(2,3) Αναδρομή στο Παρελθόν

Η Βαλεντίνα καθόταν με τη Νίτσα και τα παιδιά στο σαλόνι του μικροσκοπικού της σπιτιού. Είχε κλείσει δύο εβδομάδες πλέον που έμενε σπίτι της και δεν είχε καθόλου νέα απ' τον Τζέρι. Τα παιδιά έπαιζαν ήσυχα σε μια γωνιά με τα παιχνίδια τους, ενώ οι δύο γυναίκες παρακολουθούσαν το βραδινό δελτίο ειδήσεων.

"Δεν αντέχω άλλο μακριά απ' τον Τζέρι, θεία." Είπε κάποια στιγμή η Βαλεντίνα. "Θα γυρίσω σε εκείνον, θα του πω πόσο τον αγαπάω, θα τον ικετεύσω να με μεταμορφώσει."

"Πας καλά, παιδάκι μου;" Απόρησε η Νίτσα. "Δηλαδή να σε κάνει δολοφόνο σαν κι εκείνον;!"

"Τουλάχιστον έτσι θα είμαι για πάντα μαζί του."

"Βαλεντίνα, σκέψου το. Μπορεί να είναι επικίνδυνο. Ίσως διψάει πάλι και δεν προλάβεις καν να του μιλήσεις. Σκέψου τα παιδιά σου. Σκέψου εμένα. Είτε σε σκοτώσει είτε σε αλλάξει, και πάλι θα πρέπει να σ' αποχωριστώ, κορίτσι μου." Προσπάθησε να τη μεταπείσει.

"Θεία, σε παρακαλώ!" Φώναξε η Βαλεντίνα. "Μόνο έτσι θα είμαι ευτυχισμένη. Μακριά του απλά δεν έχω ζωή και επιπλέον τα παιδιά χρειάζονται τον πατέρα τους." Είπε και τελικά, η μεγαλύτερη γυναίκα υποχώρησε.

"Εντάξει, θα σεβαστώ την απόφαση σου. Για την ώρα όμως, μην πάρεις τα παιδιά μαζί σου, τουλάχιστον μέχρι να μιλήσετε και να βρείτε μια λύση."

"Εντάξει." Συμφώνησε η Βαλεντίνα και πήγε μέσα να αλλάξει.

Φόρεσε πραγματικά ότι βρήκε μπροστά της, ένα πρόχειρο σορτς και μια γαλάζια μπλούζα και ξαναβγήκε στο σαλόνι.

"Φεύγω." Είπε στη θεία της.

"Βαλεντίνα, πρόσεχε." Της είπε με μεγάλη ανησυχία εκείνη. Η Βαλεντίνα φίλησε τα παιδιά της και έφυγε.

Έφτασε έξω απ' το σπίτι τους με τον Τζέρι. Πόσο της είχε λείψει... Η εξώπορτα ήταν ξεκλείδωτη, όμως στο σαλόνι και στον κυρίως χώρο του ισογείου επικρατούσε ησυχία.

"Τζέρι;!" Φώναξε. Από την κρεβατοκάμαρα άκουγε κάτι ήχους, σαν ομιλίες ίσως; Πλησίασε για να ακούσει.

"Σου αρέσει...;" Άκουσε τη φωνή του Τζέρι.

"Μμμ...ναι....έτσι...." Άκουσε μια άλλη φωνή, γυναικεία. Όχι, δεν μπορεί να συνέβαινε αυτό... Σίγουρα θα άκουσε λάθος. Άνοιξε ίσα- ίσα την πόρτα και κρυφοκοίταξε. Επάνω στο κρεβάτι είδε αυτό που διέλυσε την καρδιά της σε χίλια κομμάτια: ο Τζέρι βρισκόταν επάνω από μια άλλη γυναίκα, μελαχρινή, με μεγάλο στήθος, και της έκανε έρωτα όπως ακριβώς έκανε και σε εκείνη μέχρι πριν από λίγο καιρό. Δεν χρειαζόταν να δει τίποτα άλλο. Έκλεισε αθόρυβα την πόρτα και έφυγε τρέχοντας σχεδόν απ' το σπίτι.

