(1,4) Μια Μεγάλη Έκπληξη
"Ώρα για νάνι, μικρούλα." Είπε ο Τζέρι στην κόρη του και τη σήκωσε στην αγκαλιά του. Είχε περάσει ένας χρόνος από τη γέννηση της και η Γεωργία όσο πήγαινε και ομόρφαινε. Είχε τα ξανθά μαλλιά της μητέρας της και τα γαλάζια της μάτια τα οποία έλαμπαν πάντα με ένα υπερφυσικό φως και ειδικά στο σκοτάδι, όπως ακριβώς και τα κόκκινα μάτια του πατέρα της. Το δέρμα της ήταν κατάλευκο και κρύο, αλλά η μικρή της καρδούλα χτυπούσε κανονικά. Λάτρευε τόσο το αίμα που της έδιναν οι γονείς της με το μπιμπερό, όσο και το γάλα και τις βρεφικές κρέμες.
Η Βαλεντίνα είχε συνέλθει τελείως από την ταλαιπωρία της εγκυμοσύνης και της γέννας, το χρώμα είχε επανέλθει στο πρόσωπο της, όχι όμως και στα μαλλιά της τα οποία παρέμειναν λευκά και αναγκάστηκε να τα βάψει ένα σκούρο ξανθό χρώμα μέχρι να συνέλθουν. Η Ελβίρα της είπε ότι θα στρώσουν κάποια στιγμή απλά θα χρειαζόταν καιρός.
Έλειπε στην προπόνηση εκείνο το βράδυ και σε λίγη ώρα θα γυρνούσε. Ο Τζέρι είχε πάρει τη μεγάλη απόφαση να προχωρήσουν τη σχέση τους στο επόμενο επίπεδο. Ανέβηκε στο δωμάτιο της μικρής, την άλλαξε ρούχα και την έβαλε στην κούνια της. Η Γεωργία ως μισή θνητή έπρεπε να κοιμάται όπως και τα φυσιολογικά μωρά, περίπου τις ίδιες ώρες. Αποκοιμήθηκε κατευθείαν και ο Τζέρι κατέβηκε πάλι στο σαλόνι.
"Λοιπόν, τώρα πρέπει να ετοιμάσω ένα ρομαντικό δείπνο για δύο πριν γυρίσει η Βαλεντίνα." είπε στον εαυτό του και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Έβγαλε δύο λουκάνικα, κρεμμύδια, μουστάρδα, κέτσαπ και ψωμάκια για χοτ ντογκ. Αλάτισε καλά τα λουκάνικα, τα άλειψε με μουστάρδα και κέτσαπ κι έπειτα τηγάνισε τα κρεμμύδια. Αφού έψησε τα ψωμάκια με τα λουκάνικα μέσα τους στο φούρνο μικροκυμάτων, πρόσθεσε τα καραμελωμένα κρεμμύδια και ήταν έτοιμο το φαγητό της Βαλεντίνας. Αν και δεν μπορούσε να φάει, ο Τζέρι είχε μάθει να μαγειρεύει απίστευτα όλα αυτά τα χρόνια της αθανασίας του, όπως είχε αποκτήσει και πολλές άλλες ικανότητες. Έπειτα ετοίμασε το χώρο: τοποθέτησε παντού κεριά και τα άναψε. Είχε σχηματίσει ένα διάδρομο από κεριά που οδηγούσε από την κεντρική είσοδο που θα έμπαινε μέχρι την τραπεζαρία και έπειτα άλλον έναν από εκεί ως την κρεβατοκάμαρα που θα την πήγαινε μετά τη μεγάλη του έκπληξη. Όλα ήταν έτοιμα και έλειπε μόνο το δικό του φαγητό το οποίο ήταν το πιο εύκολο: έβγαλε απ' το ψυγείο μια συσκευασία με τον αγαπημένο του τύπο αίματος.
Λίγη ώρα μετά, η Βαλεντίνα έφτασε. Αφού πάρκαρε το αυτοκίνητο της, μπήκε στο σαλόνι του σπιτιού και αντίκρισε μπροστά της την πιο ρομαντική ατμόσφαιρα που είχε δει ποτέ της. Ένας διάδρομος με αναμμένα κεριά την οδηγούσε στη μεγάλη τραπεζαρία όπου την περίμενε ο Τζέρι.
"Μωρό μου...! Όλα αυτά μόνος σου;" τον ρώτησε έκπληκτη.
"Ε, τι, με παρέα;" αστειεύτηκε εκείνος και τη φίλησε. "Σ΄ αγαπώ, Βαλεντίνα."
"Κι εγώ σ' αγαπώ." του απάντησε κοιτάζοντας τον στα μάτια που άλλοι θνητοί έτρεμαν από φόβο όταν τα κοιτούσαν.
