~κεφάλαιο 15~
Φτάνουμε σχεδόν έξω από το παρεκκλήσι όταν κάνει την εμφάνιση του ένας στρατιωτικός , ο επικεφαλής της φρουράς όπως μας συστήνεται χαμογελαστός , ο οποίος στη συνέχεια συνομιλεί ελάχιστα με την Βίβιαν και έπειτα μας αφήνει να περιηγηθούμε με την ησυχία μας στο χώρο με την μόνη επιθυμία να μην φωτογραφήσουμε τις εγκαταστάσεις του νησιού.
-«Ο Άης Γιώργης. Κάποιοι συνεχίζουν να ονομάζουν τη βραχονησίδα και έτσι αλλά οι περισσότεροι την ξέρουν ως Ρω. Και αυτό από την κυρά του.» μας ενημερώνει η Βίβιαν και περνάμε στο δροσερό εσωτερικό του ναού προσεχτικά. Κοιτώ την απλότητα του ναού και τις εικόνες που στέκουν στη θέση τους βουβές ενώ η Αγνή σταυροκοπιέται και σκύβει και τις ασπάζεται μια προς μια.
Μια εγκατάλειψη υπάρχει παντού αν κρίνω από την σκόνη που κυριαρχεί στο χώρο και τις μικρές αράχνες που έχουν στήσει ολόκληρες αποικίες στις γωνίες και το μόνο που ακούγεται στο εσωτερικό του ναού είναι οι ανάσες και τα βήματα μας . Εντύπωση μου προκαλούν οι μικρές εσοχές στον τοίχο, εκεί που βρίσκονται ερμητικά σφαλισμένα τα ξύλινα παράθυρα του ναού όπου επισκέπτες έχουν γράψει σε πέτρες και βότσαλα τα ονόματα τους.
Δίχως να υπάρχει κάτι άλλο να δούμε, βγαίνουμε έξω από το μικρό ναό σιωπηλοί και λες σαν κάποιος να μας οδηγεί , το βήμα μας αυτόματα μας μεταφέρει δίπλα στο ναό όπου βρίσκεται ένας τάφος.
Μαρμάρινος και δεσποτικός στο χώρο , ανάμεσα σε θάμνους και βράχια με τη θάλασσα τριγύρω του , στολισμένος με την ελληνική σημαία.
-«Εδώ ξεκουράζεται η κυρά της Ρω. « ακούμε την Βίβιαν να λέει και να βγάζει από τη τσέπη του παντελονιού της ένα μικρό αγριολούλουδο που ακουμπάει στην κρύα και λευκή επιφάνεια του μάρμαρου.
-«40 Χρόνια ύψωνε την ελληνική σημαία κάθε πρωί και τη κατέβαζε με τη Δύση του ήλιου. Στη Ρω είχε εγκατασταθεί με τον άντρα της Κώστα για να ασχοληθούν με την κτηνοτροφία από το 1927 και παρέμειναν μόνοι τους μέχρι το 1940.
Τη χρονιά εκείνη όμως... αρρώστησε βαριά ο σύζυγος της. Η φωτιά που άναψε η γυναίκα του για να ειδοποιήσει με σινιάλα καπνού τους κατοίκους του Καστελόριζου και τους παραπλέοντες ψαράδες δεν έγινε εγκαίρως αντιληπτή. Ο σύζυγός της άφησε την τελευταία του πνοή μέσα σε μια ψαρόβαρκα που τον είχε παραλάβει καθυστερημένα για να τον μεταφέρει στο γιατρό του Καστελόριζου.
Η κυρά της Ρω φρόντισε μόνη της για την ταφή του συντρόφου της. Έπειτα, γύρισε πάλι στη Ρω, αυτή τη φορά με τη γριά μητέρα της, όπου πέρασε τα χρόνια της κατοχής. Δεν έφυγε ούτε όταν στις 19 νοεμβρη 1943 οι Τούρκοι βομβάρδισαν το Ελληνικό αντιτορπιλικό, το «Παύλος Κουντουριώτης». Όλοι έφυγαν. Αυτή έμεινε. Αλλά τα προβλήματα της δεν τέλειωσαν εκεί. Τον 1975, ένας Τούρκος δημοσιογράφος ο Ομάρ Κασάρ και δύο ακόμα άτομα, παρακολουθώντας τη Ρω και εκμεταλλευόμενοι την ολιγοήμερη απουσία της για λόγους υγείας, αποβιβάστηκαν εκεί και τοποθέτησαν πάνω σ' ένα κοντάρι 4 μέτρων τη σημαία τους. Η Κυρά της Ρω την κατέβασε αμέσως, όταν γύρισε. Και δεν ξανά εφυγε ποτέ από τότε. Ακόμα και στο θάνατο παραμένει εδώ.» την ακούμε ν α μας αφηγείται και πραγματικά ανατριχιάζω από το θάρρος αυτής της γυναίκας που κείτεται σε αυτό το πρόχειρο τάφο .
