(1,3) Ένας Μικρός Βρικόλακας
"Εντάξει, αυτό ήταν." Είπε ο Τζέρι μπαίνοντας μέσα στο σπίτι από την κεντρική πόρτα του σαλονιού. Ήταν ένα σπίτι μεγαλύτερο από το προηγούμενο, διώροφο με μια πισίνα στο πλάι. Παρόλο που το ζευγάρι έκανε μια νέα αρχή στη σχέση τους, τα προβλήματα τους δεν λύθηκαν όλα. Η Βαλεντίνα ήταν ξαπλωμένη στον καναπέ του σαλονιού, ανήμπορη πλέον να σηκωθεί χωρίς βοήθεια. Το ξανθό χρώμα στα μαλλιά της είχε ξεθωριάσει και ήταν σχεδόν λευκό, ενώ το πρόσωπο της είχε όψη χλωμή με μαύρους κύκλους να πλαισιώνουν τα όμορφα γαλάζια μάτια της. Είχε αδυνατίσει υπερβολικά, εξείχε μόνο η φουσκωμένη κοιλιά της και τα πόδια της δεν την κρατούσαν πλέον. Ο Τζέρι είχε πάρει μια μεγάλη απόφαση, παρόλο που δεν θα της άρεσε καθόλου. Όμως ήταν το καλύτερο που μπορούσε να κάνει για να τη σώσει.
"Η Ελβίρα θα σου βγάλει αυτό το τέρας από μέσα σου." Της είπε καθώς την πλησίαζε. Η Ελβίρα ήταν η γιατρός φίλη του η οποία του προμήθευε αίμα απ' το νοσοκομείο.
"Πως μιλάς έτσι για το παιδί μας;" Είπε η Βαλεντίνα και ανασηκώθηκε με δυσκολία, χωρίς όμως να έχει κουράγιο να φωνάξει.
"Δεν βλέπεις πως έχεις γίνει, κοπέλα μου;!" Νευρίασε ο Τζέρι. "Τα χάλια σου έχεις!" Έπειτα κάθισε δίπλα της, της κράτησε το χέρι που ήταν παγωμένο σαν το δικό του πλέον και συνέχισε πιο ήρεμα: "Ο οργανισμός σου είναι πολύ αδύναμος για να αντέξει τις δυνάμεις ενός μικρού βαμπίρ. Έκανα λάθος, χρειάζεται και αίμα για να τραφεί στα πρώτα στάδια της ζωής του. Δεν μπορεί να επιβιώσει μόνο απ' τις τροφές που τρως εσύ και αρχίζει να πίνει το δικό σου αίμα. Αν συνεχίσει έτσι, θα πεθάνεις, Βαλεντίνα. Και δεν θέλω να σε χάσω."
"Θα πεθάνω ούτως η άλλως κάποια στιγμή, Τζέρι." Του απάντησε εκείνη. "Τι τώρα, τι σε ογδόντα χρόνια... Είμαι θνητή και είναι η μοίρα μου. Ενώ το μωρό μας έχει την ευκαιρία να ζήσει μια μεγάλη ζωή ως ημίαιμος βρικόλακας, μαζί σου. Σε παρακαλώ. Μην του στερείς αυτή την ευκαιρία."
"Δεν έπρεπε ποτέ να μείνεις έγκυος." Της είπε ο Τζέρι. "Δικό μου ήταν το λάθος. Και αν πεθάνεις τώρα, στον πέμπτο μήνα, θα πεθάνει και εκείνο. Θα σας χάσω και τους δύο και δεν θα συγχωρέσω ποτέ τον εαυτό μου. Πρέπει να το βγάλουμε."
"Θα πρέπει να υπάρχει κι άλλος τρόπος, έστω να τα καταφέρω μέχρι τη γέννα." Είπε η Βαλεντίνα και τα μάτια της τον κοίταξαν ικετευτικά. Ο Τζέρι το σκέφτηκε. Υπήρχε ένας τρόπος, αλλά δεν ήταν σίγουρος αν θα πετύχαινε.
"Θα μπορούσα να σου δώσω αίμα." Της είπε. "Αν καταφέρεις να το πιεις, θα τραφεί κι εκείνο και ίσως ανακτήσεις τις δυνάμεις σου."
