Από Τη Ζωή Ως Το Θάνατο Και Πάλι Πίσω

⚠️ Προς αναγνώστες από mirror sites, όπως το teenfic: ⤵️

Εγώ, η Στυλιανή Κανταρτζή, ως μοναδική διαχειρίστρια του προφίλ EstelleLuminesCent και συγγραφέας του παρόντος βιβλίου, δηλώνω υπεύθυνα ότι ουδεμία σχέση έχω με την αναδημοσίευσή του στο teenfic κι άλλους παρόμοιους ιστότοπους κι απαιτώ την άμεση και μόνιμη διαγραφή του από αυτούς, καθώς η παράνομη παρουσία του εκεί αποτελεί παραβίαση του νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Αν διαβάζετε δικό μου κείμενο σε ιστοσελίδες πέραν του Wattpad, σας ενημερώνω ότι βρίσκεστε σε έναν παράνομο ιστότοπο που παραβιάζει τα πνευματικά δικαιώματα των συγγραφέων, κλέβει τη δουλειά τους και πιθανότατα εκθέτει τη συσκευή σας σε κακόβουλα λογισμικά κι επικίνδυνους ιούς. Εγκαταλείψτε άμεσα αυτόν τον ιστότοπο, καταγγείλτε τον στη δίωξη ηλεκτρονικού εγκλήματος και διαβάστε τις ιστορίες μου στο Wattpad.

⚠️ To readers from mirror sites such as teenfic: ⤵️

I, Styliani Kantartzi, as the sole administrator of the EstelleLuminesCent profile and the author of this book, declare responsibly that I have nothing to do with its republishing on teenfic and other similar websites and I demand its immediate and permanent deletion, as its illegal presence there is a violation to the law of copyright. If you are reading my literary work on websites other than Wattpad, I am informing you that you are on an illegal web page that violates authors' copyrights, steals their work, and probably exposes your device to malware and dangerous viruses. Please leave this site immediately, notify cybercrime prosecution and read my stories on Wattpad.


Από Τη Ζωή Ως Το Θάνατο Και Πάλι Πίσω
ένα fanfiction για την τηλεοπτική σειρά 'Στο Παρά 5'
από την EstelleLuminesCent

Έπειτα από μια τόσο εξαντλητική σωματικά και ψυχικά μέρα, η παρέα αποφάσισε να διανυκτερεύσει στο ξενοδοχείο της Ντάλιας, εκεί όπου κανένας δεν θα μπορούσε να τους βλάψει. Μια δόση λυτής κι απέριττης υπερπολυτέλειας πέντε αστέρων ήταν ό,τι ακριβώς χρειαζόντουσαν, μετά το ταξίδι σ' εκείνο το χωριό της Φθιώτιδας, την καταδίωξη και κυρίως την... τόσο συναρπαστική εμπειρία του να είναι δεμένοι στις γραμμές του τρένου και να περιμένουν να 'ρθει να τους πατήσει.

Η Ντάλια δεν είχε ξεχάσει το προφητικό της όνειρο. Θέλοντας να πάρει το μυαλό της από αυτό, βρήκε ευκαιρία να πειράξει λίγο τη Ζουμπουλία, που εκείνη την ώρα διάβαζε ένα μαύρο βιβλίο...

«Ζούμπυ;»

«...»

«Ζούμπυ, μ' ακούς;», ξαναέκανε η Ντάλια, όταν δεν έλαβε καμία απάντηση από την φίλη της, που έδειχνε πολύ συγκεντρωμένη στο διάβασμά της. «Ζούμπυ;;;»

«Μμμμμμ!»

«Ε μη μου αρχίζεις τώρα τα μουγκανητά», αντέδρασε παραπονιάρικα η Ντάλια σαν μικρό παιδάκι στην αδιαφορία που εισέπραττε. «Εδώ είδαμε και πάθαμε να ξανακούσουμε τη φωνή σου», πρόσθεσε μετά από λίγο, αποφασίζοντας να μην μοιραστεί μαζί της την θεωρία που της ήρθε μόλις τώρα: ότι δηλαδή ο λόγος που ο Χαράλαμπος την αποκαλούσε 'αγελαδίτσα' δεν ήταν για τα κιλά της, αλλά επειδή μπορεί όλο να του αποκρινόταν μουγκρίζοντας κι όχι μιλώντας, όταν αυτός τη ρωτούσε κάτι. Υποψιάστηκε πως η Ζούμπυ ίσως και να μην εκτιμούσε ένα τέτοιο συμπέρασμα τη δεδομένη στιγμή. Επομένως προσπάθησε πάλι να της τραβήξει την προσοχή. «Να σου πω;»

«Διαβάζω...»

«Ναι, το βλέπω. Αλλά να σου πω;», επανέλαβε, πλησιάζοντας πιο κοντά της στον καναπέ. Όταν για άλλη μια φορά δεν πήρε απάντηση, άρχισε να χτυπάει ελαφρά και ρυθμικά με τα δάχτυλά της τον ώμο της και να της τραγουδάει με στόμφο το 'Ζούμπυ-Ζούμπυ, Ζούμπυ-Ζούμπυ', ένα τραγουδάκι από το μιούζικαλ 'Ζουμπουλία: Το Λουλούδι του Χωριού', του οποίου τη συγγραφή έπρεπε κάποια στιγμή να συνεχίσει.

«Κάτσε καλά, μαρή», της έκανε η Ζουμπουλία, διώχνοντας μ' ένα ελαφρύ τίναγμα το χέρι της απ' τον ώμο της. «Διαβάζω, σε λέω».

«Ε καλά, το τελειώνεις αργότερα».

«Τώρα πρέπει να το τελειώσω».

«Γιατί; Έχεις αγωνία για το φινάλε; Από την εμπειρία μου καθαρά, σου λέω ότι σίγουρα θα 'χει έναν γάμο, έναν θάνατο κεντρικού χαρακτήρα κι ένα flash forward στο παρόν».

Η Ζουμπουλία σήκωσε το βλέμμα της και την κοίταξε αποσβολωμένη μέσα απ' τα χοντροκομμένα κοντινά γυαλιά της. «Φλας φόρτο... φλας... φ-φ-φ-φφφφ», τραύλισε προσπαθώντας μάταια να επαναλάβει και να καταλάβει αυτό που της είπε. «Τι φλας φώτο με λες;», αναφώνησε στο τέλος κάπως θυμωμένη που δεν μπορούσε να το πει. «Δεν έχει φωτογραφίες μέσα».

«'Flash forward', Ζουμπουλία μου», τη διόρθωσε η φίλη της. «Σκηνοθετικό κόλπο που παρουσιάζει την μεταφορά και την αλλαγή του χρόνου από το πριν στο μετά. Όλες οι σειρές εποχής το κάνουν. Έχω να σου πω εγώ παραδείγματα, ουουου!» Και η Ντάλια άρχισε ν' απαριθμεί με ενθουσιασμό όλες τις τηλεοπτικές σειρές που χρησιμοποιούσαν αυτή τη μέθοδο, εξηγώντας περιληπτικά τι συνέβαινε με τους χαρακτήρες όταν πλέον βρίσκονταν στο σήμερα.

Ακολούθησε άλλο ένα αποσβολωμένο κοίταγμα, προτού η Ζουμπουλία να σμίξει τα φρύδια της με καχυποψία και ήδη έκδηλο εκνευρισμό. «Για τι φινάλε να 'χω αγωνία; Και τι σειρές;», ρώτησε αργά.

