε με ανακούφιση ότι ήταν μόνη της. Πήγε στο δωμάτιο της και άλλαξε. Τον τελευταίο καιρό ντυνόταν κάπως προκλητικά, θα έλεγε κανείς, όμως λόγω σεβασμού προς τη μητέρα της εκείνο το απόγευμα που πήγαν στο νεκροταφείο να την επισκεφθούν αποφάσισε να ντυθεί λίγο πιο σεμνά. Έβγαλε τη μαύρη μπλούζα της και το τζιν της, λοιπόν και φόρεσε ένα κοντό καφέ σορτς, λευκή μπλούζα με σούπερ ανοιχτό ντεκολτέ και ψηλές πλατφόρμες. Θα έπινε ένα ποτό στο μπαρ του σπιτιού και μετά θα συνέχιζε έξω για να ξεσκάσει λίγο. Ίσως έπαιρνε την κολλητή της, την Κωνσταντίνα, να πάνε σε κανένα κλαμπ για χορό.
Καθώς απολάμβανε το αγαπημένο της κοκτέιλ στο μπαρ, ακούγοντας χαμηλά μουσική απ' το στέρεο, είδε τον Τζέρι να ξεπροβάλλει από τις σκάλες. Συνειδητοποίησε ότι βρίσκονταν οι δύο τους στο σπίτι και τρομοκρατήθηκε στη σκέψη ότι μπορεί να της έκανε κακό. Ήδη ανατρίχιαζε και αηδίαζε στην ιδέα ότι αυτός μπορεί να είχε σκοτώσει τη μητέρα της. Ο Τζέρι την πλησίασε με εκείνο το σχεδόν αρρωστημένο στραβό του χαμόγελο.
"Επιτέλους μόνοι." Της είπε. "Καιρό περίμενα αυτή τη στιγμή." Και άπλωσε τα χέρια του να την αγγίξει, όμως εκείνη πισωπάτησε φοβισμένη.
"Άφησε με!" Αναφώνησε.
"Έλα τώρα, Ελίζα." Είπε εκείνος με δήθεν λυπημένη φωνή. "Μη μου κάνεις τη δύσκολη... Το ξέρω ότι με γουστάρεις." Και τα μάτια του κατέβηκαν λαίμαργα στο πλούσιο στήθος της που άφηνε να φανεί το βαθύ ντεκολτέ της ριχτής μπλούζας της.
"Τζέρι, δεν θέλω!" Φώναξε επίμονα εκείνη.
"Καλά. Εσύ χάνεις." Της είπε και προς μεγάλη της έκπληξη δεν την πίεσε άλλο και απομακρύνθηκε ξανά προς τη σκάλα. Τον κοίταξε καθώς κατέβαινε και για μια στιγμή ένιωσε χωρίς να το θέλει, μια μικρή απογοήτευση που δεν επέμεινε κι άλλο να την κάνει δική του. Αλλά κυρίως ένιωσε ανακούφιση που την άφησε ήσυχη. Μετά πήγε και κλείστηκε στο δωμάτιο της μην έχοντας τελικά όρεξη να βγει.