"Αλήθεια, αγάπη μου; Ας το δοκιμάσουμε." Είπε η Βαλεντίνα και τα μάτια της αμέσως έλαμψαν. Ο Τζέρι πήγε στο ψυγείο και πήρε ένα κουτί συσκευασμένο αίμα απ' το πιο συνηθισμένο, Α θετικό. Ήταν το πιο 'ελαφρύ'. Επέστρεψε κοντά της μαζί με ένα καλαμάκι και της το έδωσε. Εκείνη με δισταγμό στην αρχή έβαλε το καλαμάκι αργά στα χείλη της και ήπιε μια γουλιά. Ένιωσε αμέσως τη χαρακτηριστική μεταλλική γεύση του αίματος.
"Πως σου φαίνεται;" Τη ρώτησε ο Τζέρι.
"Δεν... Δεν είναι και τόσο άσχημο." Η Βαλεντίνα χαμογέλασε και φάνηκαν τα βαμμένα απ' το αίμα κόκκινα δόντια της. Τότε ένιωσε μια περίεργη λαχτάρα, μια δίψα πρωτόγνωρη, που κανένας άλλος χυμός δεν θα μπορούσε να ικανοποιήσει. Άρχισε να ρουφάει λαίμαργα, χωρίς να θέλει να σταματήσει. Της άρεσε, και ένιωθε πως και στο παιδί της άρεσε. Ένιωσε αμέσως να ενώνεται μαζί του, μια σύνδεση όμορφη και παράξενη συγχρόνως. Ήταν σαν να της μιλούσε.
Μην ανησυχείς, μανούλα. Όλα θα πάνε καλά.
"Πως νιώθεις;" Τη ρώτησε ο Τζέρι μόλις άδειασε το κουτί.
"Πολύ καλύτερα." Πήγε να σηκωθεί και ο Τζέρι έκανε να τη βοηθήσει, μα τον σταμάτησε και σηκώθηκε μόνη της.
"Πέτυχε, Τζέρι. Αυτό χρειαζόταν!" Αναφώνησε ενθουσιασμένη και εκείνος την αγκάλιασε σφιχτά. Το χρώμα είχε αρχίσει να επανέρχεται στα μάγουλα της.
Από εκείνη την ημέρα κι έπειτα, η Βαλεντίνα συνδύαζε καθημερινά αίμα με ανθρώπινες τροφές η έτρωγε ώμο κρέας. Το απολάμβανε πραγματικά και ένιωθε για λίγο κι εκείνη βρικόλακας. Ο Τζέρι είχε αρχίσει να ελπίζει. Ακόμα βέβαια ήταν κάπως χλωμή και αισθανόταν διαρκώς κουρασμένη, όμως μπορούσε να σηκώνεται μόνη της και να περπατάει μέσα στο σπίτι, αν και η Ελβίρα είχε συμβουλεύσει να μην βγαίνει στον ήλιο και να ξεκουράζεται. Πέρασαν άλλοι τέσσερις μήνες. Ένα πρωί, η Βαλεντίνα πήγε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Η κοιλιά της ήταν πλέον πολύ μεγάλη και η Ελβίρα έλεγε πως ήταν θέμα χρόνου. Ξαφνικά, ένιωσε έναν δυνατό πόνο στην κοιλιά, τα πόδια της δεν την κράτησαν και σωριάστηκε στο πάτωμα. Κραύγασε απ' τον πόνο και έπειτα ακολούθησε και δεύτερος σπασμός.
"Τζέρι!" Κατάφερε να φωνάξει καθώς σφάδαζε. Ο Τζέρι έκανε γυμναστική στο σαλόνι με τέρμα τη μουσική. Του φάνηκε πως κάτι άκουσε ανάμεσα στους ηλεκτρονικούς ρυθμούς, αλλά υπέθεσε πως ήταν απ' έξω. Στο μεταξύ, η Βαλεντίνα άρχισε να νιώθει τον τράχηλο της να συσπάζεται και οι σπασμοί ήταν σαν μαχαίρια που την κάρφωναν. Άρχισε να ουρλιάζει πανικόβλητη και να προσπαθεί να σηκωθεί αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Κάποια στιγμή, το πανίσχυρο αυτί του Τζέρι έπιασε έναν ήχο πέραν από αυτόν της μουσικής. Οι κραυγές της Βαλεντίνας. Σε δευτερόλεπτα και με υπερταχύτητα βρέθηκε στην κρεβατοκάμαρα. Είδε τη γυναίκα του στο πάτωμα, σε μια λίμνη αίματος ανάμεσα στα πόδια της, το νυχτικό της κατακόκκινο, να υποφέρει από τους πόνους. Η μυρωδιά του αίματος της τον ζάλισε και του θόλωσε το μυαλό.
