~κεφάλαιο 32~


Κουρασμένοι και ταλαιπωρημένοι φτάνουμε στο αεροδρόμιο των Αθηνών και παραλαμβάνουμε τα  λιγοστά πράγματα μας βουβά. Ολόκληρο αγώνα κάναμε να φτάσουμε την ίδια ακριβώς μέρα στην Αθήνα. Όλη μέρα σχεδόν ταξιδεύουμε ,αντοχή καμία.  Αν δεν ήταν η Στέλλα με τις οικονομίες της δεν θα τα είχαμε καταφέρει. Κάτι που της υποσχέθηκα  φυσικά να της  ξεπληρώσω  μόλις έβρισκα χρήματα.

Τι κατάντια Θεέ μου. .ορκίζομαι ποτέ να μην ξαναβρεθώ σε αυτή τη θέση!

 Σέρνουμε τα βήματα μας προς την έξοδο δίχως να ανταλλάξουμε πολλές κουβέντες χαμένοι και οι δυο μας στις σκέψεις μας όταν φρενάρω απότομα τον βηματισμό μου παρατηρώντας ένα μελαψό τύπο, αρκετά νεότερο μου να περιφέρεται παρατηρώντας  τους ταξιδιώτες. Το πιθανότερο πουλάει τίποτα λαθραία γυαλιά ή τσιγάρα σκέφτομαι  βιαστικά αλλά αυτό που μου κεντρίζει  την προσοχή  κατευθείαν είναι όχι  το τι πουλάει αλλά  το τι φοράει!

Τα ρούχα μου γαμώ! Τα ρουχαλάκια μου που έχασα μαζί με στη βαλίτσα μου! Τον άθλιο! Αυτός τα βούτηξε και γι αυτό δεν κατάφεραν να τα εντοπίσουν , σκέφτομαι και εξοργίζομαι τόσο που  τον πλησιάζω αστραπιαία και φτάνοντας τον  τον γραπώνω από το γιακά.

-«Ε, φίλος τι συμβαίνει;;;;» έντρομος ρωτάει και προσπαθεί να μου ξεφύγει.

-«Θοδωρή!» φωνάζει ξαφνιασμένη  δίπλα μου η Στέλλα που με έχει φτάσει αλλά δεν ξέρει τι έχω πάθει και τον κρατώ .

-«Όταν βρίσκουμε κάτι το παραδίδουμε, δεν επωφελούμαστε από αυτό!» γρυλίζω και σηκώνω το ένα χέρι να τον πλακώσω.

Αν παρέδιδε τη βαλίτσα ...δεν θα κυκλοφορούσα  εξαρχής με στρατιωτικά ρούχα...δεν θα γινόταν παρεξήγηση ανάμεσα σε μένα και στη Βίβιαν.. δεν θα έσπαγε το κινητό μου...δεν θα έσπαγε η καρδ... ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΘΑ ΕΙΧΕ ΣΥΜΒΕΙ ΓΑΜΩ ΤΟ ΚΕΡΑΤΟ ΜΟΥ!!!.. σκέφτομαι εξαγριωμένος και πάνω που είμαι έτοιμος να του γνωρίσω τη δεξιά μου γροθιά  νιώθω να με βουτάνε δυο ένστολοι της ασφάλειας του αεροδρομίου και  να με απομακρύνουν από κοντά του.

-«Τι συμβαίνει εδώ;» με ρωτάει  αγριεμένος ο ένας και τινάζω το χέρι του από πάνω μου.

-«Αυτός φοράει τα ρούχα μου! Έχασα την βαλίτσα μου την τελευταία φορά που ταξίδεψα και αυτός τα φοράει!» φωνάζω και βλέπω τον μελαψό να τα χάνει αν και γρήγορα να ανασυγκροτείται και ατάραχος να με κοιτάζει με θράσος.

-«Έχεις αποδείξεις για αυτό που με κατηγορείς φίλε;» λέει κοιτώντας με, με θράσος και έπειτα γυρνάει το βλέμμα του στους ένστολους.

-« Εγώ τα αγόρασα από Μοναστηράκι!» συνεχίζει θαρρετά και ξεφυσώ κουρασμένος.

Δεν μπορώ να καταλάβω τι μου συμβαίνει πραγματικά. Νιώθω ότι δεν έχει κανένα νόημα να τσακωθώ μαζί του, να διεκδικήσω το δίκιο μου...ότι είναι μάταιο... ότι όλα είναι μάταια και νιώθω τόσο γαμημένα κουρασμένος.  

