(2,4) H Μεταμόρφωση

Εγώ και η Μελίντα φιλιόμασταν παράφορα, τα κρύα χείλη της που είχαν ενωθεί με τα δικά μου τα ζεστά, τα χέρια της που τυλίγονταν γύρω μου, με οδηγούσαν στην τρέλα. Με έκαναν να νιώθω πρωτόγνωρα συναισθήματα και να την θέλω όλο και περισσότερο.

Σε λίγη ώρα βρεθήκαμε γυμνοί στο κρεβάτι μου να απολαμβάνουμε και οι δύο τον καρπό του απαγορευμένου, χωρίς να μπορώ να σκεφτώ τίποτα άλλο. Εκείνη με οδηγούσε στον φρενήρη ρυθμό του έρωτα της, τα χέρια της με άγγιζαν παντού και με τρέλαιναν όλο και πιο πολύ. Το τέλειο σώμα της έλαμπε στο απαλό φως του κεριού, τα κόκκινα μάτια της με κοιτούσαν αισθησιακά, τα χείλη της μισάνοιχτα, απολάμβαναν κάθε λεπτό της ένωσης μας. Έμοιαζε σαν αρχαία θέα του έρωτα. Είχα χαθεί σε εκείνη και δεν υπήρχε γυρισμος.

Ξύπνησα το επόμενο πρωί και αυτό που είχε γίνει επανερχόταν σιγά- σιγά στο μυαλό μου. Εκείνη δεν ήταν δίπλα μου. Θα έφυγε όταν με πήρε ο ύπνος, σκέφτηκα. Ένιωθα βρόμικος. Ένιωθα το μάτι του Θεού να με κοιτάει θυμωμένο για την αμαρτία που διέπραξα μέσα στο μοναστήρι. Όλη η απόλαυση και η ηδονή της προηγούμενης νύχτας είχε τώρα μετατραπεί σε τύψεις. Σηκώθηκα και κάλυψα αμέσως το γυμνό μου σώμα με τα ράσα μου.

Λίγη ώρα μετά, βρισκόμουν κάτω από τον Εσταυρωμένο, τον ξύλινο σταυρό με το σκαλιστό άγαλμα του Χριστού επάνω, και έκλαιγα πικρά με δάκρυα μετάνοιάς.

"Σε παρακαλώ, Θεέ μου... Συγχώρεσε με... Στάθηκα τόσο αδύναμος..." Έλεγα και ξαναέλεγα. "Δεν θα επαναληφθεί αυτό, κύριε, στο υπόσχομαι. Θα κάνω νηστεία σαράντα μέρες για να συγχωρεθώ."

Δεν είδα τη Μελίντα καθόλου κατά τη διάρκεια της ημέρας, ευτυχώς. Θα ήταν κλεισμένη στο κελί της, όπως κλείστηκα αργότερα κι εγώ και διάβαζα προσευχές.

Το ίδιο βράδυ, αφού γυάλισα τις εικόνες και έσβησα τα καντήλια στην εκκλησία, ανέβηκα στο κελί μου να κοιμηθώ. Είχα μόλις ξαπλώσει, όταν άνοιξε πάλι η πόρτα και μπήκε η Μελίντα.

"Φύγε." Της είπα. "Δεν θα αφήσω να με παρασύρεις πάλι." Άκουσα το ανάλαφρο αισθησιακό της γέλιο και με πλησίασε στο σκοτάδι.

"Αφού σου άρεσε και θέλεις ξανά, παραδέξου το." Είπε και ανέβηκε στο κρεβάτι με αργές κινήσεις. Έβγαλε τη μπλούζα της και το τέλειο στήθος της έλαμψε στο φως του φεγγαριού. Ήθελα να αντισταθώ, είχα τη θέληση όμως το σώμα μου δεν με άφηνε. Την αποζητούσε ξανά. Και έγινε. Αυτή τη φορά δεν μετάνιωσα.

Δεν ήξερα τι μου συνέβαινε, ήταν σαν να με είχε μαγέψει και δεν μπορούσα να σταματήσω να τη σκέφτομαι την επόμενη μέρα. Πήγα πολλές φορές έξω από την πόρτα της, ήθελα να της πω τι ένιωθα, ότι μπορούσα να γίνω σκλάβος της για πάντα αν μου το ζητούσε. Δεν το έκανα όμως. Ντρεπόμουν.

