(3,5) Κάτι Παραπάνω
Η Ελίζα δεν ήξερε τι να κάνει. Με τον Αλέξανδρο ήταν αχώριστοι από τη γέννηση τους, είχαν μεγαλώσει σαν αδέλφια μιας και οι γονείς τους ήταν παλιοί φίλοι και ζούσαν στο ίδιο σπίτι. Τον τελευταίο καιρό όμως, είχε αρχίσει να νιώθει παράξενα συναισθήματα για εκείνον. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά όταν την κοιτούσε στα μάτια και αναριγούσε αν τύχαινε τα χέρια τους να αγγίζονται. Πρόσφατα κατάλαβε ότι αυτό που ένιωθε για τον παιδικό της φίλο ήταν έρωτας. Όμως εκείνος έδειχνε να τη βλέπει ακόμα σαν φίλη. Η μήπως ήταν η ψυχρή φύση του που δεν τον άφηνε να δείχνει τα όσα ένιωθε; Έπρεπε να κάνει κάτι. Και σύντομα μάλιστα, γιατί πολλά ήταν τα κορίτσια εκείνα που διεκδικούσαν την προσοχή του στο σχολείο. Η υπερφυσική ομορφιά του άλλωστε, ήταν αδιαμφισβήτητη. Όχι, δεν θα άφηνε κάποια άλλη να της τον πάρει. Η ίδια είχε φυσική ομορφιά, όπως της έλεγαν, αλλά έπρεπε να γίνει λίγο πιο τολμηρή. Και ήξερε ακριβώς το κατάλληλο άτομο για να τη βοηθήσει: τη μητέρα της. Η μητέρα της η Γιάννα, αν και θνητή ήταν επίσης πολύ όμορφη, γεμάτη αυτοπεποίθηση ακόμα και στα σαράντα της χρόνια και με κομψότατο στυλ. Τη θαύμαζε και τη θεωρούσε πρότυπο, και τη ζήλευε λίγο μερικές φορές.
Τη βρήκε να πίνει στο μπαρ του δεύτερου ορόφου. Αν και άβαφη ήταν υπέροχη, αν και τα μαλλιά της είχαν μερικές άσπρες τρίχες ήταν τέλεια και δεν είχαν χάσει τη λάμψη τους. Μέχρι και μέσα στο σπίτι η μητέρα της ήταν άψογη και περιποιημένη. Βέβαια ήξερε το λόγο. Ο πατέρας της ήταν βρικόλακας, και η μητέρα της είχε τον κρυφό φόβο ότι θα την παρατούσε για κάποια αθάνατη, που θα παρέμενε για πάντα όμορφη, ενώ αρνιόταν πεισματικά να μεταμορφώσει την ίδια.
Η Γιάννα σήκωσε το κεφάλι της και είδε την κόρη της να πλησιάζει.
"Καλώς το κορίτσι μου." Της είπε.
"Μαμά, θέλω μια τεράστια χάρη. Θέλω να με κάνεις κούκλα." Είπε η Ελίζα και η Γιάννα απόρησε:
"Μα είσαι κούκλα, κορούλα μου."
"Το ξέρω, όμως θέλω να με κάνεις να δείχνω πιο...γυναίκα. Θέλω να αλλάξω επιτέλους αυτό το πανκ στυλ μου. Καιρός δεν είναι;"
"Το στυλ σου είναι πολύ ωραίο. Όμως, αφού επιμένεις, θα σε βοηθήσω να αλλάξεις. Όμως γιατί; Πως κι έτσι; Υπάρχει κανένα ωραίο αγόρι και θες να του αρέσεις;"
"Ναι. Υπάρχει."
"Είδες πως σε καταλαβαίνει η μαμά; Πως τον λένε;" Η Ελίζα αποφάσισε να μην της πει την αλήθεια ακόμα. Ήξερε πως όσο μοντέρνα και αν ήταν, δεν θα συμφωνούσε με αυτή τη σχέση. Και ο πατέρας της, ακόμα χειρότερα, θα γινόταν έξαλλος.
"Εεε... Άλεξ." Δεν είπε τελείως ψέματα. Κανένας δεν τον ήξερε με το όνομα Άλεξ, οπότε σίγουρα δεν θα πήγαινε το μυαλό της σε αυτόν.
