1
Όπερα ακουγόταν από ένα παλιό κλασικό πικάπ της συλλογής του κυρίου.
Ένα τραπέζι βρισκόταν στο κέντρο του δωματίου το οποίο ήταν φωτισμένο από μια λάμπα ακριβώς από πάνω. Το υπόλοιπο δωμάτιο γύρω από το ζευγάρι που δειπνούσε ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι.
Και μέσα από το σκοτάδι αυτό βγήκε ένας μεταλλικός άνθρωπος που άστραψε ολόκληρος μόλις τον χτύπησε το φως.
«Μήπως να μην πιούμε άλλο;» Είπε η κυρία και ο μεταλλικός άνθρωπος κοκάλωσε με ένα μπουκάλι κρασί στα χέρια, περιμένοντας.
«Μια φορά θα ζήσουμε αγάπη μου. Έλα, δεν οδηγείς, σπίτι σου είσαι.»
Μόλις τελείωσε την πρόταση του ο κύριος, ο μεταλλικός άνθρωπος κινήθηκε πάλι γεμίζοντας τα ποτήρια τους. Μετά χάθηκε πάλι στις σκιές όπου μόνο τα μάτια του ήταν ορατά τρυπώντας το σκοτάδι. Δύο λαμπεροί πορτοκάλι κύκλοι που κατέγραφαν τα πάντα από απόσταση.
«Τι υπέροχο τραγούδι!» Είπε εκείνη γυρνώντας ελαφρά προς τον ρομποτικό υπηρέτη τους. «Λες να το ακούει κι εκείνος;»
«Φυσικά και το ακούει! Όπως ακούει όταν του λέω να ξαναγεμίσει το ποτήρι μου»
«Δεν εννοώ αυτό. Αν το ακούει όπως το ακούμε εμείς, αν το απολαμβάνει.»
«Τι είναι αυτά που λες; Είδες καμία ταινία μήπως; Τι χρησιμότητα θα είχε αυτό σε εκείνον που το σχεδίασε; Αυτή η λειτουργία που λες πολύ απλά δεν υπάρχει μέσα του. Ο σκοπός του είναι να μας εξυπηρετεί, να μας κάνει την ζωή πιο εύκολη. Όχι να απολαμβάνει.»
«Μερικές φορές σε ξεγελάει...»
Συνέχισε κοιτώντας τον αφηρημένα.
Ο υπηρέτης την κοίταζε κι αυτός, πάντα κοίταζε και πάντα άκουγε.
Πρόσεχε κάθε φορά που μιλούσανε για αυτόν χωρίς ποτέ να του απευθύνουν τον λόγο. Δεν είχε καν την ικανότητα να τους αγνοεί. Πρόσεχε τα πάντα και μπορούσε να θυμηθεί τα πάντα. Κι όμως...κι όμως όταν μιλούσανε για αυτόν σαν κάτι βαθιά μέσα του να ήθελε να ξεπεράσει τον εαυτό του και να ακούσει με ακόμη μεγαλύτερη προσήλωση. Ίσως να ήταν κατασκευασμένη μέσα του αυτή η ανάγκη, να συλλέγει πληροφορίες για τον εαυτό του αν και ποτέ δεν έμπαινε στην διαδικασία να σκέφτεται για αυτά τα πράγματα. Συνήθως οι σκέψεις του περιορίζονταν σε ένα πολύ βασικό επίπεδο.
Η κυρία σηκώθηκε και τον πλησίασε παραπατώντας, ήταν φανερά ζαλισμένη από το ποτό.
«Πρέπει όμως να το πιστεύεις κι εσύ λίγο» είπε στον άντρα της. «Πότε σου δεν του φωνάζεις, δεν του μιλάς άσχημα, σαν να έχει αισθήματα κι αυτός»
«Μα γιατί να το κάνω αυτό; Τι θα μπορούσε να μου προσφέρει; Η μήπως με έχεις για άνθρωπο που τα κάνει αυτά χωρίς ιδιαίτερο λόγο;»
«Όχι, νομίζω πως έχεις πάντα πολύ συγκεκριμένο λόγο» του απάντησε χαμογελώντας. Αυτός το προσπέρασε και είπε:
«Άλλωστε δεν του μιλάω σαν να έχει αισθήματα. Μερικές φορές του λέω πράγματα που θα ήταν λίγο αναίσθητο να πεις σε άλλον άνθρωπο. Είναι μια μηχανή κι έτσι το βλέπω.»