Το ίδιο βράδυ όμως, την περίμενα. Περίμενα με μεγάλη λαχτάρα να εμφανιστεί ξανά και να μου κάνει όλα εκείνα τα αμαρτωλά πράγματα που μου έκανε τις δύο προηγούμενες νύχτες. Όμως οι ώρες περνούσαν και εκείνη δεν ερχόταν. Δεν άντεχα. Σηκώθηκα αποφασισμένος να πάω να τη βρω.

Δεν ήταν στο δωμάτιο της. Το κρεβάτι της ήταν ξέστρωτο. Την αναζήτησα παντού, σε όλο το μοναστήρι και τους κήπους φωνάζοντας το όνομα της. Έπειτα σκέφτηκα ότι μάλλον θα είχε πάει για κυνήγι και πήγα στην εκκλησία να ηρεμήσω λίγο.

Το πρόσωπο του Χριστού με κοιτούσε απογοητευμένο από τον σταυρό.

"Συγχώρεσε με, κύριε. Αυτό είναι πάνω απ' τις δυνάμεις μου." Είπα και άναψα κερί. Εκείνη την στιγμή άκουσα τη βαριά πόρτα της εισόδου να ανοίγει. Ήταν εκείνη.

"Σε έψαχνα." Της είπα και πλησίασα. Είχε κάτι περίεργο στα μάτια της, μια λαχτάρα όχι για έρωτα, αλλά για κάτι άλλο που δεν είχα ξαναδεί.

"Πως πήγε το κυνήγι σου;"

"Δεν σκότωσα κανένα ζώο απόψε." Μου είπε. Ένιωσα τον φόβο να φωλιάζει για τα καλά στην καρδιά μου.

"Γιατί;" Τη ρώτησα. "Δεν... κατάφερες να πιάσεις κανένα;"

"Όχι, έπιασα. Όταν όμως πήγα να πιω, θυμήθηκα τη δική σου μυρωδιά, το απαλό, ζεστό σου δέρμα και σκέφτηκα ότι εσύ έχεις σίγουρα πολύ πιο νόστιμο αίμα."

"Τι θες να πεις;" Είπα καθώς κρύος ιδρώτας με έλουζε. Εκείνη άγγιξε το πρόσωπο μου, ένα ρίγος με διαπέρασε ολόκληρο.

"Τι πας να κάνεις; Άσε με..." Ψέλλισα.

"Ηρέμησε." Είπε εκείνη με βαθιά φωνή και με μαγνήτισε με το βλέμμα της. "Δεν θα καταλάβεις τίποτα." Πλησίασε τα δόντια της στο λαιμό μου... Ένιωσα φόβο και ανατρίχιασα ολόκληρος κι ύστερα με δάγκωσε και με διαπέρασε ο πόνος, ήταν όμως γλυκός. Ένιωσα κάτι σαν μούδιασμα. Τα δόντια της χώνονταν όλο και πιο βαθιά στο λαιμό μου, φοβόμουν αλλά δεν ήθελα να φύγω συγχρόνως. Σύντομα οι δυνάμεις μου με εγκατέλειψαν και τα πάντα γύρω μου σκοτείνιασαν.

Όταν ξύπνησα, ήταν πλέον πρωί έξω. Ήμουν ακόμα ξαπλωμένος στο πάτωμα της εκκλησίας. Αισθανόμουν πολύ αδύναμος, κατάφερα όμως με δυσκολία να σηκωθώ. Ένιωθα μια ελαφριά ζαλάδα.

"Μελίντα;!" Φώναξα. Ησυχία επικρατούσε.

Τι μου έκανε; Αναρωτιόμουν. Την έψαξα, όμως δεν τη βρήκα πουθενά.

Πήγα στο κελί μου και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Το πρόσωπο μου ήταν χλωμό και φαινόμουν άρρωστος, και στο πλάι του λαιμού μου, εκεί που με είχε δαγκώσει η Μελίντα, υπήρχε ένα κόκκινο σημάδι με το σχήμα των δοντιών της. Ένιωθα τυχερός που τη γλίτωσα και δεν πέθανα, τα χειρότερα όμως δεν είχαν έρθει ακόμα.