Έξω είχε πιάσει βροχή. Η Βαλεντίνα άρχισε να τρέχει χωρίς σταματημό. Ανέβηκε την ανηφόρα του σπιτιού, ενώ δάκρυα πλημμύριζαν τα μάτια της, επειδή ο Τζέρι είχε προδώσει την αγάπη τους και την αντικατέστησε με μια άλλη, επίσης θνητή, μια καινούργια 'προστατευόμενη' του. Πέταξε στα σκουπίδια όλα όσα έζησαν και έχτισαν μαζί, μέχρι και τα παιδιά τους. Συνέχισε να τρέχει καθώς έπιανε βροχή. Κατευθύνθηκε προς τα προάστια της πόλης, από εκεί που ήταν το δάσος. Έτρεχε κλαίγοντας χωρίς να ξέρει πού πάει, σαν να προσπαθούσε να ξεφύγει από την ατυχή ζωή της.

Έφτασε στο Παρατηρητήριο Μπόκαρη. Εκεί αποφάσισε να σταματήσει, κουρασμένη και πληγωμένη όσο ποτέ. Στάθηκε στην άκρη του παρατηρητηρίου. Μπορούσε να δει όλη την πόλη από εκεί, τους προβολείς του σταδίου που έμοιαζαν να φτάνουν ως τα σύννεφα, το σπίτι τους που είχαν ζήσει τόσα πολλά... Δεν είχε νόημα να ζει τώρα πια. Όλο το νόημα της ζωή της και ο σκοπός της ύπαρξης της ήταν ο  Τζέρι. Τη χρειάζονταν τα παιδιά της βέβαια, αλλά υπήρχε η θεία της η οποία θα τα φρόντιζε μέχρι να μεγαλώσουν, και θα ζούσαν όλη την μακρόχρονη ζωή τους χωρίς καν να τη θυμούνται. Κοίταξε από κάτω. Το ύψος ήταν αρκετά μεγάλο ώστε να δώσει τέρμα στη ζωή της μια και καλή. Μια αντρική, μοχθηρή φωνή τη διέκοψε:

"Χάθηκες, μικρούλα;" Γύρισε και είδε μια αντρική φιγούρα και δύο κόκκινα μάτια να την κοιτούν γυαλίζοντας στο σκοτάδι.

"Τι... Τι θες από μένα;" τον ρώτησε, αν και ήξερε ήδη.

"Το αίμα σου." απάντησε ο βρικόλακας και σε ένα δευτερόλεπτο βρέθηκε μπροστά της. Η Βαλεντίνα δεν αντιστάθηκε καθόλου καθώς έμπηγε τους μυτερούς του κυνόδοντες στο λαιμό της και της έπινε το αίμα. Έτσι κι αλλιώς, να πεθάνει ήθελε και δεν υπήρχε πιο ανώδυνος τρόπος... Σωριάστηκε στο ξύλινο πάτωμα της πλατφόρμας και έσβησε ψιθυρίζοντας το όνομα του Τζέρι.

*********

Ο Τζέρι άνοιξε τη συρταριέρα και φόρεσε ένα καθαρό εσώρουχο κι ένα αμάνικο φανελάκι. Πριν από λίγη ώρα, ενώ έκανε έρωτα με τη Γιάννα, θα ορκιζόταν πως άκουσε τη φωνή της Βαλεντίνας, πως μύρισε μέχρι και το άρωμα της. Όμως τα απέδωσε όλα αυτά στη φαντασία του. Του έλειπε τόσο πολύ η Βαλεντίνα, που άρχισε να έχει παραισθήσεις. Η Γιάννα ήταν ακόμα ξαπλωμένη και σκεπασμένη με την κουβέρτα, εξαντλημένη αλλά με ένα χαμόγελο ικανοποίησης.

"Μωρό, πάω να σου φτιάξω κάτι να φας." της είπε και βγήκε απ' το δωμάτιο. 

Το κινητό του, ακουμπισμένο επάνω στο τραπέζι, χτυπούσε σαν τρελό. Πετάχτηκε με την ταχύτητα του και το σήκωσε.

"Παρακαλώ;"

"Είστε ο κύριος Τζέρι Γκίντος;" άκουσε μια άγνωστη φωνή." Μάλιστα, εγώ είμαι." επιβεβαίωσε. "Συμβαίνει κάτι;" Η άλλη φωνή ακούστηκε ψυχρή, απόμακρη:

"Η γυναίκα σας βρέθηκε νεκρή στο Παρατηρητήριο Μπόκαρη. Τη δολοφόνησε βρικόλακας." Ο Τζέρι ένιωσε να πονάει όσο ποτέ άλλοτε και η φωνή του αντήχησε ως τη γέφυρα:

"ΟΧΙΙΙΙΙ!!!!"