Την ίδια νύχτα, ο Αλέξανδρος την κάλεσε στο δωμάτιο του για να περάσουν τη νύχτα μαζί. Εκείνη φόρεσε ένα κοντό νυχτικό, καθώς αναρωτιόταν άθελα της γιατί άραγε ο Τζέρι δεν επέμεινε παραπάνω. Σίγουρα με τη δύναμη που είχε θα μπορούσε να την κάνει δική του με τη βία και αυτό, όσο και αν τη φόβιζε, κατά βάθος της προκαλούσε ένα ρίγος σε όλο της το κορμί, ευχάριστο μεν αλλά με δυσάρεστο τρόπο. Ξεροκατάπιε κοιτάζοντας το είδωλο της στον καθρέφτη. Είχε άραγε τάσεις μαζοχισμού, ή απλά τη μάγευε η σκοτεινή γοητεία του Τζέρι; Μα από πότε άρχισε να της αρέσει ενώ από τότε που θυμόταν τον εαυτό της τον φοβόταν;
Σύνελθε, Ελίζα! μάλωσε τον εαυτό της κουνώντας το κεφάλι της για να συνέλθει. Ο Τζέρι εκτός των άλλων είναι πατέρας του αγοριού σου και μέλλοντας πεθερός σου! Δεν σου επιτρέπεται να τον ποθείς! Πρέπει να συνεχίσεις να αντιστέκεσαι και αν σε πλησιάσει ξανά με αυτόν τον τρόπο να μιλήσεις σε κάποιον! Σε ποιον να μιλούσε όμως; Στον πατέρα της, ή στον Αλέξανδρο; Σε όποιον και αν το έλεγε, θα αντιδρούσε με θυμό και βία και αυτό δεν θα ήταν για κανέναν τους καλό. Κρίμα που δεν ζούσε η μητέρα της... Εκείνη τουλάχιστον θα παρέμενε πιο ψύχραιμη και θα σκέφτονταν μαζί οι δυο τους να βρουν μια λύση. Προσπάθησε να διώξει όλες αυτές τις σκέψεις, γιατί ο Αλέξανδρος δεν έπρεπε να καταλάβει τίποτα.
Λίγη ώρα μετά, ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι του και καθώς εκείνος τη γέμιζε με φιλιά και χάδια, η Ελίζα άρχισε άθελά να της να σκέφτεται τον Τζέρι, να φαντάζεται πως βρισκόταν εκείνος στη θέση του Αλέξανδρου... Όχι, δεν ήταν σωστό. Δεν μπορούσε να του το κάνει αυτό.
"Αλέξανδρε, σταμάτα." Του είπε προτού προλάβει να της βγάλει το νυχτικό. "Δεν μπορώ." Εκείνος ανασηκώθηκε στο κρεβάτι και την κοίταξε με απορία.
"Μα τι σε έπιασε έτσι στα καλά καθούμενα;" Είπε ενοχλημένος.
"Απλά δεν μπορώ να λειτουργήσω." Επειδή σκέφτομαι τον πατέρα σου. Συνέχισε μέσα της.
"Με δουλεύεις; Πάντα μπορούσες!" Φώναξε ο Αλέξανδρος. Όντως στα δύο χρόνια που ήταν μαζί, πρώτη φορά του αρνιόταν το σεξ.
"Δηλαδή δεν έχω δικαίωμα να μην έχω όρεξη μια φορά;!" Του φώναξε και η Ελίζα, μα αμέσως το μετάνιωσε. "Λυπάμαι." Είπε και σηκώθηκε. "Νομίζω πως απλά θα πάω να κοιμηθώ στο δωμάτιο μου." Και έφυγε χωρίς να πουν καληνύχτα.
Τις επόμενες ημέρες η Ελίζα δεν μπορούσε να ηρεμήσει. Τι είχε αλλάξει ανάμεσα τους; Ήταν πάντα τόσο ερωτευμένοι, ώσπου άρχισε ο Τζέρι να την ενοχλεί και από τότε μπήκε για τα καλά στο μυαλό της και ένιωθε απαίσια που τον σκεφτόταν και τον φανταζόταν γυμνό, το κρύο, ωχρό του σώμα επάνω στο δικό της.
Αναρωτιόταν συνεχώς τι αμαρτωλά πράγματα μπορούσε να της κάνει. Απ' την άλλη όμως λυπόταν τον Αλέξανδρο και δεν ήθελε να τον πληγώσει. Αν του έλεγε για την προσπάθεια του Τζέρι να την παρενοχλήσει, θα γινόταν η αιτία όχι μόνο να χωρίσει αυτός με τη Νατάσα, αλλά επίσης η αφορμή να τον μισήσει ο ίδιος του ο γιος. Και ποιος ξέρει πως θα αντιδρούσε ο πατέρας της... Όχι, έπρεπε να μείνει μακριά και απ' τους δυο για λίγο καιρό για να σκεφτεί τι θα κάνει. Απέφευγε τον Τζέρι, αλλά ακόμα περισσότερο απέφευγε οποιαδήποτε επαφή με τον Αλέξανδρο. Εκείνος αναρωτιόταν συνεχώς τι είχε φταίξει και αν είχε κάνει εκείνος κάποιο λάθος, η αν απλά η Ελίζα δεν ήταν πια το αθώο κορίτσι με το οποίο μεγάλωσε μαζί...
