Κεφάλαιο 8ο
Είχε ήδη ξημερώσει και για άλλη μια φορά η Λήδα βρισκόταν στον καναπέ της να έχει αποκοιμηθεί. Το συνήθιζε συχνά να ξαπλώνει και να την βρίσκει εκεί το ξημέρωμα. Από νωρίς είχε ανοίξει τα μάτια της και το μυαλό της είχε γεμίσει πάλι από αναμνήσεις. Κοίταξε πάνω στο τραπέζι τις δεκάδες φωτογραφίες που είχε με εκείνη και τον Μιχαλάκη της.
Αυτό το ξανθό παιδάκι με τα πράσινα μάτια είχε γίνει όλη της η ζωή. Κοίταξε και στοργικά την οικογενειακή φωτογραφία που ήταν ο πατέρας της, η μητέρα της, η αδερφή της και η ίδια. Όλα έμοιαζαν λες και συνέβησαν χθες.
Η Λήδα είχε μόλις τελειώσει με τις πανελλήνιες. Ήταν Ιούνιος και περιμένε αγωνιωδώς τα αποτελέσματα. Ήθελε όσο τίποτα να περάσει Ψυχολογία Αθήνας. Είχε παλέψει όλη τη χρονιά για αυτό και ενώ όλοι της έλεγαν πως θα πετύχαινε, η ίδια είχε αγχωθεί πάρα πολύ.
Οι γονείς της της είχαν προτείνει να τους ακολουθήσει το Σαββατοκύριακο που θα πήγαιναν όλοι μαζί σε έναν γάμο συγγενών στη Σαντορίνη. Η ίδια όμως αρνήθηκε με την πρόφαση ότι ήθελε να ξεκουραστεί και να έχει την ησυχία της. Στην πραγματικότητα, περίμενε τα αποτελέσματα και δεν μπορούσε να το βγάλει από το μυαλό της.
Η μεγαλύτερη αδερφή της, η Ελπίδα, τη συμβούλευσε πολλές φορές να έρθει μαζί τους. Η ίδια θα πήγαινε μαζί με τον άντρα της τον Χάρη και τον μόλις τριών μηνών γιο τους, Μιχαλάκη. Παρόλα αυτά η Λήδα προτίμησε να μην ακούσει κανέναν και να μείνει μόνη της στο σπίτι τους στην Αθήνα να ξεκουραστεί.
Ήταν ξημερώματα Κυριακής στις 5 το πρωί όταν χτύπησε το σταθερό τους τηλέφωνο. Η Λήδα πετάχτηκε αλαφιασμένη από τον ύπνο της ενώ ταυτόχρονα την κυρίευσε ένα κακό προαίσθημα. Το μόνο που θυμόταν ήταν ο αστυνομικός να της λέει πως όλη της η οικογένεια είχε πνιγεί στη Σαντορίνη. Έπειτα την βρήκαν λιπόθυμη οι γείτονες και τη μετέφεραν στο νοσοκομείο όπου βρισκόταν σε κατάσταση σοκ για δύο εβδομάδες.
Όταν μπόρεσε να σταθεί ξανά στα πόδια της, την ανάγκασαν να αναγνωρίσει τα πτώματα των γονιών της και της αδερφής της ενώ της διηγήθηκαν τι συνέβη.
Η εκκλησία στην οποία θα παντρευόταν το ζευγάρι ήταν ερημοκλήσι στο οποίο οι καλεσμένοι πήγαιναν μόνο με βαρκάκι. Μέσα Ιουνίου και ο καιρός ήταν άγριος. Πολλοί άνεμοι και μεγάλα κύματα.
Η Ελπίδα με τον Χάρη δεν μπορούσαν να πάρουν μαζί στο γάμο τον μικρό Μιχαλάκη και αναγκάστηκαν να τον αφήσουν σε μία κυρία. Ο γάμος και το γλέντι διήρκησαν μέχρι τις 4 το ξημέρωμα σε αυτή την έρημη περιοχή. Ο βαρκάρης που θα γύριζε την οικογένεια της Λήδας είχε πιει αρκετά αλλά παρολα αυτά κανείς δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία.
Το βαρκάκι ήταν μικρό και καθόλου σταθερό και ο βαρκάρης μεθυσμένος όπως ήταν, ήταν ο τελευταίος που οδήγησε να πάει τους καλεσμένους στη στεριά. Φώτα δεν υπήρχαν, τα βράχια της Σαντορίνης ήταν άγρια και έσκαγαν πάνω τους τα κύματα αγριεμένα. Ο βαρκάρης δεν πρόσεξε καθόλου και η βάρκα βρέθηκε πάνω στα βράχια με τα κύματα να την χτυπούν ανελέητα. Ούτε ο πατέρας ούτε η μητέρα της γνώριζαν κολύμπι ενώ τα σώματά τους βρέθηκαν καταχτυπημένα στα βράχια με την αδερφή της να έχει πεθάνει από ένα ισχυρό χτύπημα στο κεφάλι ενώ ο σύζυγός της, οι γονείς της και ο βαρκάρης πνίγηκαν.
Κανένας δεν τους αναζήτησε μέχρι το ξημέρωμα όταν οι άλλοι βαρκάρηδες αντιλήφθηκαν πως η τελευταία βάρκα δεν έδεσε ποτέ στο λιμάνι. Ο χώρος τέθηκε σε απαγόρευση για τρεις ημέρες διότι λόγω των μεγάλων κυμάτων ήταν δύσκολο η αστυνομία και το λιμενικό να βρουν τα πτώματα και να μαζέψουν τα απομεινάρια της βάρκας.