Η κηδεία της έγινε μια βροχερή μέρα, όπως και ο θάνατος της. Στο νεκροταφείο, ο Τζέρι στεκόταν απόμερα από τους υπόλοιπους, λιγοστούς παρευρισκόμενους, κρατώντας μια ομπρέλα, κάτω από ένα δέντρο για να αποφύγει το φως. Ήταν ντυμένος στα μαύρα, όπως και οι υπόλοιποι, φορούσε γυαλιά ηλίου για περισσότερη προστασία και μαύρα γάντια. Όταν είδε το φέρετρο της να κατεβαίνει μέσα στον τάφο και τη θεία της να κλαίει απαρηγόρητα, ήθελε και ο ίδιος να κλάψει όσο τίποτα, αλλά τα δάκρυα δυστυχώς ήταν ανθρώπινο προνόμιο. Πονούσε βουβά, χωρίς να μπορεί να ξεσπάσει. Και αυτό τον έκανε να πονάει ακόμα περισσότερο. Τίποτα δεν θα ήταν πια το ίδιο για αυτόν. Θα θυμόταν για πάντα το άψυχο σώμα της με το δάγκωμα του άγνωστου βρικόλακα στο λαιμό της. Όταν το χώμα σκέπασε από πάνω το φέρετρο και κάλυψε το λάκκο, άρχισαν όλοι σιγά σιγά να αποχωρούν. Η Νίτσα τον πλησίασε με τα δάκρυα να τρέχουν και την οργή ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της.

"Τέρας! Εσύ τη σκότωσες! Το ξέρω!" του φώναξε προσπαθώντας να τον σπρώξει με τις γροθιές της αλλά χωρίς αποτέλεσμα.

"Νίτσα..." προσπάθησε να την ηρεμήσει.

"Το ήξερα! Ήξερα από την αρχή τι ήσουν, είχα ένα προαίσθημα ότι θα της κάνεις κακό και δεν έκανα τίποτα!" συνέχισε να του φωνάζει σε κατάσταση υστερίας.

"Νίτσα, σταμάτα και άκου με!" της φώναξε και εκείνος και άρπαξε τα χέρια της. Τον κοίταξε με φόβο αυτή τη φορά.

"Δεν σκότωσα εγώ τη Βαλεντίνα. Έφταιξα βέβαια για το θάνατο της, με τις πράξεις μου και όλα όσα έγιναν που την απομάκρυναν από εμένα και δεν ήμουν εκεί για να την προστατεύσω. Όμως δεν έχω ιδέα τι έκανε στο παρατηρητήριο και ποιος βρικόλακας της ήπιε το αίμα." Η Νίτσα συνέχισε να κλαίει.

"Μου είπε...μου είπε πως θα γυρνούσε σε εσένα... Ότι θα σου μιλούσε, θα σε ικέτευε να τη μεταμορφώσεις για να είστε για πάντα μαζί." είπε ανάμεσα στα αναφιλητά της. Και τότε ο Τζέρι θυμήθηκε. Θυμήθηκε πώς ένιωσε την παρουσία της και μύρισε το άρωμα της εκείνη τη νύχτα που ήταν στο κρεβάτι με τη Γιάννα... Και κατάλαβε. Η Βαλεντίνα βρισκόταν όντως εκεί. Και τους είδε, και το μόνο που ήθελε ήταν να φύγει μακριά.

"Όχι..." ψιθύρισε και άφησε ελεύθερη τη Νίτσα. "Εγώ τη σκότωσα όντως. Όμως όχι με αυτό τον τρόπο... Δεν ήμουν εγώ αυτός που της ήπιε το αίμα..."

"Φύγε! Φύγε μακριά μου και μην τολμήσεις να έρθεις να πάρεις τα παιδιά! Είσαι κτήνος! Σκότωσες τη Βαλεντίνα! Το κοριτσάκι μου!" ούρλιαξε εκείνη και συνέχισε να κλαίει... Ο Τζέρι δεν μπορούσε να μείνει άλλο. Σύντομα θα γινόταν στόχος αν άκουγαν τις φωνές της. Γι' αυτό γύρισε και άρχισε να τρέχει γρήγορα προς το αυτοκίνητο του.

Η Γιάννα παρέμεινε μαζί του παρά τις αντιρρήσεις του. Στενοχωριόταν και η ίδια που είχε χάσει τη γυναίκα του τόσο άδικα χωρίς να έχουν ξεκαθαρίσει τα πράγματα μεταξύ τους, και κατά ένα μέρος του εαυτού της ένιωθε επίσης ένοχη. Δεν κοιμόταν μαζί του όμως και γενικά φοβόταν να πλησιάσει. Ήθελε να του μιλήσει, να τον παρηγορήσει, μα εκείνος είχε υψώσει τείχη γύρω του και δεν την άφηνε. Όποτε πήγαινε να καθίσει παρέα του, εκείνος εξαφανιζόταν τρέχοντας.

