~κεφάλαιο 20~


Εκνευρισμένος ακόμα από την επίθεση του κοπρόσκυλου   που δέχτηκα , πετάγομαι από τη θέση μου με το που παρκάρει το αυτοκίνητο η Βίβιαν και βρίσκομαι να έχω ανέβει τα 200 σκαλιά που οδηγούν στον Άγιο Γιώργη του βουνού - την επόμενη εξόρμηση μας- με την μία δίχως να το καταλάβω,με μια ανάσα! 

Τέτοια νεύρα έχω...

Έχοντας κάπως ηρεμίσει και συνειδητοποιώντας ότι τα κορίτσια δεν ακούγονται πια, σταματώ την ανάβαση και κοιτώ προβληματισμένος πίσω μου.

Έχουν σταματήσει όλες μαζί σε ένα σκαλί  πολύ πιο κάτω από το σημείο που βρίσκομαι,, και αν κρίνω από τα αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα τους δεν τους ήρθε η ανάβαση  και τόσο εύκολη .

 Η Βίβιαν φαίνεται καλύτερα από τις άλλες δυο και αυτό το αποδίδω στην καθημερινή γυμναστική στο στρατόπεδο. Όσο για τον Κοσμά αυτός χαλαρός ανεβαίνει  δίχως να δίνει σημασία σε τίποτα. 

Αλήθεια αυτός γιατί ήρθε σήμερα μαζί μας;;;;

Κατεβαίνω αργά για να τις φτάσω και να  δω τι συμβαίνει , προσπερνώντας τον Κοσμά γρυλίζοντας. 

Φτάνοντας τα κορίτσια διαπιστώνω  να κάθονται  όλες ήδη σε ένα σκαλί και το στήθος  της Αγνής ειδικά να  ανεβοκατεβαίνει γρήγορα.

-«Τι πάθατε;» ρωτώ και στέκομαι από πάνω τους.

-«Δεν μπορώ άλλο...»κλαψουρίζει η Στέλλα λαχανιασμένη.

-«Αγνή έχεις πάρει το σπρέι του άσθματος μαζί σου;» ρωτώ  βλέποντας ότι η μικρή έχει χάσει το χρώμα της και σκύβω στο ύψος της μιας και δεν έχει κουράγιο ούτε να μιλήσει.

Νεύει καταφατικά  με το κεφάλι και αναστενάζοντας ανακουφισμένος περνώ το χέρι μου  μέσα   σ το σακίδιο της που έχει ακουμπήσει στο σκαλί δίπλα της.

-«Πάρε μερικές ανάσες κορίτσι μου.» της λέω ήρεμα και το τοποθετώ γύρω από τα χείλια της.

Με υπομονή την αφήνω να εισπνεύσει και βλέπω το στήθος της  σταδιακά να ηρεμεί . 

Φτηνά την γλιτώσαμε.

-«Καλύτερα να με αφήσετε εδώ. Δεν νομίζω να τα καταφέρω..» λέει κουρασμένα και με κοιτάει στεναχωρημένη.

-«Ναι, ούτε εγώ θα έρθω ως εκεί πάνω. Δεν αντέχω άλλο...» κλαψουρίζει και η Στέλλα με την σειρά της και το βλέμμα μου κοιτάζει τα κατακόκκινα μάγουλα της και το ιδρωμένο της μέτωπο.

-«Όλες θα φτάσετε στην κορυφή κορίτσια όσο είμαι εγώ εδώ!» λέω παιχνιδιάρικα  και πετάγομαι πάνω  απότομα όσο αυτές  με κοιτάζουν προβληματισμένες.

Στο επόμενο λεπτό το μόνο που ακούγεται είναι τα χαχανητά τους καθώς τις έχω πιάσει , μια σε κάθε χέρι και της τραβώ προς τα πάνω. Ειδικά όταν κάνω στάση και αλλάζουν θέση στην πλάτη μου , είναι ασυγκράτητες και τα γέλια τους ακούγονται μέχρι απέναντι στην Τουρκία  βάζω στοίχημα!

Όσο για την Βίβιαν...την έχω πιάσει να μου ρίχνει ματιές θαυμασμού αλλά τέλος πάντων. 

Έτσι είναι οι άντρες κοριτσάκι μου.

