4
Έτσι, τα χρόνια περνούσαν και ενώ για το ζευγάρι δεν άλλαζαν και πολλά, ο Τζορτζ περνούσε μια τεράστια εσωτερική αλλαγή.
Η παράλογη σχέση του με την κυρία του γινόταν όλο και πιο στενή, τα βράδια περνούσαν ώρες ολόκληρες συζητώντας για διάφορα θέματα. Ο Τζορτζ δεν μπορούσε να πει πως ένοιωθε αγάπη ή στοργή για την κυρία, ή πως η σχέση τους του πρόσφερε τα ζεστά ανθρώπινα συναισθήματα. Του πρόσφερε όμως κάτι άλλο, την σιγουριά πως για την κυρία είχε αρχίσει να είναι κάτι παραπάνω από ένας απλός ρομποτικός υπηρέτης. Είχε αρχίσει να στεριώνει η σχέση που ήταν απαραίτητη για να πετύχει τον στόχο του.
Αυτή η συνεχής ενασχόληση με τη σχέση τους είχε δημιουργήσει κάτι μέσα του. Αντί για το ανθρώπινο συναίσθημα του δεσίματος ή της εγγύτητας, αυτός ένοιωθε κάτι που θα το παρομοιάζαμε με την ανθρώπινη εμμονή. Ήθελε να είναι αρκετός για εκείνη, ήθελε να πετύχει τον στόχο του. Ήταν το μόνο που ήθελε. Κι αφού ήθελε να το καταφέρει αυτό, έπρεπε να καταφέρει να τον βλέπει σαν...άνθρωπο.
Μπορούσε να δει πως συνέβαινε αυτή η αλλαγή, σταδιακά, στην πάροδο πολλών χρόνων. Πάντα η κυρία όπως και ο κύριος του μιλούσαν ευγενικά σαν να ήταν και ο ίδιος ένα άτομο. Μα σιγά σιγά αυτή άρχισε να του φέρεται διαφορετικά. Συζητούσε για θέματα που δεν θα επιχειρούσε παλιότερα με τον ρομποτικό υπηρέτη της και ποτέ δεν ανέφερε πως δεν ήταν άνθρωπος. Δεν υπήρχε καμία ένδειξη πως τον έβλεπε σαν ρομπότ. Κι έτσι, η εμμονή μέσα του τρεφόταν και μεγάλωνε όσο η παράλογη σχέση τους συνεχιζόταν.
Ώσπου μία μέρα ήρθε για να διαταράξει αυτήν την αρμονική καθημερινότητα. Ο κύριος πέθανε. Ήταν ξαφνικό, έπαθε καρδιακό και δεν πρόλαβαν να τον πάνε στο νοσοκομείο εγκαίρως. Την ημέρα της κηδείας κουβάλησε ο ίδιος το φέρετρο προς τον τάφο ενώ όλη η πομπή φίλων και γνωστών ερχόταν από πίσω αργά.
Καθώς κουβαλούσε το φέρετρο ένοιωσε μέσα του πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Αντιλαμβανόταν κάποιο λάθος, σαν τα πράγματα να μην είχαν πάει όπως έπρεπε. Δεν μπορούσε να ορίσει το συναίσθημα-αν μπορούσε να το αποκαλέσει ετσι- ήξερε απλώς πως δεν του άρεσε η σκέψη πως κουβαλούσε το πτώμα του κυρίου του στους ώμους. Δεν του άρεσε η σκέψη πως είχε πεθάνει. Είχε μια ευθύνη προς αυτόν και αυτός ο θάνατος ήταν σαν να είχε αποτύχει σε μια βαθιά άγραφη αποστολή βαλμένη βαθιά στα κυκλώματα του εγκεφάλου του. Γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε την κυρία. Φαινόταν συντετριμμένη, με δυσκολία στεκόταν όρθια και το πρόσωπό της ήταν χλωμό, γεμάτο δάκρυα. Ένοιωσε την επιτακτική ανάγκη να κάνει κάτι. Απομακρυνόταν από τον στόχο του και δεν έβρισκε αυτήν την ιδέα καθόλου...σωστή.