Άλλη μια γυναίκα που προστίθεται στη λίστα με αυτές που θαυμάζω ,σκέφτομαι και κοιτώ απέναντι τη θάλασσα και τα πλοία που πλέουν αλλά την προσοχή μου ολη τραβάει ένα επιβλητικό γκρι πολεμικό και με ανακούφιση κοιτώ την γαλανόλευκη σημαία να κυματίζει περήφανα. Αρκετά μακρύτερα αχνοφαίνεται άλλο ενα πολεμικό πλοίο που όμως δεν μπορώ να διακρίνω τη σημαία του αλλά μου φτανει που το κοντινότερο είναι ελληνικό.
Ίσως ο αναστεναγμός της ανακούφισης να ήταν έντονος μιας και έγινε αντιληπτός από την Βίβιαν που με κοιτάζει τώρα με ανεξιχνίαστο βλέμμα.
-«Μέχρι που θα έφτανες για την πατρίδα σου Θεόδωρε;» ρωτάει και γουρλώνω τα μάτια μου.
Ορίστε μας;
Ερώτηση παγίδα είναι αυτή τώρα;
Το ήξερα ότι δεν θα μου έβγαινε σε καλό αυτή η εκδρομή!
Τι πρέπει να απαντήσω για να μην με αφήσει εδώ 40 χρόνια να ανεβάζω και να κατεβάζω τη σημαία;
Τι σκατά με εμένα πια! Πως την πάτησα έτσι! Δεν έχω μάθει αρκετά ως τώρα για τις γυναίκες και την πολυπλοκότητα του μυαλού τους; Άρπα την Θεόδωρε και συνήθισε την ιδέα να ζήσεις σαν τον ερημίτη δίχως φαγητό και εσύ Ζαχαρία δίχως γυναίκες για μια ζωή!
Στην εικόνα που σχηματίζεται μπροστά μου ολοζώντανη , που προβάλει εμένα σκελετωμένο , με μαλλιά και μούσια ράστα από την απλυσιά και τη βρώμα , με τις μύγες να κολλάνε στο γυμνό μου μαυριδερό στέρνο , με άκοπα, μαύρα νύχια των χεριών και των ποδιών μου, ξυπόλητος , ελεεινός και τρισάθλιος τινάζομαι έντρομος και βγαίνω από την ονειροπόληση ταχέως.
-« Δεν χρωστάω τίποτα της πατρίδας εγώ ! Φορολογούμενος της πολίτης είμαι, στην εφορία χρέη δεν έχω, μια χαρά τα έχουμε βρει μεταξύ μας!»
-«Ναι, εντάξει ,δεν αντιλέγω. όλα καλά αυτά που ανέφερες , αλλά αν μπορούσες ν α κάνεις κάτι περισσότερο ...αν σου δινόταν η ευκαιρία ...θα το έκανες Θεόδωρε;» συνεχίζει να με στριμώχνει και σαν να μου φαίνεται ότι ο αέρας ζεστάθηκε αρκετά σήμερα. Νοτιάς φυσάει;
-«Αγνή μη απομακρύνεσαι!» φωνάζω αλλάζοντας συζήτηση και αφού κεραυνοβολήσω τη Βίβιαν με το βλέμμα τρέχω πίσω από την Αγνή που τρέχει από δω και από εκεί σαν αγριοκάτσικο φοβούμενος μην γλιστρήσει πουθενά .
-«Δεν είναι ώρα για συζητήσεις που έχουν μέσα υποθετικές ερωτήσεις . Αγνή ξεκούμπωσε το μπουφάν σου γιατί θα ιδρώσεις.» λέω δυνατά κι απότομα και στις δυο τους ενώ η Βίβιαν –τσιμπούρι συνεχίζει με ακολουθεί κατά πόδας.
Ποιο είναι το πρόβλημα της; Εγώ στην Ρω δεν κάθομαι γαμώ!
-«Αν λέω σου ζητήσουν ν α κάνεις κάτι που ίσως σε κατατάξει στη τάξη των ηρώων θα το έκανες;» συνεχίζει να ρωτάει και είναι η σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι.