Φτάνουμε στην κορυφή, έχοντας διανύσει σαν γάιδαρος κυριολεκτικά τα 300 από τα 400 σκαλοπάτια και αφήνω κάτω την Αγνή που τελευταία την είχα φορτωθεί -μιας και χρειαζόταν περισσότερο βοήθεια -και τις βλέπω να τρέχουν χαρούμενες και ξεκούραστες  να δουν το χώρο ενώ στέκω στο πλατύσκαλο λαχανιασμένος. Το λιμάνι σαν κουκίδα φαντάζει πίσω μου και ρουφάω αχόρταγα τον αέρα.

Τα έχω φτύσει κυριολεκτικά... 

-«Είσαι καλά;» ακούω να ρωτάει η Βίβιαν και τεντώνω το κορμί μου ως  σωστός άντρας και προσπαθώ να ελέγξω την αναπνοή μου.

-«Μια χαρά. Μου φτάνει που κατάφεραν να φτάσουν στην κορυφή.» λέω δυνατά- με όσο κουράγιο βρίσκω-  και τις χαζεύω που τραβάνε φωτογραφίες από τον χώρο μαγεμένες από το περιβάλλον.

Που να πέσω να ψοφήσω χωρίς να γίνω αντιληπτός;;;

-«Αυτό που έκανες ήταν πολύ γλυκό...» λέει και τα μάτια της παίζουν με τα δικά μου κρυφτό.

Ζηλιάρα...θα το κάνω και ας με μαζεύουν με το κουταλάκι..

Η κραυγή που αφήνει ξαφνιασμένη όταν την αρπάζω και την σηκώνω στον ώμο μου με κάνει να χαμογελάσω πλατιά και να ξεκινήσω να πλησιάζω το ναό που θυμίζει κάστρο με την Βίβιαν να γελάει δυνατά.

Ο Θοδωρής δεν έχει μάθει να αφήνει καμιά γυναίκα παραπονεμένη σκέφτομαι και την μεταφέρω μέχρι την πύλη του ναού. Τα κορίτσια μας τραβάμε φωτογραφίες και ο Κοσμάς που έχει ήδη φτάσει και έχει καθίσει κάτω από ένα δέντρο  μας κοιτάζει ρουθουνίζοντας.

Την αφήνω κάτω ,προσεχτικά και της χαμογελάω .Αυτή τη φορά μου χαμογελάει πίσω και τα μάτια της μου κάνουν την χάρη να σμίξουν με τα δικά μου.

Με παρότρυνση της ανυπόμονης Αγνής δρασκελούμε το κατώφλι του ναού και ξεκινάμε να εξερευνούμε το χώρο.







-«Κτίσθηκε στη θέση μίας παλαιοχριστιανικής βασιλικής, από την οποία σώζεται το ψηφιδωτό δάπεδο που βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή πάνω.» μας ενημερώνει η Βίβιαν και όλοι συγχρονισμένοι σκύβουμε το κεφάλι και χαζεύουμε το έδαφος.




-«Κτίστηκε το 1759 από τον όσιο Άνθιμο τον τυφλό.» μας ενημερώνει και στη συνέχεια Το ξυλόγλυπτο τέμπλο του ναού με την πολυπλοκότητα του είναι που μας κεντρίζει το ενδιαφέρον και πλησιάζουμε να το δούμε από κοντά.

Έχοντας τραβήξει αρκετές φωτογραφίες η Στέλλα καθώς βαρέθηκε όπως δήλωσε  έχει ήδη βγει έξω και η Αγνή την ακολούθησε,  όσο η Βίβιαν στέκεται σκεφτική και κοιτάζοντας σε ένα σημείο συγκεκριμένα   μονολογεί.

-«Υπάρχει και μια υπόγεια κρύπτη αφιερωμένη στον Άγιο Χαράλαμπο. Δεν ξέρω σε τι κατάσταση θα είναι όμως.... κατεβαίνουμε να δούμε και αν είναι  σε καλή κατάσταση ειδοποιούμε και τους υπόλοιπους να κατέβουν να την δουν;» ρωτάει και  δίχως να περιμένει απάντηση ξεκινάει να κατεβαίνει με εμένα να την  ακολουθώ.

Ο χώρος όσο κατεβαίνουμε στενεύει περισσότερο και το φως χάνεται και βρισκόμαστε να περπατάμε αργά και προσεχτικά.  Τα  πέτρινα σκαλοπάτια από την υγρασία γλιστράνε και η έλλειψη φωτισμού κάνει επικίνδυνη την κατάβαση μας. Η Βίβιαν έχει σχεδόν κολλήσει πάνω μου αν και στην αρχή  προπορευόταν. 

