(3,4) Προς Τιμήν της Βαλεντίνας

Δεκαπέντε χρόνια πέρασαν από τα γεγονότα εκείνης της βραδιάς που τα δύο ζευγάρια χώρισαν και άλλαξαν μεταξύ τους. Δεκαπέντε χρόνια για τους κοινούς θνητούς ήταν σχεδόν μια ολόκληρη ζωή, για τους βρικόλακες όμως δεν σήμαινε τίποτα. Όχι όμως για τους συγκεκριμένους βρικόλακες. Γιατί για εκείνους αυτά τα δεκαπέντε χρόνια ήταν όντως μια ζωή, για την ακρίβεια δύο ζωές: οι ζωές των παιδιών τους που μεγάλωναν.

Ο Τζέρι παντρεύτηκε τελικά τη Νατάσα και έκαναν έναν γιο, τον Αλέξανδρο, ο οποίος ήταν Καθαρός ζωοφάγος...προς το παρόν! Η μητέρα του είχε αναλάβει να τον μεγαλώσει σύμφωνα με τις δικές της αρχές και ο Τζέρι συμφώνησε και απλά περίμενε την κατάλληλη στιγμή...

Ο Κρις παντρεύτηκε τη Γιάννα και έκαναν μια κόρη, την Ελίζα, η οποία ήταν λευκή βρικόλακας. Ήταν ένα σπάνιο είδος που προερχόταν κυρίως από ένωση θνητού και ημίαιμου βρικόλακα, αλλά συνέβαινε μερικές φορές και μεταξύ θνητού και κανονικού βρικόλακα, όταν κατά την σύλληψη το έμβρυο έπαιρνε περισσότερα γονίδια από το θνητό γονιό.

Οι λευκοί βρικόλακες είχαν κανονικό, "ανθρώπινο" χρώμα δέρματος, το οποίο όμως άλλαζε χρώμα στο φως της πανσελήνου και γινόταν κατάλευκο, πιο λευκό ακόμα και από εκείνο των καθαρόαιμων. Εξ' ού και το όνομα τους ήταν Λευκοί. Τα μάτια τους ήταν επίσης ανθρώπινα αλλά έλαμπαν στο σκοτάδι και έβλεπαν ακόμα και χωρίς καθόλου φως.

Τρέφονταν πιο πολύ με ανθρώπινες τροφές, όμως ο οργανισμός τους χρειαζόταν και αίμα μια στο τόσο. Η ποσότητα όμως που έπιναν ήταν πολύ μικρή  και δεν σκότωναν το θύμα τους, οπότε συνήθως έπιναν εθελοντικά από θνητούς. Επίσης, δεν είχαν δηλητήριο και συνεπώς δεν μπορούσαν να μεταμορφώσουν άλλους ανθρώπους. Αντιθέτως ένας λευκός βρικόλακας μπορούσε να μεταμορφωθεί σε αθάνατο. Ο ήλιος δεν τους ενοχλούσε καθόλου ούτε τους έκαιγε και μπορούσαν να τον απολαμβάνουν στην παραλία όπως και οι κοινοί θνητοί.

Τα αρνητικά ήταν ότι είχαν ανθρώπινο αίμα στις φλέβες τους, πράγμα που τους έκανε εύθραυστους και για αυτό χρειάζονταν την προστασία των κανονικών βρικολάκων...οι οποίοι όμως μπορούσαν και να τους καταστρέψουν, πίνοντας τους το αίμα το οποίο τους έδινε ακόμα περισσότερη δύναμη σε σχέση με το κοινό θνητό αίμα και έτσι πολλοί τους σκότωναν για αυτόν ακριβώς το λόγο, έτσι δεν είχαν μείνει πολλοί στον κόσμο. Επίσης, δεν ήταν αθάνατοι. Ζούσαν μια ανθρώπινη ηλικία, δηλαδή, γερνούσαν και πέθαιναν όπως ακριβώς και οι κοινοί θνητοί, εκτός και αν μεταμορφώνονταν σε αθάνατους με η θέληση τους η όχι. Και αν όντως γινόταν αυτό, ήταν ανίκητοι σύμμαχοι για τους ήδη αθάνατους βρικόλακες, με ακόμη περισσότερη δύναμη τις νύχτες με πανσέληνο.

