~κεφάλαιο 58~
*Περιέχει βωμολοχίες. Αρκετές. Θοδωρής είναι αυτός!
Είμαι τόσο θυμωμένος! Τόσο τσατισμένος και τόσο οργισμένος! Όλη νύχτα δεν κατάφερα να βρω ησυχία ούτε ένα γαμημένο λεπτό ! Σκεφτόμουν το δισταγμό της και τρελαινόμουν! Μάτι δεν κατάφερα να κλείσω ώστε να ηρεμίσει λίγο το μυαλό και το σώμα μου! Η κυρία Βίβιαν αποδείχτηκε τζούφια μιας και οι υποσχέσεις της ήταν κούφιες και η αγάπη για πάντα της τελείωσε! Αν ποτέ την ένιωσε και αυτήν τώρα που το ξανά σκέφτομαι!
Γι αυτό με το που χάραξε ο ήλιος τη νέα μέρα πετάχτηκα πάνω και σαν θηρίο στο κλουβί βγήκα από το σπίτι και έχω πάρει τους δρόμους! Τα σοκάκια και τα άγρια έρημα βουνά! Κανένα δεν θέλω να δω ούτε να μιλήσω! Έχω τόσα νεύρα που φοβάμαι ότι θα ξεφύγω και θα πω ή θα κάνω κάτι που θα το μετανιώσω!
Να, εδώ πάνω στην ερημιά δεν γίνεται να βρω μια σπηλιά να κλειστώ και σαν αρκούδα να πέσω σε χειμέρια νάρκη; Άντε και σε νάρκη του στρατού να πέσω στην κατάσταση μου πάλι μου κάνει!
Η Παρασκευούλα μας καλέ! Το καλό κορίτσι που πάει με το σταυρό το χέρι και τα δίνει όλα υπέρ πίστεως και πατρίδος! Εκεί θυσίασε τα ανθρώπινα αισθήματα της και έχει μετατραπεί σε ένα άψυχο , άβουλο πλάσμα που ακολουθάει το κόπανο τον Κοσμά!
Δεν φτάνει που μου απέκρυψε ένα τόσο σημαντικό γεγονός όπως η απόκτηση παιδιού! Δεν φτάνει που αθέτησε την υπόσχεση της να με περιμένει και ποδοπάτησε μόνη της με τόση ευκολία τις φανφάρες της που με αυτές στόλιζε το για πάντα της! Δεν φτάνουν όλα αυτά αλλά το παίζει και δύσκολη η Βίβιαν! Της προσφέρω τα πάντα και όχι μόνο δείχνει διστακτική αλλά θα το σκεφτεί κιόλας! Λες και υπάρχουν περιθώρια σκέψης ή πολλές επιλογές ρε γαμωτο!
Λες και εγώ θέλω να την παντρευτώ!!! Αν αυτή δεν θέλει μία εγώ δεν θέλω δέκα κοριτσάκι μου! Ας όψεται η μικρή !
Αλήθεια δεν θέλω να την παντρευτώ... Δεν την αγαπάω. Τώρα νιώθω πραγματικά όπως λένε σαν ποντικός στην φάκα παγιδευμένος!
Κα το χειρότερο όλων είναι όσο τα σκέφτομαι τόσο περισσότερο φουντώνω και εξοργίζομαι! Μάλλον το χειρότερο όλων είναι ότι επαναλαμβάνομαι και αυτό με τρελαίνει ακόμα περισσότερο! Και νιώθω να πνίγομαι ! Από εδώ καλέ δεν πέρασα και πριν τρέχοντας; Να δεις που από τα νεύρα μου έτσι που τρέχω από το χάραμα σαν να με κυνηγάνε θα πέσει και η μπάκα που έκανα πίνοντας μπύρες όλο το καλοκαίρι με τη Στέλλα και το Μιχάλη, σκέφτομαι και τοποθετώ το δεξί χέρι μου στο σημείο της πεταχτής κοιλιά μου. Μπα, ακόμα εδώ είναι ...
Ο ήλιος που έχει σηκωθεί και μαζί η ζέστη που αρχίζει να ανεβαίνει σε συνδυασμό με την αϋπνία και την σωματική και ψυχολογική μου κούραση κάνουν μια μίξη άθλια που με αναγκάζει να πάρω το δρόμο που οδηγεί στον οικισμό.
