~κεφάλαιο 61~
Συνεχίζεται το γνωστό ρεπερτόριο..χι,χι,χι! Μια ευγενική χορηγία μπας και γελάσει το χειλάκι μας...12 μέρα καραντίνας...και συνεχίζουμε. Ζούμε μεγάλες στιγμές σουσουράδες! Ότι περνάμε θα γραφτεί στην ιστορία της ανθρωπότητας! Είδατε καλέ ; Πάντα υπάρχει η θετική πλευρά των πραγμάτων. Λιθοβολήστε με ελεύθερα...
Ξυπνάω και σηκώνομαι πριν εκείνη ξυπνήσει και ντύνομαι αθόρυβα με ένα βάρος στο στομάχι. Όλο το κορμί μου αντιτίθεται σε αυτό που κάνω αλλά το μυαλό είναι το μόνο όργανο ευτυχώς που είναι δυνατότερο και αποφασίζει . Δύο ημέρες έμειναν για τον γάμο .Αύριο παντρεύομαι άρα ποιο το νόημα όλων αυτών; Όσο γρηγορότερα ξεκολλήσω τόσο πιο γρήγορα θα ξεχάσω και θα επουλώσω τις πληγές. Και ισχύει και για εκείνη το ίδιο. Πριν φύγω κοντοστέκομαι. Από πάνω της. Σκύβω στο ύψος των χειλιών της και με τα χείλια μου σχηματίζω τη λέξη σ αγαπώ, η οποία ήρεμα με τη χάρη βασίλισσας κάθεται αναπαυτικά πάνω στο θρόνο των χειλιών της. Δεν με τρομάζει η διαπίστωση αυτή. Την εξέφρασα φωνακτά άλλωστε κάποια στιγμή τη νύχτα σε μια από τις πολλές μου κορυφώσεις.
Βγαίνω στο σοκάκι και περπατώ προς το σπίτι. Φτάνοντας παρατηρώ τη Λουκία ν α προσπαθεί να δέσει μια άσπρη κορδέλα στο κάγκελο τη μικρή αυλής και την πλησιάζω.
-«Καλημέρα μάνα.» Δεν με περίμενε και ξαφνιάζεται. Με κοιτάει εξεταστικά και με καλημερίζει ήρεμα. Δεν λέει τίποτα περισσότερο και παραμένει σιωπηλή κοιτώντας με.
-«Έχει καφέ;»
-«Έχει Θοδωρή μου...» λέει και γυρνάει στη κορδέλα της και συνεχίζει ότι έκανε.
Σέρνω τα βήματα μου στο σπίτι και βάζω καφέ. Το βλέμμα μου πέφτει στις αυτοσχέδιες, κάτασπρες μπομπονιέρες που ξεκουράζονται στα πανέρια τους πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Δίπλα τους μια γυάλινη πιατέλα γεμάτη κουφέτα περιμένει με τη σειρά της να κεράσει τον κόσμο που θα παρευρεθεί το βράδυ στο τραπέζι του πρόγαμού μου. Ρίχνω με μια κίνηση το σώμα μου βαριά σε μια καρέκλα και απλώνω ράθυμα το χέρι μου στη πιατέλα, αφήνοντας το καφέ να αχνίζει στη κούπα του. Γεμίζω τη χούφτα μου με κουφέτα τα οποία αρχίζω να χώνω στο στόμα μου και ξεκινώ να μασουλάω έντονα αλλά η πίκρα που έχω δεν λέει να φύγει. Καταπίνω και παίρνω περισσότερα.
-«Να αυτοκτονήσεις από σάκχαρο προσπαθείς;»
Τινάζομαι και μερικά κουφέτα ξεφεύγουν ανάμεσα στα δάχτυλα μου και κυλάνε στο πάτωμα.
Παρατηρώ το πατέρα μου να πλησιάζει την καφετιέρα και να γεμίζει μια κούπα καφέ όσο χώνω επιδεικτικά τα κουφέτα στο στόμα μου.
-«Σε βλέπω αυτές τις μέρες πως είσαι. Το απέδωσα στην αρχή στο άγχος του γάμου αλλά όσο οι μέρες πέρναγαν κατάλαβα ότι το αντίθετο συμβαίνει...Θες να μου πεις κάτι;»
-"Μπου...ρδς... λες..." πνίγομαι άσχημα προσπαθώντας να μιλήσω με γεμάτο στόμα και βήχω. Καταπίνω μια γενναία ποσότητα και ξαναπροσπαθώ.