Γυρνώ προς το μέρος της όλο νεύρα και την βλέπω να συγκρατείται από το να πέσει πάνω μου έτσι απότομα που σταμάτησα.
-«Δεν θα μείνω στο ξερονήσι να σου ανεβάζω την σημαία Βίβιαν! Ούτε ήρωας θέλω να γίνω! Είμαι 28 χρονών γιατρός και έχω ένα ελπιδοφόρο μέλλον που με περιμένει ! Το κατάλαβες αυτό ; Έγινα κατανοητός;» φωνάζω σχεδόν στο πρόσωπο της ενώ το δάχτυλο μου την χτυπάει επαναλαμβανόμενα στο στέρνο και η έκπληξη στο μικρό πρόσωπο της διαδέχεται την ευθυμία και το κελαριστό της γέλιο γεμίζει την ερημιά του νησιού.
Τέλος. Οι γυναίκες τα χουν παίξει. Εγώ της φωνάζω και αυτή γελάει. Εκτός και αν κάποιος της σφύριξε ότι είμαι φοιτητής ιατρικής ακόμα...
-«Μα καλά νόμιζες ότι γι αυτό σε έφερα εδώ;;; Γι αυτό δείχνεις τόσο φοβισμένος;;;» λέει ανάμεσα στα γέλια της και έτσι μου έρχεται να ...
ΑΚΟΥ ΦΟΒΙΣΜΕΝΟΣ! ΕΓΩ!
Τρεις φορές έχω τρομάξει πραγματικά στη ζωή μου εγω!!!!
Πρώτη φορά ,όταν ξύπνησα μια μέρα μέσα σε ένα δωμάτιο με δυο τύπισσες που το μόνο που είχαν αφήσει ατρύπητο ήταν το δάχτυλο του ποδιού τους! !!
Δεύτερη ,με τον θάμνο μιας παπαδιάς που είχε έρθει για τεστ Παπ!!!
Και τρίτη και φαρμακερή ,στην θέα του παλαμαριού της Στέλλας!
ΑΚΟΥ ΦΟΒΙΣΜΕΝΟΣ ΕΓΩ!
Την αφήνω να γελάει, να κρατάει το στομάχι της από τα υστερικά γέλια που την έχουν πιάσει και ενίοτε να σκουπίζει τα μάτια της από τα δάκρυα που τρέχουν και απομακρύνομαι.
Άντε γιατί αν συνεχίσει έτσι και εγώ να παραμένω δίπλα της την βλέπω να την πετάω στη θάλασσα και δεν με νοιάζει αν την μαζέψουν τα τούρκικα πολεμικά και τότε να την δω τι ηρωισμό θα επιδείξει στους Τουρκαλάδες που θα την περιμαζέψουν !
Πλησιάζω αναψοκοκκινισμένος την Αγνή που έχει απομακρυνθεί αρκετά και διαπιστώνω φτάνοντας ότι μαζεύει σκυμμένη χαμομηλάκι από ένα σημείο που έχει ανακαλύψει.
-«Κοίτα τι βρήκα; Σ αρέσει το χαμομήλι;» ρωτάει και ανασηκώνεται αργά για να αποθέσει το μικροσκοπικό , λευκό- κίτρινο θησαυρό της στις χούφτες μου.
-«Όταν γυρίσουμε με το καλό θα το βράσουμε να το πιούμε.» λέει και σκύβει ξανά να μαζέψει περισσότερο και εγώ κοιτώ το νέο απόκτημα μου στις χούφτες μου.
Δυο ερωτήματα γεννιούνται μέσα μου .
Πρώτον , αν γυρίσω πίσω με το καλό με αυτή που έμπλεξα και δεύτερον αν το μασήσω ωμό το χαμομηλάκι θα μου δώσει τις ευεργετικές του ιδιότητες; Αλλιώς φονιάς θα καταλήξω με το σπαστικό κορίτσι πίσω μου που ακούω ακόμα να πνίγεται κάθε τόσο από τα γέλια της.
Προσπαθώ να ηρεμίσω χαζεύοντας την άγρια ομορφιά του χώρου και ακούγοντας την Αγνή να σιγοτραγουδάει .Δεν αργεί η Βίβιαν να μας φτάσει και της ρίχνω μια δολοφονική ματιά γεμάτη υπονοούμενα . Ευτυχώς όπως διαπιστώνω δεν γελάει πια , ή έστω το κρύβει καλά , μιας και τα μάτια της είναι βρεγμένα ακόμα και τα μάγουλα της αναψοκοκκινισμένα.
-«Με παρεξήγησες..» μουρμουράει με την γεμάτη γλύκα φωνή της κοιτώντας με ήρεμα και κάνω νευρικά μερικά βήματα μακριά της .