Σχεδόν τρέχω χάρη στο κατηφορικό στενό αλλά και στην οργή που με έχει καταβάλει και καθόλου δεν έχει μειωθεί ώσπου με το που στρίβω σε ένα σοκάκι έρχομαι αντιμέτωπος με τον όλεθρο τον ίδιο!
Ο οποίος κουβαλάει μια κούτα χάρτινη γεμάτη βιβλία!
Ή σωστότερα ακόμα, κουβαλούσε, μιας και όλα τα βιβλία μετά την μεγαλειώδη σύγκρουση μας βρίσκονται πεταμένα ολόγυρα στο σοκάκι, ένα- δυο από αυτά σκάλωσαν σε κάτι γλάστρες με αναρριχώμενα άνθη, η κούτα αγνοείται και ο ίδιος ο όλεθρος βρίσκεται τσακισμένος κάτω και βογκάει.
Ενώ εγώ έχω πέσει με χάρη ( δηλαδή με το πισινό) μέσα σε μια ποτίστρα ζώων που κάποιος ζωόφιλος είχε αφήσει στο σοκάκι για τα αδεσποτάκια !
-«Άντε μου στο γέρο διάβολο και εσύ!» φωνάζω έξαλλος με την σύγκρουση και προσπαθώ να ανασηκώσω το πισινό μου μέσα από το μπολ που έχει σφηνώσει και τον ελευθερώνω με την τρίτη προσπάθεια τραβώντας το πλαστικό δοχείο δυνατά ! Εννοείται , ότι το νερό που περιείχε ,έχει μουσκέψει όλη τη περιοχή του πισινού , για να μην αναφερθώ τι έχει πάθει ο δόλιος ο Ζαχαρίας!
Έχοντας απαγκιστρώσει το μπολ γυρνώ το κεφάλι , εκνευρισμένος για να διαπιστώσω έκπληκτος με ποια είχα την τιμή να συγκρουστώ και δεν μπορώ να πιστέψω τη τύχη μου!
Η οποία τυχερή στο άκουσμα των λέξεων μου σηκώνει το κεφάλι της και με κοιτάζει σαν χαμένη έτσι που βρέθηκε σε μια στιγμή χάμω και σχεδόν αμέσως τα σμαραγδί της πετράδια που της δόθηκαν για μάτια θαμπώνουν και υγραίνονται.
Και αμέσως νιώθω τόσο μα τόσο μαλάκας!
Προλαβαίνω πριν σκύψω από πάνω της να την ανασηκώσω να διαπιστώσω έτσι που το φλοράλ φόρεμα της έχει ανασηκωθεί ,ότι τα λευκά γόνατα της έχουν γδαρθεί άσχημα και το αίμα έχει δημιουργήσει ήδη τα πρώτα ρυάκια στις γάμπες της .
Και νιώθω περισσότερο μαλάκας!
Υπάρχει μέτρο σύγκρισης του μαλάκα;
-«Συγγνώμη μην κλαις σε παρακαλώ...συγγνώμη...» μονολογώ σαστισμένος έχοντας χώσει τα χέρια μου κάτω από τα δικά της και την τραβώ πάνω ανασηκώνοντας την από χάμω. Αλλά δεν σταματάνε τα δάκρυα να τρέχουν στο μάγουλα της και το αίμα στα γόνατα της και νιώθω τόσο....ξέρετε τι! Το εμπεδώσατε!
Με το που την σηκώνω και την σταθεροποιώ , απλώνω τις παλάμες μου και προσπαθώ να τις σκουπίσω τα μάγουλα και αυτή η αθώα και αυθόρμητη επαφή μου με το δέρμα της μου προκαλεί μια ξαφνική ηλεκτρική εκκένωση και τραβώ τα χέρια μου σαστισμένος. Τι σκατά ήταν αυτό πάλι;
-«Πονάς; Συγγνώμη.. αν θες να έρθεις στο ιατρείο να σου καθαρίσω τις πληγές...συγγνώμη τόσο...δεν σε είδα....συγγνώμη...» συνεχίζω να μουρμουρώ εντελώς χαμένος μπροστά στο κλαμένο αερικό μου.
-«Τα ...βιβλία μου...» ψελλίζει δακρυσμένη ενώ κοιτάζει ολόγυρα το χαμό και πέφτω στα τέσσερα κατευθείαν και ξεκινώ να τα μαζεύω μιας και αυτό πιστεύω ότι θα κάνει το δράμα της να λήξει.