«Εποχής», απάντησε ανάλαφρα η Ντάλια. «Ιστορικό μυθιστόρημα παλιάς έκδοσης δεν είναι αυτό που διαβάζεις;», ρώτησε, νεύοντας προς το βιβλίο. Η Ζουμπουλία το κοίταξε κι αυτή σαστισμένη, την ώρα που η Ντάλια συνέχιζε να μιλάει: «Βέβαια, αν θες τη γνώμη μου, αν είναι αρκετά καλό, θα 'χει γίνει ήδη ταινία, ή σήριαλ, οπότε καλύτερα να δεις αυτά, παρά να κουράζεις τα ματάκια σου τέτοια ώρα δια-»

«Το Ευαγγέλιο είναι, μαρή!», τη διέκοψε αγριοφωνάζοντας η Αχλαδοχωριανή της φίλη, κλείνοντας το μαύρο βιβλίο με νεύρο και δείχνοντάς της τον ανάγλυφο χρυσό σταυρό στο εξώφυλλο. «Καλά, ντιπ ανίδεη είσαι; Τίποτα δεν ξέρεις!;»

«Εγώ δεν ξέρω τίποτα;», αποκρίθηκε με αφελές και συνάμα υπερασπιστικό ύφος η Ντάλια. «Εγώ τόση ώρα σου δίνω τόσες πληροφορίες. Τι κλισέ έχουν οι σειρές εποχής σου είπα, για το flash forward σου είπα, για περιπτώσεις που το έχουν χρησιμοποιήσει σου είπα, ένα σωρό χρήσιμα πράγματα! Εσύ μια κουβέντα είπες και κάνεις τον έξυπνο!» Στη σιωπή που ακολούθησε άνετα θα μπορούσαν να ακουστούν γρύλοι, όπως γίνεται συχνά στα κινούμενα σχέδια, αφού η Ζουμπουλία την κοιτούσε άναυδη και με το στόμα ορθάνοιχτο. «Βλέπεις;», έκανε χαμογελώντας αθώα η Ντάλια. «Δε μιλάς. Δεν έχεις τι να πεις».

Και πράγματι, η Ζουμπουλία δεν είχε τι να πει. Ώρες-ώρες η κοπέλα απέναντί της τής θύμιζε την κόρη της, την Άννα, αφού ήταν κοντά οι ηλικίες τους. Κι όμως η Ντάλια έμοιαζε να μένει για πάντα παιδί, όπως εκείνο το αγόρι με την νεράιδα στο παραμύθι που διάβαζε στο ξενιτεμένο κοριτσάκι της, όταν ήταν μικρό. Το παιδιάστικο φέρσιμό της μπορεί πολλές φορές να την έφερνε στα όριά της, μα κατά κάποιον τρόπο η Ζουμπουλία το έβρισκε αξιαγάπητο. Ίσως να έφταιγε το γεγονός ότι της θύμιζε τα παιδικά χρόνια της Άννας, μια εποχή τόσο ξέγνοιαστη, με την οικογένειά της, τις φίλες της, το χωριό της. Μια εποχή μακριά από χηρεία, μοναξιά, εγκατάλειψη, Δράκουλες, Αθήνες και ιπτάμενες γραμματείς σε ταράτσες. Κι όμως... αυτό το τελευταίο το είχε ζήσει μαζί με τη Ντάλια και τα παιδιά... δεν ήταν εν τέλει τόσο άσχημο. Αφήνοντας το Ευαγγέλιο δίπλα της, ξεφύσηξε δήθεν πολύ θυμωμένα. «Λέγε τι θες. Λέγε τι θες!», είπε, τονίζοντας κάθε λέξη ξεχωριστά τη δεύτερη φορά.

«Να παραδεχθείς ότι είχα δίκιο», της απάντησε η Ντάλια, χωρίς να δώσει προσοχή στο πρόσωπο της Ζουμπουλίας που είχε ελαφρώς κοκκινήσει, σημάδι ότι της ανέβαινε η πίεση. «Για το όνειρο εννοώ».

«Ώχου, μην αρχίζεις πάλι τα 'εγώ σ' τα 'λεγα', να χαρείς!»

«Γιατί, βρε Ζούμπυ μου; Αφού εγώ σ' τα-»

«Μην το πεις!»

«Καλά... δεν θα πω ότι σ' τα 'λεγα...», ξεφύσηξε παραιτημένη η Ντάλια. «...αλλά σ' τα 'λεγα!», πέταξε όταν η άλλη είχε γυριίσει το κεφάλι της αλλού, κάνοντάς την να το ξαναγυρίσει πίσω σ' εκείνη απότομα. «Μπορεί να έχω μαντικές ικανότητες!», της ανακοίνωσε με περίσσιο ενθουσιασμό, σε μια προσπάθεια να καταπραΰνει τον θυμό της. «Μπορεί να είμαι μέντιουμ, με ειδικότητα στην... ονειρομαντική! Ή μπορεί να 'χω κι άλλες κρυμμένες ικανότητες! Μπορεί να μπορώ νσ ακούσω και τις σκέψεις των άλλων! Φαντάσου...», έκανε βυθισμένη στην ονειροπόληση.

Η Ζουμπουλία απάντησε με ένα τυπικό 'Άι μαρή!', προτού αποσυρθεί στο υπνοδωμάτιό της. Στο μεταξύ, η Ντάλια συνέχισε να φαντάζεται τον εαυτό της με μια τέτοια ικανότητα και έστρεψε τα πράσινα μάτια της προς το μέρος της Αγγέλας που περνούσε μπροστά της, κοιτάζοντάς την έντονα. Η Αγγέλα παραξενεύτηκε νιώθοντας το βλέμμα πάνω της και σταμάτησε για να την κοιτάξει.

«Τι;»

«Σσσς! Προσπαθώ να ακούσω τις σκέψεις σου», της είπε ψιθυριστά η Ντάλια.

«Μήπως να προσπαθούσες να ακούσεις τις δικές σου, έτσι για αλλαγή;»

«Το αντιπαρέρχομαι το σχόλιο. Και κάνε ησυχία να ακούσω...»

«Μμμμ...»

«Ωχ, άλλη αγελαδίτσα από 'κεί...»

«Τι πράμα;»

«Τίποτα, τίποτα!», βιάστηκε να τα μπαλώσει η Ντάλια, μιας και σε αντιθεση με της Ζουμπουλίας, τον θυμό της Αγγέλας δεν ήθελε να τον προκαλέσει καθόλου, μα καθόλου. «Το... γιαούρτι, λέω. Ένα γιαουρτάκι είναι ό,τι πρέπει αυτή την ώρα για βραδινό, δε συμφωνείς; Μάρθα! Ρίτσα! Γιαούρτια!», πρόσταξε χτυπώντας τα χέρια της, έστω κι αν ήξεραν και οι δυο καλά ότι οι δίδυμες καμαριέρες της αυτή τη στιγμή ήταν εκτός υπηρεσίας. Η Αγγέλα είτε πείστηκε, είτε απλά δεν νοιαζόταν να ασχοληθεί άλλο, πράγμα άλλωστε φανερό από τα κουρασμένα, μα φορτωμένα μαγκιά βήματά της, τα οποία έσυρε με το ζόρι ως τον άλλο καναπέ, ενώ παράλληλα χασμουριόταν.