Κατεβαίνουμε και στην είσοδο της κρύπτης που παραμένει προς δυσάρεστη διαπίστωση μας  κλειστή, ένα απαλό θρόισμα στο ξύλο που λόγω όμως  της απόλυτης ησυχίας του χώρου  γίνεται  αρκετά έντονο στα αυτιά μας  , την κάνει να σφιχτεί , να πνίξει μια κραυγή τρόμου και να κάνει  απότομα μεταβολή με αποτέλεσμα να πέσει κυριολεκτικά πάνω μου.

-«Σιγά βρε κορίτσι μου..»προλαβαίνω να πω μόνο  πριν βρεθεί στην αγκαλιά μου.

-«Ποντίκι;» ρωτάει ταραγμένη κρύβοντας το πρόσωπο της στο στέρνο μου και η ανάσα μου ξεκινάει βαριά να ακούγεται.

Δεν ξέρω τι προκάλεσε το θρόισμα αλλά δεν με απασχολεί στο ελάχιστο. Μου φτάνει που την αισθάνομαι πάνω μου. 

Ευλογημένο ποντίκι!

-«Σε είχα για γενναίο κορίτσι Παρασκευή....»λέω βραχνά αποκαλώντας την με το Χριστιανικό της όνομα  που μάθαμε έπειτα από ερώτηση της Στέλλας πριν  ερχόμενοι στο αυτοκίνητο  και ανασηκώνει το κεφαλάκι της και με κοιτάζει.

-«Είμαι γενναία.» λέει φοβισμένη  και χαμογελώ.

-«Είσαι ένα γενναίο κορίτσι... που φοβάται μόνο τα ποντίκια...» συμπληρώνω γλυκά  και της χαμογελάω καθησυχαστικά και παρατηρώ τις άκρες των χειλιών της να ανασηκώνονται.

Η αίσθηση να την κρατάω είναι υπέροχη. 

Απλώνω περισσότερο τα χέρια μου και την κλείνω στην αγκαλιά μου για μεγαλύτερη ασφάλεια.

-"Ήταν μεγάλο το ποντίκι..." δικαιολογούμε. 

 Την νιώθω να τρέμει ελαφρώς και μ αρέσει.


Αυτή τη στιγμή , έτσι που τρέμει...έτσι που με κοιτάζει φοβισμένη...είναι πανέμορφη η Παρασκευούλα.

Η αίσθηση της πάνω μου  όμως δεν μου αρκεί. 

Θέλω να μάθω  τη γεύση της.

Πλησιάζω αργά το κεφάλι μου σκύβοντας αργά προς το μέρος της και τα χείλια της χωρίζουν απαλά.

Το ζητάει η στιγμή. 

Το απαιτεί το σώμα μου και το δικό της δίνει την συγκατάθεση του.

Ακουμπώ τα χείλια μου στα δικά της .

Αφήνω μια στιγμή  μονάχα να περάσει έχοντας μόνο  ακουμπήσει  απαλά τα χείλια της... νιώθοντας τη θέρμη τους και τα δροσίζω με τα δικά μου.

Πρώτη εκείνη  απαιτεί περισσότερα και ανοίγει περισσότερο τα χείλια της και χώνομαι μέσα με ορμή.

Το φιλί μας βαθαίνει ταχύτατα και βρίσκομαι κολλημένος στο πέτρινο τοίχο να δέχομαι ολοκληρωτική επίθεση στο σώμα μου!!!

 Η γλώσσα της στο στόμα μου εξερευνεί με δίψα το δικό μου ... το ένα της χέρι βυθισμένο στα μαλλιά μου ... το άλλο χαϊδεύει τη κοιλιά μου ...κάνοντας τον Ζαχαρία να πεταχτεί ξαφνιασμένος και να σκληρύνει απίστευτα πολύ!!!

 Δίχως να το καταλάβω από την ορμή που μας έχει παρασύρει  βρίσκομαι να περνάω τα χέρια μου στα οπίσθια της και να την ανασηκώνω και αυτή να περνάει γύρω από την μέση μου τα πόδια της.

Ο τοίχος δέχεται την  απίστευτη ορμή των μπλεγμένων κορμιών μας  και μας  συγκρατεί. 

 Για λιλιπούτειο πλάσμα μια χαρά ταιριάζει το σώμα της στο δικό μου.

Δεν μου αφήνει στιγμή η ορμή μας να σκεφτώ το οτιδήποτε και χάνομαι στην μαγεία που μας έχει περιβάλει.... Ο μυστικισμός του χώρου...το ελάχιστο φως που παίζει μαζί μας ...οι ανάσες μας που μπλέκονται.... η ηχώ των αναστεναγμών μας...το κορμί μου που φλέγεται.. οι ξέφρενοι  χτύποι της καρδιάς μου...το δικό της καρδιοχτύπι...