-«Δεν έπαθαν κάτι! Κοίτα! Γι αυτό κλαίς καλέ; Μια χαρά είναι! Κοίτα! Ούτε γάτα ούτε ζημιά! Πήραν τον αέρα τους! Σαν καινούργια είναι! » φωνάζω όσο το δυνατόν πιο χαρούμενος και όταν καταφέρω και μαζέψω όλα τα βιβλία στα χέρια μου, ανασηκώνομαι και στέκω μπροστά της χαμογελαστός, ιδρωμένος , περήφανος -και με ένα υποψήφιο λουμπάγκο στο τσεπάκι -.
Μα τι σκατά; Σαν τούβλα ζυγίζουν!
Το υγρό βλέμμα της πέφτει στη στοίβα με τα βιβλία που κουβαλώ και συγκεκριμένα στο πρώτο εξώφυλλο του βιβλίου που βρίσκεται την κορφή και σκοτεινιάζει. Ωχ...ναι, αυτό σαν να στραπατσαρίστηκε λίγο... !
Η κλωτσιά που μου ρίχνει στο καλάμι με βρίσκει απροετοίμαστο και από το σοκ της επίθεσης που δέχθηκα ταρακουνιέται ολόκληρο το σώμα μου και επικίνδυνα με τη σειρά της η στοίβα που κρατώ!
-«Αυτό γιατί το έκανες τώρα;;;» γρυλλίζω προσπαθώντας να τα συγκρατήσω έτσι που ταλανίζονται και γέρνουν σαν το πύργο της Πίζας αν και ειλικρινά θέλω να τα πετάξω ξανά κάτω, εκεί που βρισκόντουσαν! Αυτό της αξίζει για να μάθει να με κλωτσάει αλλά από τα δάκρυα της βρίσκω να προτιμώ την οργή της.
-«Πρόσεξε μην τα ρίξεις πάλι! Αρκετή ζημιά έπαθαν με την πρώτη πτώση!» φωνάζει και πλησιάζει να με βοηθήσει να τα συγκρατήσω. Τα ακροδάχτυλα της που ακουμπάνε τα δικά μου έτσι που έχει απλώσει τα χέρια της στη στοίβα μου προκαλούν ηλεκτρικές εκκενώσεις και σαστίζω. Την κοιτώ βαθιάς το βλέμμα μπας και καταλάβω αν και εκείνη νιώθει το ίδιο και την βλέπω να με κοιτάζει σαστισμένη.
Το νιώθει και εκείνη λοιπόν.
-«Άκου...βιαζόμουν ...άθελά μου σε χτύπησα ....και για να επανορθώσω θα κουβαλήσω τα βιβλία όπου τέλος πάντων θες να τα πας και θα με αφήσεις να περιποιηθώ τα γόνατα σου. Χωρίς όμως άλλες εξυπνάδες ; Σύμφωνοι;» προτείνω και την βλέπω να αστράφτει.
Ωχ, αυτό δεν είναι καλό , σκέφτομαι ακαριαία και σφίγγω τα πόδια μου μεταξύ τους για να προστατέψω τον Ζαχαρία από την οργισμένη αντίδραση της !
-«Δεν φτάνει που σχεδόν με ποδοπάτησες και μετέτρεψες τα βιβλία μου ν α μοιάζουν σαν τσαλακωμένες εφημερίδες για να μην πω κάτι χειρότερο , κάνεις και πνεύμα ! Όχι δεν θέλω την βοήθεια σου! Να μου λείπει τέτοια βοήθεια!» φωνάζει και με πείσμα που δεν έχω ματαδεί τραβάει τη στοίβα στα χέρια της. Πεισματάρα γυναίκα!!!! Με απίστευτη χαρά της τα φορτώνω και περιμένω με το χαμόγελο να αστράφτει στα χείλια μου πλατύ να την δω να γέρνει και να πέφτει .
Ε, ποτέ!
Αφού τινάξει τα μαλλιά της , στρίβει το σώμα της αργά και κουτσαίνοντας ξεκινά να βαδίζει αργά το σοκάκι.