-«Βλακείες λες.. έχω αγχωθεί όπως όλοι οι γαμπροί. Αλλά που να θυμάσαι εσύ πως έκανες πριν πόσα χρόνια που παντρεύτηκες τη μάνα μου.» επιτίθεμαι και ανασηκώνομαι έτοιμος να φύγω .
-«Μα επειδή θυμάμαι γι αυτό μπορώ να συγκρίνω Θοδωρή και άφησε αυτό το υφάκι σε μένα τουλάχιστον σε παρακαλώ.» με μαλώνει ήρεμα και κάθεται σε μια καρέκλα απέναντι μου . -«Κάθισε να τα πούμε και βάλε ένα ποτήρι νερό για σένα. Δεν σου μιλάει κάποιος ξένος αλλά ο πατέρας σου. » συνεχίζει σε απόλυτο τόνο καθιστώντας μου σαφές ότι δεν θα γλιτώσω τόσο εύκολα από δαύτον και φευγαλέα διακρίνω το τριχωτό της κεφαλής της Λουκίας να προσπαθεί να κρυφτεί κάτω από το παράθυρο. Η σουπιά ! Αυτή τον ξαπόστειλε πίσω μου!.
-«Τι να πούμε; Δεν έχουμε τίποτα να πούμε. Όλα είναι έτοιμα για αύριο. Δεν υπάρχουν εκκρεμότητες.» γκρινιάζω μασουλώντας τα κουφέτα που έχω στο στόμα μου αλλά παρόλα αυτά βάζω να πιω ένα ποτήρι νερό και κάθομαι πίσω στη θέση μου .
-«Ναι, το τραπέζι για το βράδυ το έχει επιμεληθεί όλο η μάνα σου που έχει ξεχάσει τι σημαίνει ύπνος , οι καλεσμένοι είναι ειδοποιημένοι όλοι από τη μάνα σου, τις μπομπονιέρες τις ετοίμαζε η μάνα σου ως τις δύο τη νύχτα, τα ρούχα σας τα ετοίμασε η Λουκία, ασχολείται με την μικρή όλη μέρα η Λουκία , γενικά όλα έτοιμα χάρη στη Λουκία. Εσύ; Εσύ και η Βίβιαν που είστε σε όλο αυτό; Δεν ντρέπεστε λιγάκι που την έχετε αφήσει να τα αναλάβει όλα; Κάνετε λες και δεν θέλετε αυτό το γάμο. Και αν είναι έτσι , που πολύ το φοβάμαι από τις πράξεις σας , ίσως θα έπρεπε να το συζητήσετε εκ νέου. Πριν αποβεί φιάσκο με μοναδικό θύμα την μικρή.» ο πατέρας με αποστομώνει , η αφάνα της μάνας μου ανεβοκατεβαίνει συμφωνώντας βουβά έξω από το παράθυρο και αναγκάζομαι να πιω το ποτήρι νερό. Ήξερα ότι η αλήθεια πονάει αλλά να σε διψάει κιόλας δεν το περίμενα.
Δεν έχουν άδικο.
-"Θοδωρή δεν είσαι τυφλός ,ούτε χαζός, ούτε μικρό παιδί. Δες τι είσαι έτοιμος να κάνεις και αναλογίσου τις ευθύνες των πράξεων σου παιδί μου. Καλύτερα να έχουμε μια ματαίωση γάμου παρά να ματαιωθούν όνειρα αθώων θυμάτων. Γιατί η μικρή δεν φταίει σε τίποτα . Κάθισε και σκέψου αν η κοπέλα που έχεις σκοπό από αύριο να αποκαλείς γυναίκα σου είναι αυτή που θες να βλέπεις κάθε πρωί που θα ξυπνάς στο πλευρό σου. Αυτή που θα μοιράζεσαι όλες τις ημέρες και τις νύχτες σου, τα ευχάριστα γεγονότα της ζωής σου και τα δυσάρεστα. Είναι εκείνη λοιπόν αυτή; "
Φυσικά και δεν είναι εκείνη ...