Η Λήδα ήταν αναγκασμένη να ακούει σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου τι συνέβη στην οικογένειά της. Όταν πήρε εξιτήριο ένιωθε να πνίγεται στο σπίτι της και η ψυχολογία της χειροτέρευε. Την παρότρυναν να επισκεφτεί ψυχολόγο αλλά εκείνη δεν το έκανε ποτέ. Τραγική ειρωνεία. Η ίδια είχε μόλις μάθει ότι πέρασε Ψυχολογία Αθήνας και της φάνηκε αδιάφορο. Για μήνες δεν μπορούσε να φάει ούτε να βγει από το σπίτι.
Με βαριά καρδιά πούλησε το σπίτι τους και αγόρασε ένα διαμέρισμα σε πιο μακρινή περιοχή ώστε να καλυτερεύσει η κατάστασή της. Μέσα σε όλα αυτά η μητέρα του Χάρη αδυνατούσε να τα βγάλει πέρα με τον μικρό Μιχαλάκη λόγω κινητικών προβλημάτων και ζήτησε από τη Λήδα να τον υιοθετήσει.
Στα 18 της χρόνια βρέθηκε εντελώς ανύμπορη χωρίς κανένα στήριγμα και με ένα βρέφος που έπρεπε να φροντίσει. Τουλάχιστον το ποσό που κληρονόμησε από τους γονείς της ήταν αρκετό για να τη βοηθήσει να ορθοποδήσει και να ζήσει δύο άτομα μέχρι η ίδια να σπούδαζε και να αποκτούσε μία μόνιμη δουλειά. Μπορεί υλικά να μην τους έλειψε τίποτα, αλλά της Λήδας της έλειπε κάθε μέρα η οικογένειά της.
Είχε αποφασίσει να την παρακολουθεί ένας ψυχολόγος ο οποίος την έπεισε να αρχίσει τις σπουδές της στη σχολή και να παλέψει ώστε να τελειώσει στα τέσσερα χρόνια για να μπορει να σταθεί οικονομικά μόνη της. Την προέτρεψε να συνεχίσει τη ζωή της και να αποτελεί στήριγμα για τον Μιχαλάκη. Κατά την περίοδο των σπουδών της είχε την ανιδιοτελής στήριξη της κυρίας Βένας, της εξηντάχρονης κυρίας που έμενε στον κάτω όροφο και δεν είχε δική της οικογένεια και τους δέχτηκε και τους δύο σαν παιδιά της. Βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού και στην ανάθρευση του Μιχαλάκη όσες ώρες η Λήδα βρισκόταν αναγκαστικά εκτός σπιτιού.
Το μόνο που τη στενοχωρούσε ήταν που ο ίδιος δεν γνώρισε κανονικά τους γονείς του και ούτε τους θυμόταν. Πολλές φορές η Ληδα του μιλούσε για τους γονείς του και τους παππούδες του και προσπαθούσε να γεμίσει το κενό.
Η δυσκολία βρισκόταν στο ότι ο Μιχαλάκης ήταν απομίμηση των γονιών του. Είχε τα ίδια ξανθά σγουρά μαλλιά με τον Χάρη ενώ είχε τα ίδια καταπράσινα μάτια που είχε η Ελπίδα και η Λήδα. Είχε τα ίδια ζυγωματικά με την αδερφή της ενώ στις εκφράσεις ήταν ίδιος ο Χάρης. Πολλές φορές η Λήδα κολλούσε όταν έβλεπε τον Μιχαλάκη να τους μοιάζει τόσο και της έρχονταν ακόμα αναμνήσεις από εκείνους.
Τα πρώτα χρόνια ήταν τα πιο δύσκολα γιατί η Λήδα ήταν ανίδεη για το πως να μεγαλώσει ένα μωρό και να σπουδάσει ταυτόχρονα. Αυτός ήταν ο λόγος που είχε κλειστεί τόσο στον εαυτό της και που δεν επέτρεπε σε κανέναν να τη γνωρίσει. Είχε μάθει να μημ περιμένει τίποτα από κανέναν ενώ δεν έζησε ποτέ τα φοιτητικά της χρόνια. Όσες ώρες δεν ασχολιόταν με τον Μιχαλάκη, διάβαζε πυρετωδώς. Δεν είχε αναπτύξει κάποια ουσιαστική φιλία και σε καμία περίπτωση σχέση. Αν έκανε κάτι, ήταν περιστασιακό.
Ο Άρης ήταν η μόνη της παρέα στη σχολή τόσα χρόνια και αυτό γιατί ο ίδιος της αφιέρωνε λίγο χρόνο, αυτόν τον οποίο μπορούσε να διαθέσει και η Λήδα. Είχε συναντήσει τον Μιχαλάκη ένα βράδυ που είχαν πάει σπίτι της για μια εργασία αλλά δεν του αποκάλυψε την αλήθεια για εκείνον. Του είπε ότι απλά φιλοξενούσε τον ανιψιό της.
Αυτό είναι με διαφορά από τα αγαπημένα μου κεφάλαια και στενοχωριόμουν και η ίδια όσο το έγραφα! Σας εύχομαι καλές διακοπές και σας στέλνω φιλιά από την όμορφη Νάξο.
Μάρτζι ❤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top