~κεφάλαιο 55~
Νιώθοντας ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου, κουβαλώντας το πολυτιμότερο φορτίο ως τώρα ,της αγοράζω παγωτό ενώ η μικρή τινάζεται από την αγκαλιά μου ευτυχισμένη και ξεκινάει να γλύφει τη λιχουδιά της περπατώντας χοροπηδηχτά σχεδόν στο πλάι μου.
Σκέφτηκα ότι το πρώτο που θα έχει να θυμάται από το πατέρας της θα έπρεπε να είναι κατι γλυκό! Και μια οδοντόβουρτσα να της πάρω μην ξεχάσω. Ηλεκτρική μάλλον θα πάρω .... Μην κουράζει το χεράκι της να βουρτσίζει τα δοντάκια της έξι λεπτά κάθε μέρα. Δύο λεπτά το πρωί, δύο το μεσημέρι και δύο το βράδυ...πολλά είναι....ηλεκτρική θα πάρω ,ναι.
Της προτείνω να καθίσουμε σε ένα παγκάκι στην αποβάθρα και αφού καθίσει βολεύομαι δίπλα της.
Είναι πανέμορφη... τόσο χαριτωμένη έτσι που γλύφει το παγωτό της με απίστευτη απόλαυση. Ήθελε βανίλια γεύση παγωτό μόνο. Να το θυμάμαι αυτό σημειώνω στο μυαλό μου και χαμογελώ εκστασιασμένος με την μορφή της . Και με αυτό το αέρινο άσπρο φορεματάκι με τις τιράντες, τα ξανθά της μαλλάκια πιασμένα σε κότσο σαν άγγελος μοιάζει! Είναι πανέμορφη...νιώθω τόσο τυχερός! Και είναι όλη δική μου έτσι;;;
Τι λένε όμως σε ένα παιδί τεσσάρων χρόνων ; σκέφτομαι έντρομος και ψάχνω από κάπου να αρχίσω όταν σκέφτομαι το προφανές!
-"Σου είπαν ότι με λένε Θοδωρή;" ρωτώ ήρεμα και την βλέπω να νεύει θετικά και να γλύφει.
-"Ξέχασαν όμως να μου πουν όμως εσένα πως σε λένε..."
-"Λου...κία." απαντάει καταπίνοντας και μένω με ανοικτό το στόμα, το οποίο παρατηρεί, απομακρύνει το παγωτό από τα χείλια της και κουνώντας τα χεράκια της έντονα , με ύφος δασκαλίστικο ,ξεκινάει να μου εξηγεί.
-"Η μαμά ήθελε να με πει Ελλάδα! Άκου εκεί Ελλάδα! Αλλά ο παππούς είπε να με πουν Λουκία όπως η γιαγιά μου! Έτσι λένε τη γιαγιά μου. Λουκία. Σαν εμένα. Την ξέλεις τη γιαγιά μου;" ρωτάει και επιστρέφει στο παγωτό της αφήνοντας με κεραυνοβολημένο! Αν γεννούσε αγόρι η Βίβιαν πως θα ήθελε να το πει; Σωσίπατρο; (και όμως υπάρχει και γιορτάζει στις 29/4)
Μακαρίζω που σε αυτή την οικογένεια της Βίβιαν υπάρχει έστω ένας σοβαρός άνθρωπος!
-"Φυσικά και την γνωρίζω την Λουκία! Είναι η μαμά μου και εσένα γιαγιά σου πολύ σωστά σου είπε ο παππούς σου. Είναι πολλή καλή η Λουκία ! Άγγελος είναι! Μόλις τελειώσεις το παγωτό σου θα πάμε να την γνωρίσεις τη γιαγιά σου. Αλήθεια μου είπε ο παππούς σου ότι είσαι έτοιμη για σχολείο φέτος;"
-"Είμαι αλκετά μεγάλη. Είμαι τεσσάλων. πλέπει να πάω σχολείο για να μάθω και τη Σάγια να μιλάει σωστά. Εγώ μονάχα το λο δεν μπολώ να πω. ...αλλά αυτή η καημένη μιλάει χάλια. " απαντάει και χαμογελάω με το ρό που δεν μπορεί ακόμα να πει αλλά νιώθω ν α φουσκώνω περήφανος γα την ετυμολογία της. Ίδια ο πατέλας της!