Πέρασαν μερικές ημέρες και νύχτες από την κηδεία. Του Τζέρι του έλειπε η Βαλεντίνα και τα παιδιά του. Ήθελε όσο τίποτα να τα αγκαλιάσει, να τους πει ότι όλα θα πάνε καλά και ότι αυτός θα τα προστάτευε από εδώ και πέρα... Έπαιρνε συνεχώς τηλέφωνο τη Νίτσα, όμως εκείνη δεν ήθελε να ακούσει, το μόνο που του έλεγε ήταν πως σκότωσε τη Βαλεντίνα, ότι θα πληρώσει για όλα και άλλες τέτοιες παρόμοιες κατηγορίες.

"Το πήρα απόφαση, Γιάννα. Θα πάω να πάρω τα παιδιά μου. Τα χρειάζομαι." Είπε μια μέρα στη συγκάτοικο του, μια από τις λίγες φορές που την άφησε να κάθισει μαζί του.

"Είσαι σίγουρος;"

"Φυσικά και είμαι σίγουρος." της είπε κοιτάζοντας την στα μάτια για πρώτη φορά από την ημέρα που η γυναίκα του έφυγε απ' τη ζωή. "Ένα κομμάτι της Βαλεντίνας ζει μέσα τους. Αν το χάσω κι εκείνο, θα τρελαθώ τελείως. Θα μιλήσω στη Νίτσα και θα της πω να με αφήσει να τα πάρω." Και σηκώθηκε για να πάει να ντυθεί. Η Γιάννα δεν είπε τίποτα. Θα τον στήριζε ότι κι αν γινόταν από εδώ και πέρα.

Λίγη ώρα μετά βρισκόταν έξω από το σπίτι της Νίτσας και χτύπησε την πόρτα της. Άργησε να του ανοίξει. Φορούσε μαύρα και το πρόσωπο της ήταν κουρασμένο και χλωμό.

"Τι θες εσύ εδώ;" Του είπε. "Φύγε!" Και πήγε να του κλείσει την πόρτα ξανά, αλλά ο Τζέρι την κράτησε και πήγε να μπει με το ζόρι.

"Νίτσα, τα παιδιά μου θέλω να δω! Δεν μπορείς να μου τα στερήσεις!" Της φώναξε καθώς την έσπρωχνε.

"Μπαμπά! Μπαμπάκα μου!" Ακούστηκε η φωνή της Γεωργίας από μέσα και τελικά η Νίτσα υποχώρησε και τον άφησε να περάσει.

"Γεωργία μου!" Αναφώνησε ο Τζέρι και τη σήκωσε αμέσως στην αγκαλιά του. "Πόσο μου έλειψες!" Είπε καθώς χάιδευε το ξανθό της κεφαλάκι.

Η Νίτσα τους παρακολουθούσε αμίλητη.

"Θες να πετάξουμε;" Ρώτησε ο Τζέρι την κόρη του, που έμοιαζε τόσο πολύ στη Βαλεντίνα...

"Ναι! Ναι!" Φώναξε χαρούμενη η μικρή. Ο Τζέρι την πέταξε ψηλά και την έπιασε πάλι με μεγάλη ευκολία. Έκανε το ίδιο αρκετές φορές και η μικρή ξεκαρδιζόταν στα γέλια.

"Πώπω, η Γεωργία πετάει ψηλά στον ουρανό!" Φώναζε. Έπειτα την κράτησε πάλι στα χέρια του και κοίταξε τα γαλανά παιδικά μάτια της, που ήταν σαν να έβλεπαν κατευθείαν μέσα στην ψυχή του.

"Θα πάμε σπίτι τώρα;" Ρώτησε η μικρή. Ο Τζέρι κοίταξε τη Νίτσα.

"Αν μας αφήσει η θεία..." Είπε.

"Και που είναι η μαμά;" Ρώτησε πάλι με περισσότερο παράπονο η κόρη του.

"Ο μπαμπάς θα φύγει για πάντα και δεν θα ξανάρθει, Γεωργία." Είπε ψυχρά η Νίτσα. Ο Τζέρι άφησε τη μικρή κάτω και πλησίασε τη θεία της γυναίκας του.

"Νίτσα, για χιλιοστή φορά, δεν σκότωσα εγώ τη Βαλεντίνα." Της είπε σιγανά, έπειτα ύψωσε τον τόνο της φωνής του: "Γι αυτό άσε με να πάρω τα παιδιά!"

