~κεφάλαιο 14~




Ξυπνώ απότομα νιώθοντας ένα οξύ πόνο στο πρόσωπο  και έκπληκτος παρατηρώ την Αγνή που  όχι μόνο έχει κάνει κατάληψη στο κρεβάτι μου αλλά να μου έχει χαρίσει μια  αγκωνιά ωραιότατη , ακριβώς  μάλιστα στο  σημείο που τα σημάδια της Βίβιαν έχουν ξεκινήσει να ξεθωριάζουν επιτέλους.

Τέλος, οι γυναίκες σε αυτό το νησί αρέσκονται στο να με ξυλοφορτώνουν!

Ανασηκώνομαι μιας και η όλη φαση είναι περίεργη και χώνομαι στο μπάνιο να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπο μου μπας και ξυπνήσω. Όσο πλένομαι αντιλαμβάνομαι μια πρωτόγνωρη ενέργεια να με έχει κατακλύσει και ενώ σκουπιζομαι νιώθω πιο φρέσκος απο ποτέ . Καιρό είχα να ξεκουραστώ έτσι μάλλον. Το χρειαζόμουνα. Όχι ότι θα πω και ευχαριστώ στο πατέρα για όσα τραβάω.... Μην το ξεφτιλίσουμε κιόλας.!

-«Θεόδωρε... ξύπνησες;" ακούγεται η φωνή του παππού μου έξω από την πόρτα  και μουγγρίζω προς απάντηση του μιας και ήδη έχω χώσει τον οδοντόβουρτσα στο στόμα και δεν δύναμαι να μιλήσω.

 -"Πρέπει να κατέβω στο  λιμάνι. Κατάφερε και έδεσε το καράβι και θέλω να δω αν έχει τίποτα δικό μου φέρει.  Μετά μπορεί να βγω με τον Φώτη για ψάρεμα. Έχε το νου σου στην Αγνή μέχρι να επιστρέψω. Α, και η Βίβιαν σε περιμένει στη κουζίνα. Μην αργήσεις να κατέβεις και το αφήσεις μόνο του να περιμένει  το κοριτσι μας.» συνεχίζει να λέει  έξω από τη πόρτα του μπάνιου και  κοιτάζω έκπληκτος το είδωλο μου στο καθρέπτη.

Σαν στενός κορσές δεν μας έγινε τελευταίως το κοριτσάκι;

Ξεπλένω το στόμα μου και βγάζω το Ζαχάρη έξω και όσο  κατουράω  σκέφτομαι ότι αν ήταν άλλη στη θέση της θα με απέφευγε σαν το διάολο το λιβάνι. Τι φάση περνάει ;;;
Βγαίνω έξω και αφού φορώ ένα σετ στρατιωτικά ρούχα , ναι ξανά, και σκεπάσω την Αγνή που έχει απλωθεί σαν αστερίας στο κρεβάτι μου κατεβαίνω στη κουζίνα του σπιτιού.

Η Βίβιαν στέκει στη κουζίνα,  σκυμμένη πάνω από το τραπέζι,  φορώντας  ένα απλό  ξεθωριασμένο τζιν  που αρκετά χαλαρά στέκεται στη  μικρή μέση της  και ένα  απλό άσπρο   μακό   και χαζεύει με προσήλωση κάποιο άρθρο στην εφημερίδα  που βρίσκεται πανω του ακουμπισμένη, κουνώντας το πόδι της νευρικά.

-«Ευχάριστα νέα; Καλημέρα.» λέω δυνατά τρομάζοντας την αν κρίνω από το τίναγμα της και το χέρι της που βάζει στο στήθος  της που ανεβοκατεβαίνει.

-«Με τρόμαξες!» λέει και χαμογελάει.