Ψάχνω να βρω νέο θέμα συζήτησης όταν την βλέπω να πετάγεται από τη θέση της και να σηκώνεται όρθια πάνω στο παγκάκι με το βλέμμα καρφωμένο ευθεία μπροστά μας. Το ακολουθώ για να διαπιστώσω στα πεντακάθαρα, διαφανή νερά του Καστελόριζου μια χελώνα καθρεπτίζεται μπροστά μας.
-«Σ αρέσει η χελώνα μικρή;» ρωτώ αυθόρμητα και την βλέπω έτσι που στέκεται όρθια πάνω στο παγκάκι να ξεκινάει να χοροπηδάει από τη χαρά της .
-«Θες να την δεις πιο από πιο κοντά; Σκαρφάλωσε πάνω μου.» προτείνω και το ναι που ουρλιάζει έρχεται ζευγάρι με το σάλτο που κάνει και πηδάει πάνω μου . Την σηκώνω ψηλά να δει καλύτερα αυτό που της τράβηξε την προσοχή προσέχοντας να αποφύγω το μισοφαγωμένο παγωτό που κρατάει στο χέρι της και περνάει ξυστά από το πρόσωπο μου .
Γεμίζω περηφάνια έτσι που της προσφέρω αυτό που ζητάει, σωστός πατέρας είμαι ο άτιμος!
-« Είναι μια θαλάσσια χελώνα...αν σ αρέσει θα μπορούσαμε να αγοράσουμε μια μικρή χελωνίτσα από ένα μαγαζί που πουλάει ζωάκια και να την έχεις παρέα. Θα το ήθελες αυτό;» ρωτώ και ξεκινάει να τσιρίζει ευτυχισμένη σφίγγοντας με τα χέρια της το σβέρκο μου.
-«Ναι!!! Χελώ...να!!!! Ναι!!! Τώλα!!!! Τώλα μπαμπά!!!!» φωνάζει και με κοιτάζει με τα μεγάλα γαλάζια μάτια της και χαμογελώ μουδιασμένος....
Είμαι μπα...μπάς...Μπαμπάς!!!! Ακούσατε όλοι;;;;; Μπαμπάς!!!
Ναι, παιδί μου. Ότι θες παιδάκι μου!!Χελώνα θες; Χελώνα θα σου δώσω! Τώρα, κάτσε .... μήπως να βουτήξω να της την πιάσω να πάρει τη χαρά; Και που να την αφήσω τη κόρη μου; Αν πέσει από το παγκάκι και χτυπήσει όσο εγώ προσπαθώ να πιάσω τη χελώνα; Μήπως έχει καμιά βάρκα μια απόχη; ...Ένα δίχτυ ; ...Ένα σχοινί να δέσω τη μικρή έστω; Τίποτα δεν βρίσκω όταν το χρειάζομαι γαμώ!
-«Τώλα;;;» την ακούω να ρωτάει και κοιτάζω τα πιο μεγάλα παραπονιάρικα μάτια που έχω δει ποτέ.
Τι λέμε τώρα;;;; Αχ βρε μάνα!!! Ξεχάσαμε να αγοράσουμε ένα βιβλίο που να τα εξηγεί όλα αυτά!!! Μόνο παιχνίδια ήξερες να αγοράσεις!!! Όλα εγώ πρέπει να τα σκέπτομαι γαμώ; Ας διαλέξω το δρόμο της αλήθειας για αρχή.
-«Αυτή δεν μπορούμε ν α την πάρουμε. Έχει παιδάκια μικρά. Και θα ζητάνε την μανούλα τους. Θα ερχόμαστε όμως να την βλ...ωω γαμώ...» τελειώνω αυτό που λέω μιας και τα μάτια θάμπωσαν με το "δεν μπορούμε " και τα πρώτα διάφανα διαμάντια αρχίζουν να βρέχουν το λιλιπούτειο πορσελάνινο δερματάκι της.
-«Μη κλαίς...σε παρακαλώ...ωωω...Θα πάρουμε χελώνα αλλά όχι αυτήν! Άκου και μην κλαις καλέ! Έχει η γιαγιά Λουκία φέρει πολλά παιχνίδια !!! Παιχνίδια να δεις!!! Κούκλες, τρενάκια και ζωάκια και μπορεί να έχει πάρει και χελώνα!!! Σταμάτα να κλαις και πάμε να βρούμε τη γιαγιά να την ρωτήσουμε ;;; Ε τι λες;;;» ρωτώ αγχωμένος του κερατά όσο νιώθω τον ιδρώτα να κυλάει από το μέτωπο μου κατά μήκος του προσώπου μου.