Δεν θα με ρίξει εμένα έτσι εύκολα. Δεν την πατάω με τα τεχνάσματα της!
-«Τέλος πάντων.. ας το ξεχάσουμε καλύτερα....» λέει και ξεφυσώ συμφωνώντας.
Η μόνη σχέση με ρ στη ζωή μου θα είναι αυτή του ονόματος μου! Τελεία και παύλα!
Κάθομαι σε ένα βράχο να ηρεμίσω και αφήνω τα κορίτσια να το παίζουν μικρές χάιντι και να μαζεύουν πιο πέρα χαμομήλι.
Χάνομαι στις σκέψεις μου λες και η θάλασσα , αέναος ακροατής των σκέψεων και προβληματισμών εκατομμύριων ανθρώπων ανά τους αιώνες , μου ασκεί μια δύναμη αυτοκριτικής .
Αν η Χριστίνα δεν μου είχε φερθεί τόσο σκάρτα όλα θα ήταν διαφορετικά. Θα είχα πάρει το πτυχίο μου, θα είχα κάνει το αγροτικό και το φανταρικό μου, ίσως και να βρισκόμουν παντρεμένος μαζί της με παιδιά.. Άλλωστε φοιτητής του 20 ήμουν. Καμάρι των καθηγητών μου και των γονιών μου. Και για τους βαθμούς μου και για την ήρεμη συμπεριφορά μου. Όλα αυτά όμως... αν!
Τις σιχάθηκα. Όλες τους. Καμία διαφορετική. Καμία άξια θαυμασμού. Και ήρθα εδώ με το ζόρι για να γνωρίσω δυο γυναίκες τόσο διαφορετικές. Τρεις μάλλον συμπεριλαμβανομένου και την κυρά της Ρω. Και έτσι στη λίστα μου πλέον υπάρχουν σύνολο τέσσερις γυναίκες σωστές.
Η μάνα μου που είναι βράχος δίπλα στον άντρα της και στο παιδί της τόσα χρόνια. Σωστή σύζυγος, νοικοκυρά, εργαζόμενη.
Η Αγνή , που αγόγγυστα έχει να παλέψει απέναντι από κατεστημένα και προκαταλήψεις.
Η Βίβιαν να έχει απαρνηθεί τη γυναικεία φύση της και να θέλει να γίνει ήρωας της πατρίδος σώνει και καλά .
Η κυρά της Ρω να το έχει κάνει ήδη και να έχει στοιχειώσει επιτυχώς τους Τούρκους απέναντι.
Μήπως δεν είναι όλες οι γυναίκες το ίδιο τελικά;
Η δύναμη της θάλασσας ίδια εις τους αιώνες τελικά. Σε έλκει και σου βγάζει στην επιφάνεια ότι καλά κρυμμένο έχεις στο σεντούκι σου , θαμμένο βαθιά στην άμμο της λησμονιάς ή έστω αυτά που σε πονάνε όταν σκαλίζεις και τα κλειδώνεις για την προσωπική σου ψυχική και συναισθηματική ασφάλεια. Πιάνω μια πέτρα και της την πετάω και ακούω το παφλασμό που κάνει καθώς υποδέχεται στα σπλάχνα της .
-«Είναι τόσο όμορφα εδώ...Συμφωνείς;»
Η Βίβιαν με έχει πλησιάσει αθόρυβα και στέκει δίπλα μου ατενίζοντας το Αιγαίο. Την κοιτάω συλλογισμένος. Το ελαφρύ αεράκι ανασηκώνει απαλά τα μαλλιά της και παίζει μαζί τους . Ναι,είναι αρκετά όμορφη μες στην απλότητα της.
-«Ναι είναι όλα όμορφα εδώ.... Αλλά όχι και να μείνεις μόνιμα σε ένα ξερότοπο..»
Είναι όμορφο κορίτσι η Βίβιαν. Και θαρραλέο αρκετά αν κρίνω την ευκολία που χειρίζεται τη βάρκα και τα όπλα στο στρατό. Το παραδέχομαι. Αλλά μέχρι εκεί. Εγώ τι είμαι τώρα; Τίποτα δεν είμαι. Τι έχω να της προσφέρω εγώ που αναμένω σαν κολασμένος να φύγω από μέρα σε μέρα από εδώ ; Ένα στα γρήγορα; Δεν είναι τέτοιο κορίτσι η Βίβιαν. Δεν την αξίζει κάτι τέτοιο Ζαχαρία και το ξέρεις.