Οι μέρες περνούσαν και η Ελίζα σκεφτόταν όλο και περισσότερο τον Τζέρι, ο οποίος στο σπίτι δεν της έριχνε πλέον ούτε μια ματιά, λες και το έκανε επίτηδες. Λες και επίτηδες την αγνοούσε για να κολλήσει ακόμα περισσότερο μαζί του. Κάποια βράδια τον άκουγε να κάνει έρωτα με τη Νατάσα και ένα κύμα ζήλιας φούντωνε μέσα της μαζί με τον πόθο της για αυτόν.
Γιατί δεν με θέλει πια; Γιατί με αγνοεί; Γιατί δεν με ενοχλεί όπως παλιά; Αυτές και άλλες πολλές αρρωστημένες σκέψεις τη βασάνιζαν και σε λίγο θα έχανε το μυαλό της.
Ώσπου μια μέρα, το πήρε απόφαση. Όσο κι αν φοβόταν ήταν ο μόνος τρόπος να ηρεμήσει. Και ό,τι ήθελε προκύψει. Ήταν η ευκαιρία της. Έλεγξε όλο το σπίτι και δεν βρήκε κανέναν, είχε δει όμως τον Τζέρι να μπαίνει στην κρεβατοκάμαρα του στο ισόγειο. Δεν υπήρχε αμφιβολία, μετά από καιρό είχαν μείνει και πάλι οι δύο τους στο σπίτι. Ίσως δεν υπήρχε καλύτερη ευκαιρία. Φόρεσε κόκκινα πρόστυχα εσώρουχα και μια μεταξωτή ρόμπα, κατέβηκε στο δωμάτιο του και μπήκε χωρίς να χτυπήσει.
Ο Τζέρι κοιταζόταν στον καθρέφτη εκείνη την ώρα. Φορούσε μια βερμούδα σπιτιού και μια μαύρη μπλούζα τόσο κολλητή, που διαγράφονταν οι καλοσχηματισμένοι του μύες από μέσα. Αν και είχε μυρίσει το άρωμα της, σάστισε μόλις την είδε να μπαίνει έτσι. Στα μάτια της διέκρινε έναν ανεξέλεγκτο πόθο και χαμογέλασε σατανικά. Μπορούσε όμως να μυρίσει και το φόβο και την αμφιβολία επίσης.
"Το αποφάσισα." Του είπε και πλησίασε διστακτικά. "Θέλω να το κάνουμε." Άνοιξε τη ρόμπα της και την άφησε να πέσει στο πάτωμα.
"Το περίμενα." Είπε ο Τζέρι και κοίταξε από πάνω ως κάτω το σχεδόν γυμνό της κορμί. "Καμία γυναίκα δεν κατάφερε να μου αντισταθεί." Και της χαμογέλασε με εκείνο το παράξενο μειδίαμα που τόσο την τρόμαζε... "Σκύψε." Την πρόσταξε και πριν προλάβει εκείνη να αντιδράσει την κάθισε με το ένα του χέρι στα γόνατα και κατέβασε το παντελόνι του...