Σκατά τα έκανα!
-«Η γιαγιά Λουκία ;;;» ρωτάει η μικρή έχοντας σταματήσει να κλαίει κα της σκουπίζω με τη παλάμη τα δάκρυα που έχουν τρέξει.
-«Ω, ναι. Η γιαγιά σου η Λουκία!!! Η καλύτερη γιαγιά του κόσμου!!! Έχει πολλά παιχνίδια στη τσάντα της για σένα!!! Πάρα πολλά!!! Δυο μεγάλες βαλίτσες με έβαλε και κουβάλαγα σαν το γαϊδούρι! Σ αρέσουν τα γαϊδουράκια; Και από αυτά έχει η γιαγιάκα σίγουρα στη τσάντα της! Στο σπίτι έχει σίγουρα ένα...Κώστα τον φωνάζει. Εσύ φώναζε τον όμως παππού. .Να πάμε σπίτι;;;...έτσι μπράβο χαμογέλα. Μην σε ξαναδώ να κλαις. Ότι θες θα το παίρνουμε.»
-«Τώλα... θέλω χελώνα! όχι γαδούλι!!!» φωνάζει η μικρή με πείσμα στο αυτί μου και κάνω μια γκριμάτσα πόνου ενώ πετάει με δύναμη το παγωτό χάμω εκνευρισμένη.
Το καταλάβαμε ότι δεν θες γαϊδούρι μικρέ μπελά!!!
Και τώρα τι κάνω ο δόλιος πατέρας; Αναρωτιέμαι βλέποντας τη μικρή να ξεκινάει να κλαίει γοερά. ..δίπλα στο αυτί μου!!!
-«Σαν δεν ντρέπεσαι λίγο κοτζάμ γάιδαρος να κάνεις το μωρό να κλαίει!»
Σαν πολλά γαϊδούρια δεν μαζεύονται ρε παιδιά;
Η γυναικεία φωνή που ακούγεται και που σαφέστατα απευθύνεται σε εμένα με κάνει να γυρίσω το σώμα μου προς εκείνη για να δω το κοκκινομάλλικο αυθάδικο πλάσμα του αεροπλάνου μπροστά μου να με κοιτάζει με απέχθεια.
-«Δικό σου είναι το παιδί ή να καλέσω την αστυνομία;» ρωτάει θρασύτητα και σμίγει τα μάτια της.
-«Ε, ποτέ...ακόμα εσύ να βρεις το γαλάζιο πρίγκιπα να ηρεμίσεις;» της πετάω κεραυνοβολημένος αλλά η μικρή γαντζωμένη πάνω μου ωρύεται δυνατότερα μιας και έχει χάσει της προσοχής μου.
-«Οι σωστοί άντρες έχουν εκλείψει! Πάρε παράδειγμα εσένα καημένε μου!» λέει και συνεχίζει απτόητη τείνοντας τα χέρια της προς τη μικρή που δεν έχει σταματήσει μια στιγμή τους σπαρακτικούς λυγμούς.
-«Τι είναι χρυσό μου;;; Γιατί κλαις;;; Τι θες;;; Πες σε εμένα..» λέει με τραγουδιστή φωνή πλέον και καγχάζω μιας και η κόρη μου δεν θα θελήσει να αποχωριστεί τον πατέλ...
ωωω γαμώ το κέρατο μου !!!!
-«Τι θες αγγελάκι μου;;; Τι;;;» συνεχίζει η ανάγωγη να ρωτάει το παιδί ΜΟΥ που κρέμεται στην αγκαλιά ΤΗΣ και αυτό να δείχνει με οργή σχεδόν τη θάλασσα.
-«Μα τι θες πουλάκι μου; Να κολυμπήσεις;» συνεχίζει ο σπαστικός δαίμονας να ρωτάει κανακεύοντας την μικρή που ηρεμεί περισσότερο στην αγκαλιά της.
-«Χελώνα...χελώνα!» φωνάζει η μικρή και η χωρίς τρόπους γυναίκα με κοιτάζει με ανασηκωμένο φρύδι.
-«Τι;;;;» γαυγίζω κοφτά με τα χέρια στη μέση έκπληκτος με το υψωμένο φρύδι που μου θυμίζει Λουκία.