"Τζέρι! Έρχεται! Βοήθεια!" Του φώναζε εκείνη, αλλά ο Τζέρι δεν μπορούσε να κουνηθεί ούτε να σκεφτεί τίποτα άλλο πέρα από τη λαχτάρα του αίματος.
Θέλεις πολύ να πιεις το αίμα της, έτσι δεν είναι; Είναι πολύ νόστιμο και λαχταριστό... Του έλεγε η σκοτεινή πλευρά του. Η γυναίκα που αγαπάς γεννάει, Τζέρι. Μπορείς να τα καταφέρεις. Το έχεις ξανακάνει. Του έλεγε ο καλός του εαυτός. Όμως όταν η Βαλεντίνα είχε περίοδο, το αίμα ήταν πολύ λιγότερο και δεν το έβλεπε μπροστά του. Ήταν πολύ πιο εύκολο να αντισταθεί. Όμως έπρεπε. Την αγαπούσε. Δεν ήθελε να της κάνει κακό. Τα αντανακλαστικά του επανήλθαν και σε ένα δέκατο του δευτερολέπτου η Βαλεντίνα βρισκόταν στην αγκαλιά του και έτρεχαν προς το αυτοκίνητο. Την έβαλε μέσα και πήρε μπρος για το νοσοκομείο.
"Κουράγιο, μωρό μου. Θα τα καταφέρουμε." Της έλεγε συνεχώς στο δρόμο, παρόλο που η δίψα φαινόταν στο βλέμμα του.
Έφτασαν στο νοσοκομείο και ο Τζέρι έτρεξε στην υποδοχή. Οι νοσηλευτές και κάποιοι γιατροί που βρίσκονταν εκεί κοίταξαν με τρόμο τον βρικόλακα με τη ματωμένη θνητή στα χέρια του και άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητοι.
"Σας παρακαλώ! Βοηθήστε με! Η γυναίκα μου γεννάει! Δεν της έκανα κακό! Απλώς γεννάει!" Κάνεις όμως δεν τον άκουγε. Ξαφνικά, σαν από θαύμα, η Ελβίρα βρέθηκε μπροστά του.
"Ω Θεέ μου, Τζέρι! Έλα, πάμε!" Και άρχισαν να τρέχουν με την υπερφυσική τους ταχύτητα στους διαδρόμους του νοσοκομείου. Την πήγαν σε ένα θάλαμο τοκετών και την έβαλαν σε ένα κρεβάτι. Οι μαίες που βρίσκονταν εκεί πανικοβλήθηκαν, όμως η Ελβίρα κατάφερε να τις οργανώσει σε μια τάξη για να βοηθήσουν και φόρεσε τα ιατρικά της γάντια.
"Τζέρι!" Ούρλιαξε για μια ακόμη φορά η Βαλεντίνα.
"Θα τα καταφέρεις, Βαλεντίνα. Βαθιές ανάσες. Είναι σχεδόν έτοιμο." Ο Τζέρι της κρατούσε το χέρι. Η κοπέλα του συνέχισε να βγάζει κραυγές πόνου και αγωνίας καθώς οι συσπάσεις την τράνταζαν ξανά.
"Δόκτωρ Σλέιτου, δεν έχω ξαναδεί πιο επίπονη γέννα." Της είπε η βοηθός μαία.
"Είναι παιδί βρικόλακα. Έχει πολλή δύναμη." Είπε η Ελβίρα. "Εντάξει, πιάνω το κεφάλι. Λίγο ακόμα, Βαλεντίνα. Θέλω να με βοηθήσεις. Όταν σου πω τώρα, θα σπρώξεις. Εντάξει;" Η Βαλεντίνα έγνεψε καταφατικά, σφίγγοντας ακόμα περισσότερο το χέρι του Τζέρι.