Στο σπίτι είχε γίνει ανακαίνιση. Ο Τζέρι έχτισε ένα υπόγειο αποκλειστικά για εκείνον, για τις στιγμές τις οποίες ήθελε να μένει μόνος του, απομονωμένος από τον υπόλοιπο κόσμο. Είχε κρεβάτι, τουαλέτα, τζακούζι και αρκετοί πολυέλαιοι κρέμονταν απ' το ταβάνι. Τα χρώματα του ήταν κυρίως μαύρο και κόκκινο, και θα έλεγε κανείς ότι ήταν το μοναδικό μέρος που θύμιζε ότι αυτό το σπίτι είχε για ενοίκους βρικόλακες. Μια στριφογυριστή σκάλα οδηγούσε σε αυτό, απ' την οποία κατέβαινε από την κρεβατοκάμαρα τη δική του και της Νατάσας. Είχε προστεθεί επίσης τρίτος όροφος με άλλα τρία υπνοδωμάτια και είχαν γίνει και κάποιες άλλες προσθήκες για τις οποίες θα μιλήσουμε αργότερα.

Ο Τζέρι πληκτρολόγησε τον αριθμό της. Είχε πάνω από δεκαπέντε χρόνια να της μιλήσει κι όμως δεν την ξέχασε ποτέ, και ας έκανε κι άλλο παιδί. Ο λόγος; Του θύμιζε εκείνη. Τρεις χτύποι στο τηλέφωνο κι έπειτα άκουσε τη φωνή της:

"Ναι;"

"Γεια σου, Γεωργία. Ο πατέρας σου είμαι." Σιωπή από την άλλη άκρη της γραμμής. "Θέλω να συναντηθούμε." Μίλησε πάλι ο Τζέρι.

Λίγη ώρα μετά, βρισκόταν έξω απ' το συνοικιακό μπαράκι που του είχε πει η Γεωργία να βρεθούνε. Είχε μεγάλη αγωνία. Αν και στο τηλέφωνο ήταν ψυχρή απέναντι του, το ότι δέχθηκε να τον συναντήσει ήταν καλό. Φόρεσε το καλύτερο του, άσπρο κοστούμι και ένα λιλά πουκάμισο από μέσα. Ήθελε να τον δει σοβαρό και περιποιημένο.

Πέρασε τις πόρτες του μπαρ και συνηδειτοποίησε ότι ήταν ο πιο καλοντυμένος εκεί μέσα. Όλοι οι υπόλοιποι θαμώνες, νεαρής κυρίως ηλικίας θνητοί, ήταν ντυμένοι πολύ πιο "χύμα". Ροκ μουσική έπαιζε από τα μεγάφωνα και ορισμένοι χόρευαν στο ρυθμό της ενώ άλλοι έπιναν στο μπαρ. Η Γεωργία τον είδε και πλησίασε σαν να τον αναγνώρισε κατευθείαν. Ήταν όντως πανέμορφη, με τα γαλανά μάτια της μητέρας της αλλά σε πιο υπερφυσική μορφή. Είχε τα ξανθά μαλλιά της πιασμένα σε δυο χαλαρές κοτσίδες και φορούσε κόκκινη- άσπρη ριγέ μπλούζα, μια τζιν φούστα μέχρι το γόνατο, γόβες- πλατφόρμες και μια μπλε κορδέλα στο λαιμό η οποία της έδινε ακόμα περισσότερη χάρη. Το βάψιμο της ήταν έντονο, με μαύρη σκιά και μολύβι να τονίζουν τη λάμψη των ματιών της και καφέ σκούρο κραγιόν που την έκανε να φαίνεται ακόμα πιο χλωμή.

"Γεια." Του είπε.

"Γεια σου Γεωργία μου." Τη χαιρέτησε θερμά ο Τζέρι. "Έλα να καθίσουμε." Πέρασαν τους νεαρούς που χόρευαν και κάθισαν σε δύο κενές θέσεις στο μπαρ. Έμειναν για λίγο σιωπηλοί, αμήχανοι.

"Είσαι ολόιδια η μητέρα σου, το ξέρεις;" Της είπε έπειτα.