"Δεν είσαι πατέρας εσύ!" Του πέταξε και πισωπατησε φοβισμένη. "Φύγε! Και μην τολμήσεις και ξανάρθεις να τα δεις."

"Είναι παιδιά μου!" Φώναξε ο Τζέρι, τρομοκρατώντας κι άλλο τη γυναίκα.

"Αυτό δεν το σκεφτόσουν όταν έκανες κομμάτια την καρδιά της ανιψιάς μου. Και όταν μεγαλώσουν, θα μάθουνε και οι δύο τι κτήνος είσαι!" Ο Τζέρι με το ζόρι κρατιόταν να μην της επιτεθεί. Η Νίτσα έφτασε στην πόρτα και την άνοιξε.

"Δρόμο τώρα." Του είπε δείχνοντας του την έξοδο.

"Εύχομαι να σου πιουν το αίμα όταν μεγαλώσουν!" Φώναξε για ακόμα μια φορά ο Τζέρι πριν βγει.

"Μπαμπά! Μη φεύγεις!" Φώναζε η Γεωργία κλαίγοντας απαρηγόρητα. Ο Τζέρι έτρεξε σαν καπνός στο αυτοκίνητο του. Το μόνο που ήθελε ήταν να κλειστεί στο σπίτι του και να μην ξαναβγεί ποτέ.

Τις ημέρες και τις νύχτες που ακολούθησαν, ο Τζέρι κυκλοφορούσε σαν ζωντανός νεκρός μέσα στο σπίτι. Μαζί με τη Βαλεντίνα, πέθανε και ένα μέρος του εαυτού του και δεν υπήρχε πλέον σωτηρία. Και για όλα έφταιγε αυτός. Η Γιάννα εξακολουθούσε να μένει μαζί του. Ένιωθε σαν να βρισκόταν αιχμάλωτη στον πύργο του Κόμη Μονδάνου, που σύμφωνα με το θρύλο ήταν ο πρώτος βρικόλακας που δημιουργήθηκε ποτέ και σύμφωνα με μια διάσημη ιστορία, απήγαγε μια νεαρή κοπέλα και τη φυλάκισε στον πύργο του μέχρι να μάθει να ελέγχει τη δίψα του ώστε να τη μεταμορφώσει και να την κάνει σαν εκείνον.  Μόνο που η Γιάννα, σε αντίθεση με την πρωταγωνίστρια εκείνης της ιστορίας, έγινε αιχμάλωτη με την θέληση της.

Ένα βράδυ, ο Τζέρι έπινε στο μπαρ του επάνω ορόφου, ακούγοντας αγαπημένα τραγούδια της Βαλεντίνας. Εκτός από τη γεύση του αίματος, οι βρικόλακες μπορούσαν επίσης να νιώσουν τη γεύση του αλκοόλ, το οποίο τους επηρέαζε κιόλας και μπορούσε να τους μεθύσει ακριβώς όπως και τους θνητούς. Τον έκανε να πονάει ακόμα περισσότερο και του θύμιζε όλα όσα είχε ζήσει με τη Βαλεντίνα και τα λάθη που είχε κάνει. Του άξιζε τελικά αυτό που συνέβη. Αν όντως υπήρχε Θεός, τον είχε τιμωρήσει όπως έπρεπε.

Έξω, η Γιάννα κολυμπούσε στη θερμαινόμενη πισίνα, παρόλο που έξω είχε αρκετό κρύο. Εδώ και πολλή ώρα άκουγε τη μουσική από πάνω να παίζει στο τέρμα και κάποια στιγμή αποφάσισε να πάει να δει αν ο Τζέρι ήταν εντάξει. Βγήκε απ' το νερό, σκουπίστηκε καλά και ντύθηκε με τα ζεστά της ρούχα.

Τον βρήκε να έχει κατεβάσει ένα ολόκληρο μπουκάλι ρούμι με αίμα, χαμένος στις σκέψεις του και ολοφάνερα μεθυσμένος. Η Γιάννα χαμήλωσε τη μουσική και τον πλησίασε.

"Σταμάτα να πίνεις, καρδιά μου." Του είπε ήρεμα. "Έτσι δεν καταφέρνεις τίποτα. Έλα, πάμε για ύπνο." Και πήγε να του πάρει το ποτήρι απ' το χέρι. Εκείνος το τράβηξε και φώναξε:

"Άσε με! Δεν θέλω να πάω για ύπνο! Θέλω τη Βαλεντίνα μου! Τη Βαλεντίνα μου..." Η Γιάννα τον αγκάλιασε. Δεν της αντιστάθηκε.