Λίγη ώρα μετά, βρίσκονταν γυμνοί στο κρεβάτι και ο Τζέρι της έκανε άγριο έρωτα, σχεδόν βίαιο, όπως δεν μπορούσε ποτέ της να φανταστεί. Ο Αλέξανδρος ήταν πάντα τόσο ρομαντικός και προσεκτικός μαζί της... Πάντοτε την κοιτούσε στα μάτια, την άγγιζε απαλά και της ψιθύριζε γλυκόλογα... Τον Τζέρι δεν τον ένοιαζε τίποτα. Έκανε ωμό, άγριο σεξ, καθώς τα ζωώδη ένστικτα του ξυπνούσαν και παρέσυρε και την ίδια σε μια ηδονή και σε μια κορύφωση που δεν είχε γνωρίσει ούτε με τον Αλέξανδρο, αλλά ούτε καν στις φαντασιώσεις της... Όταν τελείωσαν όμως, ο Τζέρι την κοίταξε με ένα βλέμμα τόσο ταπεινωτικό, που μόνο τότε συνειδητοποίησε τι είχε κάνει και πόσο λάθος ήταν αυτό. Ντράπηκε όσο ποτέ άλλοτε, φόρεσε τη ρόμπα της και αρπάζοντας στο χέρι τα εσώρουχα της έφυγε τρέχοντας χωρίς να του πει τίποτα. Ούτε και εκείνος όμως της μίλησε καθόλου, πάρα μόνο παρέμεινε ξαπλωμένος στο κρεβάτι να διασκεδάζει με τη ντροπή της.
Πήγε και κλείστηκε στο δωμάτιο της. Δεν ήθελε να δει κανέναν αυτή τη στιγμή. Κοίταξε το είδωλο της στον καθρέφτη, το χαλασμένο πλέον μακιγιάζ και τις μελανιές που είχαν αρχίσει να σχηματίζονται στο στήθος της από τον τρόπο που εκείνος το έσφιγγε.
Τι έκανα; Σκέφτηκε, ήταν όμως πολύ αργά.
Μετά από μερικές ημέρες και νύχτες...
Η Ελίζα κατάφερε να το κρύψει από όλους. Με τον Αλέξανδρο είχαν παγώσει τελείως, αλλά και με τον πατέρα της δεν μιλούσε ιδιαίτερα. Ο Τζέρι εξακολουθούσε να μην της δίνει σημασία, όμως ίσως το έκανε για να μην κινήσει υποψίες. Αυτό που είχε γίνει μεταξύ τους όμως, είχε βγάλει στο προσκήνιο έναν άλλο, ακόμα πιο προκλητικό εαυτό της. Ντυνόταν τελείως πρόστυχα πλέον, όπως εκείνο το πρωινό που κάθονταν όλοι μαζεμένοι στην κουζίνα, εκτός απ' τη Νατάσα η οποία έκανε δουλειές επάνω. Η Ελίζα ντυμένη με καυτό τζιν σορτσάκι, τόσο κοντό ώστε φαίνονταν τα οπίσθια της, μαύρο κοντό τοπ πάνω απ' τον αφαλό στον οποίο είχε βάλει σκουλαρίκι και φούξια δωδεκάποντες γόβες έπλενε τα πιάτα. Μπορεί ο Τζέρι να μην της έδινε σημασία αυτές τις μέρες, όμως τώρα ένιωθε το βλέμμα του επάνω της και αυτό της χάριζε ένα χαμόγελο ικανοποίησης στα βαμμένα με ροζ κραγιόν σαρκώδη χείλη της. Ο Αλέξανδρος την κοιτούσε πολύ θυμωμένος. Οι υποψίες του ότι τον απατούσε επιβεβαιώνονταν μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο.
"Κρις, έλα λίγο να σου πω..." Είπε και εκείνος απόρησε με το έντονο ύφος του. Ο Αλέξανδρος ήταν συνήθως η ήρεμη δύναμη της οικογένειας, πάντα ήσυχος και συγκρατημένος, έτσι ο Κρις δεν μπόρεσε να μην προσέξει τα νεύρα στη φωνή του.
Τον οδήγησε στον τελευταίο όροφο, μακριά από τα αδιάκριτα αυτιά του Τζέρι.