"Άλεξ;" Έδειξε να το σκέφτεται. "Δεν μου έχεις ξαναπεί για αυτόν. Είναι από την τάξη σου;"
"Ναι. Από την τάξη μου." Ούτε αυτό ήταν ψέμα!
"Οκ... Λοιπόν, έλα μαζί μου."
Η Γιάννα οδήγησε την κόρη της στην κρεβατοκάμαρα της, άνοιξε τη συρταριέρα και άρχισε να αραδιάζει στο κρεβάτι διάφορα ρούχα της που δεν φορούσε πια η δεν της έκαναν. Μετά από αρκετή ώρα δοκιμών, η Ελίζα επέλεξε τελικά ένα κόκκινο κοντό φόρεμα, το οποίο συνδύασε με ασορτί μποτάκια και ένα μακρύ ασημένιο κολιέ με μενταγιόν. Η Γιάννα της το χάρισε, μαζί με μερικά άλλα ρούχα και μαγιό της, όμως της υποσχέθηκε να της αγοράσει κι άλλα.
"Τώρα θα σου βάλω μερικά εξτένσιον, θα σε βάψω και θα σου κάνω μανικιούρ." Της είπε και η Ελίζα ενθουσιάστηκε. Έπιασαν αμέσως δουλειά.
Μετά από μια ώρα, η Ελίζα κοιτούσε το αλλαγμένο είδωλο της στον καθρέφτη, ενώ η Γιάννα από δίπλα θαύμαζε το αριστούργημα της!
"Ουάου! Έγινα αγνώριστη." Είπε η Ελίζα. Η Γιάννα της είχε μακρύνει τα μαλλιά με τρέσες και της έφτιαξε μια εντυπωσιακή πλεξούδα στο πλάι. Της είχε βάψει τα χείλη με κατακόκκινο κραγιόν και τα μάτια με απαλή σκιά και μάσκαρα. Είχε επίσης τονίσει τα νεανικά της μάγουλα με πολύ διακριτικό ροζ ρουζ και της είχε τοποθετήσει προσθετικά νύχια σε απαλό μπεζ με σχεδιάκια.
"Που είναι ο Αλέξανδρος;" Ρώτησε κατευθείαν.
"Έχει γυμναστική με τον πατέρα του." Απάντησε η Γιάννα. "Γιατί, τι τον θες;"
"Θέλω να μου πει τη γνώμη του για το φόρεμα." Δικαιολογήθηκε η Ελίζα για να μην καρφωθεί. "Πάω τώρα. Ευχαριστώ μαμά." Και έφυγε να πάει να βρει τον Αλέξανδρο.
Μόλις βγήκε απ' το δωμάτιο η κόρη της, η Γιάννα κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Τα τελευταία χρόνια, ενώ όλοι οι υπόλοιποι συγκάτοικοι της συμπεριλαμβανομένου και του άντρα της, είχαν παραμείνει νέοι, η ίδια είχε αρχίσει να βλέπει τα πρώτα σημάδια του χρόνου. Η ρίζα στο μαλλί της είχε ασπρίσει, ενώ κάποιες ρυτίδες είχαν κάνει την εμφάνιση τους τις οποίες κάλυπτε με πανάκριβα μέικ απ όταν βαφόταν. Αν συνέχιζε να περνάει έτσι ο χρόνος από πάνω της, σε λίγα χρόνια θα ήταν γριά, ενώ ο Κρις θα φαινόταν σαν εγγονός της! Ο ίδιος βέβαια την αγαπούσε όπως ήταν και της το αποδείκνυε σε κάθε ευκαιρία. Όλα ήταν όπως την πρώτη μέρα, σαν να μην είχε αλλάξει τίποτα ανάμεσα τους. Όμως της Γιάννας αυτό δεν της ήταν αρκετό. Αφού δεν μπορούσε να γεράσει μαζί με τον Κρις, ας την έκανε τουλάχιστον σαν αυτόν. Όμως ο ίδιος της αρνιόταν, της έλεγε συνέχεια ότι η αιώνια ζωή είναι κατάρα και θα το μετανιώσει όταν θα βλέπει την κόρη τους να αρχίσει να γερνάει μπροστά στα μάτια τους, όντας περισσότερο θνητή και, στο τέλος, να πεθάνει. Δεν μπορούσε να το έχει βάρος στη συνείδηση του, έλεγε, αν η Γιάννα δεν κατάφερνε να γίνει ζωοφάγος σαν αυτόν και κατέληγε μια σατανική ανθρωποφάγος σαν τον Τζέρι. Αλλά είχε κι άλλους χίλιους λόγους να μην τη μεταμορφώσει. Έτσι η Γιάννα παρέμενε να παλεύει να καλύψει τα σημάδια του χρόνου και να βλέπει με ζήλια τη Νατάσα και τον Τζέρι να είναι και οι δύο νέοι και ήξερε ότι θα παραμείνουν για πάντα έτσι, το ίδιο και ο γιος τους.