"Έλα να φάμε, αγάπη μου. Έφτιαξα τα αγαπημένα μας: χοτ- ντογκ για σένα και 0 αρνητικό για εμένα." της είπε δείχνοντας το στρωμένο τραπέζι. Την οδήγησε εκεί, της έβγαλε το μπουφάν και της τράβηξε την καρέκλα ευγενικά για να καθίσει, όπως έκαναν οι τζέντλεμαν της παλιάς εποχής. Στο τραπέζι υπήρχαν επίσης δύο αναμμένα κεριά. Το ζευγάρι έφαγε υπό το φως τους, κοιτάζοντας πότε πότε ο ένας τον άλλο στα μάτια τρυφερά.
"Η μικρή;" ρώτησε η Βαλεντίνα.
"Την έβαλα για ύπνο." της είπε και συνέχισε να πίνει τον 'χυμό' του. Όταν τελείωσαν, η Βαλεντίνα τον κοίταξε με λατρεία και είπε:
"Προς τι όλα αυτά, Τζέρι;"
"Θα σου πω τώρα αμέσως." της είπε εκείνος και σηκώθηκε. Πήγε και της έπιασε τα χέρια για να σηκωθεί κι εκείνη κι έπειτα γονάτισε μπροστά της.
"Είσαι η γυναίκα της ζωής μου, Βαλεντίνα." Έβγαλε απ' την τσέπη του ένα χρυσό δαχτυλίδι με ένα μεγάλο λαμπερό διαμάντι στη μέση. "Θες να με παντρευτείς, να γίνουμε μια ευτυχισμένη οικογένεια;"
"Ω, Τζέρι μου... Δέχομαι!" απάντησε χωρίς δεύτερη σκέψη η Βαλεντίνα. Ο Τζέρι της φόρεσε το μονόπετρο, το οποίο ταίριαζε απόλυτα στο δάχτυλο της.
"Σου αρέσει;" τη ρώτησε.
"Είναι πανέμορφο!" αναφώνησε και δάκρυα χαράς κύλησαν στα μάτια της. Ο Τζέρι σηκώθηκε και την αγκάλιασε. Έπειτα τα χείλη τους ενώθηκαν σε ένα τρυφερό φιλί αγάπης, το οποίο στη συνέχεια έγινε πιο παθιασμένο.
"Σε θέλω περισσότερο από ποτέ απόψε." είπε ο Τζέρι κοιτάζοντας την στα μάτια.
"Κι εγώ, μωρό μου, πάρα πολύ." του απάντησε. Κράτησε το ζεστό της χέρι μέσα στο δικό του το κρύο και την οδήγησε μέσα από τον φωτισμένο απ' τα κεριά διάδρομο στην κρεβατοκάμαρα.
Εκεί σφράγισαν την υπόσχεση τους ότι θα παντρευτούν ενώνοντας τα κορμιά τους σε έναν έρωτα τρυφερό και άγριο συγχρόνως, έτσι όπως μόνο εκείνοι μπορούσαν να κάνουν.
"Ήσουν υπέροχος, Τζέρι μου." του είπε ύστερα η Βαλεντίνα, καθώς κούρνιαζε μέσα στην αγκαλιά του. "Ήταν μαγικό όλο αυτό. Και δεν εννοούσα μόνο το σεξ."
"Είσαι σπάνια γυναίκα, Βαλεντίνα." της είπε. "Ποτέ δεν θα μπορούσα να σου κάνω κακό. Χάρη σε εσένα, έχω αρχίσει να αισθάνομαι άνθρωπος ξανά." Της χάιδευε απαλά την πλάτη και παρατήρησε ότι τα μάτια της είχαν αρχίσει να κλείνουν. Τράβηξε την κουβέρτα και τη σκέπασε.
"Κοιμήσου τώρα κι εγώ θα σε προσέχω." είπε κι έμεινε σαν σκοτεινός άγγελος στο πλευρό της όπως κάθε νύχτα.
Μόνο που τώρα ήταν διαφορετικά και η ευτυχία τους ήταν ακόμα μεγαλύτερη. Γιατί τώρα, στο δωμάτιο του επάνω ορόφου, κοιμόταν άλλη μια μικρή πριγκίπισσα που χρειαζόταν την προστασία του.
***********************************************************************************************
Στο επόμενο κεφάλαιο: Η μεγάλη μέρα του γάμου φτάνει, έναν χρόνο ακριβώς μετά την πρόταση. Στην πόλη μετακομίζει μια θεία της Βαλεντίνας, η Νίτσα, για να τους βοηθάει με τη μικρή. Άραγε πώς θα αντιδράσει όταν μάθει ότι ο Τζέρι είναι βρικόλακας;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top