-«Τι κουτό ...και τι πεισματάρικο.... Πλάσμα είναι αυτό ...Θεέ μου...» μουρμουρώ συλλαβίζοντας , βλέποντας την να βαδίζει το σοκάκι και να βογκάει ταυτόχρονα. Βήμα και βογγητό! Την προφταίνω, περνάω μπροστά της και της αρπάζω τα βιβλία από τα χέρια εξοργισμένος.
-«Έτσι έχεις σκοπό να το πας;;; Βήμα και αγκομαχητό;;; Πες μου που τα θες να στα μεταφέρω πεισματάρα γυναίκα!!!!» γρυλίζω με το μπελά που με βρήκε λες και δεν μου έφταναν όσα έχω και την κοιτώ να ξεφυσάει παραιτημένη πριν προπορευτεί και μου κάνει σήμα με το δάχτυλο να την ακολουθήσω.
Και την ακολουθώ... δίνοντας όλη μου την προσοχή στο πολύτιμο για αυτήν φορτίο μου... Απόλυτα μαγεμένος από τον τρόπο που λικνίζεται το κορμί της μπροστά μου...Όπως χορεύει το λουλουδάτο φόρεμα της γύρω από το σώμα της .... Και συγκεκριμένα ... τα υπέροχα οπίσθια της...........Πιστεύω ακράδαντα αυτή τη στιγμή ότι έτσι κάπως γητεύουν τα φίδια στα κοφίνια οι γητευτές τους μιας και νιώθω το Ζαχαρία να ανταποκρίνεται , να ανασηκώνεται με χάρη απόλυτα μαγεμένος από το κάλεσμα και λικνίζεται χαριτωμένα μες στη αθλητική βερμούδα μου έχοντας χώρο να κινηθεί ελεύθερος . .... Και την ακολουθώ όμοιος με τυφλό πλέον...
Προσπερνώντας αρκετά κτίρια , φτάνουμε σε ένα μικρό , λευκό κτίριο όπου σταματάει για ν α ανοίξει την καγκελόπορτα μιας μικρής πέτρινης σκάλας και να προχωρήσει ανεβαίνοντας τα σκαλιά αργά. Δεν θα μπορούσα να νιώσω περισσότερο γαϊδούρι στη ζωή μου κοιτώντας την με τόσο κόπο που προσπαθεί να τα ανέβει δίχως να της ξεφύγει κάποιο βογκητό από τα κερασένια χείλια της.
Μια πολυκαιρισμένη από το χρόνο , σιδερένια πινακίδα στην είσοδο της καγκελόπορτας με ενημερώνει ότι βρισκόμαστε στο μονοθέσιο δημοτικό σχολείο του νησιού. Ανεβαίνω σύμφωνα με το ρυθμό της πίσω της τα σκαλιά και την βλέπω να κατευθύνεται προς την κεντρική πύλη όπου σπρώχνει τη σιδερένια πόρτα και εκείνη με τη σειρά της ανοίγει τρίζοντας. Προχωράει προς τα μέσα και μου κάνει νόημα να αποθέσω τα βιβλία σε ένα γραφειάκι στην άκρη της αίθουσας.
Το κάνω και δεν μου ξεφεύγει η λιτότητα της αίθουσας και το πόσο αρχαία φαίνεται.
-«Τα βιβλία είναι για τα παιδιά. Επί το πλείστον παραμύθια και λογοτεχνία για παιδιά...» την ακούω να με ενημερώνει ενώ συγχρόνως με έχει πλησιάσει και πιάνει στα χέρια της το πρώτο βιβλίο της στοίβας που το εξώφυλλο του κρέμεται σκισμένο στα πλάγια , μοιραίο αποτέλεσμα της άσχημης πτώσης του.
-«Μα είπες ότι δεν θα καθίσεις...ότι είσαι προσωρινή...»
-«Και αυτό τι σημαίνει; Ότι δεν θα έπρεπε να έχουν βιβλία τα παιδιά; Κοίτα την βιβλιοθήκη πόσο άδεια είναι...Κρίμα είναι να έχω τόσα στη βιβλιοθήκη μου και να σκονίζονται ενώ εδώ να μην υπάρχει κανένα. Ξέρεις το βιβλίο γενικά δημιουργείται για να διαβάζεται και όχι να στέκει ακίνητο σε κάποια ραφιέρα. Εμένα μου χάρισαν τη μαγεία του πλούτου που κρύβουν στις σελίδες τους ας επωφεληθούν και άλλα παιδιά. » λέει χαϊδεύοντας το εξώφυλλο μερικών άλλων που παίρνει απαλά στα χέρια της. Τους συμπεριφέρεται λες και κρατάει εύθραυστα, νεογέννητα μωρά και με κοιτάζει χαμογελώντας αχνά.