Αργότερα στο σπίτι πλησίασε διστακτικός, σαν να μην ήθελε να την ταράξει με την παρουσία του.
«Μπορώ να κάνω κάτι για να βοηθήσω;»
«Όχι Τζορτζ»
«Μακάρι να ήταν εδώ ο κύριος, τον...αγαπούσα. Νομίζω»
«Τζορτζ...δεν νομίζω πως ένοιωθε κι αυτός έτσι για εσένα»
«Εσείς νοιώθετε έτσι;»
«Σου το έχω ξαναπεί»
«Θα κάνω ότι μπορώ για να τον αντικαταστήσω»
Τον κοίταξε για μια στιγμή σοβαρά, παραξενευμένη.
«Εγώ θα σας φροντίσω»
«Σ 'ευχαριστώ Τζορτζ»
Όπως πάντα, την παρακολουθούσε από μακριά. Έβλεπε τις κινήσεις της και πειθόταν περισσότερο για το επείγον της κατάστασης. Η κυρία δεν ήταν καλά, για πολλές μέρες τώρα φαινόταν άρρωστη και κουρασμένη ενώ σπάνια είχε όρεξη να φάει. Ο Τζορτζ ήξερε για το πώς αντιδρούσαν οι άνθρωποι όταν έχαναν κάποιον που ήταν τόσο δεμένοι μαζί του. Μπορούσε να το κατανοήσει αλλά δεν μπορούσε να το νοιώσει πραγματικά μέσα του, να το συνειδητοποιήσει. Δεν χρειαζόταν όμως, έβλεπε την κυρία του και το πόσο είχε πληγωθεί, δεν χρειαζόταν να κατανοεί γιατί.
Ήταν καιρός να δράσει, δεν μπορούσε να την αφήσει να στεναχωριέται άλλο. Τώρα τον αγαπούσε, του το είχε πει πολλές φορές και το έβλεπε στις πράξεις της. Έπρεπε να της δείξει πως τώρα πια θα ήταν εκείνος εκεί για αυτήν. Μία νύχτα που ακούγονταν αναφιλητά ανάμεσα σε ένα μακρόσυρτο πονεμένο κλάμα από την κρεβατοκάμαρα πλησίασε αργά. Πρώτα στάθηκε στο σημείο που στεκόταν χρόνια ολόκληρα και κοιτούσε, ύστερα έκανε μερικά βήματα ακόμη.
«Γεια σου Τζορτζ» είπε μόλις τον είδε, σκουπίζοντας τα δάκρυά της.
«Είστε στεναχωρημένη»
«Μην το σκέφτεσαι. Θα...θα το ξεπεράσω»
«Δεν γίνεται να μην το σκέφτομαι» είπε κάνοντας δυο βήματα πιο κοντά της. «Είναι ο σκοπός μου. Φτιάχτηκα για αυτό. Ξέρετε, ο κύριος κάποτε μου το είχε πει αυτό. Μου είπε πως το μόνο που μπορώ να νοιώσω είναι η ανάγκη για εξυπηρέτηση»
«Δεν έπρεπε να το πει αυτό»
«Μα είχε δίκιο. Αυτό θέλω, να εξυπηρετώ. Θέλω να νοιώθετε ότι μπορείτε να αγαπάτε εμένα όταν το έχετε ανάγκη και αυτή τη στιγμή το έχετε»
«Σε αγαπώ Τζορτζ»
«Περισσότερο από αυτό» είπε κάνοντας άλλο ένα βήμα «ολοκληρωτικά. Ακόμη και να με χρησιμοποιείται για να ικανοποιείτε τις σεξουαλικές σας ανάγκες.»
«Τι είναι αυτά που λες;» είπε αγριεμένη.
«Κάνω λάθος;» είπε πλησιάζοντας πολύ κοντά. «Αν θέλω να ικανοποιήσω όλες τις ανάγκες σας πρέπει να με βλέπετε σαν άνθρωπο, να με αγαπάτε σαν άνθρωπο. Νομίζω πως το κατάφερα.» Άπλωσε το χέρι του αργά για να την ακουμπήσει αλλά εκείνη τραβήχτηκε απότομα.
