~κεφάλαιο 12~

Μπαίνω μέσα και κατευθύνομαι στην κουζίνα όπου ακούγονται ομιλίες. Κοντοστέκομαι πριν μπω στο δωμάτιο μιας και από το μυαλό μου περνάνε ένα σωρό σκέψεις. Ποια είναι η Αγνή και τι ρόλο παίζει στη ζωή του γερό Θοδωρή και γιατί εμείς δεν ξέραμε τίποτα τόσο καιρό; Αλλά καλά λένε το μήλο κάτω από την μηλιά θα πέσει! Σιγά που ο γέρο Θοδωρής θα μόναζε! Αλλά εύχομαι έστω να είναι διακριτικοί μπροστά μου για να μην ξεράσω όλες τις γωνιές του σπιτιού...Δεν αντέχω στη ηλίθια  αυτή φάση της  προσωπικής έλλειψης μου να γίνω μάρτυρας γεροντοσαλιαρισμάτων!!!

Το γυναικείο γέλιο που ακούγεται από τη κουζίνα μου δίνει  την απαραίτητη ώθηση να κουνήσω από τη θέση μου επιτέλους  και να περάσω μέσα στο δωμάτιο.

-«Καλώς τον!» μου απευθύνει πρώτος το λόγο ο παππούς μου και εγώ παντελώς μουδιασμένος με αυτό που έχω αντικρίσει ,καταφέρνω να κουνήσω μονάχα το κεφάλι μου προς  χαιρετισμό. 

Ώστε αυτή είναι η Αγνή.

Καλύτερο όνομα δεν θα μπορούσαν να της είχαν δώσει.

Ας μου εξηγήσει όμως κάποιος τι δουλειά έχει ένα τέτοιο πλάσμα με το παππού μου γιατί θα τρελαθώ !

-«Θοδωρή από δω να σου γνωρίσω την Αγνή! Την καλύτερη βοηθό μάγειρα που υπάρχει στο Καστελλόριζο! Και από δω Αγνή μου, ο μονάκριβος μου εγγονός!» μας συστήνει  και περνει τη κούτα με τα γλυκά που βαστώ  έτσι εξωφρενικά αδρανής και μουδιασμένος  που στέκω μπροστά τους ,   μιας και η Αγνή ήδη μου τείνει το χέρι της συνεσταλμένα μεν αλλά με μια σπίθα που καίει στο αθώο βλέμμα της  για να με χαιρετήσει . Της δίνω το δικό μου μηχανικά περισσότερο αλλά εκείνη αυθόρμητα με κλείνει στην αγκαλιά της σφικτά.

Και μένω εκεί ακίνητος και σοκαρισμένος !!!  

Όταν χαλαρώνει το αγκάλιασμα της ,κοιτάζω αμήχανος, φευγαλέα τον παππού μου που μου κλείνει το μάτι και γυρνάει στην κατσαρόλα του.

Προδότη!!! Με αφήνει  να βγάλω τα κάστανα από τη φωτιά μονάχος μου!

-«Πως σου φαίνεται το νησί μας; Έχεις ξανά έρθει;» ρωτάει η Αγνή με περιέργεια ενώ χαμογελάει ταυτόχρονα  και έτσι που χαμογελά λάμπει το στρογγυλό της πρόσωπο  και δεν μπορώ παρά να χαμογελάσω πίσω.

-«Μικρός είχα ξανά έρθει με τους γονείς μου.»

-«Εμένα οι γονείς μου πέθαναν και με φροντίζει ο Θοδωρής τώρα πια.» απαντάει αφοπλιστικά και προσπαθώ να συνεχίζω να χαμογελώ αν και νιώθω παγωμένος  στο άκουσμα των λόγων της.

-«Μένεις εδώ;» ρωτάω αμήχανα και την βλέπω να γελάει.

-«Ναι ,τον περισσότερο καιρό. Δίπλα στο υπνοδωμάτιο σου είναι το δικό μου δωμάτιο. Δεν με είδες αυτές τις μέρες γιατί είχα πάει για εξετάσεις στη Ρόδο.» λέει σκυθρωπιάζοντας.