"Τζέρι, το ξέρω ότι την αγαπάς ακόμα, όμως δεν πρέπει να πίνεις γιατί έτσι δεν θα τη φέρεις πίσω." Του είπε.

"Θέλω να σου πω την ιστορία μου, Γιάννα." Είπε ο Τζέρι όταν χωρίστηκαν. "Σε κανέναν δεν την έχω πει. Ούτε καν στη Βαλεντίνα."

"Ποια ιστορία σου;" Απόρησε η Γιάννα. Ο Τζέρι την κοίταξε στα μάτια και το πολύ μακρινό παρελθόν του άρχισε να επανέρχεται στο μυαλό του.

************************************

Πριν από εκατόν ογδόντα χρόνια περίπου, ήμουν μοναχός σε ένα μοναστήρι, μαζί με τον πατέρα μου, τον οποίο έλεγαν Αλέξανδρο. Τη μητέρα μου την είχα χάσει πολύ μικρός.

Το μοναστήρι βρισκόταν σε μια απομονωμένη κοιλάδα, έξω από ένα δάσος και δίπλα σε μια λίμνη με κρυστάλλινα νερά. Όταν η εκκλησία του μοναστηριού δεν είχε λειτουργία, το προσέχαμε και μέναμε οι δύο μας εκεί. Ήμασταν πολύ δεμένοι μεταξύ μας και αφιερωμένοι στον Θεό.

Κάποια στιγμή, προέκυψε μια δουλειά για τον πατέρα μου στην πρωτεύουσα και έπρεπε να λείψει για λίγες μέρες. Με κάλεσε κοντά του για να με αποχαιρετήσει.

"Ιερώνυμε, εγώ φεύγω." Μου είπε. "Να προσέχεις το μοναστήρι, εντάξει;"

"Μάλιστα, πατέρα."

"Είσαι σίγουρος ότι μπορείς να τα καταφέρεις μόνος σου;"

"Απολύτως. Δεκαοχτώ χρονών είναι πλέον. Εμπιστεύσου με." Τον διαβεβαίωσα.

"Εντάξει." Είπε ο πατέρας μου και μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. "Θα τα πούμε σε πέντε μέρες." Τον συνόδευσα μέχρι την έξοδο και τον αποχαιρέτισα με μια αγκαλιά.

Το ίδιο βράδυ, είχα μόλις τελειώσει τη βραδινή μου προσευχή και ετοιμαζόμουν να αποσυρθώ στο κελί μου για ύπνο, όμως άκουσα έντονα χτυπήματα στην πόρτα. Φοβήθηκα λίγο και προσευχήθηκα να μην ήταν κανένας ληστής η δολοφόνος. Για μια στιγμή σκέφτηκα να μην ανοίξω, αν όμως ήταν κάποιος συνάνθρωπος μου που χρειαζόταν βοήθεια; Έτσι πήγα και άνοιξα την βαριά ξύλινη πόρτα της κεντρικής εισόδου της εκκλησίας. Έμεινα άφωνος. Μπροστά μου στεκόταν μια οπτασία, μια γυναίκα με μαύρα μακριά μαλλιά και κόκκινα μάτια.

Χριστέ μου, δαίμονας είναι! Σκέφτηκα πανικόβλητος, όμως ήταν τόσο μαγευτική η ομορφιά της, τόσο απόκοσμη, που τα πόδια μου δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν και να τρέξουν. Είχε χλωμό δέρμα σαν νεκρή, κι όμως φαινόταν τόσο ζωντανή. Φορούσε ένα μακρύ, σκούρο κόκκινο φόρεμα με μαύρες λεπτομέρειες. Όταν άρχισε να μιλάει ωστόσο, η φωνή της δεν ακουγόταν μοχθηρή, αλλά απαλή σαν μελωδία.

"Χαίρεται." Μου είπε. "Θα ήθελα να εξομολογηθώ και αν γίνεται να μείνω για λίγες ημέρες στο μοναστήρι σας να ηρεμήσω. Έχω κάνει πολλές αμαρτίες..." Και με κοίταξε παρακλητικά. Ακόμα δεν είχα καταλάβει τι πλάσμα ήταν. Κι αν ήταν όντως δαίμονας και ήθελε να με ξεγελάσει; Όπως κι αν είχε όμως, ζητούσε τη βοήθεια μου και ο Θεός θα θύμωνε αν δεν της την πρόσφερα. Έτσι κι αλλιώς, όλοι είχαν δικαίωμα στη συγχώρεση και την εξομολόγηση σύμφωνα με τη θρησκεία μας.