Οκ, δεν ξέρω πως το κάνει αλλά νιώθω απόλυτα χαμένος στο βλέμμα της αυτή τη στιγμή... νιώθω ...νιώθω στο σωστό σημείο στη σωστή στιγμή.... Σαν να ανήκω εδώ...στο πλάι της....πουθενά αλλού θα έμοιαζε παράλογο. Απλώνω τη παλάμη μου μηχανικά και χαϊδεύω με τα ακροδάχτυλα μου το μάγουλο της . Εκείνη κοκκινίζει .Η αίσθηση της απαλότητας της υφής του εισχωρεί σε κάθε πόρο του σώματος μου.
-«Είσαι...φανταστική...» ψελλίζω αλλά η ίδια η φωνή μου με κάνει να ξυπνήσω από τη νάρκη που με έχει περιβάλει και τινάζομαι σαστισμένος.
Μα τι κάνω; Έχω έρθει για να τα βάλω όσα σε μια τάξη και όχι για να ερωτοτροπώ!
Θυμωμένος με εμένα κάνω μερικά βήματα μακριά της .
-«Να δω τα γόνατα σου και να σε αφήσω να συνεχίσεις ότι κάνεις..» μουρμουρίζω ενώ συνεχίζω να απομακρύνομαι .
-«Αφού επιμένεις...»
Την ακολουθώ έξω από την αίθουσα διδασκαλίας και αφού πρώτα βγούμε στη μικρή αυλή του σχολείου και την διασχίζουμε αργά, με οδηγεί κουτσαίνοντας σε ένα άλλο δωμάτιο στην άκρη της αυλής οπού μπαίνοντας καταλαβαίνω ότι είναι ο προσωπικός της χώρος.
Ένα μικρό σχετικά δωμάτιο αποτελούμενο από ένα μικρό σιδερένιο κρεβάτι, ένα μικρό σιδερένιο κομοδίνο δίπλα του όπου πάνω στέκει ένα μικρό ανθοδοχείο που φιλοξενεί μερικά λευκά τριαντάφυλλα. Μια μικρή δίφυλλη ντουλάπα στον απέναντι τοίχο που την χωρίζει από ένα λεπτό άσπρο ψυγείο, ένα ποστερ της Ελλάδας. Μάλιστα. Στον απέναντι πλευρά ένα μικρό τραπέζι με δυο καρέκλες δίπλα σε ένα πάγκο με δύο ράφια με ένα μικρό φουρνάκι πάνω του και ακριβώς πάνω όλων , ένα σιδερένιο παράθυρο . Μάλιστα. Δεν περίμενα και περισσότερα για να είμαι ειλικρινής.
-«Επέμενε η μητέρα μου να πάρω ένα βαλιτσάκι με τα είδη πρώτης ανάγκης,, κάπου εδώ το έχω βάλει...είχε πει ότι με μικρά παιδιά που συνέχεια χτυπάνε έπρεπε να το πάρω...α, να το! »λέει όσο έχει σκύψει στο ντουλάπι του πάγκου και ξεπροβάλει κρατώντας ένα μικρό βαλιτσάκι. Την πλησιάζω και το παίρνω από τα χέρια της όσο αυτή διστακτικά κάθεται στη άκρη του μονού κρεβατιού της.
Ρίχνω ένα τελευταίο βλέμμα στο αγγελικό πρόσωπο της και μπερδεμένος γονατίζω μπροστά στα πόδια της ακουμπώντας το βαλιτσάκι κάτω δίπλα μου. Το ανοίγω και παίρνω λίγο βαμβάκι και αφού το νοτίσω σε οξυζενέ πλησιάζω τις ματωμένες εκδορές της.
-«Θα πονέσει..» προειδοποιώ κοιτώντας την ξανά. Το πρόσωπο της χλομιάζει και ακουμπώ το βαμβάκι στα τυφλά. Δεν θέλω να χάσω την οπτική μου προς το πρόσωπο της. Δεν χορταίνω να παρατηρώ τις πάμπολλες εκφράσεις που αλλάζει ταχύτατα. Όλες τόσο ακαταμάχητα γοητευτικές και μαγευτικές...