Η αλήθεια ήταν πως κανένας απ' τους πέντε δεν είχε ούτε το κουράγιο, ούτε τη θέληση ν' ασχοληθεί με όσα έγιναν. Τουλάχιστον για εκείνο το βράδυ θα παίρνανε όλοι ρεπό απ' τις ηρωικές τους υποχρεώσεις, κάτι για το οποίο η Ντάλια ήταν ευγνώμων. Αν και δεν το παραδέχτηκε σε κανέναν με σοβαρότητα, η εκκεντρική κληρονόμος ήξερε τώρα πως εκείνο το όνειρο δεν ήταν τυχαίο κι έφριττε στη σκέψη του τι άλλο θα τους περίμενε στην επόμενη γωνία. Ωστόσο, αποφάσισε ν' αφήσει στην άκρη τις κακές σκέψεις, τους φόβους και τους εφιάλτες, για χάρη ενός ξεκούραστου ύπνου. Ποιος ξέρει; Ίσως να ονειρευόταν πάλι πως ήταν Άγγελος του Τσάρλι κι αν όντως ήταν μέντιουμ, να ξυπνούσε την άλλη μέρα με κορμί λάστιχο!

~~~

«Σίγουρα δεν θέλεις να μείνεις;», ρώτησε ο Σπύρος, προσπαθώντας για πολλοστή φορά να της αλλάξει γνώμη, καθώς διέσχιζαν μαζί τη λουσάτη αίθουσα υποδοχής του ξενοδοχείου. Η Αμαλία τίναξε τα ξανθωπά μαλλιά της.

«Όχι, Σπύρο μου. Καλύτερα να πάω σπιτάκι μου, να τακτοποιήσω και τα πράγματα», του απάντησε χαμογελώντας του ευγενικά και παίρνοντας την αποσκευή της απ' το χέρι του, παρά την επιμονή του να την κουβαλήσει εκείνος μέχρι το ταξί. «Ξέρεις πόσο εύκολα τσαλακώνονται τα ρούχα, αν μείνουν πολύ μέσα στη βαλίτσα; Δεν είμαι κι εξοικειωμένη με το σιδέρωμα, άσε, μη συζητάς τι μπελά θα βρω».

Ο Σπύρος την κοίταζε χαμογελώντας κι αυτός με την προφορά της. Όχι, δεν ήταν επειδή του φαινόταν παράξενη ή αστεία, όπως στην αρχή. Τώρα πια ο τρόπος που μιλούσε του έβγαζε κάτι οικείο, κάτι το καθησυχαστικό, σαν να είχε αυτή η κοπέλα την υπερφυσική ικανότητα να τον κάνει να ηρεμεί αυτόματα. Έφερε στο νου του τον τρόμο που έζησε μερικές ώρες πριν. Ήταν και πάλι η προφορά της που άκουσε και τον έκανε να αναθαρρέψει, όταν το τρένο βρέθηκε σταματημένο ακριβώς μπροστά τους.

«Τι;», έκανε εκείνη, πιάνοντας το βλέμμα του. «Είναι χάλια το μακιγιάζ μου;», ρώτησε με ένα ελάχιστο ίχνος ανασφάλειας. «Μωρέ, προσπαθώ πολύ να το τελειοποιήσω πάλι, μα από τότε που είχα το αυτοκόλλητο στο μάτι ξεσυνήθισα και δεν μου βγαίνει καλή η γραμμή του μολυβιού στο αριστερό», παραδέχτηκε με ντροπή.

«Ό-Όχι, δεν είναι αυτό», απάντησε αμήχανα ο Σπύρος. «Απλώς, σκεφτόμουν... πόσο τυχεροί ήμασταν που βρέθηκες στο τρένο σήμερα. Και μάλιστα έτυχε να τραβήξεις και το χειρόφρενο. Μεγάλη τύχη!», συνέχισε χαχανίζοντας ελαφρά.

«Ναι... πολύ μεγάλη τύχη!», συμφώνησε η Αμαλία και χαχάνισε κι αυτή, καθώς περνούσαν την τζαμόπορτα της εισόδου. Βρέθηκαν να περπατούν έξω, με τον πολύβουο αυτοκινητόδρομο μπροστά τους.

«Ξέρεις, δεν πιστεύω στην τύχη...», συνέχιζε ο Σπύρος, αρκετά ανάλαφρος ώστε να ξεδιπλώσει τις σκέψεις του μπροστά της. «...όμως μια η αποθήκη, μια το νοσοκομείο... μια το τρένο...», έλεγε γελώντας κι αποφεύγοντας ασυναίσθητα να την κοιτάξει, «...ώρες-ώρες νομίζω... πώς να το πω; Πως είσαι ο φύλακας άγγελός μας», κατέληξε.

«Χα χα, τι λες;», έκανε η Αμαλία και το γέλιο της υπερκάλυψε το δικό του, δυνατό κι εμφανώς βεβιασμένο. Μα της κόπηκε απότομα όταν ο Σπύρος γύρισε και την κοίταξε ευθεία στα μάτια. Το ύφος της έγινε άξαφνα σοβαρό, αντικατοπτρίζοντας και πολλαπλασιάζοντας το σύνηθες σοβαρό δικό του ύφος. Σιωπή επικράτησε ανάμεσα στους δύο νεαρούς κι ο Σπύρος έμεινε να κοιτάζει τα πράσινα μάτια της. Αν κι ήταν μόλις έναν χρόνο νεότερή του, αυτή τη στιγμή του φαινόταν πως διέκρινε μια βαθιά θλίψη, μια ανεξήγητη πηγή σοφίας που φάνταζε αδύνατον να κατέχει κανείς μόλις στα 24 του. Άλλο ένα ανεξήγητο της Αμαλίας, σκέφτηκε. Άλλος ένας λόγος που του έφερνε γαλήνη, δίχως να το έχει συνειδητοποιήσει μέχρι τώρα. Άθελά του, η θλίψη της τον έκανε να νιώσει άσχημα.

«Μείνε λίγο ακόμη... σε παρακαλώ...», της ζήτησε, θέλοντας να κάνει κάτι για τη θλίψη αυτή και να της δείξει έμπρακτα την ευγνωμοσύνη του, για όσες φορές τους έσωσε στο παρά πέντε.

Εκείνη τον κοίταξε μπερδεμένη. «Δεν μπορώ», μουρμούρισε, η φωνή της εξίσου θλιμμένη με το ύφος της.

«Μα γιατί; Θα το θέλουν ασυζητητί και τα παιδιά. Μην μου πεις ότι-», έβαλε τα δυνατά του για να την πείσει μα εκείνη τη στιγμή ακούστηκε το ringtone του κινητού του και το σήκωσε λιγάκι απρόθυμα, όταν είδε ποιος ήτανε. «Έλα, γιαγιά», απάντησε στην κλήση, κάνοντας στην Αμαλία νόημα να τον περιμένει. Εκείνη χαμογέλασε σαν να μην είχε μεσολαβήσει τίποτα και κούνησε το χέρι της, σαν να του έλεγε να δώσει χαιρετισμούς στην κυρία Σοφία. Αυτός της έγνεψε και συγκεντρώθηκε στο τηλεφώνημά του. Την αμέσως επόμενη στιγμή είχε απομακρύνει το κινητό απ' το αυτί του και η γνωστή ξινισμένη έκφραση που έπαιρνε όταν κάτι τον δυσαρεστούσε επανήλθε στο πρόσωπό του. «Γιαγιά, πού είσαι; Τι μουσικές είναι αυτές;», ρώτησε, φωνάζοντας για να ακουστεί ανάμεσα στον θόρυβο που ερχόταν από το ηχείο του κι αν είχε κανείς λίγη φαντασία, θα αναγνώριζε το τελευταίο χιτάκι της Shakira.

«Σπυράκο μου, είμαστε έξω για clubbing, ήρθε ανάμεσα στην ηχορύπανση η φωνή της γιαγιάς του.

«Γιατί!;»

«Για clubbing! Έχει πολύ δυνατή μουσική και δεν ακούς, ε;»

«Ναι, δεν εννοώ για τι-τι ακριβώς βγήκατε να κάνετε», της εξήγησε μάταια. «Εννοώ γιατί-για ποιο λόγο».

«Ααα... Ε τι 'γιατί', βρε αγόρι μου; Κοτζάμ Μύκονος είναι αυτή! Καλοκαιράκι μπαίνει! Να μην βγούμε ένα βράδυ να ξεσκάσουμε κι εμείς

«Ναι, γιατί όλο το χειμώνα σκάσατε μέσα στο σπίτι...», απάντησε λίγο ειρωνικά αυτός, μα η γλυκιά και καλοσυνάτη φωνή της Σοφίας του απάντησε έτσι κι αλλιώς:

«Ακριβώς! Ευκαιρία τώρα που είμαστε εδώ, να αλλάξουμε λίγο παραστάσεις και

«Σόφι! Κοίτα! Εκείνη η δημοσιογράφος από το Star! Πάμε να της μιλήσουμε!», παρενέβη στη γραμμή μια φωνή που τσίριζε σαν ρουβίτσα από ενθουσιασμό.

«Αχ! Θα γίνουμε φίρμες! Τώρα, Θεοπούλα μου, έρχομαι. Λοιπόν, Σπυράκο, σ' αφήνω, αγόρι μου, εντάξει; Σε πήρα να σου πω μην τυχόν ανησυχήσεις αν με πάρεις και δεν το σηκώνω. Όπως ακούς, γίνεται χαμός εδώ πέρα! Να κοιμηθείς νωρίς και θα τα πούμε πιο ήρεμα αύριο. Τα δόντια σου μην ξεχάσεις να πλύνεις, ε!»

«Δεν τα ξεχνάω, γιαγιά», αποκρίθηκε ο εγγονός της, στριφογυρίζοντας τα μάτια του.

«Μπράβο, αγόρι μου! Κι αν θες να μάθεις πώς τα περάσαμε, θα μας δεις αύριο στο δελτίο του Λιάγκα! Φιλάκια Με αυτή τη φράση η κλήση τερματίστηκε κι ο Σπύρος έμεινε με το τηλέφωνο στο χέρι, προσπαθώντας να βγάλει άκρη από όσα άκουσε.

«Το δελτίο του Λιάγκα;», επανέλαβε παραξενεμένος και γύρισε να μιλήσει στην Αμαλία. Μα διαπίστωσε πως η κοπέλα δεν ήταν εκεί. Είχε φύγει τόσο ανεπαίσθητα, σαν να μην ήταν εκεί ποτέ. Ο νεαρός έμεινε να κοιτάζει τον αυτοκινητόδρομο, μην ξέροντας πώς να νιώσει. Η Αμαλία ήταν πάντοτε για αυτόν ένα μυστήριο και όποτε μπαινόβγαινε στη ζωή του, τον άφηνε να νιώθει άδειος, κάτι που μπορούσε μονάχα να παρομοιάσει με την απώλεια που ένιωθε μικρός για το θάνατο των γονιών του. Την ίδια απώλεια που επέστρεφε γλυκόπικρη οπότε κοίταζε τις οικογενειακές φωτογραφίες τους. Ευχήθηκε με όλη του την καρδιά να την ξαναδεί σύντομα.