"Η Ελίζα έχει αλλάξει πάρα πολύ τις τελευταίες μέρες." Ξεκίνησε ο νεαρότερος βρικόλακας. "Έχει αρχίσει να ντύνεται πρόστυχα."
"Ναι, το έχω παρατηρήσει." Συμφώνησε ο Κρις, που είχε ακριβώς την ίδια ανησυχία μήπως η κόρη του είχε μπλέξει πουθενά. "Ξέρεις τίποτα;"
"Όχι. Είναι πολύ απόμακρη μαζί μου. Εδώ και μια εβδομάδα δεν έχουμε κοιμηθεί καθόλου μαζί."
"Άρα το ντύσιμο της δεν έχει να κάνει με εσένα." Συμπέρανε ο Κρις.
"Δεν ξέρω αν έχει να κάνει με εμένα, πάντως εσύ σαν πατέρας της που είσαι κοίτα να τη μαζέψεις αν θες να έχουμε καλά ξεμπερδέματα." Του είπε με ένταση και συγκρατημένη οργή ο Αλέξανδρος.
"Εντάξει, σου υπόσχομαι να βρω τι της συμβαίνει." Απάντησε ο Κρις, παρόλο που καθόλου δεν του άρεσε ο τρόπος που του μίλησε.
Στο μεταξύ η Νατάσα, κρυμμένη σε έναν από τους ξενώνες, είχε κρυφακούσει όλη τη συζήτηση τους. Κάπου πήγαινε το μυαλό της σχετικά με τη συμπεριφορά και την ξαφνική αλλαγή της Ελίζας, και αν έβγαιναν όντως σωστές οι υποψίες της θα την έπαιρνε και θα τη σήκωνε!
Το απόγευμα η Ελίζα χαλάρωνε βυθισμένη στο τζακούζι του τρίτου ορόφου, φορώντας το καινούριο της σέξι μαγιό. Το πάνω μέρος ήταν λεοπάρ με κρόσσια και το κάτω καφέ στριγκ. Χρειαζόταν λίγη ηρεμία να ξεκαθαρίσει το μυαλό της. Ένιωθε περίεργα τελευταία όταν την κοιτούσε ο Τζέρι μέσα στα προκλητικά ρούχα που φορούσε. Ένιωθε το βλέμμα του στο στήθος, στα οπίσθια και στα καλλίγραμμα πόδια της και άναβε μια φωτιά μέσα της. Πόσο θα ήθελε να δει την έκφραση του όταν θα εμφανιζόταν μπροστά του με αυτό το μαγιό... Και τότε, σαν να την άκουσε κάποιος από μηχανής θεός, άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο Τζέρι.
"Καλώς τον." Του είπε δήθεν αδιάφορα. Ο Τζέρι άρχισε να βγάζει τα ρούχα του.
"Τι κάνεις;" Του είπε. "Μπορεί να μπει κανένας."
"Δεν θα αργήσουμε." Της απάντησε και γυμνός πλέον μπήκε στο τζακούζι και κάθισε στο κάθισμα δίπλα της. Την άρπαξε και τη φίλησε αμέσως ενώ τα χέρια του χάιδευαν ως κάτω το κορμί της μέσα απ' το ζεστό νερό. Έπειτα την ανέβασε να καθίσει επάνω στα πόδια του ενώ εκείνη έβγαλε το επάνω μέρος του μαγιό της αποκαλύπτοντας το πλούσιο στήθος της που είχε επάξια κληρονομήσει απ' τη μητέρα της. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε, ούτε τι σκεφτόταν άραγε ο Τζέρι αυτή τη στιγμή, και όταν αυτός μπήκε μέσα της κάθε ενοχή πήγε περίπατο. Την ανεβοκατέβαζε όλο και πιο γρήγορα επάνω του οδηγώντας την για ακόμα μια φορά στα μονοπάτια της απαγορευμένης ηδονής.