-«Όχι, δεν πήγε μόνο για εξετάσεις μικρέ, μην την ακούς. Η Αγνή ζωγραφίζει υπέροχα και πήγε μερικά έργα της  για να  τα εκθέσουν σε μια έκθεση ζωγραφικής που θα διοργανωθεί σε λίγες μέρες  εκεί . Μικρή να λες  όλη την αλήθεια.» την μαλώνει απαλά ο παππούς μου διακόπτοντας την και την βλέπω να γελάει σιγανά.

Ξεπερνώντας το αρχικό μου σοκ , αργά αλλά σταθερά, γίνομαι ένα με την ευχάριστη παρέα που ετοιμάζει το μεσημεριανό της γεύμα και βρίσκω πραγματικά να απολαμβάνω τη χαρά , τη ζωντάνια  και την αθωότητα που μεταδίδει η Αγνή .

Πως μπορώ άλλωστε να μην αφεθώ στην αθωότητα που αναβλύζει απο το μάτια της;

-«Είναι μονό ένα παραπάνω χρωμόσωμα, μικρέ.» μου ψιθυρίζει κάποια στιγμή ο παππούς με νόημα δίχως να μας ακούσει η Αγνή και χαμογελώ στη σκέψη. 

Άδικα ανησυχούσα τελικά. Δεν θα χω πρόβλημα συγκατοίκησης με την Αγνή.

Μετά από ένα γευστικότατο γεύμα και αφού τσακίσουμε τρία γλυκά  ο καθένας από την κούτα που έφερα από την γείτονα χώρα ,με το παππού να μας μαλώνει συνεχώς όποτε δοκιμάζουμε κάποιο μέχρι που τα απομάκρυνε από το τραπέζι μουρμουρώντας και απειλώντας ότι θα μας έκανε εξέταση σακχάρου , τον αφήσαμε να μαζέψει το χάος και ανεβήκαμε  με προορισμό τα δωμάτια μας.

Ξαπλώνω ανάσκελα στο κρεβάτι με ένα σάλτο και  μένω να κοιτώ το ταβάνι ενώ φέρνω ενστικτωδώς το χέρι στη κοιλιά μου και την τρίβω μιας και παραπονιέται έτσι παραγεμισμένη που είναι. 

Το μυαλό μου βομβαρδισμένο τοπίο...τι  ν α πρωτοσκεφτώ και να πρωτό αναλύσω; 

-«Να περάσω; Δεν μπορώ να κοιμηθώ .Πονάει η κοιλιά μου.» διακόπτει  η  Αγνή λέγοντας  και δίχως να περιμένει απάντηση χώνεται στο δωμάτιο μου και κάθεται με το ίδιο στυλ στο κρεβάτι μου. Γυρνάω το κεφάλι και της χαμογελάω. 

-"Μην το πεις στον Θοδωρή γιατί δεν θα μας δώσει την κούτα με τα υπόλοιπα να τα τσακίσουμε."

Τόσο αθώα Θεέ μου.

-«Περίεργο είναι να έχω κάποιον επιτέλους στην ηλικία μου να μιλάω. Οχι ότι παραπονιέμαι για το παππού σου. Πάντα είναι πρόθυμος να με ακούσει και να συζητήσουμε... αλλά καταλαβαίνεις ε; Διαφορετικό είναι να έχεις κάποιον στην ηλικία σου. Για λέγε τώρα... Πως και από εδώ Θοδωρή; Άκουσα ότι έχεις μπελάδες με τους δικούς σου. Και σε καταλαβαίνω. Και εγώ δεν έχω περάσει καλύτερα μην νομίζεις. Όλη την ώρα ήταν όσο ζούσαν από πίσω μου να μην πέσω, μην χτυπήσω, μην πεινάσω, όλο μη είναι   η ζωή μου. Μερικές φορές λες και τους ακούω ακόμα να με ρωτάνε με αγωνία αν κάποιος με έφερε σε δύσκολη θέση. Ξέρω απο καταπίεση. » λέει δίχως να πάρει ανάσα, ασταμάτητα αλλά με απολαυστικό τρόπο μιας και το  στρογγυλό πρόσωπο της αλλάζει εκφράσεις ταχύτατα όσο μιλάει .

Παρατηρώ το ακουστικό που φοράει στο αυτί της και βλέποντας με,  γελάει.

-«Το 80% των παιδιών σαν και εμένα έχουν πρόβλημα ακοής αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Μόνο συχνή αλλαγή των μπαταριών. Αν αντιληφθείς οτι μου μιλάς και δεν απαντάω... Φορτισέ με. » λέει απολαυστικά   αυθόρμητα και γελάμε μαζί.