-«Δεν το ήθελα.» απαντώ . Το ήθελα όμως. Τρελαίνομαι να βλέπω το μικροσκοπικό πρόσωπο της να αλλάζει έκφραση. Είναι τόσο...ενδιαφέρον   -"Τι λέει λοιπόν ;Η εφημεριδα.. "συμπληρώνω υπό το μπερδεμένο ύφος της και βάζω νερό στη καφετιέρα και καφέ στην ειδική εσοχή.

_" Οι Τούρκοι πάλι αμφισβητούν τα χωρικά μας ύδατα. Τιποτα καινούργιο φυσικά."

-"Πως απο δω πρωί - πρωί;" ρωτώ γυρνώντας προς το μέρος της ενώ η καφετιέρα  ξεκινάει να βρυχάται πίσω μου στο πάγκο.

-" Ε, να... Πέρασα να σε πάρω... να σου δείξω τις κρυφές ομορφιές του νησιού. Ο καιρός είναι τέλειος  και σκέφτηκα ότι θα ήταν τέλεια ευκαιρία για εξορμήσεις με τη βάρκα.» λέει και χαμογελάει πλατιά.

Δεν απαντώ κατευθείαν. Με έπιασε απροετοίμαστο κυριολεκτικά. Προτείνει να μου κάνει και τον ξεναγό;;;  Με βάρκα;;; Ποιός θα την οδηγεί;;; Αυτή;;;

-«Δυστυχώς δεν θα μπορέσω Βίβιαν. Όχι σήμερα έστω.» απαντάω και την βλέπω να σκυθρωπιάζει. Και έτσι είναι ενδιαφέρον το μουτράκι της.

-«Ω,  μάλιστα...» λέει αμήχανη και στεναχωρημένη κάπως και σπεύδω να δικαιολογηθώ.

-«Ο παππούς έφυγε...δεν ξέρω πότε θα γυρίσει και δεν μπορώ να αφήσω την Αγνή μόνη της.. Καταλαβαίνεις...»

-«Ω..ναι...» απαντάει σκεφτική και  αλλά αμέσως μετά το πρόσωπο της λάμπει ολόκληρο.

Αυτό με τις εκφράσεις της θα με αποτρελάνει.

-«Θα την πάρουμε  και αυτή μαζί μας !θα της κάνει καλό  μια μικρή βολτούλα!» αναφωνεί και παραμένω σκεφτικός μπροστά της.

-«Να την ρωτήσω πρώτα... Κοιμάται όμως τώρα..» απαντώ και έκπληκτος βλέπω την Αγνή να περνάει μπροστά μου αναμαλλιασμένη, με το μακρύ νυχτικό με τα λουλουδάκια  που φοράει σαν γριά 60 χρονών  και να κατευθύνεται προς την καφετιέρα μηχανικά.

Ούτε η μάνα μου τέτοιο νυχτικό...όσο για τον συγχρονισμό με την μάνα μου...ίδιος! 

-«Τι να με ρωτήσεις;» μουρμουράει νυσταγμένα αφού   έχει γεμίσει μηχανικά μια κούπα καφέ και βολέψει το σώμα της σε μια καρέκλα.  Τον δικό μου έτοιμο καφέ.

 Δεν παραλείπει να ψελλίσει μια άηχη σχεδόν καλημέρα στην Βίβιαν .

-«Η Βίβιαν, είχε την ιδέα, μιας και ο καιρός είναι γλυκός , να πάμε  μια βόλτα με τη βάρκα εδώ τριγύρω. Τι λες; Θα έρθεις;» την ρωτώ και την βλέπω να το σκέφτεται.

-«Ναι. Φυσικά.» λέει με βραχνή ακόμα από τον ύπνο φωνή και μας χαμογελάει στραβά.