Κοιταζόμαστε βαθιά στα μάτια και διαβάζω τι πρέπει να γίνει. Δεν χρειάζεται να μου πει περισσότερα λόγια . Αρπάζω το κινητό μου από το τραπέζι και με μια λάμψη στο βλέμμα πετάγομαι έξω από το σπίτι σχεδόν παρασύροντας την Λουκία που ετοιμάζεται να μπει μέσα δήθεν ότι τελείωσε ότι έκανε και έκπληκτος παρατηρώ ότι έχει δέσει λευκές κορδέλες μέχρι και στα παράθυρα των γειτονικών σπιτιών!
Με τα πόδια ανηφορίζω το δρόμο για το στρατόπεδο, σχεδόν τρέχοντας - η μπάκα θα πέσει μετά από τόσο τρέξιμο και σεξ αυτές τις μέρες - και οι σκέψεις μου χτυπάνε μανιασμένες τα τοιχώματα του κρανίου μου. Πρέπει να έχω επιτέλους μια σοβαρή συζήτηση με την Βίβιαν.
Δίχως να καταλάβω το πότε ,έχω φτάσει στο στρατόπεδο και ο φρουρός στη πύλη με αφήνει να περάσω έπειτα από το οκ του διοικητή του. Αυτό έλειπε να μην με άφηνε να περάσω ο πεθερούλης μου!
Κατευθύνομαι κατευθείαν στο σπίτι τους δίχως περιττή καθυστέρηση με την ελπίδα να προλάβω την Βίβιαν εκεί. Τώρα μόλις έχει γυρίσει από αποστολή δεν πιστεύω να είναι ήδη πίσω στα καθήκοντα της και να αναγκαστώ να την ψάχνω στο στρατόπεδο . Σπίτι θα είναι και θα ετοιμάζεται για το γάμ.. για αυτό το πράμα τέλος πάντων!
Χτυπώ δυνατά με τη γροθιά μου τη πόρτα της και δεν αργεί να ανοίξει η Σάγια η οποία με κοιτάζει πίσω από το σεντόνι της παραξενευμένη.
-«Που είναι Σάγια η Βίβιαν; Εδώ είναι ;» ρωτώ αποφασιστικά και κοιτώ τα μάτια της που με κοιτάνε πίσω απορημένα.
-« Που Βίβιαν; Που μιγκή; εγκώ γκαμπός! »Με το βλέμμα να φωτίζεται τρέχει προς τα μέσα φωνάζοντας την Βίβιαν και την ακολουθώ κλείνοντας πίσω μου την πόρτα.
Πως τα μιλάω τα Τούρκικα ο άτιμος όμως.. Φαρσί!
Η Βίβιαν φανερά προβληματισμένη δεν αργεί να φανεί με τη μικρή να ξεγλιστράει από την αγκαλιά της και να τρέχει και να γαντζώνεται πάνω μου.
-«Καλώς το πιθηκάκι μου το όμορφο!» την λούζω με φιλιά και χάδια ρίχνοντας την στο καναπέ και η κόρη μου αναλύεται σε γέλια μιας και τα γένια μου της προκαλούν χαχανητά.
-«Τρέχα να φας και μετά να σε κατεβάσω στη γιαγιά σου .» την προτρέπω βλέποντας την Σάγια να εμφανίζεται με ένα μπολ πίσω της και να την περιμένει καρτερικά και μόλις η μικρή εξαφανίζεται προς την κουζίνα , γυρνώ το βλέμμα μου στη σαστισμένη ακόμη Βίβιαν.
-«Παρασκευούλα πρέπει να μιλήσουμε.» λέω αποφασιστικά και εκείνη κατευθείαν αναλύεται σε κλάματα. Υπέροχη αρχή δεν βρίσκετε;
Την πιάνω απαλά από το μπράτσο και την παρασέρνω στο καναπέ όπου καθόμαστε μαζί δίπλα -δίπλα. Της δίνω το χρόνο της να ξεσπάσει και να ηρεμίσει τρίβοντας απαλά την πλάτη της έτσι όπως έχει γύρει το πρόσωπο της στα γόνατα της. Απαράβατος κανόνας την μανούλας αυτός. Να εκφράζουμε τα συναισθήματα μας και όταν κλαίμε δεν αποτελεί ντροπή και δεν πρέπει σε καμία των περιπτώσεων να λέμε στον άλλον να σταματήσει. Το έμαθα καλά όταν περνούσε την τρις κατάρατη φάση της εμμηνόπαυσης και ζήσαμε επικά δράματα με τον πατερούλη μου.