«Σταμάτα αμέσως. Τι είναι αυτά που κάνεις;»
«Πρέπει να σας φροντίσω όπως εκείνος» της είπε κάνοντας άλλη μια προσπάθεια να την αγγίξει. Του τίναξε το χέρι μακριά.
«Σταμάτα σου είπα! Τι θέλεις να σου πω! Πως είσαι ένα απλό ρομπότ και δεν μπορεί να γίνει αυτό που σκέφτεσαι;»
«Μα το φρόντισα αυτό κυρία»
«Όχι δεν το φρόντισες» είπε γελώντας υστερικά και μόλις την πλησίασε κι άλλο: «ΣΤΑΜΑΤΑ!» Τον έσπρωξε στο στήθος μα εκείνος δεν κουνήθηκε ούτε εκατοστό, την κοίταξε μόνο βαθιά στα γαλάζια ανθρώπινα μάτια της με τα πύρινα ρομποτικά δικά του. Την κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα μα το μεταλλικό ανέκφραστο πρόσωπο δεν πρόδιδε καμία σκέψη. Τελικά είπε:
«Νομίζω κατάλαβα τι πρέπει να κάνω.» Την έσπρωξε στο κρεβάτι ενώ αυτή πάλευε να πιαστεί από κάπου, ξαφνιασμένη. Την κράτησε ακίνητη με δύναμη ενώ έπαιρνε από το συρτάρι το σκοινί που είχε δει να βγάζει το ζευγάρι τόσες πολλές φορές στο παρελθόν. Έδεσε ένα ένα τα άκρα της στο κρεβάτι.
«Άσε με!» του φώναζε ασταμάτητα όλο απελπισία μα εκείνος συνέχιζε ατάραχος σαν να μην την άκουγε. Μόλις την έδεσε τελείως σκαρφάλωσε στο κρεβάτι και ξάπλωσε πάνω της παγώνοντας την με το κρύο μεταλλικό του σώμα. Άρχισε να την αγγίζει όπως είχε δει τόσες φορές να κάνει ο κύριος του. Την άγγιζε όμως με έναν διαφορετικό τρόπο, σαν οι κινήσεις να ήταν ξένες για τα χέρια του. Σαν μια φτηνή απομίμηση.
«Σταμάτα! Σταμάτα!» φώναζε συνεχώς με μια απερίγραπτη έκπληξη στην φωνή της «σε διατάζω, σταμάτα! Σταμάτα γαμημένο ρομπότ!»
Τότε για μια μικρή στιγμή δίστασε και την κοίταξε προσεκτικά. Πολλές φορές είχε ακούσει να φωνάζει κάπως έτσι στον κύριο μα δεν μπορούσε ακριβώς να καταλάβει αν αυτή η αντίδραση ήταν υπερβολική. Δυσκολευόταν να διαβάσει την κατάσταση. Τελικά όμως συνέχισε κι εκείνη ξανάρχισε τα ουρλιαχτά. Της ξεκούμπωσε το πουκάμισο φανερώνοντας το στήθος της και συνέχισε να ξεκουμπώνει αδέξια και τα υπόλοιπα ρούχα.
«Τι κάνεις; Τι στο διάολο κάνεις!»
Σας φροντίζω, ήθελε να πει. Όμως αποφάσισε να μην διακόψει. Δεν της απάντησε και δεν σταμάτησε, αν και οι αμφιβολίες του είχαν αρχίσει να μεγαλώνουν. Του ήταν πλέον ξεκάθαρο πως πάλευε να ξεφύγει περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Στην προσπάθειά της χτυπιόταν στο κρεβάτι με όλη της τη δύναμη και ούρλιαζε μπροστά στο πρόσωπό του.
«Σταμάτα! Αρρωστημένο κατασκεύασμα, παράτα με!»
Ο Τζορτζ τότε σταμάτησε αμέσως, σαν κάποιος να τον είχε απενεργοποιήσει. Την κοίταξε έντονα για μερικές στιγμές κουνώντας το κεφάλι σαστισμένος. Αυτή η κίνηση του κεφαλιού ήταν όλο το εύρος των συναισθημάτων που μπορούσε να δείξει ένα ρομπότ μα ήταν αρκετό για να φανεί η σύγχυσή του.