Η Ελίζα ανέβηκε στον τρίτο όροφο όπου βρισκόταν το γυμναστήριο. Ο Αλέξανδρος υπό την επίβλεψη του Τζέρι καθόταν στο μηχάνημα γυμναστικής και σήκωνε με μεγάλη ευκολία τα βάρη.
"Άντε, τέλος για σήμερα." Είπε ο Τζέρι μόλις την είδε. Ο Αλέξανδρος σηκώθηκε. Δεν είχε λαχανιάσει ούτε λίγο.
"Ελιζάκι, εκπληκτική η αλλαγή σου." Της είπε ο Τζέρι. "Ίδια η μητέρα σου στα δεκαεφτά της."
"Ευχαριστώ, Τζέρι μου. Εκείνη με έφτιαξε."
"Μπράβο, χαίρομαι. Λοιπόν, σας αφήνω να τα πείτε." Είπε και βγήκε απ' το δωμάτιο ρίχνοντας της πάλι ένα από εκείνα τα βλέμματα. Δεν ήξερε γιατί, αλλά από μικρή πάντα ο Τζέρι την τρόμαζε. Τον έβλεπε σαν θείο της βέβαια και πολλές φορές της έδινε χρήσιμες συμβουλές με τη σοφία των διακοσίων χρόνων του, όμως κάποιες στιγμές είχε ένα αρρωστημένο βλέμμα και ένα ανατριχιαστικό μειδίαμα στα χείλη. Όπως και να 'χε απέφευγε να μένει μόνη της στο σπίτι μαζί του.
Έδιωξε αυτές τις σκέψεις της, καθώς ο Αλέξανδρος τώρα την είχε πλησιάσει και την κοιτούσε από πάνω ως κάτω. Αυτός ήταν τελείως διαφορετικός απ' τον πατέρα του. Είχε πάντα ένα καθαρό, αθώο βλέμμα.
"Πως σου φαίνομαι;" Τον ρώτησε για να σπάσει τη σιωπή.
"Ελίζα, είσαι κούκλα." Απάντησε σαν μαγεμένος εκείνος. "Πως... Γιατί άλλαξες;"
"Ε... Είπα να κάνω μια ανανέωση. Θες να πάμε καμιά βόλτα;"
"Ναι, σίγουρα. Όμως αφού δύσει ο ήλιος. Δεν θέλουμε να γίνω στάχτη ε;"
"Οκ." Είπε γελώντας η Λίζα.
Το βράδυ, οι δύο νέοι πήγαν σε ένα όμορφο παρκάκι κάπου στο κέντρο της πόλης, με λιμνούλα και παιδική χαρά. Γινόταν ένα μικρό πανηγύρι καθώς είχαν στήσει πίστα για πατίνια, κυλικείο και διάφορες άλλες δραστηριότητες.
"Τι νέα;" Τον ρώτησε η Ελίζα καθώς έκαναν βόλτες ανάμεσα στους πάγκους. "Πως πάει η γυμναστική;"
"Πολύ βαρετή. Σωματικά δεν κουράζομαι ποτέ, όμως ψυχικά νιώθω πολλές φορές να καταρρέω. Ο πατέρας μου έχει πολλές απαιτήσεις από μένα και γίνεται πιεστικός. Θέλει να γίνω σαν αυτόν και δεν έχω ιδέα τι εννοεί."
"Νομίζω ότι σε προπονεί για να έχεις ωραίο σώμα σαν κι εκείνον και να αρέσεις στα κορίτσια."
"Μπα... Δεν τους αρέσουν οι ντροπαλοί." Ήταν ολοφάνερο ότι ο Αλέξανδρος δεν είχε καμία επίγνωση της γοητείας του.