Πέρασα τις επόμενες τρεις μέρες στο κρεβάτι με πυρετό και φριχτούς πόνους σε όλο μου το σώμα. Ένιωθα το αίμα να βράζει κυριολεκτικά μέσα στις φλέβες μου σαν να έπαιρνα φωτιά. Φώναζα και σφάδαζα, και εκλιπαρούσα τον Θεό για βοήθεια. Η Μελίντα εξαφανίστηκε. Και λογικό να μου πεις, αφού νόμιζε ότι με σκότωσε. Ο πατέρας μου όμως; Που βρισκόταν; Γιατί είχε αργήσει τόσο πολύ να επιστρέψει;

Τα μεσάνυχτα της τρίτης μέρας, έφτασα στο υπέρτατο σημείο του μαρτυρίου μου. Σπασμοί συντάραξαν ολόκληρο το κορμί μου και σωριάστηκα στο πάτωμα. Είδα όλη μου τη ζωή να περνάει μπροστά από τα μάτια μου. Ξεκίνησε από τον παθιασμένο έρωτα μου με τη Μελίντα και γύρισε σιγά σιγά προς τα πίσω, στην ήσυχη ζωή με τον πατέρα μου στο μοναστήρι, έπειτα εκείνος να προσπαθεί να με μεγαλώσει μόνος του, την απώλεια της μητέρας μου όταν ακόμα ήμουν μωρό και τέλος τη ζέστη της αγκαλιά όταν ακόμα ζούσε, τα βιολετί της μάτια να με κοιτούν με λατρεία, σχεδόν μπορούσα να μυρίσω το άρωμα της... Και όσο τα έβλεπα όλα αυτά, ένιωθα να καίγομαι παντού μέσα μου και τον πιο βασανιστικό πόνο σε όλο μου το σώμα. Ύστερα όλα σκοτείνιασαν. Άκουσα την καρδιά μου να μειώνει σταδιακά τους χτύπους της, ώσπου σταμάτησε τελείως.

Άνοιξα ξανά τα μάτια μου, νιώθοντας πιο ζωντανός από ποτέ. Δεν πονούσα πια. Ένιωθα πως ένα μέρος μου είχε πεθάνει, όμως κάθε εκατοστό της ύπαρξής μου έσφυζε από ζωή. Κάτι λαχταρούσα, όμως δεν ήξερα τι. Ήταν κάτι...σαν δίψα. Σηκώθηκα και κοίταξα τα χέρια μου. Είχαν ένα υπόλευκο χρώμα, σαν εκείνο των νεκρών κι όμως έσφυζαν από υγεία και δύναμη. Κοίταξα τον καθρέφτη στον απέναντι τοίχο του δωματίου. Έκανα ένα βήμα για να πλησιάσω, άθελά μου όμως έτρεξα σε αυτόν με τέτοια ταχύτητα, που ήταν σχεδόν σαν να τηλεμεταφερθηκα εκεί. Κοίταξα σε αυτόν. Το δέρμα μου ήταν λευκό, το πρόσωπο μου πιο όμορφο από ποτέ σαν πορσελάνινο. Και τα μάτια μου... Θεέ μου, τα μάτια μου. Είχαν χάσει το βιολετί τους χρώμα και τώρα ήταν κόκκινα σαν της Μελίντας. Εκείνη τη στιγμή ήταν που άκουσα μια φωνή μέσα στα αυτιά μου. Ήξερα ότι ερχόταν από τον κάτω όροφο, κι όμως την άκουσα τόσο καθαρά σαν να βρισκόταν δίπλα μου:

"Ιερώνυμε, γύρισα!" Ήταν η φωνή του πατέρα μου. Την ίδια στιγμή μου ήρθε και η μυρωδιά του στη μύτη και η παράξενη εκείνη δίψα με κυρίευσε ξανά και ήταν τόσο δυνατή, που θα τρελαινόμουν αν δεν την έσβηνα αμέσως. Έτρεξα σαν τον άνεμο και μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα, βρισκόμουν στην είσοδο της εκκλησίας και μπροστά απ' τον πατέρα μου.

"Ω Θεέ μου! Τι σου συνέβη;!" Αναφώνησε τρομοκρατημένος μόλις με είδε.