"Ναι." Απάντησε ψυχρά εκείνη. "Η θεία μου έλεγε πάντα ότι ήταν σαν να βλέπει τη μαμά σε βρικόλακα."

"Πόσων χρόνων είστε τώρα εσύ και ο αδελφός σου;" Τη ρώτησε, αν και ήξερε, απλά για να πάει την κουβέντα εκεί που ήθελε.

"Εγώ είμαι είκοσι ενός και ο Κωνσταντίνος δεκαοχτώ."

"Έχετε και άλλον έναν αδελφό, το ξέρατε;"

"Όλα μαθεύονται σε αυτή την πόλη και ειδικά ανάμεσα σε βρικόλακες. Έχεις παντρευτεί μια καθαρή ζωοφάγο, τη Νατάσα και έχετε ένα γιο, τον Αλέξανδρο, επίσης καθαρό." Είπε η Γεωργία. "Μόνο εσύ δεν λες να αλλάξεις ακόμα..."

"Δεν είναι τόσο εύκολο." Της είπε.

"Ο Κωνσταντίνος τα κατάφερε." Του είπε. "Έχει απαρνηθεί την βαμπιρική καταγωγή μας και πλέον τρέφεται μόνο με ανθρώπινες τροφές, εφόσον μπορεί να επιβιώσει και με αυτές. Μόνο με τον ήλιο δεν μπορεί να κάνει κάτι. Δεν μας καίει βέβαια, αλλά μας ενοχλεί απίστευτα και μας δημιουργεί ημικρανίες."

"Και...εσύ; Εσύ πίνεις και αίμα όμως, έτσι δεν είναι;" Η Γεωργία χαμογέλασε κάπως χαιρέκακα.

"Πίνω μόνο από όσους με πειράζουν. Στο σχολείο, δεχόμουν πολύ συχνά εκφοβισμό λόγω της ενόχλησης μου στον ήλιο. Εγώ το δεχόμουν, δεν είχα καταλάβει το μέγεθος της δύναμης μου ακόμα... Ώσπου μια μέρα, έσπρωξα ένα μαθητή τόσο δυνατά, που τον κόλλησα στον τοίχο και έσπασε αρκετά πλευρά του. Είπα πως ήταν ατύχημα, δεν το ήθελα... Η θεία με γλίτωσε από την τιμωρία εξηγώντας τους την κατάσταση μου. Κατά βάθος όμως χάρηκα που τον τιμώρησα. Δεν μου ήταν αρκετό αυτό. Ήθελα να τους τιμωρήσω όλους για τον τρόπο που μου είχαν φερθεί. Βρήκα τα σπίτια τους και κάθε νύχτα, σκότωνα και από έναν πίνοντας του το αίμα. Μέσα σε μια εβδομάδα είχα εξαφανίσει όλους μου τους εχθρούς και κανείς στο σχολείο δεν με πείραζε πια. Έκτοτε τιμωρώ με τον ίδιο τρόπο όποιον μου φέρεται άσχημα, όπως για παράδειγμα σε έναν πρώην μου που έμαθα ότι με απατούσε." Ο Τζέρι έμεινε για λίγο σιωπηλός. Η κόρη του μπορεί να έμοιαζε απίστευτα στη Βαλεντίνα εμφανισιακά, είχε όμως πάρει από εκείνον τη δίψα του για αίμα και εκδίκηση.

"Τέλος πάντων... Ας πάρουμε κάτι να πιούμε. Κερνάω εγώ." Της είπε ευχάριστα και έκανε νόημα στον μπάρμαν.

https://youtu.be/9td_s6FC9zI

 Αφού ήπιαν μερικές γουλιές σιωπηλοί, άκουσαν απ' τα ηχεία να παίζει ένα πολύ γνωστό και στους δύο τραγούδι.

"Αυτό ήταν το αγαπημένο τραγούδι της μητέρας σου." Είπε ο Τζέρι μελαγχολικά.

"Το ξέρω." Απάντησε η Γεωργία. 

Ο Τζέρι σηκώθηκε.