-«Αλήθεια πως βρέθηκες στο κρεβάτι μου μικρή;»

-«Είδα εφιάλτη και ήρθα να στο πω αλλά δεν ξυπνούσες με τίποτα και προτίμησα να κοιμηθώ μαζί σου. Σε πείραξε;»

-«Όχι φυσικά απλά αναρωτιόμουν αν είσαι υπνοβάτης!» την πειράζω και γελάει κοφτά πριν πιεί μια γουλιά από  το καφέ μου.  Παρατηρώ και την Βίβιαν να γεμίζει μια κούπα με τη σειρά της καφέ και χαμογελαστή να κάθεται δίπλα στην Αγνή και να ξεκινάνε να συζητούν .

Άστο να πάει καλύτερα  Θοδωρή. Ήρθε καημένε μου η ωρα να φτιάχνεις εσύ καφέ και να  τον πίνουν οι γυναίκες.

Μια ώρα έκανε  να ετοιμαστεί η Αγνή για να φύγουμε. Από τη στιγμή που τηλεφώνησα στο παππού και του είπα την ιδέα της Βίβιαν ξεκίνησα να  ετοιμάζω τα απαραίτητα . Βρήκα τα χάπια που έπρεπε  να πάρει και αφού της έδωσα ένα ποτήρι νερό τα ήπιε δίχως γκρίνια. Τα υπόλοιπα τα έβαλα προσεχτικά στη τσέπη του μπουφάν μου. Η Βίβιαν ετοίμασε μερικά τοστ να πάρουμε μαζί μας σε περίπτωση που πεινάσουμε. Και μετά η Βίβιαν ανέλαβε να ανέβει μαζί της πάνω να την βοηθήσει να ντυθεί ζεστά. Μπορεί ο καιρός να έχει φτιάξει αρκετά για την εποχή  αλλά όπως τόνισε ο γέρο Θοδωρής η Αγνή έχει αδύναμο ανοσοποιητικό και πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα. Ειδικά τώρα στην αλλαγή θερμοκρασίας των εποχών.

Άδικα η Βίβιαν προσπαθούσε να την πείσει να φορέσει μια πιο χοντρή μπλούζα και να πάρει το ψιλό μπουφάν  της ,μαζί της. Τις άκουγα να τσακώνονται μιας και οι φωνές τους έφταναν  ως κάτω. Κατέβηκαν και οι δυο, η Αγνή ευδιάθετη που πέρασε το δικό της και φορούσε  ένα απλό  μακό δίχως μπουφάν  και η Βίβιαν αναψοκοκκινισμένη.

-«Διακινδυνεύεις να  κρυώσεις .  Στη βάρκα πάνω θα κάνει ψύχρα και το ξέρεις.Τώρα που σε βρήκα και απόκτησα επιτέλους αδελφή ,που δεν είχα, θα  κρυώσεις και θα αναγκαστείς  να καθίσεις μέσα και εγώ να μην έχω παρέα να κάνω βόλτες. Ωραία.» τη λέω  τάχα μου θυμωμένος  με το που στέκεται περήφανη  δίπλα μου και την βλέπω να σαστίζει.

Βγαίνω έξω  από το σπίτι απότομα ,διατηρώντας την ίδια στάση και  ακούω τα βήματα της καθώς   τρέχει τη ξύλινη σκάλα ανεβαίνοντας πάνω .

Χαμογελώ βλέποντας την σε δυο  λεπτά  να βγαίνει έξω ντυμένη ζεστά.  Το μπουφανάκι φορεμένο στο σώμα της και από τα χέρια της  να κρατάει ένα σκουφί που από τη βιασύνη της δεν έχει φορεσει και αφού της χαμογελάσω , το παίρνω και το πετάω σε μια καρέκλα απαλά στη  μικρή βεράντα .

-«Τώρα είναι έτοιμο το κορίτσι μας  αλλά ας μην κάνουμε και υπερβολές. Μπορούμε να πηγαίνουμε.» λέω δυνατά και την βλέπω να ξεκινάει ένα χορό γύρω μας καθώς χοροπηδάει, τρέχει και μιλάει ακατάπαυστα.

-«Έχεις τον τρόπο σου με τις γυναίκες...» λέει η Βίβιαν περπατώντας δίπλα μου  .