Τίποτα δεν μπορούσα να σκεφτώ όμως πέρα από τη δίψα μου. Ο πατέρας μου δεν ήταν πια πατέρας μου, ήταν το θήραμα μου εκείνη τη στιγμή. Όρμησα πάνω του, ρίχνοντας τον κάτω και βύθισα τα δόντια μου στο λαιμό του καθώς εκείνος έβγαλε ένα ουρλιαχτό απελπισίας, το οποίο δεν με σταμάτησε όταν γεύτηκα το αίμα του.

"Σταμάτα! Τι κάνεις;!" Άκουγα τη φωνή του, όμως η λαχτάρα μου καθώς του έπινα το αίμα και η ικανοποίηση που ένιωθα εκείνη τη στιγμή ήταν πολύ μεγαλύτερη από τον οίκτο μου. Η φωνή του άρχισε να εξασθενεί:

"Σε παρακαλώ... Σταμάτα..." Και μόλις ήπια και την τελευταία σταγόνα αίματος, ξεδίψασα και κοίταξα το πρόσωπο του. Τα μάτια του κοιτούσαν άψυχα το κενό.

"Πατέρα;" Είπα και έλεγξα το σφυγμό στο χέρι και στο λαιμό του. Δεν υπήρχε. Όλα πάνω του ήταν παγωμένα και ακίνητα.

"Πατέρα;" Ξαναείπα και ήθελα να κλάψω όσο τίποτα άλλο, όμως δεν μπορούσα να βγάλω δάκρυα. "ΟΧΙ!!" Φώναξα δυνατά και η φωνή μου αντήχησε στην άδεια εκκλησία. "Τι σου έκανα;!" Τότε κατάλαβα τι είχε γίνει. Η Μελίντα μου ήπιε το αίμα, όμως δεν με σκότωσε. Επέζησα και μεταμορφώθηκα κι εγώ σε ένα δολοφονικό πλάσμα της νύχτας. Και το πρώτο μου θύμα ήταν ο ίδιος μου ο πατέρας.

Έφυγα μακριά απ' το μοναστήρι, μισώντας τον εαυτό μου και προσπαθώντας μάταια να βρω τη Μελίντα για να πάρω εκδίκηση, ώσπου γνώρισα εκείνη τη γιατρό, την Ελβίρα, η οποία με έμαθε να αποδέχομαι αυτό που είμαι και να κυνηγάω μόνο κακούς ανθρώπους, τέρατα σαν εμένα. Αυτό όμως δεν με έκανε λιγότερο τέρας.

*********************

Ο Τζέρι εξακολουθούσε να κοιτάει τη Γιάννα με βλέμμα σκοτεινό όταν τελείωσε την ιστορία του.

"Κατάλαβες τώρα τι κτήνος είμαι;" Της είπε. "Ο πατέρας μου ήταν μόνο η αρχή. Σκότωσα κι άλλους αθώους μέχρι να μάθω να ελέγχω τη δίψα μου. Γι' αυτό δεν ήθελα να μεταμορφώσω τη Βαλεντίνα. Και όταν γνώρισα εσένα, να σου πιω το αίμα ήθελα. Όμως στη συνέχεια, δεν ξέρω τι άλλαξε. Ίσως η Βαλεντίνα έβγαλε από μέσα μου ότι καλό υπήρχε και τώρα πια το μόνο που θέλω είναι να σε προστατεύσω. Για αυτό πρέπει να φύγεις. Δεν ξέρω πότε θα έρθει η στιγμή να προτιμήσω το δικό σου αίμα απ' το συσκευασμένο, όπως έγινε και με εκείνη."

"Δεν φοβάμαι." Είπε η Γιάννα και τον κοίταξε στα μάτια. "Ήξερα από την αρχή τι ήσουν και αν όντως φοβόμουν θα είχα φύγει από τότε. Και τώρα με χρειάζεσαι και θα μείνω εδώ, είτε το θέλεις είτε όχι."

"Βάζεις τον εαυτό σου σε μεγάλο κίνδυνο." Επέμεινε ο Τζέρι.

"Δεν με νοιάζει." Είπε η Γιάννα κι έσκυψε το κεφάλι. Ήταν σαν να υποτασσόταν σε εκείνον, σαν να του έλεγε ότι θα ήταν δική του και θα της έκανε ότι ήθελε από εδώ και πέρα. Ο Τζέρι της ανασήκωσε απαλά το κεφάλι για να τον κοιτάξει και είπε:

"Σε χρειάζομαι περισσότερο από ποτέ απόψε. Είσαι η μόνη που δεν με εγκατέλειψε." Και ήταν αλήθεια.