«Σε διατάζω, πάρε δρόμο. Κατέβα από πάνω μου!» του φώναξε.
«Κυρία;» είπε καθώς απομακρυνόταν και ποτέ κανένα ρομπότ δεν είχε ακουστεί πιο μπερδεμένο. Καθώς την έβλεπε τώρα δεμένη κόκκινη από το θυμό και την προσπάθεια, μισόγυμνη με τα ρούχα της τσαλακωμένα κατάλαβε πως είχε κάνει κάτι λάθος. Η μοναδική πυξίδα μέσα του που καθόριζε τις πράξεις του του έλεγε πως κάτι πήγαινε στραβά. Ήταν μακριά από τον στόχο του αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί.
«Αρρωστημένο, κυρία; Το βρίσκετε αρρωστημένο;»
«Κατέβα από πάνω μου γαμώ! Τώρα!»
Πετάχτηκε ευθύς αμέσως μακριά της σαν να είχε ακούσει για πρώτη φορά την εντολή της.
«Τι διάολο νομίζεις; Ότι θα αντικαταστήσει ένα ρομπότ τον άντρα μου; Πόσο γαμημένα λάθος σε συναρμολόγησαν. Δεν είσαι εκείνος, είσαι μια μηχανή! Τι ηλίθια που ήμουν...»
«Μα νόμιζα...χρειάζεται να με αγαπάτε. Τώρα που πέθανε ο κύριος χρειάζεστε κάποιον κοντά σας»
«Μην τον αναφέρεις!» του είπε με θυμό. «Όχι, κανένας δεν θα τον αντικαταστήσει και κυρίως μια ηλίθια μεταλλική μηχανή. Λύσε με αμέσως!»
«Συγχωρήστε με...είμαι κάπως μπερδεμένος» της είπε και κοντοστάθηκε για λίγο ακίνητος. Η κυρία τον κοίταξε για λίγο απορημένη. Ήταν τόσο ακίνητος που σκέφτηκε ότι μπορεί να είχε χαλάσει και κλείσει. Αυτή η σκέψη την πανικόβαλε. Τι θα γινόταν αν χαλούσε και την άφηνε εκεί δεμένη; Θα προλάβαινε κανείς να την βρει και να την λύσει ή θα σάπιζε σε αυτό το κρεβάτι και θα την έβρισκαν αργότερα;
«Τζορτζ, έλα λύσε με αμέσως» είπε με ένα ψυχρό επιτακτικό τόνο. Εκείνος έδειξε σημάδια λειτουργίας μόλις το άκουσε, κουνήθηκε ελάχιστα και είπε:
«Νόμιζα...συγχωρείστε με, είμαι λίγο μπερδεμένος. Πρέπει να βρω τι χρειάζεστε» Και με αυτά τα λόγια έφυγε με μεγάλα βήματα από την κρεβατοκάμαρα.
«Τι!;» είπε πανικόβλητη «που πας; Γύρνα αμέσως πίσω και λύσε με ηλίθια μηχανή! Τώρα! Τζορτζ!»
Του φώναξε και συνέχισε να του φωνάζει μέχρι που εξαντλήθηκε τελείως. Είχε μείνει μόνη, δεμένη σε εκείνο το κρεβάτι με τις σκέψεις της. Ήταν εγκλωβισμένη με αυτές τις σκέψεις όσο και με το έπιπλο. Δεν είχε νοιώσει ποτέ τόσο δυστυχισμένη. Σκέφτηκε τον άντρα της, αν ίσως μπορούσε με κάποιο τρόπο να την δει από εκεί που ήταν. Και με αυτή τη σκέψη την πήρε ο ύπνος.