-«ΤΙ;;;; Εσύ να μου πεις ΤΙ περιμένεις!!! Η μικρή θέλει να δει από κοντά μια χελώνα...δεν σε βλέπω να κάνεις κίνηση όμως...» γαυγίζει προς εμένα χαϊδεύοντας το κεφαλάκι της μικρής.
-«Τι εννοείς;;; Τρελάθηκες;;;;» απαντώ εκνευρισμένος και βλέπω τη μικρή να αρχίζει το κρεσέντο .
Πάλι.
Κλαψούρα μου βγήκε η κόρη μου!
-«Αν είσαι ο πατέρας της και δεν την έχεις απαγάγει το σωστό είναι να εκπληρώσεις την επιθυμία της κόρης σου...τι σόι πατέρας είσαι;;;» με ρωτάει χτυπώντας το αδύναμο σημείο μου γαμώ ενώ στρέφει την προσοχή της πίσω στη μικρή παρηγορώντας την.
-«Τώρα αγάπη μου...τώρα χρυσό μου...λίγο υπομονή και θα έχεις τη χελώνα σου. Αλλά θα την αφήσουμε πίσω στο νεράκι μετά έτσι; μόνο θα τη δούμε.. δεν μπορούμε ν α την πάρουμε.» κανακεύει τη μικρή και έχει αποτέλεσμα μιας και τώρα δυο ζευγάρια μάτια με κοιτάνε περιμένοντας.
Το ένα ζευγάρι , το γαλάζιο βουρκωμένο και υγρό και το άλλο, το σμαραγδί εξαγριωμένο.
Γαμώ τη πουτάνα μου και το κέρατο μου το τράγιο δηλαδή! Ακούς εκεί να βουτήξω να πιάσω μια χελώνα! Γυναίκες γαλουχημένες να γίνεται το δικό τους από τα γεννοφάσκια τους! Μια ζωή απαιτούν να γίνεται το δικό τους! Θα άρπαζα τη μικρή και θα την πήγαινα στη μάνα μου! Αυτή θα ήξερε κανά κόλπο να σταματήσει το κλάμα και να ξεχάσει τη γαμημένη τη χελώνα! Αλλά.. αλλά ωραία πρώτη εικόνα θα έχει η κόρη μου από το πατέρα της! Γαμώ! Γαμώ! Γαμώ! Το Αδιέξοδο μου γαμώ! Και αυτή η χελώνα εκεί, με το κεφάλι έξω από το νερό να δείχνει ότι απολαμβάνει το θέαμα!
Πετώ με νεύρα τα ρούχα μου στο τσιμέντο της προβλήτας και μένω με το μποξερ.
Με αρκετό θυμό πλησιάζω την άκρη της προβλήτας και κατεβαίνω εξαγριωμένος τα μουσκεμένα , τσιμεντένια σκαλοπάτια που οδηγούν στη θάλασσα.
-«Πρόσεξε μην γλιστρήσεις στα βρύααα!» ακούω το κόκκινο δαίμονα να φωνάζει ανήσυχος όταν το πόδι γλιστράει , βρίσκομαι στον αέρα και από κει με το πισινό στο τελευταίο σκαλοπάτι και από εκεί με τη μούρη κατευθείαν στη θάλασσα.
Βρίσκομαι απότομα μέσα στο νερό το οποίο με υποδέχεται δροσερό...αρκετά δροσερό θα έλεγα μιας και το δέρμα μου μυρμηγκιάζει αυτόματα και ο Ζαχαρίας τρέχει να κρυφτεί πίσω από θάμνο μου. Βγάζω με κόπο το ζαλισμένο μου κεφάλι από το νερό φτύνοντας μια αρκετά μεγάλη ποσότητα . Την μοίρα μου γαμώ δηλαδή!! Τσακίστηκα για μια γαμώνεροχελώνα!!!Σκουπίζω τα νερά που τρέχουν από τα μάτια μου γρυλλίζοντας καθώς το κελαριστό γέλιο την πιο αχώνευτης γυναίκας φτάνει στα αυτιά μου και την κεραυνοβολώ κατευθείαν μόλις καταφέρω να εστιάσω το βλέμμα μου πάνω της.
Θα μου το πληρώσεις αυτό κόκκινε δαίμονα!!!
Όσο για τη μικρή...αυτή ενθουσιασμένη στριγκλίζει στην αγκαλιά της σπαστικής γυναίκας όσο η περιβόητη χελώνα κολυμπά ταχύτατα προς την άλλη κατεύθυνση από μένα.