"Τώρα!" Φώναξε η Ελβίρα και η Βαλεντίνα με μια τελευταία κραυγή έσπρωξε με όλη της τη δύναμη, η οποία ένιωσε αμέσως να την εγκαταλείπει... Όλα άρχισαν να σβήνουν, άκουγε όμως το κλάμα του μωρού της.
"Ω Θεέ μου..." Είπε η Ελβίρα καθώς κρατούσε το ματωμένο μωρό στα χέρια της. Ο Τζέρι απλά το κοιτούσε. Τόσο μικρό...όμως πόση δύναμη να έκρυβε άραγε μέσα του;
"Τζέρι..." Άκουσε την αδύναμη φωνή της Βαλεντίνας.
"Αγάπη μου..." Είπε εκείνος και φίλησε το ιδρωμένο μέτωπο της.
"Το μωρό μας..."
"Είναι μια χαρά. Τα κατάφερες, Βαλεντίνα."
"Είναι κοριτσάκι." Είπε ενθουσιασμένη η Ελβίρα και της ακούμπησε το μωρό στο στήθος της. Εκείνη κοίταξε με λατρεία το όμορφο αγγελούδι. Τα μάτια της ήταν γαλανά σαν τα δικά της όμως είχαν μια αφύσικη λάμψη και όταν ενώθηκαν με τα δικά της, ξέχασε αμέσως τον πόνο και δάκρυα αγάπης και ανακούφισης κύλησαν στα μάγουλα της.
"Το έλεγαν ότι τα μικρά ημίαιμα έχουν απίστευτη ομορφιά και δεν τους πίστευα." Είπε ο Τζέρι γελώντας και έδωσε το δάχτυλο του στην μικρούλα κόρη του. Εκείνη το έπιασε και το έσφιξε δυνατά.
"Ουάου! Είναι όντως πολύ δυνατή." Είπε και γέλασαν.
"Η Βαλεντίνα έχασε πολύ αίμα. Θα πρέπει να ξεκουραστεί και να ηρεμήσει. Θα χρειαστεί να πάρουμε τη μικρή για λίγο, να την καθαρίσουμε και να την φροντίσουμε." Εξήγησε η Ελβίρα. Με βαριά καρδιά αποχωρίστηκε η Βαλεντίνα το μωρό της. Μετά από λίγο, αφού μεταφέρθηκε σε ένα θάλαμο ανάρρωσης, αποκοιμήθηκε καθώς ο Τζέρι της χάιδευε τα μαλλιά. Έπειτα ο ίδιος βγήκε στο διάδρομο και συνάντησε την Ελβίρα.
"Σε ευχαριστώ για όλα, Ελβίρα. Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρναμε χωρίς εσένα." Της είπε.
"Να μη με ευχαριστείς. Η Βαλεντίνα είναι η πραγματική ηρωίδα που δέχτηκε να κρατήσει το παιδί και άντεξε όλη αυτή την ταλαιπωρία. Ήταν χαρά μου που σας βοήθησα. Και γενικά να ξέρεις, θα είμαι πάντα δίπλα σας ότι κι αν χρειαστείτε."
Η Ελβίρα Σλέιτου ήταν μια απ' τα αρχαία βαμπίρ της πόλης. Η ηλικία της ήταν άγνωστη, αν και πολλοί έλεγαν ότι ήταν πάνω από χιλίων ετών. Έκρυβε το παρελθόν της από όλους και αποτελούσε ένα μυστήριο. Αλλά ήταν επίσης μια από τους πιο επιτυχημένους γιατρούς σε πολλές ειδικότητες και είχε σώσει αμέτρητες ζωές, επανορθόνωντας για όσες είχε πάρει στο παρελθόν... Ήταν γνωστή για την απίστευτη αυτοσυγκράτηση της στο ανθρώπινο αίμα και ακόμα και οι θνητοί συνάδελφοι και ασθενείς της την εμπιστεύονταν απόλυτα. Έπινε βέβαια ανθρώπινο αίμα, όμως μόνο από συσκευασία χυμού. Δεν ένιωθε ποτέ την ανάγκη να πιει απευθείας από άνθρωπο και να σκοτώσει, ακόμα και αν διψούσε αρκετά. Ο Τζέρι τη θαύμαζε και ήλπιζε να γίνει κάποια μέρα σαν και αυτήν. Τους συνέδεε μια φιλία πολλών χρόνων, καθώς ήταν εκείνη που τον βοήθησε να αποδέχεται αυτό που είναι και να μη μισεί τον εαυτό του όταν εκείνος μεταμορφώθηκε σε βρικόλακα. Τον βοήθησε επίσης να συγκρατεί τον εαυτό του και να μην κυνηγά ασύστολα, συμβουλεύοντας του να τρέφεται από κακούς ανθρώπους, βιαστές και γενικά αποβράσματα της κοινωνίας.