Μπορεί η Βίβιαν να έχει περίοδο και να αντιδράει έτσι, ποιός ξέρει; Έχουν δει εμένα τα ματάκια μου ...!
-"Τα έχουμε... κάνει... σκατά... Θοδωρή..." καταφέρνει να πει ανάμεσα στους λυγμούς της και με πίκρα διαπιστώνω ότι δεν έχει περίοδο.
-«Έχεις δίκιο και κλαις κορίτσι μου .... Τα έχουμε κάνει σαλάτα μου φαίνεται...πάμε καλύτερα μια βόλτα να περπατήσουμε έξω μην σε δει και η μικρή έτσι, τι λες;» προτείνω και συμφωνεί κουνώντας το κεφάλι της που ανασηκώνει δειλά και με κοιτάζει.
Παναγία μου ,σώσε ...!
-«Χαρτί έχεις;» ρωτάω και με κοιτάζει απορημένη.
-«Χαρτί γιατί...έχουν ...λίγες μύξες τρέξει...» την διαφωτίζω προσπαθώντας να κρύψω την αηδία μου και βγάζει από τη τσέπη της ένα χαρτομάντιλο και βιαστικά φυσάει τη μύτη της. Σηκώνομαι πάνω κατευθείαν.
-"Πάρε μερικά χαρτομάντηλα μαζί σου για καλό και κακό..." προτείνω και βγαίνουμε έξω. Ξεκινάμε να περπατάμε προς την πίσω πλευρά του στρατοπέδου εκεί όπου μερικές συστάδες δέντρων έχουν σχηματίσει ένα μικρό δασάκι. Προχωράμε μηχανικά προς τα εκεί θέλοντας να αποφύγουμε τυχόν ανεπιθύμητες παρουσίες .Χρειαζόμαστε απόλυτη ησυχία.
-«Συγγνώμη για το ξέσπασμα μου...» ξεκινάει να λέει πρώτη σπάζοντας τον εκνευριστικό θόρυβο των βημάτων μας πάνω στις πευκοβελόνες.
-«Τώρα είσαι καλά;»
-«Ναι...Τι με ήθελες και ήρθες Θοδωρή; Σε άφησε η Λουκία να έρθεις να με δεις; Με μάλωσε εχτές να μην κατέβω γιατί πρέπει το ανδρόγυνο να μείνει χώρια μια μέρα πριν το γάμο.. τρείς είναι κανονικά αλλά δεδομένων των συνθηκών.... είναι το έθιμο είπε ...»
-«Τα έθιμα μας μάραναν. Όλα σε εμάς έχουν γίνει ανάποδα και λάθος .Αυτό μας έλειπε...» μουρμουρίζω εκνευρισμένος και γυρνώ προς το μέρος της σταματώντας το βηματισμό μου.
-«Βίβιαν είσαι ερωτευμένη;»
Η ερώτηση είναι η πλέον κρίσιμη. Για εμένα και για την έκβαση της ιστορίας μας. Αν δεν είναι ερωτευμένη μαζί μου, όπως και εγώ δεν θα πρέπει να προχωρήσουμε σε ένα καταδικασμένο γάμο που θα γεμίσει πληγές την μικρή. Αν είναι ερωτευμένη όμως υπάρχει μια μικρή ελπίδα, απειροελάχιστη να πετύχει όλο αυτό. Ας μην είναι...
-«Είμαι.»
Κανείς ευτυχώς δεν αντιλαμβάνεται το μαχαίρι που δέχεται η καρδιά μου στο άκουσμα αυτής της μικρής , δισύλλαβης λέξης και το μυρμήγκιασμα του εγκεφάλου μου. Δεν υπάρχει άλλη λύση λοιπόν...Ο γάμος πρέπει να γίνει. Ότι ελπίδα είχα διαλύεται στον καλοκαιρινό ουρανό.
-«Είμαι ερωτευμένη αλλά όχι μαζί σου...»
Τινάζω το κεφάλι έκπληκτος και την κοιτάζω σαν να την βλέπω πρώτη φορά. Εκείνη με τη σειρά της κοκκινίζει ντροπιασμένη για αρχή και μετά βουρκώνει.