Τα φιλιά μας γίνονται πιο απαιτητικά ...οι αναστεναγμοί πληθαίνουν ... η θερμοκρασία ανεβαίνει ...την νιώθω πάνω στον παροξυσμό μου να μου  δαγκώνει άγρια τα χείλια.... νιώθω έτοιμος να τελειώσω.... 

Και δεν είναι ούτε ο χώρος σωστός ούτε τίποτα γαμώτο! 

Προσπαθώ να την απομακρύνω με ότι μυαλό μου έχει απομείνει  και όταν ασθμαίνοντας δημιουργήσω ένα μικρό κενό ανάμεσα μας η Βίβιαν λαχανιασμένη , με μάτια να λάμπουν με κοιτάζει μπερδεμένη.

Ακουμπώ το χέρι μου στο πρόσωπο της και σπρώχνω τις τούφες των μαλλιών της από τα μάτια και το μάγουλο ,χαμογελώντας της.

-«Δεν είναι σωστό..» λέω βραχνά και βλέπω το βλέμμα της να με κοιτάζει σαστισμένο.

-«Δεν είναι...σωστό;» ρωτάει με ένα ελαφρό τρέμουλο στη φωνή της και της χαμογελάω πλατιά κάνοντας την να χαλαρώσει.

-«Δεν είναι ο σωστός χώρος Παρασκευούλα...»

Συμφωνεί κοιτώντας τριγύρω σαστισμένη και την βλέπω να κάνει αμήχανη  το σταυρό της.

-«Ε, δεν θα καούμε και στην κόλαση.. ηρέμισε..» λέω παιχνιδιάρικα και την βλέπω να κοκκινίζει.

Τώρα είναι ακόμη πιο ωραία...αλλά ο χώρος...η στιγμή χάθηκε.. κάποια άλλη στιγμή σίγουρα!

Μουδιασμένη κάνει μεταβολή και ξεκινάει να ανεβαίνει τα σκαλιά και προλαβαίνω πριν απομακρυνθεί να της πιάσω το χέρι.

-«Το βράδυ, οι δυο μας , στο λιμανάκι.. μην αργήσεις.» λέω σιγανά και την βλέπω ταραγμένη να απομακρύνεται.

Ούτε συμφώνησε... ούτε διαφώνησε..

Αλίμονο σου και δεν έρθεις Παρασκευή. Δεν έχεις και πολλά μέρη να μου κρυφτείς άλλωστε...σκέφτομαι και ανεβαίνω πίσω της τα σκαλιά προσπαθώντας να μην κοιτάω τα οπίσθια της που έχουν ακόμη πάνω τους τα αποτυπώματα μου.

Ζαχαρία ηρέμισε, δεν είναι τέτοιο κορίτσι η Παρασκευή .

Το βράδυ...


Οι ματιές που μας έριξαν η Στέλλα και ο Κοσμάς βλέποντας μας να ανεβαίνουμε και να  βγαίνουμε έξω φανέρωναν την έκπληξη τους. 

 Κατάλαβαν τι είχε γίνει παρά τα μισόλογα που αράδιασε εμφανώς ταραγμένη η  Βίβιαν προσπαθώντας να καλύψει την απουσία μας και τα αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα μας. 

Και αν του Κοσμά η έκπληξη φάνηκε να του ήταν δυσάρεστη της Στέλλας είχε μια γλυκιά μελαγχολία.

Γυρίσαμε πίσω, μιας και είχε μεσημεριάσει  και άλλωστε  δεν υπήρχε κάτι άλλο να δούμε. 

Ο καθένας βυθισμένος στη σκέψεις του είχαμε πάρει το δρόμο της επιστροφής.

Όταν η Βίβιαν  πάρκαρε στο σοκάκι και κατέβηκα με τη σειρά μου από το τζιπ, πίσω από τα κορίτσια που χαιρέταγαν την Βίβιαν ,   το βλέμμα που ανταλλάξαμε ήταν επιβεβαίωσης.

 Θα τα λέγαμε τα βράδυ.

Ο δε Κοσμάς είχε ασπρίσει από το θυμό του.

Ανυπόμονος χώθηκα στο σπίτι αφήνοντας τα κορίτσια να χωθούν  στη κουζίνα τιτιβίζοντας χαρούμενες.

Το βράδυ Παρασκευούλα μου.. το βράδυ...


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top