Όταν τελείωσαν, ο Τζέρι απλά σηκώθηκε, ντύθηκε και έφυγε. Δεν της μίλησε ξανά, της χαμογέλασε πονηρά όμως πριν απομακρυνθεί. Το σώμα της καιγόταν ακόμα. Ήξερε πως αυτό ήταν λάθος, ότι θα προκαλούσε το χάος έτσι και μαθευόταν εκεί μέσα, όμως δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Πλέον είχε μπλεχτεί σε ένα αρρωστημένο ερωτικό παιχνίδι από το οποίο δεν ήθελε να ξεφύγει. Ώστε για αυτό φοβόταν πάντα τον Τζέρι. Φοβόταν ενδόμυχα να ενδώσει στον πειρασμό. Δεν άντεχε άλλο εκεί μέσα. Βγήκε απ' το τζακούζι, το απενεργοποίησε και αφού φόρεσε πάλι το μαγιό της κατέβηκε στο δωμάτιο της στον δεύτερο όροφο.
Για κακή της τύχη, εκεί την περίμενε ο Αλέξανδρος. Την κοίταξε για λίγο σιωπηλός, ανέκφραστος. Έπειτα την πλησίασε λέγοντας:
"Ήταν ωραίο το μπανάκι σου;"
"Ναι." Του απάντησε. Ο Αλέξανδρος πήγε να την αγκαλιάσει, όμως εκείνη έσπρωξε τα χέρια του.
"Αλέξανδρε, δεν έχω όρεξη!" Αναφώνησε.
"Τι δεν έχεις όρεξη; Ποτέ δεν έχεις τον τελευταίο καιρό." Της είπε ενοχλημένος. Κάτι στο βλέμμα του δεν της άρεσε καθόλου. Έμοιαζε σαν ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί.
"Τι έχεις;" Τη ρώτησε όταν είδε πως δεν του μιλούσε. "Μήπως υπάρχει κάποιος άλλος;"
"Όχι..."
"Ε τότε;" Η Ελίζα άρχισε να τρέμει. Δεν άντεχε να τον κοροϊδεύει άλλο, ούτε να τον πληγώσει ήθελε. Όμως δεν μπορούσε να τον κοιτάει στα μάτια και να του λέει ψέματα.
"Πες μου!" Της φώναξε ο Αλέξανδρος βλέποντας πως δεν απαντούσε.
"Εντάξει, υπάρχει κάποιος άλλος." Παραδέχτηκε η Λίζα με φωνή που έτρεμε. Η έκφραση του σκλήρυνε και την επόμενη στιγμή, το χέρι του αστραπιαία βρέθηκε με δύναμη στο μάγουλο της. Άκουσε το αυτί της να βουίζει και το μισό της πρόσωπο μούδιασε. Τον κοίταξε σοκαρισμένη. Ποτέ πριν δεν είχε απλώσει χέρι πάνω της, ποτέ δεν τον είχε δει τόσο έξαλλο. Σαν ένα τέρας, σαν...εκείνον.
"Ποιος, μωρή;!" Ούρλιαξε μπροστά στο πρόσωπο της. "Πες μου, με ποιον με κερατώνεις;!" Την οδηγούσε προς τον τοίχο φωνάζοντας: "Τον ξέρω; Ποιος είναι;!" Η Ελίζα τελικά ενέδωσε στις πιέσεις του και στις ενοχές της και ομολόγησε αυτό για το οποίο ντρεπόταν τόσο πολύ:
"Ο πατέρας σου. Δύο φορές." Είπε μόνο και περίμενε το επόμενο ξέσπασμα του.
"Πουτάνα!" Φώναξε ο Αλέξανδρος και τη χτύπησε ξανά. Η Ελίζα έπεσε στο πάτωμα και ένιωσε τη γεύση του αίματος στα χείλη της. Στεκόταν από πάνω της και τα μάτια του γυάλιζαν, και φοβόταν ότι θα της έκανε χειρότερα αν δεν ερχόταν κάποιος να τον σταματήσει. Τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι.