Είπε δεν είναι μαζί μου έτσι;;;; ΕΤΣΙ;;;;;;
Τα πουλάκια τα ακούτε και εσείς που τιτιβίζουν ευτυχισμένα;;; Τον ήλιο που λάμπει περισσότερο τον βλέπετε; Την ελπίδα και την ευτυχία που χορεύουν αντάμα ανάμεσα στα πεύκα τις βλέπετε; Νιώθετε την γλυκιά θαλπωρή της αγάπης να ζεσταίνει τα σώματα σας;
Με μια απότομη κίνηση την κλείνω στην αγκαλιά μου , απόλυτα ευτυχισμένος και την ανασηκώνω χαρούμενος από το έδαφος στροβιλίζοντας την.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΑΖΙ ΜΟΥ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΗ!!!! ΕΙΜΑΙ ΤΟΣΟ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ ΛΕΜΕ!!!!
-«Απίστευτο Βίβιαν!!! Ούτε εγώ είμαι ερωτευμένος μαζί σου!!" φωνάζω μες στη τρελή χαρά έχοντας την κλείσει στην αγκαλιά μου και την γυρνάω ακόμα γύρω από το σώμα μου.
-«Και τότε γιατί παντρευόμαστε αύριο Θοδωρή;»
-«Έλα μου ντε Παρασκευούλα . Για κάθισε όμως γιατί πρέπει να συζητήσουμε επιτέλους ειλικρινά οι δύο μας...»λέω και την αποθέτω στο έδαφος . Την παρασέρνω να καθίσει σε ένα ξύλινο παγκάκι κάτω από την σκιά των δέντρων. Κάθομαι δίπλα της νιώθοντας ένα τεράστιο βάρος να έχει φύγει απότομα από πάνω μου! Νιώθω σαν να ζυγίζω τριάντα κιλά ελαφρύτερα από ότι το πρωί! Ξεφυσώ ανακουφισμένος και στα χείλια μου χαράζεται ένα πλατύ , ονειροπόλο χαμόγελο ευτυχίας με εκείνης την μορφή να μου χαμογελάει και ν α με προσμένει να τρέξω κοντά της. Πριν προλάβω να μιλήσω ξεκινάει η Βίβιαν πρώτη.
-«Νιώθω πολύ καλύτερα τώρα που σου μίλησα πάντως.. Δεν θέλω να σε παντρευτώ Θοδωρή. Ούτε σ αγαπώ , ούτε σ αγάπησα ποτέ.»
Καλά το πάμε από ειλικρίνεια πάντως! Μα για κάτσε...μια και λέμε σκληρές αλήθειες.
-«Το παιδί είναι δικό μου; Αν και δεν έχω αμφιβολίες ,έτσι για την ιστορία..» μου ξεφεύγει αν και με τέτοια ομοιότητα δεν θα έπρεπε να αναρωτιέμαι. Ούτε έχω αναρωτηθεί ποτέ μου δηλαδή αλλά έτσι, για να μην υπάρχουν κενά.
-«Ναι . Η Λουκία είναι ολόκληρη δικιά σου..» απαντάει δίχως να προσβληθεί και ανακουφισμένος χαμογελάω πριν σοβαρέψω απότομα.
-«Μα καλά πως; Αφού δεν μ αγάπησες ποτέ σου όπως είπες ,πως μου πρόσφερες τον εαυτό σου εκείνο το βράδυ Παρασκευούλα; Δεν μπορώ να καταλάβω..»
-«Τελικά πολλά είναι αυτά που δεν ξέρεις...Θοδωρή εγώ ..εγώ ...τον Κοσμά αγαπώ από την πρώτη στιγμή που τον είδα! Η εικόνα του εισχώρησε από τα μάτια μου και φυλακίστηκε στο μυαλό και τη καρδιά μου από την πρώτη μέρα που ήρθε με μετάθεση και έπεσα πάνω του! Τα μάτια του.. η κορμοστασιά του...ο ηρωισμός του και το θάρρος του...δεν ήθελα και πολύ άμαθη και άβγαλτη όπως ήμουν.. τον ερωτεύτηκα και τον αγαπώ από τα 18 μου!»
Με κοιτάζει λίγο πειραγμένη μιας και η έκφραση αηδίας που έχει χαραχτεί στο πρόσωπο μου την έχει ενοχλήσει και με σκουντάει ελαφριά .