Μετά από τον θάνατο της Βαλεντίνας, όλοι οι φίλοι και οι γνωστοί του τον έκαναν πέρα, εκτός από τα μέλη της συμμορίας του. Με αυτούς όμως οι σχέσεις τους ήταν μόνο "επαγγελματικές". Ακόμα και η Ελβίρα, που του είχε σταθεί τόσα χρόνια, όταν έμαθε ακριβώς τι έγινε κατηγόρησε αποκλειστικά αυτόν και τον έκανε πέρα, συνέχισε όμως να του προμηθεύει αίμα.

Ο Τζέρι ένωσε τα χείλη του με εκείνα της Γιάννας και έχωσε τη γλώσσα του στο στόμα της σε ένα φιλί παθιασμένο και απελπισμένο συγχρόνως. Ένιωθε πιο ευάλωτος και από θνητό εκείνη τη νύχτα και η Γιάννα ένιωθε πως ήταν σειρά της να τον προστατέψει. Τον αγκάλιασε τυλίγοντας τα χέρια της γύρω του και βαθαίνοντας κι άλλο το φιλί τους. Έπειτα ο Τζέρι με μια κίνηση την σήκωσε στην αγκαλιά του τυλίγοντας τα πόδια της γύρω από τη μέση του και την κατέβασε έτσι στον κάτω όροφο και στην κρεβατοκάμαρα του.

Εκεί, έβγαλαν τα ρούχα τους βιαστικά και έπεσαν στο κρεβάτι για να χαθούν σε έναν έρωτα παράφορο, διαφορετικό από τις προηγούμενες φορές. Ο Τζέρι έβγαζε όλη τη μανία και το μίσος για τον εαυτό του επάνω στο καυτό κορμί της, σκεπτόμενος άθελά του τη Βαλεντίνα και αυτό που της έκανε. Δεν υπήρχε γυρισμος. Το σκοτάδι είχε αρχίσει να υπερισχύει στην ψυχή του, όση ψυχή του είχε απομείνει δηλαδή. Η Γιάννα χανόταν στο πάθος της και δεν αποζητούσε τίποτα άλλο αυτή τη στιγμή. Η κορύφωση ήρθε πολύ σύντομα και έντονα και για τους δύο.

"Σ αγαπώ." Η φράση αυτή ξέφυγε αυθόρμητα από τα χείλη της Γιάννας, παρασυρμένη καθώς ήταν απ' το πάθος και την ανάγκη της να τον βοηθήσει. Ο Τζέρι δεν της απάντησε. Μόνο μια γυναίκα είχε αγαπήσει και την είχε χάσει. Δεν θα ερωτευόταν ποτέ ξανά. Την πήρε αγκαλιά μονάχα σιωπηλός μέχρι να την πάρει ο ύπνος.

Το επόμενο πρωί... Όλα επανήλθαν θολά στο μυαλό του Τζέρι καθώς ξυπνούσε απότομα από το λήθαργο, ο οποίος κράτησε περισσότερες ώρες απ' ότι θα έπρεπε. Έξω είχε αρχίσει να χιονίζει. Η πόρτα άνοιξε και μπήκε στο δωμάτιο η Γιάννα, φορώντας μόνο ένα κοντό σορτσάκι πιτζάμας και το σουτιέν της.

"Καλημέρα." Του είπε.

"Καλημέρα αγάπη μου." Της είπε ο Τζέρι προσπαθώντας να φανεί άνετος.

"Πως είσαι σήμερα, μωράκι μου;" Ρώτησε η Γιάννα και πλησίασε στο κρεβάτι.

"Κάπως καλύτερα." Απάντησε. "Με βοηθάς κι εσύ."

"Πάλι καλά." Είπε εκείνη. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και αγκάλιασε το κρύο, γυμνό κορμί του. Ο Τζέρι την φίλησε και ακολούθησε άλλο ένα σκοτεινό ταξίδι πάθους στα ψυχρά του χέρια.

*****************

ΤΕΛΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΜΕΡΟΥΣ

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top