~κεφάλαιο 26~
"Αν θες απάντηση σε κάτι ρώτα έναν άνδρα. Αν θες να γίνει κάτι, ρώτησε μια γυναίκα." – Margaret Thatcher
Έπειτα από ένα άκρως ανήσυχο βράδυ και νύχτα η επόμενη μέρα κύλησε στον ίδιο ρυθμό και ότι και να έκαναν τα κορίτσια να φτιάξουν τη διάθεση μου ήταν καταδικασμένο εκ των προτέρων . Το στομάχι μου παρέμενε σφιγμένο από την ώρα της τυχαίας συνάντησης μου με τη Βίβιαν εχθές το απόγευμα και κλείστηκα στη σοφίτα με το βιβλίο στο χέρι και το μυαλό μου αναστατωμένο. Η Βίβιαν δεν είχε καταφέρει να με πείσει ότι ο Κοσμάς ήταν μόνο φίλος και αυτή η αναστάτωση και ανησυχία της που δεν θύμιζε σε καμία των περιπτώσεων τη γλυκιά και ήρεμη Βίβιαν με είχαν κάνει να κοντεύω να τρελαθώ. Οι σκέψεις μου που δεν ήταν και οι πιο ευοίωνες έκαναν ξέφρενο πάρτι και κάτι αόριστο που ήμουν σίγουρος ότι μου διέφευγε δεν με άφηνε να ηρεμίσω.
Ένα πράγμα παρακάλαγα μονάχα: Αυτή η άσκηση να τελείωνε ώστε να πάρω τις απαντήσεις μου; Το πότε θα τελείωνε όμως παρέμενε άγνωστο..
Απόγευμα και εγώ καθισμένος στη σοφίτα ακόμα , με το βλέμμα να σκανάρει τις όποιες κινήσεις των πολεμικών πλοίων στη θάλασσα και το βιβλίο πεταμένο κάπου δίπλα μου . Ανήσυχος και θυμωμένος..
-"Εδώ θα την βγάλεις όλη μέρα;"
Η ανήσυχη φωνή της Στέλλας που κουβαλώντας μια πιατέλα με καλοκαιρινά, δροσερά φρούτα κομμένα σε μερίδες μπερδεύει το μέτρημα μου το οποίο αφήνω στη μέση και αναστενάζω κοιτώντας την να μπαίνει στο δωμάτιο και αφού αφήσει την πιατέλα στο περβάζι κάθεται δίπλα μου , οκλαδόν στο πάτωμα και από πίσω να την μιμείται η Αγνή κατσουφιασμένη.
Αυτές παντού μαζί πάνε;
-"Δεν θες να κατέβουμε για μπάνιο; Η θάλασσα είναι ήρεμη και ο καιρός αρκετά ζεστός." προτείνει.
-"Αλλιώς αν δεν θες ,να κατέβουμε να περπατήσουμε λίγο τριγύρω να χαζέψουμε και να κάνουμε στάση στο μουσείο που δεν έχετε ακόμα πάει;" πετάγεται η Αγνή πριν προλάβω να αρνηθώ στη πρόταση της Στέλλας.
-"Δεν έχω όρεξη για τίποτα.. συγγνώμη."
Τα κορίτσια δέχονται την άρνηση μου βουβές και έπειτα από μια μικρή σιωπή ξεκινάνε να συζητούν για διάφορα θέματα . Η προσοχή μου στρέφεται ξανά έξω από το παράθυρο της σοφίτας και φτάνει ως τα τούρκικα παράλια με ευκολία καθότι λόγω της υπέροχης λιακάδας και της νηνεμίας η ορατότητα καθόλου περιορισμένη δεν είναι. Αντιθέτως θα έλεγα οτι διακρίνω τα απέναντι παράλια ξεκάθαρα.
Ανάμεσα στα πολεμικά πλοία διαφόρων διαστάσεων ξεχωρίζω κάτι που μου κάνει εντύπωση καθώς διαπιστώνω το καΐκι του Φώτη να σχίζει τα νερά και ν α πλησιάζει το Καστελόριζο. Επιτρέπεται το ψάρεμα με την άσκηση που λαμβάνει χώρα; αναρωτιέμαι παρατηρώντας το να μπαίνει στο λιμάνι.