-«Τον Κοσμά μωρέ Παρασκευούλα; Αυτόν βρήκες να αγαπήσεις; Αυτόν τον ...τέλος πάντων. Αηδία σκέτη...αλλά όκ, αφού σου αρέσει εσένα... κολοκυθόπιτα. Αλλά αφού είναι έτσι καλέ γιατί δεν είστε μαζί;»
-«Γιατί δεν τολμώ να του ομολογήσω τα συναισθήματα μου! Και μια φορά που πήγα να ανοίξω συζήτηση άρχισε και τα μάσαγε και έλεγε ότι με σέβεται παραπάνω από τια άλλες γυναίκες μιας και είμαι κόρη του διοικητή του, είμαι μικρή και άβγαλτη, ότι δεν ξέρω τίποτα από την ζωή εκεί έξω, και τέτοιες μπαρούφες! Και να σου εγώ να τρέχω πίσω του στις πιο δύσκολες ασκήσεις και αποστολές μπας και βρεθεί η ευκαιρία που θα μας φέρει πιο κοντά! Είχα τόσο απογοητευτεί εκείνη τη νύχτα που ήρθες εσύ να με «σώσεις»....Ξέρεις γιατί ;;; Γιατί όλα ήταν προσχεδιασμένα να δω μέχρι που θα έφτανε για χάρη μου...και αντί για αυτόν τον βλάκα ήρθες εσύ...εσύ...και θύμωσα.. και ήθελα να τον εκδικηθώ.. και σου δόθηκα...για να τον πληγώσω!»
Μια ψυχρολουσία την παθαίνω με τις δηλώσεις της αλλά μπροστά στο θαύμα που μου χαρίστηκε δεν με ενδιαφέρει γιατί μου δόθηκε. Εγώ θέλω "εκείνη" μονάχα.
-«Ότι έγινε -έγινε. Μια παρόρμηση βασισμένη σε μια ιδέα ανώριμης κοπέλας έφερε ένα σπουδαίο αποτέλεσμα. Και αυτό μου φτάνει και δεν θα το άλλαζα με τίποτα στο κόσμο. Κλαις;» ρωτώ και απλώνω το χέρι μου και απομακρύνω τα μαλλιά της που σαν χείμαρρος κρύβουν το πρόσωπο της έτσι που το έχει γύρει μπροστά.
-«Γιατί κλαις Παρασκευούλα ;Τώρα κλαις που τα ξεμπερδέψαμε όλα;»
-«Ποια όλα μωρέ Θοδωρή...Δέχθηκα μέχρι να σε παντρευτώ μπας και τον δω να αντιδράει, να ζηλέψει λίγο αλλά αυτός εκεί! Ζώο κανονικό! Αναίσθητο κάθαρμα! Τίποτα δεν νιώθει για μένα Θοδωρή... τίποτα.. και νόμισα ότι ένιωθε αλλά μπλόκαρε που ήμουν κόρη του διοικητή του...άρχισα να τον ακολουθώ στα πιο δύσκολα σχέδια και στις πιο ριψοκίνδυνες αποστολές μόνο και μόνο για να είμαι μαζί του, άφησα το παιδί μας για χάρη του για να σκαρφαλώνω σε απόκρημνες κορφές και να γίνομαι ασπίδα σωτηρίας άλλων παιδιών μπας και τον συγκινήσω...μέχρι που θα φτάσω για να ομολογήσει οτι μ ε αγαπάει το ίδιο; Γιατί μ αγαπάει Θοδωρή.. το νιώθω...»
Το μακό μου έχει γίνει μούσκεμα από τα δάκρυα- ΚΑΙ ΤΙΣ ΜΥΞΕΣ- της Βίβιαν και της τρίβω απαλά την πλάτη προσπαθώντας να την κάνω να ηρεμίσει...Κοίτα μπλέξιμο...- και μύξες πάνω στο αγαπημένο μου μακό μου !!Αμάν πια αυτές οι κλαψιάρες γυναίκες! Δεν θα τον πιάσω στα χέρια μου και αυτόν τον Κοσμά;;; Θα τον βάλω για αρχή να μου το πλύνει!!!
-«Σώπα κοριτσάκι μου...και θα σκεφτούμε κάτι...μην κλαίς μόνο σαν να ήρθε η καταστροφή του κόσμου...σώπα να δούμε τι θα κάνουμε και με το γάμο αύριο..»