~~~

Ακολουθώντας το παράδειγμα της Ντάλιας, πήγε κι αυτός για ύπνο, αφού βέβαια έπλυνε πρώτα τα δόντια του. Πράγμα που θα έκανε έτσι κι αλλιώς, μα τώρα το έκανε με περισσότερη επιμέλεια για χατίρι της αγαπημένης του γιαγιάς. Μπορεί όλα όσα έκανε εκείνη τελευταία να έμοιαζαν παλαβομάρες στα μάτια του και να έρχονταν σε πλήρη κόντρα με τις συμβουλές της προς αυτόν, μα ένιωθε μεγάλη χαρά κι ανακούφιση που άκουσε ξανά τη φωνή της. Που έζησε για να μπορεί να ακούσει ξανά τη φωνή της. Ήταν λες κι αυτό το περιστατικό τον έκανε να εκτιμήσει παραπάνω τη ζωή του, όσο ασυνήθιστη και παράτερη κι αν την έβρισκε πολλές φορές. Με αυτές τις σκέψεις πήγε για ύπνο. Όσο για την Αγγέλα, είχε ήδη αποκοιμηθεί στον καναπέ της σουίτας. Καθώς το φεγγάρι μεσουρανούσε ολόγιομο πάνω από το King George, οι ήρωες μας είχαν πέσει σε βαθύ και γαλήνιο λήθαργο. Όλοι, εκτός από έναν...

~~~

Ο ύπνος του ήταν ταραγμένος και ανήσυχος. Όσο κι αν είχε προσπαθήσει να κρατήσει τις μνήμες μακριά, δεν μπορούσε να τα καταφέρει και στα όνειρα του, εκεί που το υποσυνείδητο δρούσε ανενόχλητο.

~~~

Ο Φώτης βρέθηκε να περιπλανιέται στους χωματόδρομους του μικρού χωριού, ώσπου βρήκε τελικά το σπίτι του ανθρώπου που ψάχνανε. Ήταν ολομόναχος, μα δεν τον πείραζε. Κατά βάθος ήξερε πως έτσι έπρεπε να γίνει. Και ποιον να είχε μαζί του, δηλαδή; Η Αγγέλα ήταν από τη φύση της απότομη και χοντρόπετση· το πιθανότερο ήταν να τον τρόμαζε. Ο Σπύρος πάλι, βυθισμένος στη σοβαροφάνεια και την ανασφάλειά του, θα έχανε τα λόγια του. Η δε Ζουμπουλία, όπως και να ξεκινούσε η συζήτηση, ήταν βέβαιο πως αργά ή γρήγορα θα έπιανε τις ιστορίες για τον μακαρίτη τον Χαράλαμπο κι άκρη δεν θα έβγαινε. Όσο για τη Ντάλια... σίγουρα θα πέταγε καμιά κοτσάνα, ως συνήθως και θα έδινε στον άνθρωπο τη χειρίστη των εντυπώσεων!

Αυτός και μόνον αυτός μπορούσε να διαχειριστεί μία τόσο καίρια συνάντηση, με τη συγκέντρωση και τη λεπτότητα που της άρμοζε. Άλλωστε αυτός δεν ήταν ουσιαστικά ο αρχηγός της ομάδας; Αυτός κατέστρωνε τα καλύτερα σχέδια. Η δική του επιμονή τους είχε κρατήσει ενωμένους σε όλες τις κρίσιμες στιγμές. Και φυσικά, είχε αποδείξει πως ήταν με διαφορά ο πιο γενναίος, ο πιο συγκροτημένος, ο πιο προσηλωμένος στο στόχο τους! Συνεπώς, ο καταλληλότερος για να προσεγγίσει τον κύριο Βενετόπουλο. Έτσι ήταν το σωστό κι έτσι θα γινόταν!

Το τοπίο γύρω του θάμπωσε και μεταβλήθηκε σταδιακά στο εσωτερικό ενός φτωχικού σπιτιού. Ο Βενετόπουλος καθόταν απέναντί του στο τραπέζι κι αφηγούταν την ιστορία του. Τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα, καθώς μιλούσε για την αγαπημένη του Ελευθερία: πόσο την ήθελε, πόσο ανυπομονούσε να την ξαναδεί και τέλος, πώς κάποιοι του την πήρανε για πάντα. Ο Φώτης τον άκουγε ακίνητος, με σχεδόν θρησκευτική ευλάβεια, μα ένα κρύο, μια απαίσια αίσθηση τρόμου κρεμάστηκε σαν αρπαχτικό απ' τη ραχοκοκαλιά του κι άρχισε ν' ανεβαίνει προς τα επάνω. Προσπάθησε να τη διώξει, να διώξει όλα τα ερεθίσματα που λάμβανε από τον περιβάλλοντα χώρο.