-«Και ακόμα δεν έχεις δει τίποτα .» απαντώ αυθόρμητα κλείνοντας της το μάτι και ξεκινάω να τρέχω να προλάβω την Αγνή που έχει ξεκινήσει να τρέχει προς το λιμάνι τραγουδώντας:  "βγαίνει η βαρκούλα , βγαίνει η βαρκούλα του ψαρά , από το περιγιάλι, βαρκούλα, βαρκούλα... ".


Η βάρκα  όμως αποκλείεται να βγει από το περιγιάλι...γιατί απλά είναι ερείπιο,  σκέφτομαι έντρομος κοιτώντας ένα καρυδότσουφλο να λικνίζεται βαριά στα ήρεμα νερά του λιμανιού.  Ή εμένα έτσι τουλάχιστον μου φαίνεται έτσι που την κοιτάω  άφωνος όσο η Βίβιαν προσπαθεί να με πείσει για το αντίθετο.

-«Την έχω ξαναπάρει πολλές φορές  και δεν έχω αντιμετωπίσει ποτέ θέμα.  Είναι αξιόπιστη! Πίστεψε με και ...εμπιστεύσου με! » τονίζει ενώ λύνει το ένα από τα δυο  σχοινιά  που την συγκρατούν  στο λιμάνι και ανασηκώνω το φρύδι μου και την κοιτώ . Δίπλα μου στέκει η Αγνή και έχει κολλήσει σχεδόν στο πλευρό μου.

-« Δεν φαίνεται τόσο χάλια..» την ακούω να μουρμουράει ενώ κοιτάζει τη βάρκα.

-«Μα τι λες βρε Αγνή;;; Εδώ ταιριάζει το ένα καράβι, παλιό σαπιοκάραβο ... Εσύ , δηλαδή, προτείνεις να μπούμε; Η μηχανή είναι σκουριασμένη...!» ψιθυρίζω  έντρομος συνεχίζοντας να κοιτώ τη βάρκα που ταλανίζεται στο ελαφρύ κυματάκι.

-« Φταίει η αλμύρα... Ας το ρισκάρουμε Θοδωρή. Εγώ την εμπιστεύομαι την Βίβιαν. .εσύ όχι;» ρωτάει  συνωμοτικά , κολλημένη πάνω μου , συνεχίζοντας να κοιτάει τη βάρκα .

-«Δεν εμπιστεύομαι καμία γυναίκα Αγνή. Ιδιαίτερα κάποια που με έχει δείρει.» ψιθυρίζω πίσω στον ίδιο τόνο ,  συνωμοτικά .

-«Κακώς Θοδωρή!.... Α να!!! Πήρε η μηχανή μπροστά!!!! Πάμε! Πάμε σου λέω!!!!» φωνάζει χαρούμενη, εκστασιασμένη για να ακουστεί πάνω από τη φασαρία της μηχανής και ξεκινάει να χοροπηδάει .

Βοηθώ την Αγνή να περάσει με ασφάλεια μέσα και την στιγμή που η Βίβιαν φωνάζει " άλλος με την βάρκα μου"  πηδάω μέσα ξεφυσώντας, παραιτημένος . Σιγά βρε Μανταλένα.. 

Το καρυδότσουφλο ταλανίζεται άσχημα από την ορμή που έχω πηδήσει μέσα και  κάθομαι αλαφιασμένος κάτω σε μια ταλαιπωρημένη ξύλινη σανίδα. Μωρέ βρεγμένη σανίδα που της χρειάζεται αυτής εδώ μου φαίνεται!!!

-«Και για πού καπετάνιε;» ρωτάει  η Αγνή ανυπόμονη όσο  προσπαθεί  να βολευτεί με τη σειρά της δίπλα μου .