"Ναι, φυσικά." Της είπα. "Είμαι ο αδελφός Ιερώνυμος. Το όνομα σου;"

"Ονομάζομαι Μελίντα." Μου είπε κι έτεινε το χέρι της προς χειραψία. Όταν το έπιασα, ήταν τόσο παγωμένο, που σχεδόν πείστηκα πως ήταν ζωντανή νεκρή. Πάρα τον φόβο που έκανε την καρδιά μου να τρέμει, παραμέρισα για να περάσει.

Περάσαμε μέσα από την εκκλησία και την οδήγησα σε ένα διάδρομο στο πλάι και στη συνέχεια στο δωμάτιο της εξομολόγησης. Ήταν ένα δωμάτιο με πολύ λιτή διακόσμηση, μόνο ένα τραπέζι με δύο καρέκλες αντικριστά και ένα παράθυρο με βιτρό.

Καθίσαμε στις καρέκλες. Τα κόκκινα μάτια της φαίνονταν ακόμα πιο απόκοσμα μέσα στο μισοσκόταδο του δωματίου.

"Πες μου, αδελφή. Τι ακριβώς έχεις κάνει;" Τη ρώτησα.

"Είμαι βρικόλακας." Είπε εκείνη, και άνοιξε το στόμα της για να μου δείξει τους δυο μυτερούς της κυνόδοντες. Είχα ακούσει πολλές ιστορίες για του βρικόλακες, ότι ήταν αθάνατα σατανικά πλάσματα, που δεν μπορούσαν να κυκλοφορήσουν την ημέρα γιατί ο ήλιος τους έκαιγε και ότι τρέφονταν με αίμα ανθρώπων...όμως νόμιζα πως ήταν μόνο μύθοι.

"Έχω σκοτώσει πολλούς ανθρώπους πίνοντας τους το αίμα" συνέχισε η Μελίντα, "και επίσης έχω παραδοθεί σε πολλές άσεμνες πράξεις και αμαρτίες του σώματος. Θέλω να αλλάξω όμως. Αφού δεν μπορώ να ξαναγίνω θνητή, θέλω τουλάχιστον να ξεκινήσω να τρέφομαι με αίμα ζώων."

"Χμ..." Είπα σκεπτικός. "Ο φόνος είναι μια από τις χειρότερες αμαρτίες και δύσκολα συγχωρείται, αδελφή. Όμως έπρεπε αναγκαστικά να σκοτώσεις για να τραφείς, έτσι δεν είναι;"

"Μάλιστα, αδελφέ Ιερώνυμε. Δεν το ήθελα. Με τύφλωνε η δίψα και δεν μπορούσα να ελέγξω τον εαυτό μου."

"Καταλαβαίνω. Λοιπόν, μπορείς να μείνεις εδώ για όσο καιρό χρειαστείς και να τρέφεσαι με το αίμα άγριων ζώων που υπάρχουν μέσα στο δάσος. Αν όντως καταφέρεις να μάθεις να ελέγχεις τον εαυτό σου και αποκτήσεις αυτοσυγκράτηση, τότε ο Θεός θα σε συγχωρέσει."

"Ευχαριστώ." Μου είπε και στο βλέμμα της φαινόταν όντως η μετάνοια.

"Πάμε να σου δώσω ένα κελί τώρα." Της είπα και σηκώθηκα.

Την οδήγησα μέσα στο διάδρομο και από εκεί σε μια σκάλα που οδηγούσε στα κελιά, στην πτέρυγα που είχαμε ειδικά για φιλοξενούμενους. Άνοιξα μια πόρτα και της είπα:

"Αυτό είναι το κελί. Είναι αρκετά ταπεινό, όμως ελπίζω να σε βολεύει."

"Ευχαριστώ." Είπε πάλι η Μελίντα κοιτάζοντας το απλό κρεβάτι και το κομοδίνο, τα μόνα έπιπλα που υπήρχαν στο δωμάτιο. "Πρέπει να πάω για κυνήγι τώρα πριν διψάσω πολύ."

"Εντάξει. Να προσέχεις." Της είπα.

Όταν έφυγε, εγώ αποσύρθηκα στο κελί μου, ενώ αναρωτιόμουν συνεχώς αν έκανα το σωστό που την εμπιστεύθηκα και την άφησα να μείνει εκεί. Άραγε ο πατέρας μου θα συμφωνούσε; Οι ώρες περνούσαν και δεν μπορούσα να κλείσω μάτι. Φοβόμουν. Και αν ήθελε να με παγιδεύσει και τελικά δεν κρατιόταν και έπινε το δικό μου αίμα; Ένιωθα όμως και μια ανεξήγητη έλξη για εκείνη και κατά βάθος, αυτός ο κίνδυνος μου άρεσε.