Αλλά η μοναδική εικόνα που αντίκριζε ήταν η γηρασμένη μορφή του Βενετόπουλου, να τον κοιτά κατάματα και να του αφηγείται πικραμένος την τραγική ιστορία στην οποία κάποιοι άλλοι τον είχανε μπλέξει. Έδειχνε περίλυπος και διψασμένος. Όχι, δεν ήταν δίψα για εκδίκηση, αλλά για δικαιοσύνη και αλήθεια. Κι ο Φώτης συνέχισε να τον παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα κι η ίδια αίσθηση τρόμου κι αγωνίας όλο και τον κυρίευε. Ήξερε πως κάτι κακό θα συμβεί. Κάτι σαν ένστικτο μέσα του τού έλεγε να φωνάξει στο Βενετόπουλο να τρέξει να σωθεί, αλλά η γλώσσα του είχε δεθεί κόμπος. Παγωμένος στη θέση του, τον άκουγε, ώσπου αναφέρθηκε σε κάποιον Παύλο. Το όνομα έκανε την αίσθησή του να δυναμώσει και να κλειδώσει, σε σημείο που το αγόρι έτρεμε ολόκληρο και προσπαθούσε να κλείσει τα μάτια του. Μα δεν τα κατάφερνε. Το σώμα του δεν τον άκουγε. Και τότε συνέβη...

Μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου, ένας φριχτός πυροβολισμός ακούστηκε και σε αργή κίνηση, μια σφαίρα έσχισε την πλάτη του Βενετόπουλου, αφήνοντας κατακόκκινο αίμα να λεκιάζει το πουκάμισό του. Ο άτυχος άνθρωπος πρόλαβε μόνο να βγάλει μια κραυγή πόνου προτού πέσει με το κεφάλι στο τραπέζι. Ο Φώτης κοίταζε ολότελα σοκαρισμένος, καθώς ο Τύπος με τα Μαύρα ξεπρόβαλε από το ανοιχτό παράθυρο, έτοιμος να πυροβολήσει και τον ίδιο. Όμως αυτός είχε παραλύσει, ανίκανος να πάρει τα μάτια του από τον νεκρό μπροστά του. Αυτό που αντίκριζε ήταν μακάβριο. Τα μάτια του ανοιχτά από το τρόμο, άψυχα παρ' όλα αυτά και καρφωμένα στο άπειρο. Ακολουθώντας την κηλίδα του αίματος, έφτασε να κοιτάζει κατάματα τον δολοφόνο. Το δικό του βλέμμα ήταν άγριο, γεμάτο μίσος κι ένα σαδιστικό χαμόγελο που φανέρωνε από τη μία περηφάνεια για τον φόνο που μόλις διέπραξε, από την άλλη την πρόθεσή του να διαπράξη άλλον έναν. Το οπτικό πεδίο του Φώτη έμοιαζε να 'χει γίνει πορφυρό, σαν να φορούσε κόκκινα γυαλιά ηλίου. Η αργή κίνηση στην οποία γίνονταν όλα, είχε γίνει ακόμα πιο αργή. Είδε τον διώκτη του να τραβά και πάλι τη σκανδάλη με το ίδιο πάντα σαδιστικό χαμόγελο. «Είσαι ο επόμενος, ανθρωπάκι», τον άκουσε να λέει, με μια φωνή πιο μπάσα και παραμορφωμένη από εκείνη που θυμόταν. Μια δεύτερη σφαίρα εκσφενδονίστηκε απ' το όπλο με στόχο το κεφάλι του. Δεν έκανε τίποτα. Μόνο ούρλιαξε με όση δύναμη του είχε απομείνει!

~~~

Στη στιγμή, τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα κι άρχισε να ανασαίνει γρήγορα. Όχι, δεν ήταν στο σπίτι του Βενετόπουλου, μα στο ξενοδοχείο της Ντάλιας. Το σώμα του τρανταζόταν με κάθε του αναπνοή κι ένιωθε την καρδιά του να χτυπάει γρήγορα και βροντερά, σαν να 'ταν έτοιμη να πεταχτεί έξω. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του μια-δυο φορές, για να καθαρίσει την όρασή του και κοίταξε το ρολόι. Ήταν 4.42 το χάραμα. Η Αγγέλα ροχάλιζε στον απέναντι καναπέ, πιθανότατα βυθισμένη σε κάποιο όνειρο πιο ευχάριστο από το δικό του. Για μια στιγμή, ο Φώτης θέλησε να πει 'Δόξα τω Θεώ, ένας εφιάλτης ήταν!', μα η διαπίστωση τον χτύπησε σαν ηλεκτρικό ρεύμα· δεν ήταν εφιάλτης αυτός. Ήταν η πραγματικότητα. Ένας άνθρωπος είχε δολοφονηθεί εν ψυχρώ μπροστά στα ίδια του τα μάτια.

Ταραγμένος σηκώθηκε και περπάτησε ως το σαλόνι. Ήταν σκοτεινά. Το μόνο φως προερχόταν από το μεγάλο μπαλκόνι. Λίγο από αυτό ανήκε στην γιγάντια φωτεινή επιγραφή που έγραφε 'King George', ενώ το υπόλοιπο ανήκε στις λάμπες της πισίνας. Σαν να 'χε ξάφνου γίνει πάλι ο παιδικός του εαυτός που φοβόταν το σκοτάδι, δεν άντεχε να βρίσκεται παγιδευμένος μέσα σε αυτό. Άνοιξε απαλά τη μπαλκονόπορτα και βγήκε έξω. Η πισίνα ήταν εκεί, το γαλάζιο της χρώμα και η ελαφριά μυρωδιά του χλωρίου να του βγάζουν μια γλυκιά οικειότητα, όπως κι οι ξαπλώστρες που ήταν μπροστά της. Έκανε λίγα τρεμάμενα βήματα προς αυτές. Εκεί είχε ζήσει τόσες όμορφες στιγμές μαζί με τους αγαπημένους του φίλους. Τι να πρωτοθυμηθεί; Τον εαυτό του να πίνει σαμπάνια παρέα με την Ντάλια και να διαπιστώνει ότι οι υπάλληλοι τσιγκουνεύονταν τις φράουλες; Την Ντάλια και την Ζουμπουλία να συζητάνε για τον Παρθενώνα που δεν έχει πόρτα και τις Πυραμίδες που 'φαίνονται από εδώ, απ' το πίσω μπαλκόνι'; Τη νύχτα των γενεθλίων του που την περάσανε όλοι μαζί σε αυτό ακριβώς το μέρος κι ας είχαν όλοι υψηλό πυρετό; Τόσες καλές αναμνήσεις, που όμως αυτή τη στιγμή επισκιάζονταν.

Άνοιξε το κινητό του, το οποίο πήρε από συνήθεια μαζί του και μπήκε στον φάκελο 'Οι εικόνες μου'. Εκεί βρισκόταν μια φωτογραφία του αποκόμματος της εφημερίδας από το αεροπορικό δυστύχημα. Την είχε τραβήξει για να την έχει πάντα μαζί του, μιας και την αυθεντική φωτογραφία της εφημερίδας την είχε κόψει και κολλήσει στο ψυγείο του. Με βλέμμα θολωμένο κοιτούσε τα πρόσωπα όλων των συγγενών, μα κυρίως το δικό του, του πατέρα του και των φίλων του, που δίχως να γνωρίζονται, είχαν βρεθεί όλοι μαζί τότε στην ίδια αίθουσα, να θρηνούν για τους αγαπημένους τους που χάθηκαν. Δεν ήξερε πώς του ήρθε να την κοιτάξει τώρα. Δεν είχε νόημα. Ίσως και να 'θελε να διώξει την αρνητική του ανάμνηση αντικαθιστώντας την με μια εξίσου αρνητική. Μα δεν έπιασε. Το μόνο που μπορούσε να δει ήταν η έκφραση του Βενετόπουλου καθώς ο Τύπος με τα Μαύρα τού αφαιρούσε τη ζωή. Η εικόνα τρεμόπαιζε ξανά και ξανά μπροστά στα μάτια του κι όσο κι αν τα ανοιγόκλεινε δεν μπορούσε να τη διώξει. Στο τέλος έμεινε παγωμένη εκεί, σαν στοπ καρέ, χωρίς να κινείται και το πρόσωπο του νεαρού παραμορφώθηκε από μία έκφραση θρήνου. Προτού το καταλάβει, είχε ξεσπάσει σε γοερά κλάματα.

