~κεφάλαιο 57~
-«Ήρθες...»
-«Άργησα κιόλας νομίζω. »
Οι πρώτες λέξεις που ανταλλάσουμε μουδιασμένοι και οι δυο μας έπειτα από τόσο καιρό. Την παρατηρώ και διαπιστώνω την ταραχή στο βλέμμα που μάταια προσπαθεί να κρύψει. Δεν ξέρει τι ξέρω και αυτό την αγχώνει περισσότερο.
-«Πρέπει να μιλήσουμε πιστεύω.»
-«Έμαθες. »
Δεν είναι ερώτηση. Είναι διαπίστωση. Και για αυτό νεύω.
Ο μικρός στρατιωτικός σάκος που κρατάει πέφτει από τα χέρια της με ένα γδούπο στο δάπεδο και τα χέρια της που τρέμουν παραμένουν αδειανά.
-«Να σου εξηγήσω Θοδωρή.»
-«Όλος αυτιά μικρή. Ας καθίσουμε καλύτερα. » προτείνω και αρπάζω το σάκο της από κάτω και τον στερεώνω στο ξύλινο παγκάκι όπου καθόμουν πριν. Και κάθομαι. Την περιμένω να πλησιάσει δειλά και διστακτικά και περιμένω υπομονετικά να καθίσει.
-«Να σου εξηγήσω.. ήμουν μπερδεμένη. .δεν ήξερα τι να κάνω.. ήθελα να σου δώσω χρόνο..» ξεκινάει να λέει τραυλίζοντας και απλώνω τα χέρια μου στα δικά της και τα κλείνω στις χούφτες μου.
-«Δεν ήρθα να δικάσω κανένα. Ηρέμισε. Πάρε μερικές ανάσες και απλά εξιστόρησε μου τι έγινε. Ήρεμα ,για να καταλάβω και εγώ πως φτάσαμε ως εδώ να έχω παντελή άγνοια για ένα παιδί που φέρει το dna μου.»
Παίρνει μερικές ανάσες και σκουπίζει τα βουρκωμένα μάτια της.
Παίρνω μερικές ανάσες για να καταλαγιάσω τον θυμό που έχει αναβλύσει.
-«Σου φέρθηκα άδικα . Από την αρχή. Με έτρωγαν οι ενοχές κάθε μέρα αλλά ο σκοπός ήταν ιερός και συνέχιζα. Μετά έγινε ότι συνέβη μεταξύ μας αλλά έμαθες και την αλήθεια.. σχεδόν ταυτόχρονα τι ειρωνεία... Και τότε εσύ έφυγες... δεν σε αδικώ. Το ίδιο θα αντιδρούσα και ίσως και χειρότερα.... έμαθα ότι είμαι έγκυος αργά. Ποιος να το πίστευε ότι από ένα βράδυ θα έμενα έγκυος.... Δεν τέθηκε ποτέ θέμα εκτρώσεως. Τι έφταιγε ένα αθώο παιδί τη στιγμή που τα είχα κάνει όλα εγώ , μόνη μου , μαντάρα Θοδωρή; Και γεννήθηκε. Όταν μου είπε η Αγνή ότι έφευγε για Αθήνα γιατί υπήρξε ένα μπέρδεμα στο νοσοκομείο και σε κατηγορούσαν άδικα αποφάσισα να έρθω. Να βρω την ευκαιρία να σου ζητήσω συγγνώμη και να σου πω για το παιδί. Δεν θα στο έκρυβα. Δεν είχα τέτοιο σκοπό. Μου ζήτησες χρόνο...να τα βάλεις όλα σε μια τάξη.. το ήθελες τόσο πολύ που δεν κατάφερα να βρω το θάρρος να σε αναστατώσω. Το παιδί μόνο χάος θα έφερνε στην ζωή σου πάνω που κατάφερνες να στρώσεις τη ζωή σου...»
-«Ένα παιδί δεν φέρνει μόνο το χάος Βίβιαν...»
-«Θα το έφερνε όμως Θοδωρή και το ξέρεις καλά. Μετά...μετά μου άφησες μια ελπίδα ότι θα επιστρέψεις κάποια στιγμή στο μέλλον και τότε θα τα μάθαινες όλα. Θα στα έλεγα. »
-«'Άφησες τόσο χρόνο όμως να πάει χαμένος κορίτσι μου...δεν σε μαλώνω. Ούτε θα πω ότι έχεις άδικο σε ότι λες. Συμφωνώ ότι το παιδί θα αναστάτωνε τη ζωή μου αλλά θα ήταν μια πρόσκαιρη αναστάτωση. Θα έβρισκα την ισορροπία μου. Όλοι μας θα την βρίσκαμε. Το άφησες και έγινε βουνό και σε πλάκωσε.. έπρεπε να είχαμε μοιραστεί τις ευθύνες.»