Όχιιιιιι χελωνάκιιιιιι. Εδώωωωω θα κάτσεις!!!! Σκέφτομαι τέρμα εκνευρισμένος και με μια απλωτή, δεύτερη και τρίτη ,καταφέρνω να την πιάσω απαλά από τα πλάγια του καβουκιού της και να ανακάμψω την πορεία της . Την ανασηκώνω και πλησιάζοντας την προβλήτα την αφήνω απαλά πάνω στο τσιμέντο όσο οι γυναίκες που με περιμένουν σκύβουν και ξεκινάνε τα χαϊδολογήματα και τις γλυκές κουβέντες.
ΚΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΤΙΠΟΤΑ ΓΑΜΩ !!!
Ξεκινώ να κολυμπώ προς τα σκαλοπάτια και πιάνομαι προσεχτικά και ανεβαίνω ενώ τα νερά στάζουν από παντού. Όταν με το καλό και χίλιες προφυλάξεις ανεβαίνω πάνω στη τσιμεντένια προβλήτα στάζω ολόκληρος. Πλησιάζω την κόρη μου που πλέει σε πελάγη ευτυχίας και βλέποντας με , τρέχει με γραπώνει από το χέρι και με φέρνει να γονατίσω στη χελώνα μαζί τους.
-«Δεν ήταν τόσο δύσκολο τελικά...» λέει εκείνη.
-«Δεν σε είδα να το κάνεις εσύ...» απαντώ εγώ.
Αυτά ανταλλάξαμε πριν τα βλέμματα μας κλειδώσουν.
Το απόλυτο σμαραγδί χρώμα ....όσο και αν θέλω να της θυμώσω ...δεν μπορώ.. νιώθω να χάνομαι στο βλέμμα της...τόσο όμορφο θηλυκό .. κοίτα γωνίες το πρόσωπο της...εκνευριστικό θηλυκό αλλά υπέροχο θηλυκό....ένας κόκκινος δαίμονας κατευθείαν απεσταλμένος από την κόλαση...για να με τυραννήσει ανελέητα... και ο Ζαχαρίας συμφωνεί μιας και ξεκινά να δίνει σημεία ζωής και αποστρέφω το βλέμμα μου πριν συμβούν ατυχήματα.
Προχωρώ προς τα ρούχα μου και ξεκινώ να τα φορώ αδιαφορώντας που βρέχονται μιας και δεν έχω στραγγίσει ακόμα.
Ντυμένος, μουσκεμένος και ...λίγο αναστατωμένος παρατηρώ τον κακό μπελά που με βρήκε να αφήνει τη χελώνα απαλά στην επιφάνεια του νερού και η κόρη μου να γελάει κουνώντας το χεράκι της χαιρετώντας την χελώνα.
Πάει και αυτό ευτυχώς...καιρός να την πάω στη γιαγιά της!
Πλησιάζω τη μικρή και της χαμογελώ ανοίγοντας τα χέρια μου τα οποία αμέσως γραπώνει και σκαρφαλώνει το μικρό μαιμουδάκι μου.
-«Πάμε σπίτι τώρα ναι; Η γιαγιά περιμένει,,..» λέω απαλά και νεύει καταφατικά αφήνοντας ένα χασμουρητό πριν γύρει το κεφαλάκι της στο στέρνο μου.
Αχ, τι ωραία που μυρίζει η κόρη μου...
-«Σου μοιαζει...η μικρή σου μοιάζει...» ακούω να μονολογεί ο δαίμονας και την κοιτώ έτοιμος για καβγά.
-«Πριν με κατηγορούσες για απαγωγή...δεν μου έμοιαζε τότε;» αναρωτιέμαι σφυρίζοντας σιγανά για να μην τρομάξω το παιδί μου και βλέπω την θρασύτατη να χαμογελά πλατιά λάμποντας .
-«Ναι καλέ , πως ίδιοι είστε ... αλλά ήθελα να δω μέχρι που μπορείς να φτάσεις...» απαντάει χαμογελώντας , ανασηκώνει τους ώμους και τινάζοντας τα μαλλιά της φεύγει σχεδόν χορεύοντας σαν αερικό.
Αυτή η γυναίκα θα είναι η καταστροφή μου !!! Γιατί εγώ αυτήν θα την πνίξω και θα πάω φυλακή!!!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top