~~~

Η Αγγέλα ήταν τόσο εξαντλημένη, που δεν είχε αλλάξει ούτε πλευρό τόσες ώρες, έστω κι αν αισθανόταν το σώμα της να έχει πιαστεί στον καναπέ. Το μόνο που ήταν αρκετό για να την βγάλει από τον τόσο βαθύ της ύπνο ήταν η δυνατή δίψα που της ήρθε. Κοιμισμένη ακόμα, τέντωσε το χέρι της για να πιάσει το πλαστικό μπουκαλάκι που είχε αφημένο στο τραπεζάκι, μόνο για να ακούσει έναν τριζάτο ήχο από το ίδιο μπουκαλάκι, που με ένα ελάχιστο άγγιγμά της βρέθηκε πεσμένο στο πάτωμα, προφανώς άδειο. Μουγκρίζοντας ενοχλημένα, η κοπέλα πίεσε τον εαυτό της να ξυπνήσει εντελώς. Όλο απροθυμία ανακάθισε στον καναπέ και βρίσκοντας το μπουκαλάκι στο πάτωμα, κατάλαβε ότι πρέπει να είχε πιει όλο το νερό της προηγουμένως. Με τα βλέφαρά της βαριά ακόμη σηκώθηκε κι άρχισε να προχωράει προς την κουζίνα της πολυτελούς σουίτας. Ήξερε καλά τον προσωπικό χώρο της φίλης της, έτσι πήγαινε προς τα εκεί στα τυφλά. Θα έβαζε νερό, θα έπινε και θα ξαναξεραινόταν. Αυτό ήταν το σχέδιο... μα ανατράπηκε.

Επιστρέφοντας στον καναπέ, μιας και βαριόταν να πάει στο δωμάτιο που της είχαν στρώσει η Μάρθα και η Ρίτσα, άκουσε κάτι που την έκανε να παγώσει: τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και σε μια στιγμή όλο της το σώμα βρέθηκε σε εγρήγορση. Το μισοάδειο κιόλας μπουκάλι γλίστρησε απ' το χέρι της και η Αγγέλα στράφηκε στην μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα του σαλονιού. Κάποιος έκλαιγε...

Βγήκε διστακτικά προς τα έξω κι αντίκρισε τον Φώτη μαζεμένο πλάι στην πισίνα να κλαίει σπαρακτικά. Ποτέ της δεν περίμενε να τον δει σε τέτοια άσχημη κατάσταση. Τον είχε ξαναδεί να κλαίει, ναι, όλους τους είχε ξαναδεί, αλλά ήρεμα, από συγκίνηση ή θυμό. Ποτέ τόσο απεγνωσμένα. Το θέαμα του συνήθως ιδεαλιστή κι ενθουσιώδους συγκατοίκου της να παραδίδεται στην απόγνωσή του γέμισε απόγνωση και την ίδια. Φοβισμένα κι αθόρυβα, όσο αθόρυβα μπορούσε, πλησίασε προς το μέρος του.

«Φώτη μου;», τόλμησε να πει. Εκείνος σταμάτησε μια στιγμή το κλάμα και την κοίταξε, μα η ντροπή του για το ότι τον είδε έτσι τον έκανε να ξανακλάψει ακόμα περισσότερο. Η Αγγέλα κάθισε με σπασμωδικές κινήσεις κοντά του. «Ε! Τι συμβαίνει;», ρώτησε ταρακουνώντας τον ελαφρά.

«Εγώ φταίω... εγώ φταίω για όλα», κατάφερε να μουρμουρίσει μέσα στο κλάμα του, ανησυχώντας την παραπάνω.

«Για τι; Για ποιο πράγμα;», τον ξαναρώτησε ελαφρώς εκνευρισμένη.

«Τον σκότωσε, Αγγέλα... τον σκότωσε!», αποκρίθηκε ο Φώτης αποφεύγοντας να την κοιτάξει στα μάτια, ενώ οι λυγμοί τον τράνταζαν ολόκληρο.

Η εξομολόγησή του έκανε μια έκφραση πόνου να χαράξει το πρόσωπό της, καθώς η Αγγέλα διαπίστωσε ποιον εννοούσε. «Το ξέρω», μπόρεσε μονάχα να ξεστομίσει. Μετά την απελευθέρωσή τους από τις γραμμές του τρένου και τη δύσκολη διαδικασία να πείσουν τον μηχανοδηγό και τους επιβάτες να μην ειδοποιήσουν την αστυνομία ή τα κανάλια, ο Φώτης τους αφηγήθηκε περιληπτικά τι έγινε. Μα ήταν πολύ πιο τραυματικό για εκείνον από όσο φαντάζονταν οι φίλοι του.

«Κι εγώ δεν έκανα τίποτα για να τον βοηθήσω...», συνέχισε ο καστανόξανθος νεαρός με το τσουλούφι κι ένιωσε χειρότερα όταν θυμήθηκε πόσο τους είχε υποτιμήσει με το μυαλό του στην αρχή εκείνης της μέρας. Τώρα το ήξερε ότι δεν ήταν ο φυσικός αρχηγός που νόμιζε, μα ένας φαντασμένος. «Έκατσα εκεί σαν ηλίθιος κι αμέσως μετά έτρεχα σαν δειλός».

«Μην κατηγορείς τον εαυτό σου», βιάστηκε να του πει η Αγγέλα. «Ούτε τον Σταυριανίδη, ούτε τον Καστέλλη καταφέραμε να-»

«Δεν είναι το ίδιο!», την έκοψε. «Δεν καταλαβαίνεις! Τον σκότωσε! Μπροστά μου! Είδα το αίμα του να τρέχει, Αγγέλα. Είδα... τα μάτια του... δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή την εικόνα», μπόρεσε να πει, προτού χαμηλώσει το κεφάλι του εντελώς συντετριμμένος. «Δεν θα 'πρεπε ποτέ να 'χαμε μπλεχτεί σ' όλο αυτό», ψέλλισε. «Δεν είμαστε τίποτα μπροστά τους... Δεν μπορούμε να τους νικήσουμε...»