"Έμενα πάντως μου αρέσεις." Είπε η Ελίζα και τον κοίταξε με νόημα. Είχαν περάσει όλους τους πάγκους και βρέθηκαν σε ένα απομονωμένο σημείο του πάρκου, μακριά από αδιάκριτα μάτια. Ο Αλέξανδρος σάστισε, μόλις κατάλαβε τι εννοούσε η Ελίζα. Δεν της άρεσε μόνο σαν φίλος... Κι εκείνου το ίδιο, όμως ντρεπόταν τόσο να της το πει... Τώρα ήταν η ευκαιρία του.
"Και... Κι εμένα." Είπε και τα μάτια τους πλησίασαν. Έγειρε κοντά της και την αγκάλιασε. Πόσο του άρεσε η αγκαλιά της, πόσο ζεστή ήταν... Κοίταξε πάλι μέσα στα γκρίζα μάτια της που έλαμπαν στο σκοτάδι και τα χείλη τους ενώθηκαν. Φιλήθηκαν με αργές κινήσεις καθώς τους οδηγούσε ο έρωτας και το πάθος, χωρίς να τους το έχει μάθει κανείς να το κάνουν και το αποτέλεσμα βγήκε τόσο όμορφο και φυσικό... Χωρίστηκαν για λίγο και η Ελίζα κράτησε τα κρύα χέρια του.
"Θες να είμαστε μαζί;" Τη ρώτησε εκείνος.
"Αν μου υποσχεθείς ότι δεν θα χαλάσει η φιλία μας αν αργότερα χωρίσουμε..."
"Αυτό δεν πρόκειται να γίνει." Τη διαβεβαίωσε ο Αλέξανδρος, που ποτέ δεν ήθελε να χωρίσουν.
"Εντάξει." Συμφώνησε η Ελίζα. "Ας είμαστε μαζί και όσο κρατήσει." Είπε και χάιδεψε το μάγουλο του.
"Καλύτερα όμως να το κρατήσουμε κρυφό από τους γονείς μας για λίγο καιρό." Της είπε γέρνοντας το πρόσωπο του στο χέρι της και αγγίζοντας το απαλά. Η Ελίζα του έδειξε ότι συμφωνούσε με ένα ακόμη φιλί κάτω από τον ξάστερο ουρανό. Στο βάθος ακούγονταν οι φωνές των ανθρώπων του πανηγυριού, όμως φάνταζαν τόσο μακρινές για τους δύο ερωτευμένους εφήβους.
Λίγες ημέρες και νύχτες μετά... Η Ελίζα και ο Αλέξανδρος κάθονταν στον καναπέ του κάτω σαλονιού και φιλιόνταν παθιασμένα. Η Ελίζα φορούσε μόνο ένα υπερβολικά κοντό νυχτικό, καθώς νόμιζαν ότι ήταν μόνοι τους στο σπίτι. Το χέρι του Αλέξανδρου κύλησε κάτω από το νυχτικό της και εκείνη ανατρίχιασε ολόκληρη στο παγωμένο άγγιγμα του.
"Τι κάνετε εδώ;!" Τους διέκοψε η έκπληκτη φωνή της μητέρας της και χωρίστηκαν απότομα. Η Γιάννα στεκόταν λίγα μέτρα πιο πέρα και είχε σταυρώσει τα χέρια της θυμωμένη περιμένοντας εξηγήσεις. Το πρόσωπο της γυάλιζε απ' την αντιρυτιδική κρέμα που είχε βάλει. Τα μαλλιά της ήταν μαζεμένα ψηλά ως συνήθως και φορούσε ένα κολλητό μπλουζάκι και ένα σούπερ κοντό σορτς. Σε αντίθεση με το πρόσωπο και τα μαλλιά της, το σώμα της είχε παραμείνει ανέγγιχτο απ' το χρόνο.
"Ο Αλέξανδρος κι εγώ έχουμε δεσμό, μαμά." Είπε η Ελίζα, ξέροντας ότι δεν υπήρχε λόγος να το κρύψουν πλέον.
"Μα...για τον Αλέξανδρο ήθελες να αλλάξεις; Μου είπες ψέματα;" Ρώτησε μπερδεμένη.
"Δεν σου είπα ψέματα. Το Άλεξ βγαίνει απ' το Αλέξανδρος." Είπε η μικρή.