-«Αλήθεια εσύ γιατί μου πρότεινες να με παντρευτείς αφού δεν είσαι ερωτευμένος μαζί μου; Γιατί δεν είσαι ούτε εσύ. Το έδειξες τόσες μέρες αλλά το ομολόγησες και πριν.»
-«Αυτή η σκέψη ήταν πριν...» απαντώ δειλά.
-«Τι πριν;»
-«Πριν.. Πριν εκείνη! Πριν γνωρίσω τι θα πει να καίγεσαι να συναντήσεις τον άλλο. Να μην έχεις καθαρό μυαλό παρά όλα να αρχίζουν και να τελειώνουν με τη σκέψη εκείνης. Να καίγεσαι, να νιώθεις ότι τρελαίνεσαι μακριά της και εσύ να την αποζητάς περισσότερο! Να μην αναπνέεις μακριά της και όλα να μοιάζουν μουντά και άδεια." καταλήγω.
-«Ω, Θοδωρή μου...εσύ είσαι στα αλήθεια ερωτευμένος..»
-«Ναι, είμαι. Και αν στη δικιά σου περίπτωση μου πήρε τέσσερα χρόνια να αποφασίσω τι είμαι, με εκείνην γράφτηκε στις φλέβες μου από το πρώτο λεπτό της γνωριμίας μας...»
-«Ω, Θοδωρή μου αυτό είναι τόσο γλυκό που είπες....Όχι σαν τον άλλον... που μια γλυκιά κουβέντα δεν έχω ακούσει από τα χείλια του τόσα χρόνια. Νομίζω σου χρειάζεται μια αγκαλιά.» καταλήγει και αγκαλιαζόμαστε ταυτόχρονα δίχως να μιλάει κανείς μας.
-«Κοιτά εδώ αγάπες το ανδρόγυνο ...»
Ανοίγω τα μάτια μου και γυρνάω ελάχιστα το σώμα μου για να αντικρίσω έκπληκτος τον Κοσμά - έχοντας ακόμα τη Βίβιαν στην αγκαλιά μου- να έχει εμφανιστεί σαν Φάντης Μπαστούνι και μας κοιτά με έκδηλη την αηδία στο βλέμμα του.
Αυτός από πού ξεφύτρωσε αλήθεια;
-«Δεν κρατιέστε βλέπω...» στάζει ειρωνεία και τον κοιτώ προσεχτικά προσπαθώντας να τον σκιαγραφήσω.. Για να ισχυρίζεται η Βίβιαν ότι την αγαπάει αλλά δεν εκδηλώνεται... για να είναι τόσο σίγουρη και να προσπαθεί τόσα χρόνια μάταια να του το βγάλει του κόπανου... Μήπως κάποιος άλλος πιο έξυπνος και ραδιούργος -σαν εμένα ας πούμε- θα μπορούσε να τον καταφέρει να εκδηλωθεί ; Τι χάνω να προσπαθήσω; ;;
-« Είμαστε για να κρατιόμαστε τώρα μωρέ Κοσμά;...Καταλαβαίνεις....άντρας είσαι..» λέω όλο υπονοούμενα κλείνοντας του το μάτι , χαμογελώντας πονηρά και το χρωματάκι του Κοσμά που αλλάζει σε πορφυρό μου δηλώνει ότι βρίσκομαι στο σωστό δρόμο. Σηκώνομαι πάνω αργά και βαριεστημένα τύπου «δήθεν δεν μπορώ να συνεχίσω μιας και μας την πέσανε» αφού ψιθυρίσω στην Βίβιαν να μην μιλήσει.
Το βλέμμα του αγκαλιάζει αποφασιστικά το πρόσωπο της και αμέσως σμίγει προβληματισμένο.
-«Έκλαιγες;» αναρωτιέται δυνατά κοιτώντας την και περνάω βιαστικά το χέρι μου στους ώμους της σφίγγοντας την πάνω μου κτητικά.
-«Από την συγκίνηση κλαίει το γυναικάκι μου! Μόλις της ανέφερα ότι μετά τον γάμο μας αύριο , πετάμε για Αθήνα όλοι μαζί οικογενειακώς και από εκεί και έπειτα ξεκινάει η κοινή οικογενειακή μας ζωή.» λέω και περιμένω να δω τον Κοσμά να πέφτει στη φάκα σαν καλό ποντικάκι που είναι.