Η Αγγέλα δεν ήξερε τι να πει. Βαθιά λύπη την είχε κυριέψει κι αυτήν. Πλησίασε πιο κοντά του και πέρασε με προσοχή το χέρι της γύρω απ' τους τρεμάμενους ώμους του. «Μπορούμε», του είπε τρυφερά. Όλη η μαγκιά που χρωμάτιζε συνήθως τη φωνή της είχε εξαφανιστεί. Δεν περίμενε απόκριση. Συνέχισε να του μιλάει, συγκρατώντας παράλληλα τις αναπνοές της, για να μην καταλάβει ότι ήταν κι αυτή έτοιμη να κλάψει. «Θυμάσαι τι μου είχες πει μετά τα Χριστούγεννα; 'Δεν είμαστε πιόνια. Είμαστε παίκτες'. Αν παίξουμε σωστά, μπορούμε να τους νικήσουμε».

«Βλακείες έλεγα», έκανε αυτός, κάνοντας μια κίνηση σαν κλωτσιά. «Η ζωή δεν είναι ένα παιχνίδι με ζάρια, είχες δίκιο».

«Δεν είχα», αποκρίθηκε η κοκκινομάλλα, τραβώντας τον λίγο πιο κοντά. «Εσύ με έπεισες για αυτό. Και έτσι αποδείχθηκε. Πόσες φορές παίξαμε έξυπνα και τη γλιτώσαμε; Θυμήσου την απελευθέρωση της Ζουμπουλίας, τα στοιχεία που καταφέραμε να πάρουμε από τον οδοντίατρο, τη μέρα στο σπίτι του κυρ-Χαράλαμπου. Τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχαμε καταφέρει αν καθόμασταν στα αυγά μας, αν δεν σκεφτόμασταν και δεν δρούσαμε έξυπνα...», προσπάθησε να τον πείσει. «Και δεν είσαι ούτε ηλίθιος, ούτε δειλός», συμπλήρωσε. «Και τι να έκανες άοπλος μπροστά στον Τύπο με τα Μαύρα; Το πολύ-πολύ να σε πυροβολούσε κι εσένα, αν έμενες εκεί λίγο παραπάνω».

«Μα ήταν άδικο...», ξεφύσηξε εκείνος, τα δάκρυα είχαν πλέον στερέψει. «Αυτός ο καημένος άνθρωπος πέρασε μια κόλαση! Μια ζωή στη φυλακή για κάτι που δεν έκανε... Μια ζωή που όλοι τον θεωρούσαν κτήνος... και τώρα δεν θα βρει το δίκιο του ποτέ. Και φταίω εγώ... αν δεν είχα πάει στο σπίτι του-»

«Αν δεν είχες πάει εσύ στο σπίτι του, πιθανότατα ο άλλος θα 'χε φτάσει πρώτος και θα τον είχε σκοτώσει έτσι κι αλλιώς», τον διέκοψε. «Δεν τους φέραμε εμείς στο χωριό, Φώτη. Δεν μας ακολούθησαν. Ήρθαν αποκλειστικά για να βρούνε τον Γεράσιμο και να τον καθαρίσουν. Αν δεν ήσουν εσύ, αυτός ο άνθρωπος που τόσα πέρασε, θα είχε φύγει ολομόναχος κι απαρηγόρητος. Χωρίς να ξέρει ότι κάποιος τον πιστεύει. Χωρίς να ξέρει ότι η φωνή του θα ακουστεί. Γι' αυτό μην τολμήσεις να μου ξαναπείς ότι φταις εσύ, κατάλαβες!;»

Σαν αντίδραση στο μάλωμά της, ο Φώτης σήκωσε επιτέλους το κεφάλι του για να την κοιτάξει. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα και υγρά. Της φίλης του πάλι είχαν μέσα τους ανησυχία και νοιάξιμο, αντί για τον θυμό που περίμενε να βρει. «Φοβάμαι, Αγγέλα», παραδέχτηκε χαμηλόφωνα. «Νιώθω μικρός κι αδύναμος».

«Κι εγώ το ίδιο», την άκουσε να του λέει. «Μα δεν μπορούμε να κάνουμε πια πίσω, το ξέρεις». Ο Φώτης ένευσε αργά. «Τώρα είναι που πρέπει να κάνουμε κουράγιο και να μείνουμε ενωμένοι κι οι πέντε. Να παλέψουμε και να φτάσουμε στην αλήθεια για χάρη όλων τους. Της Ελευθερίας, του Σταυριανίδη, του Περικλή... και πάνω απ' όλα του Γεράσιμου Βενετόπουλου! Μόνο έτσι θα βρούνε το δίκιο τους! Και μόνο εμείς μπορούμε να τους το δώσουμε».

Ο Φώτης έδειξε να σκέφτεται πολύ προβληματισμένος όσα του είπε. «Δεν είμαι ήρωας σαν τον MacGyver», παραδέχτηκε με αυτολύπηση. «Νόμιζα πως ήμουν, μα δεν είμαι».

«Ο MacGyver δεν ήταν πραγματικός ήρωας...», του είπε ήρεμα η Αγγέλα, κοιτάζοντάς τον στα μάτια. «...Μα εσύ είσαι, Φώτη μου», συνέχισε κι αυτός την κοίταξε με έκπληξη. «Είσαι ένας πραγματικός ήρωας και πιστεύω πως ό,τι είδες εκεί πέρα ήταν φριχτό, μα πιστεύω επίσης ότι θα το ξεπεράσεις και θα γίνεις πιο δυνατός».

«Εγώ δεν το πιστεύω... Δεν είμαι ούτε γενναίος, ούτε ήρωας».

«Να σου πω ένα μυστικό;», του έκανε χαμογελώντας και κρατώντας τον. «Ήρωες δεν είναι αυτοί που πολεμούν με υπερδυνάμεις και φανταχτερές στολές. Ήρωες είναι αυτοί που κάνουν το σωστό, ακόμα κι όταν όλοι οι άλλοι τους λένε ότι κάνουν λάθος. Ήρωες είναι εκείνοι που κάνουν πάντα κάτι παραπάνω από αυτό που υποχρεούνται και μπορούν. Ήρωες είναι όλοι αυτοί που βάζουν στην άκρη τον εαυτό τους για τους άλλους... που είναι αρκετά ρομαντικοί για να πιστεύουν με όλη τους την καρδιά στο καλό που υπάρχει σε αυτόν τον κόσμο. Όλοι αυτοί που αντέχουν να χάνουνε, γιατί ξέρουν πως την επόμενη φορά θα προσπαθήσουν να τα πάνε έστω λιγάκι καλύτερα από την προηγούμενη.
Ο Φώτης, που τόση ώρα είχε ξαπλώσει στα γόνατά της, τέντωσε το λαιμό του και της έριξε ένα βλέμμα όλο απορία και λίγη αμφισβήτηση.

«Πού τα ξέρεις εσύ όλα αυτά;»

«Διάβαζα πολλά κόμικς μικρή», του παραδέχτηκε. «Ο θειός μου μού τα 'φερνε, δηλαδή και με υποχρέωνε να τα διαβάζω, για να κάθομαι ήσυχη και να μπορεί αυτός να μιλάει με τη μάνα μου. Κοίτα να δεις που μερικές από τις γλυκαναλατιές που γράφανε εκεί μέσα είναι αλήθεια», συνέχισε και ένα αχνό γέλιο ξέφυγε του φίλου της. «Αλλά δεν κάνω πλάκα, πιστεύω ότι έχεις όλα αυτά τα στοιχεία και μπορείς να τα καταφέρεις...»

Ο Φώτης την κοιτούσε άναυδος κι ευγνώμων για όσα άκουγε. «Όχι μόνος μου», της είπε ήρεμα. «Μόνος μου δεν θα φτάσω πουθενά. Θα τα καταφέρουμε όλοι μαζί».