-«Δεν τα αγόρασες παλιοκλεφτρόνι  αλλά τα βρήκες... αλλά δεν έχω κουράγιο να ασχοληθώ μαζί σου...χάρισμα σου.. εσείς όμως ψάξτε στο σπίτι του...για να έχει κλέψει τη βαλίτσα μου θα έχει κλέψει κι άλλους ..» μουρμουρώ  κουρασμένος και  αφού τινάξω τα χέρια του δεύτερου ένστολου  από πάνω μου απομακρύνομαι από το σημείο με τη Στέλλα να με ακολουθεί παρατηρώντας με προβληματισμένη.

Επιβιβαζόμαστε στο πρώτο ταξί  που βρίσκουμε και πριν προλάβουμε να πούμε το οτιδήποτε χτυπάει το κινητό της Στέλλας που το έχει μόλις ενεργοποίηση και την αφήνω να μιλήσει με την Αγνή όσο εγώ επικεντρώνομαι στη διαδρομή.

-«Θα περάσει πειθαρχικό ...»

Γυρνάω το βλέμμα μου από τη διαδρομή και κοιτώ τη Στέλλα που έχει μόλις  κλείσει το τηλέφωνο και τερματίσει την κλήση της με την Αγνή. 

Δεν με κοιτάει...κοιτάζει μπροστά.

-«Τα άκουσε όλα ο  διοικητής... τι παιχνίδι στη πλάτη σου έστησαν ...τι έγινε και... απαγορεύεται η ανάμιξη πολιτών σε απόρρητα ζητήματα του στρατού ...ειδικά χωρίς την συγκατάθεση τους..θα περάσει πειθαρχικό.» επαναλαμβάνει χωρίς να με κοιτάζει και γυρνώ το βλέμμα μου και εγώ μπροστά.

Εκείνη θα υποστεί τις  συνέπειες των πράξεων της ...εγώ τις συνέπειες που την εμπιστεύθηκα...Ας είναι ...σκέφτομαι και χάνομαι στις σκέψεις μου.

Το μυαλό μου το νιώθω σαν κυψέλη με τις σκέψεις  σαν μέλισσες να το γεμίζουν, αδιάκοπα να κυκλοφορούν παντού , να μπαίνουν , να βγαίνουν , να μην σταματούν να βουίζουν . Και η βασίλισσα σκέψη στο κέντρο του να μου υπενθυμίζει πόσο βλάκας στάθηκα ξανά.

Φτάνουμε έξω από την πολυκατοικία και κατεβαίνουμε πληρώνοντας τον ταξιτζή . Παίρνουμε τα λιγοστά πράγματα μας στον ώμο μας  και ενώ κοιτώ το σπίτι μου ανακουφισμένος αισθάνομαι την αμηχανία της Στέλλας και γυρνώ και την κοιτάζω με συμπάθεια.

-«Πρέπει να πούμε γεια...να πάω στο θείο μου...να πάρω τη θέση μου πίσω από το πάγκο αν με δεχθεί...» ψελλίζει ταραγμένη και για να σταματήσω το λογύδριο της την πιάνω από το αριστερό ώμο απαλά και τραβώ τον σάκο της και τον τοποθετώ στο δικό μου ώμο.

-«Δεν έχεις καμία δουλειά στο φούρνο. Δεν θα απογοητεύσουμε την Αγνή.» της λέω και με κοιτά σαν χαμένη όσο της πιάνω το δεξί  της χέρι.

-«Θα έρθεις μαζί μου.» λέω αποφασιστικά  και την παρασύρω στο μονοπάτι που οδηγεί στην είσοδο της πολυκατοικίας και από εκεί στο ασανσέρ της.

Μπαίνουμε μέσα ενώ νιώθω το έκπληκτο και συγχρόνως συγκινημένο βλέμμα της Στέλλας πάνω μου και πατώ το κουμπί για τον όροφο των γονιών μου.

-«Γιατί το κάνεις αυτό Θοδωρή;» καταφέρνει να ψελλίσει συγκινημένη και κοιτώ τα νούμερα που φωτίζονται εναλλάξ στο ειδικό καντράν του ανελκυστήρα.

-«Γιατί το θέλω.» απαντώ σοβαρά και με πλησιάζει .

-«Θα σε στιγματίσουν...θα σε πληγώσουν όσο είμαι πλάι σου.» λέει με φωνή που τρέμει.

-« Ποιος σου είπε ότι με νοιάζει  βρε Στέλλα;  Είσαι φίλη δική μου και της Αγνής. Ας τους να πουν ότι θέλουν.. σάμπως δεν θα έλεγαν; Τα στόματα των παπαγάλων δεν μπορείς να τα κλείσεις.. γι αυτό σου προτείνω να κλείσεις τα αυτιά σου. » απαντάω και έχοντας φτάσει στον όροφο που στεγάζεται το πατρικό μου βγαίνω έξω κρατώντας στο ένα χέρι το σακβουαγιάζ και στο άλλο χέρι το χέρι της Στέλλας.

Γύρισα σπίτι.


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top