"Είσαι πολύ έξυπνη." Η Γιάννα έδειξε να το σκέφτεται. "Όμως, μια τέτοια σχέση δεν ξέρω αν είναι σωστή. Είστε σαν αδέλφια. Μεγαλώσατε μαζί."
"Γιάννα." Ο Αλέξανδρος σηκώθηκε και την πλησίασε. "Δεν είμαστε σαν αδέλφια."
"Έχει δίκιο, μαμά." Είπε η Ελίζα και πήγε κι εκείνη κοντά έχοντας αρχίσει να νευριάζει. "Γιατί; Επειδή ήσουν παλιά με τον Τζέρι; Η μήπως θες να τα ξαναβρείς μαζί του και σου είμαστε εμπόδιο;"
"Δεν σου επιτρέπω!" Φώναξε η Γιάννα. "Τέλος πάντων, να είστε μαζί, αλλά να προσέχετε." Υποχώρησε τελικά. "Και θα κάνω και μια συζήτηση με τον πατέρα σου." Η Γιάννα ανέβηκε ξανά επάνω και τα δύο παιδιά κάθισαν στον άσπρο καναπέ.
"Δεν το πιστεύω." Είπε ξεφυσώντας η Ελίζα. "Θα το πει στον πατέρα μου και ποιος τον ακούει μετά. Δεν θα είναι το ίδιο ελαστικός." Ο Αλέξανδρος όμως άλλο είχε στο νου του.
"Ελίζα, δεν χρειαζόταν να αλλάξεις για εμένα. Μου άρεσες και έτσι όπως ήσουν." Της είπε ήρεμα.
"Αλέξανδρε, αυτό σε πείραξε τώρα;! Εδώ λέμε έρχεται καταστροφή! Η μάνα μου θα τα πει όλα στον πατέρα μου, αυτός στον δικό σου, θα τσακωθούν, θα γίνει χαμός!"
"Ηρέμησε." Της είπε ο Αλέξανδρος και της κράτησε το χέρι. "Όλα καλά θα πάνε. Δεν θα αφήσω να μας χωρίσει κάνεις."
Το βράδυ η Γιάννα αποφάσισε να μιλήσει στον Κρις.
"Τέλεια." Είπε μπαίνοντας στο δωμάτιο τους. "Η κόρη μας με το γιο του πρώην μου και της πρώην σου." Ο Κρις έκλεισε το βιβλίο του και σε ένα δέκατο του δευτερολέπτου βρέθηκε μπροστά της.
"Τι εννοείς;"
"Η κόρη μας τα έχει με τον Αλέξανδρο, Κρις."
"ΤΙ;!" Φώναξε έξαλλος ο Κρις. "Κι εσύ το επέτρεψες;!"
"Στην αρχή ήμουν λίγο αρνητική, όμως μετά άλλαξα γνώμη. Ο Αλέξανδρος μπορεί να γίνει προστάτης της."
"Προστάτης; Θα την καταστρέψει!" Φώναξε πάλι.
"Τι λες μωρέ;" Είπε η Γιάννα. "Κοίτα, το ξέρω ότι ο Τζέρι είναι δολοφόνος, μα ο γιος του είναι διαφορετικός. Δεν έχει πιει ποτέ του ανθρώπινο αίμα, η Λίζα δεν κινδυνεύει μαζί του. Απ' την άλλη μεριά έχει τη δύναμη που χρειάζεται για να την υπερασπιστεί αν χρειαστεί." Ο Κρις αποφάσισε να της πει όλα όσα ήξερε:
"Γιάννα, υπάρχει κάτι που δεν ξέρεις, αγάπη μου."
"Τι;" Απόρησε εκείνη.
"Υπάρχουν πολλά που δεν ξέρεις."
"Τι είναι; Μη με τρομάζεις..." Είπε ανήσυχη η γυναίκα του.
"Ας τα πάρουμε απ' την αρχή." Ξεκίνησε ο Κρις. "Οι ζωοφάγοι και οι ανθρωποφάγοι βρικόλακες είναι αιώνιοι εχθροί μεταξύ τους. Οι ανθρωποφάγοι το θεωρούν προδοσία όταν ένας δικός τους αλλάξει και πάρει το σωστό δρόμο. Για αυτό και ο Τζέρι, όταν αποφάσισα να γίνω ζωοφάγος, θεώρησε ότι πρόδωσα εκείνον και τη φιλία μας."