Ο Φώτης με έχει συνηθίσει τόσες μέρες που βρίσκομαι στο νησί σε δύο πρωινά δρομολόγια με προορισμό το Κας με λιγοστούς κατοίκους που θέλουν να το επισκεφτούν για τα ψώνια τους και αυτό αν έχει καλό καιρό και ως το μεσημεράκι έχει πάντα γυρίσει. Έχω μάθει πλέον τις μέρες που κάνει αυτό το δρομολόγιο και σήμερα δεν είναι μια από αυτές. . Τέτοια ώρα ο Φώτης το πιθανότερο να έβγαινε για ψάρεμα μόνος ή με παρέα το γέρο Θοδωρή αλλά ποτέ να γύρναγε ...εκτός αν ...αν είχε συμβεί κάτι ξαφνικό..
Τον παρατηρώ προβληματισμένος βαθιά , σκυθρωπό και χαμένο στις σκέψεις του μηχανικά να δένει το καΐκι του και αμέσως μετά να βηματίζει αναστατωμένος και σκεφτικός τον μόλο.
Αυτό δεν είναι σε τίποτα καλό καταλήγω καθώς νιώθω να ενισχύει η στάση του την ανησυχία και το φόβο μου.
Πετάγομαι απότομα από τη θέση μου και ξεκινώ να τρέχω αφήνοντας τα κορίτσια πίσω μου αναστατωμένες να ρωτούν τι συμβαίνει τρέχοντας να με προλάβουν. Κατηφορίζω το δρόμο και τα βήματα μου και η καρδιά μου έχουν συγχρονίσει το ρυθμό τους.
Πρέπει να του μιλήσω. Είμαι σίγουρος ότι κάτι έχει συμβεί.
Φτάνω στο λιμανάκι και τρέχοντας ακόμα φωνάζω το όνομα του κάνοντας τον να στραφεί προς το μέρος μου αλλά δίχως να με βλέπει. Για λίγα δεύτερα μόνο. Μετά το βλέμμα του φωτίζεται .
-«Ευτυχώς που με βρήκες Θοδωρή. Δεν ξέρω τι να κάνω με δαύτο το κορίτσι!» λέει ανήσυχος και το αίσθημα της ανησυχίας μου ρίχνει στεγνή μπουνιά στο στομάχι.
Α ς μην αναφέρεται Θεέ μου σε ένα συγκεκριμένο κορίτσι... το δικό μου.
-«Τι εννοείς;» ψελλίζω έχοντας αρχίσει να τρέχει κρύος ιδρώτας τη σπονδυλική μου στήλη από το φόβο που έχει ζωγραφιστεί στο βλέμμα του όσο το κακό προαίσθημα που έχω από εχθές το πρωί που την είδα τελευταία φορά έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις.
-«Η Βίβιαν μου ζήτησε πριν καμιά ώρα να την πάω μέχρι τα ελληνικά χωρικά ύδατα. Ήταν είπε επείγον ..» λέει και τα πόδια μου μουδιάζουν.
-«Και που είναι τώρα;;; Γιατί δεν είναι μαζί σου;;;» ρωτώ ξεψυχισμένα κοιτώντας το καΐκι που παραμένει άδειο και σιωπηλό να λικνίζεται απαλά στα νερά του λιμανιού κενό .
-«Βούτηξε παιδί μου με στολή δύτη! Είπε ότι έπρεπε να πάει απέναντι δίχως να την πάρουν χαμπάρι...Γιατί την άφησα...Τι έκανα Θεέ μου.. Μετά το κατάλαβα..»
-«Τι εννοείς Φώτη;» ρωτώ τραχιά ενώ οι γροθιές μου έχουν γίνει σκληρές σαν ατσάλι.
-«Το οξυγόνο φτάνει να την πάει απέναντι από εκεί που την άφησα ..αλλά όχι για να γυρίσει πίσω.. πως θα γυρίσει μου λες; Αν την πιάσουν να κυκλοφορεί χωρίς άδεια στη ξεριά .. Με ελληνική στρατιωτική ταυτότητα... είναι καθαρή αυτοκτονία!» λέει τρομαγμένος και ένα πνιχτό επιφώνημα τρόμου με κάνει να γυρίσω προς τα πίσω και να δω τη Στέλλα και την Αγνή κάτωχρες να μας κοιτάζουν αποσβολωμένες.
Θα την σκοτώσω!!!
Αλλά πρώτα πρέπει να την πιάσω στα χέρια μου!!!!
-«Γιατί την άφησες και γιατί έφυγες και δεν την περίμενες;;;;» γρυλίζω και τον πιάνω από το πέτο του πουκαμίσου του αλλά συνέρχομαι και τον αφήνω αμέσως καθώς σαστισμένος με κοιτάζει .