Πολύ αργά μέσα στη νύχτα, η πόρτα του κελιού μου άνοιξε. Μέσα στο σκοτάδι διέκρινα δύο κόκκινα λαμπερά μάτια. Ανασηκώθηκα και με τρεμάμενα χέρια κατάφερα να ανάψω το κερί στο κομοδίνο δίπλα μου.

"Μη φοβάσαι, Ιερώνυμε." Μου είπε εκείνη, και το πρόσωπο της φαινόταν ακόμα πιο γαλήνιο από πριν. Πλησίασε στο κρεβάτι μου αργά.

"Όλα εντάξει." Είπε. "Ήπια το αίμα ενός ελαφιού."

"Ωραία." Της είπα. "Τότε, γιατί δεν πας να κοιμηθείς;"

"Εμείς οι βρικόλακες χρειαζόμαστε ελάχιστο ύπνο, αλλά ακόμα και να μην κοιμηθούμε δεν αισθανόμαστε κούραση. Επιπλέον, ήθελα να σου μιλήσω." Σηκώθηκα από το κρεβάτι, λίγο αμήχανος που με έβλεπε με το λευκό, νυχτικό ρούχο μου.

"Σε ακούω, αδελφή." Είπα. "Τι σε απασχολεί;"

"Το αίμα του ελαφιού έσβησε τη δίψα μου, αλλά δεν ήταν τόσο ικανοποιητικό όσο το ανθρώπινο." Είπε εκείνη.

"Μην ανησυχείς. Είμαι σίγουρος ότι θα το συνηθίσεις με τον καιρό. Κι εμείς εδώ, τρεφόμαστε μόνο με τα απολύτως απαραίτητα, τρώμε πολύ σπάνια κρέας και ψάρι και γενικά κάνουμε μια πολύ λιτή ζωή, όμως έχουμε συνηθίσει και δεν επιθυμούμε περισσότερα."

"Θα είναι πολύ δύσκολο να αντισταθώ την επόμενη φορά που θα διψάσω." Μου είπε και ένιωσα πάλι το φόβο για τη ζωή μου να με απειλεί. Βρισκόταν τόσο κοντά μου, μπορούσε οπότε ήθελε να με σκοτώσει. Αλλά ποτέ πριν δεν είχα νιώσει τόση ευφορία.

"Θα με βοηθήσεις;" Μου είπε.

"Φυσικά θα σε βοηθήσω." Η Μελίντα με πλησίασε επικίνδυνα.

"Ξέρεις, εκτός από δίψα, εμείς οι βρικόλακες έχουμε και μια άλλη, πολύ ισχυρή ανάγκη." Και τα κόκκινα μάτια της ενώθηκαν με τα δικά μου τα βιολετί, και δεν ήξερα πλέον πως να αντιδράσω, το πρόσωπο της πλησίασε το δικό μου, τα χείλη μας απείχαν ελάχιστα εκατοστά μεταξύ τους. "Έχω τόση ανάγκη από μια αντρική αγκαλιά...κι εσύ είσαι τόσο όμορφος, Ιερώνυμε... Έχεις υπέροχα μάτια."

"Τι πας να κάνεις, Μελίντα;" Προσπάθησα να αντισταθώ. Δεν είχα αγγίξει ούτε φιλήσει γυναίκα ποτέ μου, και ούτε έπρεπε εφόσον το σώμα και η ψυχή μου ήταν αφιερωμένα στον Θεό. Όμως η ανάγκη για σαρκική απόλαυση και η περιέργεια για το άγνωστο και επικίνδυνο ήταν τόσο δυνατή, η Μελίντα τόσο πρόθυμη...

"Μην αντιστέκεσαι." Μου ψιθύρισε και η κρύα ανάσα της χάιδεψε τα χείλη μου. "Δεν θα το μάθει κανείς..." Έπειτα τα χείλη της άγγιξαν τα δικά μου και έχασα κάθε έλεγχο.

****************

Στο επόμενο κεφάλαιο, βρισκόμαστε ακόμα στο παρελθόν και βλέπουμε πως μεταμορφώθηκε ο Τζέρι σε βρικόλακα. Όταν η ιστορία του τελειώνει, η Γιάννα τον παρηγορεί. Αυτό θα είναι και το τέλος του δεύτερου μέρους του βιβλίου. Σας το είχα πει ότι θα είναι μικρό. 😁

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top