Το πρόσωπο της συσπάται από τον απότομο πόνο που προκάλεσα αγγίζοντας την και σπεύδω και απομακρύνω το βαμβάκι ταραγμένος. Για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο δεν θέλω ν α πονάει.
-«Είχα ξεχάσει πόσο πονάει το οξυζενέ. Σε ευχαριστώ που μου το θύμισες...θα είμαι επιεικέστερη με τα παιδιά στο εξής όταν θα αρνιόνται να τους το βάλω.» λέει και χαμογελάει. Και εγώ νιώθω λιώνω στο χαμόγελο της... στην χροιά της φωνής της...Μα τι στο μπούτσο μου συμβαίνει;
-«Να συνεχίσω;» σχεδόν τραυλίζω και μου έρχεται να χαστουκίσω τον εαυτό μου μπας και συνέλθει. Σαν γκόμενα κάνω!
Νεύει καταφατικά και ακουμπώ το δέρμα της ξανά.
Αυτό όμως που μου συμβαίνει...αυτό που νιώθω είναι πρωτόγνωρο...Μια ζεστή, γλυκιά ζάλη σαν να έχεις γευτεί το αγαπημένο σου γλυκό κρασί πλημμυρίζει κάθε πόντο του σώματος μου, περιλαμβανομένου του μυαλού μου στο οποίο κυριαρχεί.
Δεν ξέρω ποια είναι, από πού προέρχεται , τι έκανε πριν εμένα . Δεν ξέρω τι στα κομμάτια μου συμβαίνει αλλά μου αρέσει περισσότερο από όσο με φοβίζει. Νιώθω μεθυσμένος. Νιώθω την ευτυχία του μεθυσμένου.
Αφήνω το βαμβάκι χάμω και πριν καταλάβω τι συμβαίνει ανασηκώνομαι τόσο όσο χρειάζεται για να βρεθεί το πρόσωπο μου απέναντι στο δικό της.
Και πριν προλάβει να αντιδράσει, να πει κάτι ή να τραβηχτεί αγγίζω με χείλια που ουρλιάζουν για ένωση τα δικά της.
Δεν ήξερα ότι θα μπορούσα να νιώσω τέτοια αίσθηση. Μου έλεγαν ότι υπήρχε ... διάβαζα για το παράδεισο που μπορείς να νιώσεις αλλά τα κορόιδευα. Τώρα μόλις τον βρήκα ...τον νιώθω....και αφήνομαι να χαθώ μέσα του.
Τα χείλια ενώνονται. Οι ανάσες επιταχύνουν. Τα χέρια ξεκινούν μια αγωνιώδη περιπλάνηση. Τα μάτια κλείνουν ερμητικά. Οι καρδιές επιταχύνουν. Το μυαλό μουδιάζει. Το αίμα ρέει καυτό. Αναστεναγμοί μπερδεύονται . Το κρεβάτι τρίζει από το βάρος μας όσο μετακινιέμαι ολόκληρος πάνω της. Χάνεται η αίσθηση του χρόνου. Ένα μόνο κυριαρχεί όλων , απόλυτα απόλυτο: θέλω να γίνω ένα με εκείνη. Το απόλυτο ένα του σύμπαντος.
Το κινητό μου που χτυπάει στη τσέπη μου απότομα με κάνει να αποτραβηχτώ από τα χείλια της και ανοίγω τα βλέφαρα τόσο όσο φτάνει να θαυμάσω τα σημάδια που έχω αφήσει πάνω τους . Με κοιτάζει χαμένη και η ίδια με αυτό που μόλις νιώσαμε και ακουμπώ το μέτωπο μου στο δικό της αναστενάζοντας.
Ευλαβικά φιλώ το δέρμα της και την νιώθω να αναστενάζει βραχνά. Όλο αυτό δεν το ένιωσα μόνο εγώ ...αλλά και εκείνη.
-«Συγγνώμη...δεν ..δεν κατάλαβα πως το έκανα αυτό.. με έλκεις σαν το δυνατότερο μαγνήτη.. αλλά ήταν απίστευτο.. η γεύση σου.. μοναδική...» μονολογώ και ψάχνω σαν διψασμένος πάλι να βρω τη πηγή μου . Τα χείλια της ζεστά με υποδέχονται και νιώθω πάλι να βουλιάζω ... να χάνομαι.. να μεθώ...