-«Μου είπε ότι ήταν μέρος της άσκησης που γίνεται να πάει απέναντι παιδί μου! Ήταν εντολή είπε να αποδείξει ότι μπορεί να τα καταφέρει δίχως να την αντιληφθούν οι απέναντι!!!" λέει ταραγμένος και συνεχίζει βλέποντας με να έχω πανιάσει.
-" Βρισκόμουν εν μέσω πυρών Θοδωρή! Δεν μπορούσα να σταθώ εκεί με ενημέρωσε ένα πολεμικό πλοίο...αν ήθελα να ψαρέψω είπαν να βγω μόλις πέσει το φως που τελειώνει η σημερινή άσκηση.. » τελειώνει κάθιδρος και στηρίζει όπως - όπως το αναστατωμένο σώμα του σε ένα από τους κάβους του λιμανιού ενώ εγώ παγωμένος στέκω από πάνω του με το βλέμμα μου σταθερό κολλημένο απέναντι.
Το μυαλό δουλεύει πυρετωδώς όσο η καρδιά τρέχει στον ίδιο φρενήρη ρυθμό .
Το κορίτσι μου απροστάτευτο σε εχθρικό έδαφος. Δεν χωράνε συζητήσεις αυτή τη κρίσιμη ώρα, μόνο πράξεις!
-«Θα με πας εκεί που την άφησες μόλις πέσει το φως. Ξέρω νομίζω που θα την βρω. Πόση ώρα λείπει;» ρωτώ και τον πιάνω από το μπράτσο δυνατά.
-«Την άφησα πριν μια ώρα περίπου.. θα έχει φτάσει τώρα απέναντι..ήρθα κατευθείαν πίσω... που μυαλό να σκεφτώ λογικά ...τι σκέφτεσαι;» με ρωτάει φανερά ανήσυχος.
-«Βρες μου στολή δύτη Φώτη , θα με πας εκεί που την άφησες και θα πάω να την φέρω πίσω. Βρες μου δυο αναπνευστήρες. Εσύ περίμενες μας να γυρίσουμε. Ρίξε παραγάδι.. κάτι..κάνε οτι ψαρεύεις. » ξεκινώ να λέω μπερδεύοντας τα λόγια μου απο την ταραχή μου.
-«Θα έρθουμε και εμείς μαζί!» με διακόπτει η Στέλλα φωνάζοντας και την κοιτάμε όλοι σαν να είδαμε ξαφνικά φάντασμα ενώ ήδη κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου προς πείσμα της και την βλέπω να φουντώνει και να αστράφτει.
-«Είναι και δικιά μας φίλη η Βίβιαν! Στο κάτω -κάτω αν είμαστε πολλοί δεν θα κινήσουμε υποψίες ότι κάτι άλλο συμβαίνει! Έτσι δεν είναι κυρ Φώτη;» φωνάζει και γραπώνει το χέρι μου δυνατά.
-«Έχει δίκιο το κορίτσι.» συμφωνεί ο Φώτης και την βλέπω να πετάγεται χαρούμενη και να προσπαθεί να με σύρει προς το σπίτι.
-«Δώστε μας 10 λεπτά να ετοιμαστούμε!!!» φωνάζει και θυμώνω περισσότερο.
-«Τι νομίζεις ότι πας να κάνεις μου λες; Έχω να ανησυχώ για την μία θα ανησυχώ και για σένα;» ουρλιάζω σχεδόν στο αυτί της αλλά καθόλου δεν την βλέπω να χαμπαριάζει.
-«Θα έρθω και εγώ μαζί σα ς ότι και αν πεις Θοδωρή!!!» φωνάζει η Αγνή που τόση ώρα απλά υπάρχει δίπλα μας και τινάζω το σώμα μου κοιτώντας τες εναλλάξ.
-«Τρελαθήκατε τελείως εσείς;;;;» φωνάζω αρνούμενος να δεχτώ την κατάσταση.
Ειδικά την Αγνή με τίποτα!!
-«Ότι και αν πεις εμείς θα έρθουμε Θοδωρή!! Όσο περισσότεροι τόσο καλύτερα! Πάμε να ετοιμαστούμε δίχως καθυστερήσεις περιττές!» φωνάζει η Στέλλα και τις βλέπω να τρέχουν αφήνοντας με πίσω να τις παρακολουθώ που αναρωτιούνται δυνατά τι να φορέσουν.