"Ελβίρα, όσο για το μωρό... Υπάρχει περίπτωση να επιτεθεί στη Βαλεντίνα;" Τη ρώτησε αβέβαιος. Η Ελβίρα χαμογέλασε και είπε:
"Κοίτα, αν μείνει ατάιστη, υπάρχει περίπτωση να επιτεθεί σε άνθρωπο, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι θα τον σκοτώσει. Η ποσότητα που πίνει ακόμα δεν είναι πολύ μεγάλη, όση πίνουμε εμείς. Όσο για τη μητέρα της, δεν υπάρχει περίπτωση να της επιτεθεί όσο τη φροντίζει και υπάρχει αυτή η σύνδεση μεταξύ τους από τη στιγμή που μοιράστηκαν αίμα." Ο Τζέρι την ευχαρίστησε ξανά και κίνησε για τον θάλαμο των νεογέννητων.
Μετά από λίγες ημέρες και νύχτες, το ζευγάρι με το μωρό επέστρεψε σπίτι. Η Βαλεντίνα φαινόταν πολύ κουρασμένη από τη νοσηλεία της στο νοσοκομείο, όμως με το που είδε πάλι το σπίτι τους ένιωσε αμέσως καλύτερα. Έβαλαν τη μικρή στην καινούργια της κούνια, στο δωμάτιο που της είχαν φτιάξει στον επάνω όροφο.
"Κοίταξε, Τζέρι μου, δεν είναι πανέμορφη;" Είπε η Βαλεντίνα κοιτάζοντας την με λατρεία.
"Ναι." Συμφώνησε εκείνος. "Όταν μεγαλώσει, θα γίνει καλλονή σαν τη μητέρα της."
"Αλλά θα είναι επίσης και ένα δυνατό βαμπίρ σαν τον μπαμπά της." Συνέχισε η Βαλεντίνα. "Πως λες να τη βαφτίσουμε;" Ο Τζέρι το σκέφτηκε λίγο, έπειτα απάντησε:
"Γεωργία, όπως έλεγαν τη μητέρα μου." Και αμέσως θυμήθηκε την πανέμορφη μητέρα του σχεδόν δύο αιώνες πριν, τα βιολετί της μάτια και τη ζεστή της αγκαλιά. Όμως αυτό ήταν πλέον μια ανάμνηση από άλλη εποχή, σαν να ανήκε σε κάποιον άλλον. Ο Τζέρι είχε χάσει τη μητέρα του πολύ πριν γίνει βρικόλακας.
***********************************
Πως σας φαίνεται μέχρι στιγμής; Έχω πάρει ιδέες από πολλές ταινίες με βρικόλακες που έχω δει, αλλά προσπάθησα να φτιάξω κάτι διαφορετικό που να μην θυμίζει τα συνηθισμένα.
Στο επόμενο κεφάλαιο: έχει περάσει ένας χρόνος από τη γέννηση της Γεωργίας και ο Τζέρι ετοιμάζει μια μεγάλη έκπληξη στη Βαλεντίνα! Δεν ξέρω πότε θα ανέβει, γιατί προηγείται το 'Χαμένα Όνειρα'. Επίσης τώρα με τη δουλειά έχω λιγότερο χρόνο να ανεβάζω, για αυτό καθυστερώ λίγο. Να είστε όλοι καλά! :*
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top