Τα χέρια της ακουμπάνε στο στέρνο μου και βάζουν φωτιά στην ύπαρξη μου.
-«Το νιώθεις και εσύ;» με ρωτά δαγκώνοντας το κάτω χείλος μου και αναριγώ στην εικόνα της να βογκάει.
-« Νιώθω ανίκανος να σταματήσω...σαν να είναι αυτό απόλυτα σωστό.»
-«Έχω την ίδια αίσθηση. .απίστευτο..» ψελλίζει βραχνά και χαμογελώ τελείως παραδομένος.. εντελώς μεθυσμένος.
-«Πες μου ότι με τη κοπέλα που συναντήθηκες χθες το βράδυ στο λιμάνι ότι δεν σας συνδέει ερωτική σχέση...ότι είναι φίλη σου πες μου....»
Σαν αστραπή που σκίζει το Παράδεισο στο πέρασμα της η εικόνα της πρότασης γάμου στη Βίβιαν με αναγκάζει να τιναχτώ πίσω. Ανοίγω έκπληκτος τα μάτια μου και θυμωμένος με εμένα ανασηκώνομαι απότομα αφήνοντας την έκπληκτη, προβληματισμένη να με κοιτάζει με τα διαμάντια της ακόμα θολά από την ηδονή.
-«Μόλις έκανα πρόταση γάμου στη μητέρα της κόρης μου.»
Η αλήθεια ξεφεύγει ωμή . Πικρή.
Τα διαμάντια της παγώνουν παρόλο το εκτυφλωτικό τους χρώμα και με τρόμο την παρατηρώ με χέρια που τρέμουν να στρώνει το φόρεμα της και να ανασηκώνεται.
Με κορμί ακόμα που έχει πάνω τα σημάδια μου και την μυρωδιά μου με πλησιάζει κουτσαίνοντας ελαφριά ενώ τρέμει ολόκληρη. Περνάω νευρικά το χέρι μου στα μαλλιά μου που έχουν ανακατευτεί και πριν προλάβω να ζητήσω συγγνώμη το χέρι της προσγειώνεται στο μάγουλο μου.
Μου άξιζε.
Το πρόσωπο μου γυρνάει από την άλλη και το αφήνω εκεί ανήμπορος να της επιστρέψω το βλέμμα . Πραγματικά ντρέπομαι να την κοιτάξω.
-«Είσαι ένας ελεεινός κόπανος...» σφυρίζει με οργή.
-«Νομίζω επαναλαμβάνεσαι...» προσπαθώ να αστειευτώ.
-«Η πρώτη εντύπωση είναι πάντα σωστή τότε.»
-« Άφησε με να σου εξηγήσω..» ύστατη προσπάθεια εξιλέωσης.
-«Αν ήσουν παντρεμένος θα μου αράδιαζες τις γνωστές δικαιολογίες.. αλλά σε αυτή τη κατάσταση τι δικαιολογία χωράει; Πόσο ευφάνταστος μπορεί να γίνεις για ένα πήδημα; »
Γυρνώ και την κοιτώ μουδιασμένος.. ντροπιασμένος. . έχει δίκιο. Πώς να δικαιολογήσω τον εαυτό μου και αυτό το πρωτόγνωρο που νιώθω μαζί της ;
-«Δεν την αγαπώ.» η απάντηση αυθόρμητα ξεφεύγει από τα χείλια μου και την βλέπω να χαμογελάει πριν την πιάσει ένα νευρικό γέλιο δίχως όρια .
-«Είσαι τόσο γελοίος. Φύγε.. ΦΥΓΕ!» φωνάζει έξαλλη , δακρυσμένη από το γέλιο της και φεύγω βιαστικά σαν να με κυνηγάνε οι χειρότερες Ερινύες του κόσμου.
Βρίσκομαι πάλι να τρέχω στα σοκάκια... ξανά μπερδεμένος, ξανά θυμωμένος με εμένα και ξανά οργισμένος μα τώρα έχει προστεθεί και κάτι ακόμα ...κάτι νέο που δεν υπήρχε πρωτύτερα...νιώθω απόλυτα χαμένος μακριά από εκείνη.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top