-«Φόρτσα τα πανιά μας για τη Ρω!» φωνάζει η Βίβιαν θεατρικά  αλά Τζάκ Σπάροου  , ορκίζομαι με την ίδια τρελή σπίθα στο βλέμμα με εκείνον τον τρελάρα  και η Αγνή χειροκροτεί δυνατά ενθουσιασμένη δίπλα μου. 

Ποιός είναι , είπαμε, ο προστάτης των ναυτικών και της θάλασσας;;; 

Τι κατάληξη να έχει μια βόλτα με ένα σάπιο πράγμα , με μια γυναίκα που γυαλίζει το μάτι της για καπετάνιο και μούτσο εμένα με την Αγνή;;;Πάντως όχι καλή, σκέφτομαι τη στιγμή που η βάρκα ξεκινάει να σχίζει τα νερά   και τελευταία στιγμή γραπώνω να κρατήσω  δυνατά το ξύλο της βάρκας στα πλαϊνά μου  ενώ με έχει λούσει κρύος ιδρώτας.

-"Θοδωρή λες να δούμε την αδερφή του Μέγα Αλέξανδρου; Είναι γοργόνα ξέρεις...και ρωτάει τους ναυτικούς για τον αδερφό της ...αν ζει..." με  ρωτάει η Αγνή δυνατά υπό τον  έντονο βρυχηθμό της σαπισμένης  μηχανής   και ανατριχιάζω.

-"Εμείς δεν είμαστε περίεργοι σαν εκείνη Αγνή! Περιορίσου στο τραγούδι  και άσε στην γοργόνα  τις κατινιές." ψελλίζω κοιτώντας  αυτόματα έντρομος τα γαλάζια νερά της θάλασσας  που ταχύτατα  διασχίζουμε.

Ευτυχώς για όλους μας η θάλασσα είναι ήρεμη, γαληνεμένη σαν βρέφος που  κοιμάται και το μικρό καρυδότσουφλο σχίζει τα νερά της απαλά με μανία και ορμή . (Και η γοργόνα δεν φαίνεται πουθενά στο βυθό που έχω καρφώσει το βλέμμα μου με αγωνία.)

Έχοντας την Αγνή να τραγουδάει ότι τραγούδι ξέρει για βάρκες και θάλασσα και με μια καπετάνιο να σιγοντάρει, κάπως η διάθεση μου φτιάχνει. Το τοπίο είναι μαγευτικό και η θάλασσα τόσο ήρεμη που με ευκολία διακρίνω τον βυθό . Μακάρι να φτιάξει περισσότερο η θερμοκρασία αυτές τις μέρες που θα είμαι εδώ για να έχω την χαρά να βουτήξω. Τόση θάλασσα κρίμα είναι να  μην την χαρώ. Κοιτώ μαγεμένος γύρω μου και η βραχονησίδα που η Βίβιαν θέλει να πάμε εμφανίζεται σύντομα μπροστά μας. Εντύπωση μου κάνουν τα μελανά βουνά που δεσπόζουν στο νησάκι. Η Βίβιαν προσεγγίζει το αυτοσχέδιο λιμανάκι και σβήνει τη μηχανή σημάδι ότι φτάσαμε. Την βοηθώ όπως μπορώ και σύντομα έχουμε κατέβει όλοι με ασφάλεια από τη βάρκα. 

Η Αγνή περνάει δίπλα μου ενθουσιασμένη .

-«Τελικά δεν είχες τίποτα να φοβηθείς τελικά ..» λέει  σκουντώντας με, με νόημα  και με προσπερνάει καθώς περπατάει ευδιάθετη  στο μικρό μονοπάτι προς το  λευκό εκκλησάκι που δεσπόζει ακριβώς μπροστά μας . Ακολουθώ τα βήματα της ρουθουνίζοντας  πικαρισμένος  και πίσω μου ακολουθεί με τη σειρά της η Βίβιαν. 

Θα προτιμούσα  η Αγνή , αυτό, να μου το έλεγε στο τέλος της εκδρομής  !





Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top