"Θες να χορέψουμε προς τιμήν της;" Η Γεωργία έπιασε διστακτικά το χέρι του, που είχε σχεδόν την ίδια θερμοκρασία με το δικό της και τον άφησε να την οδηγήσει στην πίστα. Άρχισαν να χορεύουν με άψογες κινήσεις οι οποίες ταίριαζαν απόλυτα μεταξύ τους. Ο κάθε στίχος, η κάθε νότα του θύμιζε τη Βαλεντίνα.

"Έλα να μείνεις μαζί μου, κόρη μου." Της είπε αφού την έκανε μια στροφή. "Να αναπληρώσουμε το χαμένο χρόνο. Θα πηγαίνουμε συνέχεια για χορό και για ότι άλλο θέλεις."

"Μου κάνεις πλάκα έτσι;" Είπε εκείνη. "Κοίτα, εγώ σε πιστεύω πως δεν σκότωσες τη μαμά. Όμως μεγαλώσαμε μακριά σου. Δεν μπορώ να σε συνηθίσω ως πατέρα μου..."

"Εντάξει. Τουλάχιστον πες μου τα νέα σου. Μένετε ακόμα στο σπίτι της Νίτσας;"

"Όχι. Έχουμε φύγει και οι δύο, γιατί είχε αρχίσει να γερνάει και να γίνεται παράξενη. Εγώ συγκατοικώ με δύο φίλες μου, ενώ ο Κωνσταντίνος ζει μόνος του."

Όταν τελείωσε το κομμάτι, κάθισαν πάλι στις θέσεις τους στο μπαρ να συνεχίσουν τα ποτά τους.

"Θέλω να βγαίνουμε μια στο τόσο, Γεωργία." Της είπε τότε. "Μόνο αυτό. Για να μαθαίνω νέα σας."

"Κοίτα, ο Κωνσταντίνος σίγουρα δεν θα θέλει να σε δει με τίποτα. Και εγώ δίσταζα στην αρχή, η αλήθεια είναι. Για καθαρόαιμος βρικόλακας, δεν σε περίμενα τόσο κουλ. Και πολύ καλός χορευτής. Οπότε, υποθέτω πως μπορούμε να βγαίνουμε μια φορά το μήνα."

"Σε ευχαριστώ." Της είπε ο Τζέρι και χαμογέλασαν ο ένας στον άλλο. "Και να ξέρεις ότι θα είμαι πάντα εδώ για σένα, αν όχι σαν πατέρας έστω σαν φίλος."

Λίγο μετά, του ήρθε μια πολύ γνωστή μυρωδιά. Γύρισε προς την πόρτα και όπως το περίμενε, είδε την Ελίζα μαζί με τον γιο του να μπαίνουν στο μπαρ.

"Ω, τα παιδιά!" Είπε και σηκώθηκε να τους πλησιάσει. Η Γεωργία τον ακολούθησε.

"Καλώς τους." Είπε. "Αλέξανδρε, από εδώ η αδελφή σου η Γεωργία."

"Γεια σου, Γεωργία." Της είπε ευγενικά ο έφηβος βρικόλακας. "Έχω ακούσει πολλά για εσένα."

"Χαίρω πολύ, Αλέξανδρε. Ώστε εσύ είσαι ο καθαρόαιμος γιος του Τζέρι, ε;"

"Ναι. Είναι γεννημένος Καθαρός. Ακόμα αναπτύσσονται τα κύτταρα του, όταν όμως κλείσει τα δεκαοχτώ η ηλικία του θα παγώσει εκεί." Εξήγησε ο Τζέρι. "Και από εδώ η Ελίζα, η κόρη του κολλητού μου. Είναι λευκή βρικόλακας."

"Δηλαδή;" Απόρησε η Γεωργία, που δεν είχε ακούσει ποτέ της για αυτό το σπάνιο είδος.

"Ογδόντα τις εκατό άνθρωπος, είκοσι τις εκατό βρικόλακας." Εξήγησε ο Τζέρι. "Πήρε περισσότερο απ' τη μαμά της, που είναι θνητή."