Με κοιτάζει συγκινημένη και ελευθερώνει μια ανάσα που κράταγε.
Μπορεί να νιώθω προδομένος εις διπλούν αλλά δεν παύει αυτή η γυναίκα απέναντι μου να είναι η μητέρα του παιδιού μου. Και είμαι διατεθειμένος να τη συχωρέσω όπως συχώρεσα την Χριστίνα. Και να μπουν τα πράγματα στη σωστή θέση που τους πρέπει.
-«Καταλαβαίνεις ότι τώρα που έμαθα και είμαι εδώ τα πράγματα θα αλλάξουν .»
Τινάζει απότομα το κεφάλι της και με κοιτάζει ταραγμένη .
-«Τι ..εννοείς;» ρωτάει με φωνή που ίσα που ακούγεται.
-«Τα πάντα Βίβιαν. Αυτό εννοώ. Θα γίνουν όλα όπως έπρεπε ν α ήταν .» απαντώ σοβαρά και εκείνη τινάζεται από τη θέση της πάνω.
-«Τι τα πάντα; Ποια πάντα εννοείς; Δεν σου ζήτησα τίποτα. ίσως τότε να σου ζητούσα αλλά ..όχι τώρα ... » μουρμουράει ενώ πηγαινοέρχεται μπροστά μου ανήσυχη.
Δεν είναι η αντίδραση που φανταζόμουν αλλά είναι φυσικό να τρομάζει. Εδώ εγώ ακόμα τρομαγμένος είμαι που τα έχω σκεφτεί καλά τόσες μέρες και τώρα τα λέω, πόσο εκείνη που τα ακούει τώρα.
Σηκώνομαι και τη γραπώνω αποφασιστικά από το χέρι και την ακινητοποιώ ακαριαία .
-«Τακτοποίησε τις εκκρεμότητες σου εδώ γιατί φεύγουμε. Με το παιδί. Πάμε Αθήνα. Στο σπίτι μου. Δεν με νοιάζει αν παραιτηθείς ή αν ζητήσεις μετάθεση στην Αθήνα αλλά εμείς, και οι τρείς , σαν οικογένεια , φεύγουμε. »
Τα λόγια μου την κάνουν να χάσει το χρώμα της και να μοιάζει σαν κέρινο ομοίωμα.
-«Είσαι ...τρελός.....»
Τα λόγια της κάνουν εμένα να χάσω το χρώμα μου. Ούτε αυτό το φανταζόμουν.
-«Τρελός; Τρελός .. Που θέλω να δώσω μια ευκαιρία να γίνουμε οικογένεια; Που άργησα τόσα χρόνια εξαιτίας σου είμαι τρελός; Δηλαδή εσύ πως σκεφτόσουν να λειτουργήσει όλο αυτό ;»
-«Μα...πέρασε τόσος καιρός...»
Τα λόγια της καμτσικιές στη ψυχή μου.
-«Έλεγες ότι μ αγαπούσες. Ότι ήσουν σίγουρη ότι ήταν η αγάπη για πάντα. Άλλαξε αυτό Βίβιαν;» ρωτώ ξύλινα μιας και γνωρίζω την αλήθεια.
-«Ήμουν μόνη...με ένα παιδί. και νόμιζα ότι σ αγαπούσα ..πελάγωσα ...ο Κοσμάς...Ο Κοσμάς ήταν δίπλα μου. .πάντα ήταν δίπλα μου... πριν από εσένα σαν φίλος ...και μετά από εσένα σαν φίλος πάλι .... μόνο αυτός μου στάθηκε όταν δεν είχα κανένα ...με βοήθησε να δω ότι δεν σ αγαπούσα όπως νόμιζα ...σαν φίλος...εσύ έλειπες.. σε ξεπέρασα αμέσως σχεδόν ..ας ήσουν εδώ να με κρατούσες Θοδωρή ! Εσύ διάλεξες να μην ήσουν εδώ!» φωνάζει έξαλλη σχεδόν φλερτάροντας επικίνδυνα με την υστερία ελευθερώνοντας το χέρι της που της κρατώ τόση ώρα.
Το είχα πει ότι λέξεις πάντα και ποτέ δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται από θνητούς. Δεν το έλεγα;
-« Σε αγαπάει; Έχετε δεσμό; Τον αγαπάς; Εσύ τον αγαπάς;» ρωτώ σκληρά.
-«Εσύ μ αγαπάς Θοδωρή;» απαντάει πίσω εκνευρισμένη με ερώτηση.