«Ναι. Όλοι μαζί», επανέλαβε η Αγγέλα και τον αγκάλιασε με πολλή αγάπη, μια κίνηση στην οποία εκείνος ανταποκρίθηκε με κάποια ανακούφιση.

«Σ' ευχαριστώ», της ψιθύρισε.

Η Αγγέλα έμεινε για λίγο έτσι, κλείνοντας τα μάτια της. «Άντε ρε, μην αρχίσεις να μυξοκλαίς ξανά», έκανε άξαφνα και τον έσπρωξε μακριά της με μια παιχνιδιάρικη διάθεση. «Τι θα γίνει, Τσουλούφη; Θα κοιμηθούμε καμιά ώρα, ή αύριο θα κουτουλάμε και θα σπάμε πράγματα;»

Ο Φώτης στην αρχή ξαφνιάστηκε, μα βλέποντας πως η παλιά καλή Αγγέλα είχε επιστρέψει, αποφάσισε να κάνει μια προσπάθεια να φέρει κι αυτός πίσω τον παλιό καλό Φώτη. «Εσύ ειδικά δε χρειάζεται να κουτουλάς για να σπας πράγματα».

«Τι λε' ρε;»

«Τι 'τι λε' ρε'; Στο σπίτι όλα τα πιάτα και τα ποτήρια τα 'χεις ρημάξει».

«Να πάρεις καινούρια!»

«Δε θα 'σαι καλά που θα χαλάω κάθε εβδομάδα τις οικονομίες μου επειδή εσύ είσαι απρόσεκτη».

«Δεν κοιτάς τα χάλια σου, λέω 'γώ; Που πήγες να παρουσιάσεις το δελτίο ειδήσεων στο στούντιο της μαγειρικής και λες εμένα απρόσεκτη».

Ο Φώτης στάθηκε όρθιος με ένα επιφώνημα που λίγο θύμισε το 'ιιιιι!' της Ζουμπουλίας. «Ποιος σ' το είπε!;»

«Η ξαδέλφη σου».

«Ναι κι αυτή, μη χάσει! Αν θες να ξέρεις, εκείνη τη μέρα...» Κι ο Φώτης με την Αγγέλα εξακολούθησαν τον υποτιθέμενο τσακωμό τους, μέχρι που η Αγγέλα τον έσπρωξε ελαφρά, κατά τη γνώμη της κι ο Φώτης πήγε να πέσει στην πισίνα. Μόνο που, πριν πέσει, κατάφερε να την τραβήξει μαζί του, έτσι που στο τέλος έπεσε κι εκείνη στο νερό με έναν δυνατό παφλασμό. Οι δυο τους γέλασαν ανακουφισμένοι, μα πιο πολύ ο Φώτης, που καθώς την κοίταζε βαθιά στα μάτια, ένιωσε τα ψυχικά τραύματα εκείνου του γεγονότος να αρχίζουν να κλείνουν.

Συνέχισαν να κοιτάζονται, ώσπου ακούστηκε μια Ντάλια να φωνάζει: «Ααααα! Μεταμεσονύκτιο pool party; Θέλω κι εγώ!», πρωτού τρέξει κι αυτή και βουτήξει στην πισίνα με τη νυχτικιά, βγάζοντας ένα διαπεραστικό 'γιιίχα!' και σηκώνοντας έναν πίδακα νερού. Η Ζουμπουλία κι ο Σπύρος, που επίσης είχαν ξυπνήσει από τη φασαρία, βγήκαν κι αυτοί αγουροξυπνημένοι στο μπαλκόνι κι αντέδρασαν με παραξενιά στο θέαμα.

«Ντιπ ζουρλά είστε!;», ρώτησε σαστισμένη η Ζουμπουλία μα το μόνο που της ήρθε ως απάντησυ ήταν ένα μπουγέλωμα απ' τη Ντάλια. «Α, με βρέχεις κιόλας, χαμένη; Τώρα θα δεις!», απείλησε κι αγνοώντας το γεγονός ότι κι αυτή ήταν ντυμένη ή το ότι δεν ήξερε μπάνιο, μπήκε στο ρηχό κομμάτι της πισίνας κι άρχισε να καταβρέχει τη Ντάλια, μα και τον Φώτη, έχοντας άχτι από τότε στο κολυμβητήριο να του χαλάσει το τσουλούφι.

«Έλα κι εσύ, Σπάιρους!», φώναξε η Ντάλια μεσ' στην τρελή χαρά και παρά τις έντονες διαμαρτυρίες κι αρνήσεις του, στο τέλος ο Σπύρος ενέδωσε και βούτηξε κι αυτός με τα ρούχα, βγάζοντας όμως πρώτα τα γυαλιά του. Μέσα σε λίγα λεπτά το μπαλκόνι της προεδρικής σουίτας έσφιζε από τις φωνές και τα γέλια των πέντε ηρώων μας που έπαιζαν σαν να ήταν παιδιά, χωρίς να τους νοιάζει τίποτα. Το μόνο που είχε σημασία ήταν πως όλοι μαζί, με την βαθιά αγάπη και φιλία που τους έδενε, μπορούσαν να επουλώσουν τις πληγές τους και να ξέρουν πως πάντα θα ήταν εκεί ο ένας για τον άλλο. Εκείνες τις στιγμές, ο Φώτης ένιωσε το βάρος των ενοχών να φεύγει από πάνω του. Ένιωσε πως ναι, είχαν ελπίδα και ναι, μπορούσαν να τα καταφέρουν! Υποσχέθηκε στον εαυτό του πως θα πάλευε με όση δύναμη είχε να επιλύσει αυτό το μυστήριο και να φτάσει στους ενόχους. Και θα το έκανε αυτό για όλους, μα περισσότερο για τον Βενετόπουλο, τον οποίο είχε την τιμή να γνωρίσει και να συντροφεύσει στις τελευταίες τους στιγμές. Σε λίγο καιρό από εκείνο το επεισοδιακό μερόνυχτο, τη νύχτα των επερχόμενων εκλογών, θα είχε βρει ξανά τον εαυτό του και το θάρρος να υψώσει το ανάστημά του απέναντι στους κακούς. Και θα το έκανε αυτό όχι μόνος του, μα συντροφιά με τους ανθρώπους που περπάτησαν μαζί του από τη ζωή ως το θάνατο και πάλι πίσω: την Αγγέλα, τον Σπύρο, την Ντάλια και την Ζουμπουλία!

~~~

Και αυτό ήταν το πρώτο μου fanfiction για την πολυαγαπημένη μας σειρά, 'Στο Παρά 5'! Πάντα πίστευα ότι το γεγονός πως ο Φώτης ήταν μάρτυρας της εν ψυχρώ δολοφονίας του Βενετόπουλου από τον Ανδρέα δεν μπορεί να τον άφησε αδιάφορο. Όσο για την Αγγέλα, φαίνεται το έχει η μοίρα της να παρηγορεί, χαχαχα!

Ελπίζω να σας προκάλεσα συναισθήματα και να κατάφερα να αποτυπώσω τους χαρακτήρες και το κλίμα της σειράς. Περιμένω με χαρά τα σχόλιά σας! Και για εσάς που υποστηρίζετε το ζευγάρι Φώτης/Αγγέλα, ναι, το υποστηρίζω και εγώ, οπότε μπορείτε να το δείτε και σαν ψιλορομαντικό, αν θέλετε. Αλλιώς το κλίμα μπορεί να περάσει και για εντελώς φιλικό. Μου αρέσουν και οι δύο εκδοχές. :-)

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top