"Χάρηκα, Ελίζα." Της είπε η Γεωργία. Έμοιαζε όντως περισσότερο με θνητή, ήταν όμως και εκείνη απίστευτα όμορφη, με μαύρα μαλλιά μεσαίου μήκους κομμένα σε φράντζα και γκρίζα μάτια τονισμένα με μαύρη σκιά. Το δέρμα της ήταν ανοιχτόχρωμο, αλλά όχι χλωμό και φαινόταν ακόμα πιο ανοιχτό με τα μαύρα ρούχα που φορούσε, δηλαδή μαύρο τζιν και μαύρη μπλούζα με λευκές νεκροκεφαλές.

"Είσαι πολύ όμορφη." Της είπε.

"Ευχαριστώ, Γεωργία." Απάντησε εκείνη και χαμογέλασε πλατιά αφήνοντας τους μικρούς της μυτερούς κυνόδοντες να φανούν διακριτικά. "Κι εσύ το ίδιο."

"Λοιπόν, τι θα πάρετε;" Ρώτησε τα παιδιά ο Τζέρι.

"Είμαστε ανήλικα, μπαμπά." Αστειεύτηκε ο Αλέξανδρος.

"Είστε βρικόλακες, χε χε! Για εσάς δεν ισχύουν οι περιορισμοί στο αλκοόλ."

"Οκ... Θα πάρω ένα κλασικό κοκτέιλ με λίγο αίμα ελαφιού." Είπε ο Αλέξανδρος.

"Εσύ, Ελίζα; Θα πιεις κάτι;"

"Θα πάρω κι εγώ ένα κανονικό κοκτέιλ αλλά με χυμό φρούτων αντί για αίμα."

Πήγαν όλοι μαζί στο μπαρ να παραγγείλουν και ο Τζέρι τους κέρασε όλους.

"Δεν πίνεις αίμα, Ελίζα;" Ρώτησε η Γεωργία.

"Όχι πολύ συχνά. Συνήθως προτιμώ να πίνω κατευθείαν από ανθρώπους με τη θέληση τους, γιατί δεν τους σκοτώνω όταν πίνω ούτε μπορώ να τους μεταμορφώσω."

"Δηλαδή πίνεις αίμα χωρίς να χρειάζεται να σκοτώσεις; Ενδιαφέρον."

"Ναι. Αλλά δυστυχώς, οι περισσότεροι δεν το πιστεύουν αυτό και φοβούνται. Έχω όμως μια φίλη η οποία μου δανείζει οπότε χρειάζομαι το αίμα της."

"Θα πρέπει να είναι πολύ καλή φίλη και να νοιάζεται για σένα. Και για πες, ο ήλιος σε καίει η απλά σε ενοχλεί όπως εμένα;"

"Τίποτα από τα δύο. Μπορώ να κυκλοφορώ έξω με ήλιο ανενόχλητη. Και το καλύτερο; Όταν έχει πανσέληνο, το δέρμα μου λάμπει και γίνεται κατάλευκο." Της είπε, και η Γεωργία ένιωσε ένα μικρό τσίμπημα ζήλιας. Και τι δεν θα έδινε για να μπορεί να βγαίνει στον ήλιο χωρίς να την ενοχλεί και να πίνει αίμα χωρίς να σκοτώνει...

Ο Τζέρι και τα παιδιά συνέχισαν να πίνουν και να συζητούν μέχρι αργά τη νύχτα. Χαιρόταν απίστευτα που η Γεωργία τον είχε αποδεχτεί και είχε κερδίσει λίγο την εμπιστοσύνη του. Με τον Κωνσταντίνο θα έβρισκε τρόπο να επανενωθεί. Ίσως χρειαζόταν περισσότερο χρόνο.

*****

Το επόμενο κεφάλαιο θα είναι το τέλος αυτού του μέρους. Ελπίζω να σας αρέσει:

Η Ελίζα και ο Αλέξανδρος είναι φίλοι από μωρά και πηγαίνουν στην ίδια τάξη (Δευτέρα Γυμνασίου). Τον τελευταίο καιρό η Ελίζα συνειδητοποιεί ότι νιώθει κάτι παραπάνω από φιλία για τον Αλέξανδρο και κάνει τα πάντα για να του αρέσει. Θα πετύχει το στόχο της; Πως θα θέλατε να συνεχιστεί η σχέση τους; Αν έχετε να μου προτείνετε κάτι για το βιβλίο γενικότερα, μη διστάσετε να αφήσετε το σχόλιο σας.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top