Χρόνια ολόκληρα δοσμένα σε έναν χαμένο σκοπό. Δεν ήταν καθόλου συνηθισμένος με την ιδέα της αποτυχίας. Ηλίθια μεταλλική μηχανή. Δεν ήταν συνηθισμένος με το χάσιμο χρόνου. Βέβαια κάτι του έλεγε πως δεν είχε αποτύχει τελείως ακόμη. Κάπου πρέπει να υπήρχε μια λύση που δεν είχε σκεφτεί μέχρι τότε. Ήταν λογικό αν αναλογιστεί κανείς πως για χρόνια είχε αυτό το μοναδικό πράγμα στο μυαλό του.
Είχε φύγει βιαστικός από το σπίτι μα δεν ήξερε προς τα πού να κατευθυνθεί. Είσαι μια μηχανή...αρρωστημένο κατασκεύασμα. Δεν πρέπει να τα εννοούσε. Όχι έτσι ακριβώς. Τον αγαπούσε...απλώς την είχε απογοητεύσει. Όπως την προηγούμενη φορά ο κύριος του είχε φωνάξει επειδή δεν είχε καταφέρει να ικανοποιήσει τις επιθυμίες της κυρίας. Αυτό ήταν, θα πρέπει να είχε εκνευριστεί με την ανικανότητά του. Άλλωστε υπηρέτης της ήταν. Αυτός ήταν ο σκοπός του.
Πως; Τι μπορούσε να κάνει μετά από αυτά που του είχε πει; Κανείς δεν θα μπορούσε να τον αντικαταστήσει και κυρίως όχι μια μηχανή. Πως λοιπόν να κάνεις σεξ με κάποιον που δεν νοιώθει τίποτα για εσένα; Και πως να νοιώσεις έλξη για κάτι δίχως καν δέρμα για να αισθανθείς, δίχως πρόσωπο για να βλέπεις απέναντι σου! Άκουσε τα λόγια του κυρίου να αντηχούν στις μνήμες του μεταλλικού του κρανίου. Και τότε ήξερε πως έπρεπε να πάει στον κύριό του, αυτός θα του έδινε την λύση.
Σταμάτησε να περπατάει και άρχισε να τρέχει. Με το μελετημένο και σχεδιασμένο σώμα του έτρεχε σαν αθλητής. Με όμορφες υπολογισμένες κινήσεις μπορούσε να τρέξει πιο γρήγορα από τους περισσότερους ανθρώπους. Έφτασε στο νεκροταφείο δίχως ίχνος κούρασης και περιπλανήθηκε για λίγο σαν φάντασμα στο λιγοστό φως των καντηλιών μέχρι που βρήκε την τελευταία κατοικία του κυρίου.
Μια μαρμάρινη πλάκα βρισκόταν ανάμεσα τους. Την έπιασε με τα δυνατά του χέρια και την τράβηξε να ξεκολλήσει από την υπόλοιπη κατασκευή. Σπάνια ένοιωθε κάτι να του αντιστέκεται τόσο πολύ αλλά τελικά κατάφερε να την σηκώσει ανοίγοντας τον τάφο. Από κάτω φάνηκε το μαύρο χώμα και αμέσως ξεκίνησε να σκάβει. Λέρωσε τα μηχανικά του χέρια μα δεν σταμάτησε ούτε για δευτερόλεπτο ώσπου επιτέλους έφτασε στο φέρετρο. Έπιασε το πάνω μέρος και το έβγαλε άγρια πετώντας το μακριά.
Εκεί μέσα βρισκόταν στρυμωγμένος ο κύριός του. Φαινόταν τόσο μακάριος εδώ, επιτέλους ξεκούραστος, κι εκείνος είχε έρθει για να τον διαταράξει. Έπρεπε όμως, για το καλό της κυρίας. Δεν είχε αποσυντεθεί ακόμη αρκετά, είχε μόνο μια χλωμάδα και μια αταίριαστη για άνθρωπο ακινησία. Παρατήρησε και κάτι ακόμη...στο πρόσωπό του είχε σχηματιστεί ένα ανεπαίσθητο μικρό χαμόγελο.
Σαν να μην ήταν όντως νεκρός μπροστά του αλλά να είχε στήσει κάποια ιδιοφυή φάρσα και να ήταν έτοιμος να πεταχτεί πάνω γελώντας.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top