-«Συγγνώμη για πριν. Παρερμήνευσες την ερώτηση μου. Δεν ζητούσα την αυτοθυσία σου και δεν θέλω να μου κρατήσεις κακία. ..Φίλοι;» ρωτάει γλυκά , χαμογελώντας και τείνει το χέρι της για επιβεβαίωση.
-«Φίλοι.» απαντάω κοφτά και σηκώνομαι πάνω απέναντι της. Απλώνω το χέρι μου και κλείνω απαλά το δικό της μέσα.
Φίλοι.
Αυτό μόνο Ζαχαρία.
-«Έχε το νου σου στην Αγνή για λίγο. Θα βουτήξω.» λέω και τραβώ το χέρι μου βιαστικά. Συμφωνεί χαμογελώντας γλυκά , ιδιαίτερα ανακουφισμένη που δέχτηκα την συγγνώμη της και γυρνάει την πλάτη της και απομακρύνεται όσο ξεκινώ και πετάω τα ρούχα μου πάνω στα βραχάκια της ακτής μένοντας με το μποξέρ μου.
Με μια μεγάλη βουτιά χάνομαι στη αγκαλιά της θάλασσας που με υποδέχεται δροσερή και γαλήνια . Νιώθω σαν να ξεδιπλώνεται ένα δεύτερο σώμα μου και καθώς βυθίζομαι μέσα της αυτό παραμένει στην επιφάνεια γεμάτο με τις ανασφάλειες μου και εγώ ελεύθερος πια από αυτό κολυμπάω και γαληνεύω . Σαν ένας άλλος Θοδωρής...
Μερικές βουτιές ακόμα και αποφασίζω να βγω. Άδικο είναι τα κορίτσια να μην μπορούν να χαρούν ότι και εγώ. Ξεκινώ να πλησιάζω την ακτή πίσω και παρατηρώ την Βίβιαν να σηκώνεται από τα βραχάκια όπου έχω αφήσει τα πράγματα μου και τα ρούχα μου. Η Αγνή είναι μαζί της και φαίνεται ότι μιλάνε μασουλώντας ταυτόχρονα τα τοστ που έχουμε πάρει μαζί μας.
Ανασηκώνω το σώμα μου αποχαιρετώντας το θαλασσινό νερό που κυλάει και στραγγίζει από πάνω μου και βγαίνω στην ακτή και της πλησιάζω στάζοντας ολόκληρος . Τα κορίτσια με κοιτάνε και η Αγνή κτυπάει παλαμάκια λέγοντας μου πόσο τρελός είμαι.
Την πλησιάζω και κάνω κίνηση να την πάρω αγκαλιά και αυτή ξεκινάει να τσιρίζει και να προσπαθεί να μου ξεφύγει. Αστραπιαία την πιάνω στα χέρια μου και την τραβώ στην παγωμένη μου αγκαλιά και την φιλάω ακόμα πιο δυνατά στο μάγουλο παγώνοντας την .
-«Κάθισε στον ήλιο να στεγνώσεις για να φύγουμε. Έτυχε κάτι και πρέπει να γυρίσω πίσω στο στρατόπεδο.» λέει κάπως ταραγμένη η Βίβιαν και συμφωνώ νεύοντας ενώ κρατώ ακόμα την Αγνή στην αγκαλιά μου που έχει παραδοθεί πλέον.
Η Βίβιαν φαίνεται ταραγμένη αλλά δεν μπορώ να καταλάβω τι έπαθε. Όσο στεγνώνω την παρατηρώ να κοιτάει το ρολόι στο καρπό της. Νιώθω περίεργα και θέλω να την ρωτήσω τι συμβαίνει και άλλαξε αμέσως διάθεση αλλά δεν το κάνω. Δεν έχω το δικαίωμα αυτό.
Ντύνομαι και αφού μαζέψω τα κλειδιά και το κινητό μου από το βράχο και τα βάλω πίσω στη τσέπη του παντελονιού μου, βοηθώ τα κορίτσια να επιβιβαστούν στη βάρκα μας. Η Αγνή τιτιβίζει χαρούμενη και μας παρακαλάει να το επαναλάβουμε σύντομα ενώ η Βίβιαν φαίνεται ότι το μυαλό της ξεκάθαρα ταξιδεύει κάπου αλλού.
Δεν αργούμε να φτάσουμε στο λιμανάκι του Καστελόριζου όπου αμέσως η βάρκα μας κόβει την ορμή της και με ασφάλεια δένει στη προκυμαία.
Τώρα μπορώ να πω με σιγουριά : τέλος καλά , όλα καλά !!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top