-«Την τουαλέτα σας για να κάνουμε καλύτερη εμφάνιση στα μπουντρούμια του Ερντοράν ..» γρυλλίζω με δαύτες που έμπλεξα και ξεκινώ να τρέχω κατά πόδας τους ενώ από το μυαλό μου περνάνε σκηνές από το εξπρές του μεσονυχτίου .
Μία παραλλαγή της ταινίας σύντομα κοντά σας!!!! Τα νευρά μου!!!! Όσο για την άλλη...την άλλη θα τη σκοτώσω είπαμε μόλις την πιάσω στα χέρια μου βέβαια!!!
-« Πετάγομαι κάπου!!» φωνάζω και μπαίνω στο αυτοκίνητο του παππού φουριόζος αντί στο σπίτι που έχουμε φτάσει , το οποίο βάζω εμπρός και φεύγω με μια κατεύθυνση μόνο.
Το στρατόπεδο.
Φρενάρω το αυτοκίνητο σηκώνοντας ενα σύννεφο σκόνης και πετάγομαι έξω απότομα δίχως καν να κλεισω τη πορτα του και τρέχω προς τον φρουρό της πύλης.
_"Φώναξε μου το διοικητή!!! "ουρλιαζω σχεδόν για να μου απαντήσει σαστισμένος οτι είναι εκτός στρατοπέδου πιθανόν επιβλέπει την άσκηση που είναι σε εξέλιξη.
-«Φώναξε μου τότε τον Κοσμά!. Τώρα λέμε!!!» ουρλιάζω και τον βλέπω να τα χάνει και να τρέχει προς τα μέσα τρεχάτος.
Όση ώρα τον περιμένω να φανεί κάνω σενάρια τα οποία δεν είναι και τα καλύτερα. Γιατί πάντα σχεδόν το μυαλό σου παίζει παιχνίδια όταν είσαι τρομοκρατημένος και φτιάχνει το χειρότερο σενάριο;
Βλέποντας να καταφθάνει με το πάσο του , ανέμελος ο Κοσμάς εξαγριώνομαι . Με το που με αντικρίζει υιοθετεί το γνωστό στυλάκι του και οι γροθιές μου σφίγγουν .
-«Ποιος αέρας φυσηξε και σε έφερε κατά τα μέρη μας;» ρωτάει ειρωνικά και ανάβει τσιγάρο με απάθεια ενώ στέκεται στη πύλη και ο φρουρός που τον ειδοποίησε παίρνει τη θέση του ξανά στο πόστο του.
-«Άλλη όρεξη δεν είχα να δω τα μούτρα σου..» πετάω και τον κοιτώ να ρουφάει το τσιγάρο του απολαυστικά.
-«Τι με θες τότε;» πετάει εκνευρισμένος και φυσάει τον καπνό κατά το μέρος μου.
-«Που θα πήγαινε η Βίβιαν στην Κας;» ρωτάω σχεδόν σφυρίζοντας τις λέξεις και οι γροθιές μου με καίνε.
-«Η Βίβιαν...; "ρωτάει σιγανά και δείχνει να τα χάνει πριν συνεχίσει
_" Η βίβιαν ζήτησε ολιγόωρη άδεια και... υπέθεσα θα ερχόταν σε σένα...» ψελλίζει χάνοντας τις λέξεις του και το πρόσωπο του ξεκινάει να χλομιάζει ρίχνοντας τα χέρια του άψυχα κάτω .
-«Λάθος υπέθεσες! Ο Φώτης την άφησε με στολή δύτη στα χωρικά ύδατα. Πες μου που σκατά θα την βρω! » ουρλιάζω και κάνω δυο τεράστια βήματα προς το μέρος του όσο αυτός τα έχει χάσει τελείως και με κοιτάζει σαν να μην πιστεύει ότι μόλις άκουσε με το τσιγάρο κρεμασμένο να τρέμει στα χείλια του.
-«Πες μου!!! Κάθε λεπτό είναι εις βάρος της!!!Δεν είναι μέρος της άσκησης να πάει εκεί έτσι;;;; » ουρλιάζω και δίχως να καταλάβω το πώς έχω βρεθεί να τον κρατώ με τα δυο χέρια μου σφιχτά από το πέτο του.
-«Στον Ακίμ...όχι δεν είναι μέρος της άσκησης.. Κανείς δεν το ξέρει που πάει.. Αλλά... Αλλά έπρεπε να έρθει σε επαφή με τον Ακίμ...» ψιθυρίζει τρομαγμένος.
Στο κατάστημα με τα ηλεκτρικά λοιπόν.
_"Αν έπρεπε να πάει κάποιος γιατί δεν πήγες εσύ;;; "γρυλλίζω έξαλλος τριζοντας τα δόντια μου.