"Όμως είστε ακόμα φίλοι." Είπε η Γιάννα.
"Το ξέρω, όμως ο κακός εαυτός του με μισεί κρυφά και θέλει να με σκοτώσει. Βέβαια προς το παρόν υπερισχύει ο καλός του εαυτός, όμως έτσι και υπερισχύσει ο κακός, τη βάψαμε όλοι."
"Θεέ μου..." Έκανε η Γιάννα έκπληκτη. "Και η Νατάσα και ο Αλέξανδρος; Τους καθαρούς τους θεωρούν ακόμα κατώτερους από εσάς, έτσι δεν είναι;"
"Ακριβώς, και τους λευκούς ακόμα πιο κάτω. Πρόσφατα ο Τζέρι μου εμπιστεύθηκε ότι σχεδιάζει να κάνει τον Αλέξανδρο σαν εκείνον, ανθρωποφάγο δηλαδή. Οπότε καταλαβαίνεις σε τι κίνδυνο θα μπει η Λίζα;" Η Γιάννα το σκέφτηκε καλά και απάντησε:
"Κρις, πρέπει να απομακρύνουμε την κόρη μας από εκείνον. Έτσι και γίνει ανθρωποφάγος, κάθε ώρα και λεπτό που θα είναι μαζί του θα κινδυνεύει." Ο Κρις της κράτησε τα χέρια ανάμεσα στα δικά του.
"Άκουσε με." Είπε. "Αν η Ελίζα θέλει να είναι μαζί του, θα είναι πάση θυσία, ότι κι αν κάνουμε εμείς. Ίσως μάλιστα γίνει η αφορμή για να μη συμμετάσχει ο Αλέξανδρος στα σατανικά σχέδια του πατέρα του. Ό,τι κι αν γίνει όμως, εγώ θα την προστατεύω με τη ζωή μου, το ίδιο κι εσένα."
"Εντάξει... Θα μιλήσω κι εγώ η ίδια στον Τζέρι." Είπε η Γιάννα.
Τον βρήκε στον ίδιο όροφο, στον κενό χώρο ανάμεσα στα δωμάτια, να κοιτάζει το παράθυρο- ενυδρείο με τα εικονικά ψάρια.
"Α, εδώ είσαι; Και σε ήθελα." Του είπε και πλησίασε.
"Τι τρέχει, κούκλα;" Τη ρώτησε.
"Άκου να δεις." Ξεκίνησε επιθετικά η Γιάννα. "Ο γιος σου τα έχει με την κόρη μου. Κοίτα να τον κρατήσεις μακριά της πριν την πληγώσει, εντάξει;"
"Γιάννα, ηρέμησε." Της είπε ο Τζέρι, που η δυναμικότητα και το πείσμα της ακόμα τον εξίταραν. Ήταν υπερβολικά ριψοκίνδυνη όμως και έπρεπε να της δώσει ένα μάθημα που δεν τον φοβόταν πια. Αλλά είχε πάντα τον Κρις να καλύπτει τα νότα της, ο οποίος ήταν ακόμα ο καλύτερος του φίλος και δεν ήθελε να τον πληγώσει κάνοντας της κακό.
"Τι βλακείες είναι αυτές που λες;" Συνέχισε. "Δεν θα την πληγώσει, στο υπόσχομαι." Είπε προσπαθώντας να ακουστεί όσο το δυνατόν πιο πειστικός.
"Σίγουρα;" Ρώτησε η Γιάννα κοιτάζοντας τον ίσια στα μάτια.
"Στο εγγυώμαι εγώ." Της απάντησε. Δεν θα την πληγώσει γιατί θα προλάβω να το κάνω εγώ. Αλλά εσύ ίσως να μην είσαι μπροστά για να το δεις... Συνέχισε από μέσα του. Φυσικά, αυτός ήταν απλά ο κακός εαυτός του που μιλούσε, μια σκέψη που απλά πέρασε σαν αστραπή απ' το μυαλό του και χάθηκε αμέσως κάπου στο υποσυνείδητο του όταν η αγάπη του και η φιλία του για τον Κρις υπερίσχυσαν. Ας ελπίσουμε να παραμείνει εκεί...
ΤΕΛΟΣ ΤΡΙΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ
************************
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top