"Δεν έφταιγα εγώ! Με παρέσυρε, το ορκίζομαι!" Του φώναξε κλαίγοντας. Η έκφραση του Αλέξανδρου αμέσως άλλαξε, σαν να μην ήθελε να πιστέψει αυτό που άκουγε. Την κοίταξε για λίγο με βλέμμα ψυχρό, και δεν μπορούσε να καταλάβει αν είχε ηρεμήσει ξαφνικά η αν απλά ετοιμαζόταν για το επόμενο ξέσπασμα. Την ίδια στιγμή ο Αλέξανδρος βρέθηκε στην πόρτα, την άνοιξε και εξαφανίστηκε με υπερφυσική ταχύτητα. Δεν πρόλαβε να δει που πάει.
Ο Αλέξανδρος κατέβηκε τρελαμένος όλα τα σκαλιά και κατευθύνθηκε στην κρεβατοκάμαρα του άντρα που μέχρι πριν από λίγο ονόμαζε πατέρα. Τίποτα δεν τον συγκρατούσε πλέον. Το καλό παιδί δεν υπήρχε πια. Αμέσως όρμησε στον Τζέρι και τον κόλλησε με δύναμη στον τοίχο.
"Τι της έκανες, ρε πούστη;! Λέγε, τι έκανες στην Ελίζα μου!" Φώναζε εκτός ορίων.
"Δεν καταλαβαίνω για πιο πράγμα μιλάς." Είπε νευριασμένος με το θράσος του εκείνος. Ο Αλέξανδρος τον έσπρωξε πάλι στον τοίχο.
"Τι λες ρε;!" Του φώναξε. "Πήδηξες την κοπέλα μου ρε! Θα σε σκοτώσω!" Και έσφιξε με δύναμη το λαιμό του. Φυσικά, ένας βρικόλακας μπορούσε να σκοτώσει έναν άλλο βρικόλακα, όμως μόνο αν του έκοβε η έσπαγε το κεφάλι. Ο Αλέξανδρος άρπαξε το κεφάλι του Τζέρι προσπαθώντας να το γυρίσει, αυτός όμως έχοντας πιο πολύ δύναμη από εκείνον απελευθερώθηκε απ' τη λαβή του και τον έριξε με δύναμη στο πάτωμα. Άρχισαν να παλεύουν σαν λυσσασμένα σκυλιά, με δυνατά χτυπήματα ο ένας ενάντια στον άλλον και κάνοντας λαβές. Ο Τζέρι κάποια στιγμή έβαλε κάτω τον Αλέξανδρο και τον ακινητοποίησε κρατώντας το μέτωπο του με το ένα χέρι, ενώ είχε το άλλο γύρω απ' το λαιμό του και στεκόταν από πάνω του.
"Σταματήστε αμέσως!" Ακούστηκε η φωνή του Κρις, ο οποίος είχε ορμήσει σαν άνεμος στο δωμάτιο και τώρα στεκόταν από πάνω τους.
*************************
Συγνώμη για αυτό το κεφάλαιο 😅. Το ξέρω είχε πολλές βρισιές! Στο επόμενο: Ο Κρις απαιτεί κάποιες εξηγήσεις απ' τον Τζέρι και τον Αλέξανδρο, τις οποίες όταν τις παίρνει μένει άφωνος! Παράλληλα βγαίνει για ποτό με μια κοπέλα την οποία είχε σώσει από φωτιά και την ίδια κιόλας νύχτα την πηγαίνει σπίτι του, πράγμα που δυσαρεστεί την Ελίζα. Ο Τζέρι λέει στον Αλέξανδρο ποιος είναι ο σκοπός για τον οποίο τον προετοίμαζε τόσο καιρό. Εκείνος όμως δεν θέλει να ακολουθήσει τον σκοτεινό δρόμο που του έχει ετοιμάσει ο πατέρας του. Ο Τζέρι όπως είναι φυσικό τσαντίζεται και αποφασίζει να ακολουθήσει άλλη τακτική...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top