_" Την θέλω τη ζωή μου εγώ ακομα! "
Η γροθιά μου προσγειώνεται στο στόμα του δίχως να το καταλάβω και τον βλέπω να παραπατά και να πέφτει κάτω . Τον παρατηρώ ξαπλωμένο στο έδαφος όσο φτύνει το αίμα απο το στόμα του και να βήχει αλλά καμία ευχαρίστηση δεν νιώθω. Νιώθω ότι και να τον σκοτώσω πάλι δεν θα είμαι ευχαριστημένος. Κάνω μεταβολή και προχωρώ προς το αυτοκίνητο μου.
-«Εγώ της είπα να μην πάει!!! Της είπα ότι είναι αυτοκτονία κάτι τέτοιο!!!» ουρλιάζει πίσω μου σαφώς για να εξιλεώση κάπως τις τύψεις του και αν και σταματώ το βηματισμό μου νιώθοντας την ανάγκη να γυρίσω και να τον σαπίσω στο ξύλο, η σκέψη της οτι κινδυνεύει με ωθεί να συνεχίσω το βηματισμό μου και χώνομαι στο αυτοκίνητο φεύγοντας με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
Κάθε λεπτό είναι κρίσιμο για να το σπαταλώ.
Τραβώ χειρόφρενο και αφήνω το αυτοκίνητο όπως – όπως και πετάγομαι στο σπίτι μέσα για να φρενάρω το σώμα μου , έκπληκτος από το θέμα που αντικρίζω.
Η Στέλλα και η Αγνή ντυμένες με μαύρο παντελόνι εφαρμοστό και μαύρο μπλουζάκι και πιασμένα τα μαλλιά κότσο με περιμένουν ανυπόμονες ξεφυσώντας.
-«Αμάν βρε Θοδωρή!!! Βρήκες ώρα για βόλτες!!» γκρινιάζει η Στέλλα και με προσπερνά σκουντώντας με βγαίνοντας έξω.
-«Ντύσου και έλα!!» πετάει η άλλη σουσουράδα αλά λάρα κροφτ volume 2 πετώντας μου σχεδόν στα μούτρα μια αλλαξιά μαύρα ρούχα και ακολουθεί την λάρα κροφτ 1 από πίσω βγαίνοντας έξω απο το σπίτι .
Κουνώ το κεφάλι μου να πάρει μπρος και να συνέλθει και ξεκινώ βιαστικά να γδύνομαι στο χολ πετώντας τα ρούχα μου παντού.
Ντυμένος στα μαύρα πετάγομαι έξω απο το σπίτι που με περιμένουν φορώντας μαύρα γυαλιά και κοιτώντας τες με τον ήλιο να έχει ξεκινήσει να σβήνει πίσω μας, διάφορες εικόνες διάσπαρτες απο το εξπρές του μεσονυχτίου και απο το θερμό επεισόδιο των Ιμίων παίζουν στο μυαλό καθώς εισχωρώ ανάμεσα τους και ξεκινάμε να περπατάμε αμίλητοι με κατεύθυνση το λιμανι και αν και θα έπρεπε να νιώθω φόβο αντιθέτως νιώθω έτοιμος για όλα.
ΓΙΑ ΟΛΑ.
1) Σουσουράδες μου ,δεν πρόλαβα να ετοιμάσω δεύτερο κεφάλαιο... 😢
2)Ετοιμαστείτε για "θερμό" επεισόδιο.😂
3)Η ιστορια μας φτάνει στη μέση της. 😏Θα έχει το ευχάριστο τέλος που αξίζει στο Θοδωρή μας. Το τονίζω ότι θα λάβει αυτό που του αξίζει. Ξεκολλήστε από τα κλισέ!
4)Ηδη έχω αρχίσει και φτιάχνω στο νου την επόμενη ιστορία μας. Η οποία θα μας ταξιδέψει το χειμώνα σε χώρα μακρινή και υγρή. Με αρκετούς χαρακτήρες που θα λατρέψετε. 😏
5)Οι ιστορίες μου θα αρχισουν σταδιακά να κατεβαίνουν για επιμέλεια. Κάθισα να διαβάσω μερικά απο τα κεφάλαια τους και πονέσαν τα μάτια μου απο τα συντακτικά και γραμματικά λάθη 😢θα ξανά ανέβουν όταν θα είναι κάπως πιο αξιοπρεπείς😉
Καλό 15 Αύγουστο σουσουραδίτσες μου❤️❤️❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top