Αν την αγαπώ; ....Κάποτε ήμουν ερωτευμένος μαζί της αλλά αν την αγάπησα ; Όχι ..σίγουρα δεν την αγάπησα. Ενθουσιάστηκα. Ενθουσιαστήκαμε. Έχει δίκιο. Αλλά τώρα...τώρα ναι πιστεύω ότι μπορώ να προσπαθήσω να την αγαπήσω από την αρχή . Σωστά. Για χάρη της μικρής θα κάνω τα πάντα. Και αυτή το ίδιο.
-«Δεν μ αγαπάς Θοδωρή και δεν σ αγαπώ.!! Ερωτευτήκαμε τότε, ενθουσιαστήκαμε ίσως, πες το όπως θες αυτό που νιώσαμε, εκτός από αγάπη!!! Ήταν παροδικό και μας τελείωσε ! Αλλιώς Θοδωρή θα απαντούσες κατευθείαν δίχως σκέψη στην ερώτηση ! Η σιωπή σου τα λέει όλα.... Ούτε εγώ σ αγαπάω...Ας το παραδεχτούμε πριν πληγώσουμε και άλλους!Σε παρακαλώ...»
Μπορεί να έχει δίκιο...ίσως έχει δίκιο....Αλλά δεν έχω μάθει να εγκαταλείπω τόσο εύκολα . Θα την αγαπήσω και θα την μάθω να με αγαπάει . Για αξίζει μια οικογένεια στη μικρή Λουκία.
Με μια κίνηση την τραβώ απότομα πάνω μου και κλείνω το στόμα μου στο δικό της. Δεν το περιμένει. Αντιστέκεται όταν συνειδητοποιεί τι συμβαίνει. Μετά παραδίδεται.
Όταν απομακρύνομαι την βλέπω ζαλισμένη να προσπαθεί να συνέλθει.
-« Έτσι θα είναι στην αρχή. Σαν το φιλί μας, η σχέση μας. Θα μας ξενίζει.. θα μας φαίνεται παράξενο και άβολο...αλλά μετά θα συνηθίσουμε..θα μάθουμε να αγαπάμε ο ενας τον άλλον. Όπως τότε. Πίστεψε με . Μάζεψε τα πράγματα σας γιατί φεύγουμε Βίβιαν. Συμφωνώ ότι δεν αγαπιόμαστε. Τώρα. Θα μάθεις όμως να με αγαπάς. Και θα μάθω να κάνω το ίδιο. Για χάρη του παιδιού μας αξίζει να προσπαθήσουμε να το πιάσουμε από εκεί που το αφήσαμε . Δώσε μας μια ευκαιρία. »
Με κοιτάζει φανερά σαστισμένη μη μπορώντας να καταλάβει ακόμα τι εννοώ. Αλλά έχω και ένα εγωισμό.
-«Θέλεις το παιδί μεγαλώνοντας να σε κατηγορήσει ότι δεν προσπάθησες να του δώσεις μια σωστή οικογένεια; Εγώ όχι! Σκέψου τι σου προτείνω και αποφάσισε. Εσύ Βίβιαν δεν μπορείς να της προσφέρεις μια σωστή οικογένεια μόνη σου στην ερημιά αλλιώς θα το είχες κάνει τόσα χρόνια!" λέω σκληρά αλλά σταματώ , παίρνω μια ανάσα και πιάνοντας της το χέρι συνεχίζω πιο μαλακά.
- 'Όλοι είναι σύμφωνοι και θα βρίσκονται στο πλευρό μας βοηθώντας μας να πετύχει αυτή η οικογένεια. Ο πατέρας σου με κάλεσε εδώ για αυτό το σκοπό. Έχουν έρθει ακόμα και οι δικοί μου. Όλοι θα είναι σύμφωνοι με αυτό που πρόκειται να κάνουμε. Και εφόσον δεν υπάρχουν τρίτοι ανάμεσα μας είναι ευκολότερο. Μην φοβάσαι. Πίστεψε σε εμάς. Όλα καλά θα πάνε. Έλα αύριο να με βρεις....να μου πεις τι αποφάσισες . Ξέρεις που θα είμαι.» τελειώνω τη συζήτηση μας και την αφήνω πίσω μου ταραγμένη μιας και γνωρίζει ότι έχω δίκιο και απομακρύνομαι βιαστικά φανερά οργισμένος που όχι μόνο έκανα πρόταση γάμου που δεν το πίστευα ότι θα το κάνω ποτέ αλλά και με την αρνητική στάση της, δίχως να μπορώ να αντιληφθώ δύο μάτια , όμοια με βαθιά , απάτητη λίμνη να με κοιτούν θλιμμένα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top