«Έτσι ε; Θα συνεχίζεις να το λες αυτό σε λίγο;»
Έβαλε τα χέρια της στα σκληρά μάγουλα του υπηρέτη και έδωσε ένα μεγάλο φιλί στα κλειστά, παγωμένα του χείλη.
«Τρελάθηκες;» Της είπε ο σύζυγος της.
«Μήπως αρχίζεις να νοιώθεις μια παράλογη ζήλια αγάπη μου;» Είπε εκείνη τυλίγοντας τρυφερά τα χέρια γύρω από τον μεταλλικό λαιμό.
«Μάλλον ανησυχία. Την ίδια που θα ένοιωθα αν ξεκινούσες ξαφνικά να φιλάς την τοστιέρα μας.»
«Ω είσαι ανυπόφορος» του πέταξε εκείνη γυρνώντας ξανά προς τον ακίνητο υπηρέτη.
«Έλα τώρα, Τζορτζ» του είπε. «Τι κάνεις όταν μια γυναίκα δείχνει ότι σε θέλει τόσο πολύ; Κάθεσαι έτσι ακίνητος;»
«Δεν σας καταλαβαίνω κύρια» είπε μιλώντας μετά από ώρα με την μεταλλική άχρωμη φωνή του.
«Της το ανταποδίδεις! Έλα, πιάσε με. Εκτός κι αν δεν με θέλεις.»
«Σας βρίσκω υπέροχη κυρία. Όπως πάντα.» Απάντησε, πράγμα που έκανε τον σύζυγό να καγχάσει δυνατά από τη θέση του.
«Ε πιάσε με λοιπόν»
Έβαλε τα μεταλλικά του χέρια πάνω στην μέση της με έναν αμήχανο τρόπο σαν πρωτάρης. Ίσα ίσα ώστε να μπορεί να πει κάποιος πως την ακουμπούσε.
«Πιο κάτω Τζορτζ. Πιάσε μου τον κώλο.» Τώρα χαμογελούσε σκανταλιάρικα. Εκείνος χαμήλωσε κι άλλο το χέρι του μέχρι που την ακούμπησε εκεί που τον διέταξε. Ο κύριος κοιτούσε τώρα με ανανεωμένο ενδιαφέρον την αλλόκοτη σκηνή.
«Πιο σφιχτά, δεν έχεις χουφτώσει ποτέ γυναίκα;» Του είπε γελώντας.
«Όχι, κυρία» απάντησε, σφίγγοντας κι άλλο την μέση και τα οπίσθια της. Συνέχισε να σφίγγει μέχρι που το πρόσωπο της πήρε μια έκφραση δυσαρέσκειας και έβαλε τα χέρια στο μεταλλικό του στήθος για να αποτραβηχτεί.
«Έτσι κυρία;» Είπε συνεχίζοντας να σφίγγει.
«Όχι! Άσε με, με πονάς!»
Μόλις το άκουσε αυτό αμέσως την απελευθέρωσε αλλά όχι πριν ο κύριος πεταχτεί από το τραπέζι τραβώντας την αμέσως μακριά του.
«Τι κάνεις εκεί;! Είσαι ανίκανο να καταλάβεις μια απλή εντολή;!»
«Συγνώμη κύριε»
«Ποτέ δεν θα ξανακάνεις κάτι τέτοιο. Πήγαινε!»
Έφυγε γρήγορα από την τραπεζαρία ακούγοντας όμως όσα λέγονταν για λίγη ώρα πριν απομακρυνθεί αρκετά.
«Λάθος μου» είπε εκείνη «μάλλον το μπέρδεψα.»
«Την επόμενη φορά βάλτο να κάνει ένα τοστ καλύτερα. Με τα ανθρώπινα πράγματα δεν φαίνεται να τα πάει πολύ καλά.»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top