-«Τι εννοείς...;;;» ξεψυχισμένα του ξεφεύγει έχοντας πιαστεί στη φάκα και αποθέτω ένα φιλί στα μαλλιά της Βίβιαν σαν καλός μέλλων σύζυγος.- Το μετανιώνω αμέσως και προσπαθώ με χάρη να απομακρύνω μια τρίχα που μπλέχτηκε στο στόμα μου συνεχίζοντας να παρατηρώ τον Κοσμά να αλλάζει αποχρώσεις.-
-«Εμ , τι νόμιζες Κοσμά; Ότι θα παντρευόμασταν και συνέχιζε να μένει εδώ η γυναίκα μου; Ή νόμιζες ότι θα τη επέτρεπα να συνεχίζει αυτή τη κωμωδία με το στρατό; Η γυναίκα μου από αύριο θα ανήκει στην νέα οικογένεια της και περισσότερο σε μένα. Θα αφοσιωθεί στο παιδί της, στο σπιτικό της σαν καλή νοικοκυρά και στον σύζυγο της τα βράδια που θα γυρνά κατάκοπος από το ιατρείο.» λέω σκληρά και αναρωτιέμαι αν θα έπρεπε με τις δηλώσεις μου να πιάσω και τον Ζαχαρία όπως είθισται να κάνουν οι φαλλοκράτες. Πρέπει λέτε;
Αντί να πιάσω τα αχαμνά μου που καμία όρεξη δεν έχω , κάνω μερικά βήματα παρασέρνοντας και τη μέλλουσα γυναίκα μου που έχει κερώσει σαν τον Κοσμά. Αν δεν ταιριάζανε...
Το δυνατό του κράτημα από το μπράτσο με κάνει να σταματήσω και να το κοιτάξω δήθεν απορημένος.
-«Η ζωή της όλη είναι ο στρατός...» ξεψυχισμένα λέει αρνούμενος να δεχτεί την είδηση του αποχωρισμού τους και χαμογελώ σκληρά ελευθερώνοντας το χέρι μου από το κράτημα του.
-«Ας παντρευόταν στρατιωτικό Κοσμά.»
Απομακρύνομαι έχοντας τον αφήσει να στέκει κάτασπρος από τα δυσάρεστα συναισθήματα που του έχουν κάνει κατάληψη.
-«Το βράδυ σε περιμένουμε να παρευρεθείς στο τραπέζι του πρόγαμου προς τιμήν μας. Να αποχαιρετήσεις και την φιλενάδα σου.» λέω δυνατά προκαλώντας του νέο σοκ ενώ χτυπώ με το ένα χέρι με δύναμη τα οπίσθια της μέλλουσας γυναίκας μου η οποία γρυλίζει σιγανά εκνευρισμένη.
-«Αυτό χρειαζόταν να το κάνεις;» γρυλίζει συνεχίζοντας να προχωράει κολλημένη πάνω μου.
-«Κοίτα να συνηθίζεις μιας και είναι αρχή όσων επακολουθήσουν το βράδυ κυρία μου...Μια μέρα μας έχει μείνει μόνο μέχρι το γάμο και με δαύτον δεν μας μένει χρόνος να το πάμε ήρεμα! Τέσσερα χρόνια και δεν κατάφερες τίποτα εσύ . Άστον πάνω μου λοιπόν και άκου.... » ψιθυρίζω ευτυχισμένος και ξεκινώ να της εξηγώ τι θέλω από αυτήν συνεχίζοντας να περπατάμε και όταν τελειώνω περισσότερο ευδιάθετος ξεκινώ να σιγοψιθυρίζω μια μελωδία..
"Μαζεύω της κιθάρας μου τους ήχους απ' το χώμα
οι μνήμες και τα λόγια μου θα αρματώσουν πλοία
ακήρυχτος ο πόλεμος σχεδόν σώμα με σώμα
μα ο έρωτας ανίκητος στης μάχης τα πεδία.
Ή ταν ή επί τας ασπίδα μου ανάστροφη
Ή ταν ή επί τας μ' όνειρα κεντημένη
Ή ταν ή επί τας ελπίδα μου παράφορη
Ή ταν ή επί τας αρένα.... ματωμένη."
Ζαχαρία λες να φάμε ξύλο με αυτά που έχω σκεφτεί για να εκδηλωθεί ο Κοσμάς;
Μπα ε;
Ωραία.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top