-«Είσαι εκπληκτική Αγνή. Δεν έχω ξανά γνωρίσει κάποιο παιδί σαν και σένα...» λέω περισσότερο στον εαυτό μου και την βλέπω να φουσκώνει από περηφάνια.

-«Ναι, είμαι φαινόμενο. Στο ίδρυμα στη Αθήνα μου το λέγανε συνεχώς οι δασκάλες μου. Μαθαίνω γρήγορα. Το ξέρεις ότι ζούσαμε στην Αθήνα παλιά πριν έρθουμε εδώ; Εδώ είναι πιο ωραία όμως. Όλοι είναι καλοί μαζί μου. Τις πρώτες μέρες είχαν μια αμηχανία πως να μου συμπεριφερθούν αλλά αμέσως μετά όλα μια χαρά. Με αποδέχτηκαν. » λέει και νιώθω ένα βάρος στο στήθος και δεν είναι από τη μετατόπιση του όγκου που έχω στο στομάχι μου.

-«Πως ήταν στην Αθήνα;» ρωτώ αυθόρμητα και βλέπω πίσω από τα γυαλιά που φοράει το βλέμμα της να σκοτεινιάζει.

-«Πολλά έξοδα . Πολλοί γιατροί. Πολύ τρέξιμο .Πολύ φασαρία για το τίποτα. Πολλά αδιάκριτα βλέμματα και πολλοί ψίθυροι . Άσε με εμένα όμως τώρα. Πες μου για σένα όμως. Θέλω να σε γνωρίσω καλύτερα.» λέει και σφίγγομαι.

Τι να της πω τώρα και αυτής;

Δύο γυναίκες διαφορετικές να σε ρωτάνε το ίδιο πράγμα την ίδια μέρα παρά πάει νομίζω, έτσι;

-«Έλα, λέγε. Σε παρακαλώ..» λέει γελώντας και με κοιτάζει με τα τεράστια αθώα της μάτια.

-« Τα έχω κάνει σκατά Αγνή. «λέω αυθόρμητα και την βλέπω να γελάει σιγανά.

Μία φορά είπα την αλήθεια και γελανε ρε Ζαχάρη!

-«Αλήθεια λέω...Δεν έχω τελειώσει τη σχολή μου ακόμα.» λέω αναστενάζοντας.

-«Γιατί, δεν σου αρέσει;»

-«Μ αρέσει.. Αλλά τα κορίτσια μου έχουν κλέψει το μυαλό..» λέω θεατρικά   και γελάει πάλι.

-«Ένα κορίτσι σου κλέβει το μυαλό. Και μετά μένεις δίχως μυαλό για τις υπόλοιπες.» λέει και γελάει.

Το μυαλό μου ταξιδεύει σε μια συγκεκριμένη γυναικεία μορφή. Να μου γελάει, ξαπλωμένη στο πλάι μου και να μου λέει ότι θα  με αγαπάει για πάντα.

Ελεεινή και τρισάθλια ψεύτρα...

-«Τι έπαθες τώρα; Γιατί συννέφιασες ξαφνικά; Την θυμήθηκες; Ποιο κορίτσι είναι αυτό που σε άφησε δίχως μυαλό;»

-«Η Χριστίνα.»

-«Η Χριστίνα τι; Πες μου την ιστορία σας..»παρακαλεί και βολεύεται καλύτερα στο κρεβάτι μου βάζοντας το μαξιλάρι κάτω απο το κεφάλι της

-"Άστο καλύτερα βρε Αγνή μου... Άστο να πάει... "

-" Θα μου χαλάσεις το χατήρι ακόμα δεν με γνώρισες;;;; Μπράβο σου Θοδωρή... "λέει παραπονιαρικα και ψευτό κλαψουρίζει.

Θέλει να φαρμακωθεί;; Πρόβλημα της.

-« Η Χριστίνα λοιπόν ..." ξεκινώ την αφήγηση και η Αγνή χειροκροτά απαλά και μολις σταματήσει συνεχίζω.
-"Την γνώρισα στο λύκειο. Στην πρώτη λυκείου. Πηγαίναμε στο ίδιο τμήμα. Γίναμε ζευγάρι αμέσως. Δέναμε απίστευτα μεταξύ μας. Υπήρχε όλη αυτή η χημεία. Ταιριάζαμε σε όλα. Ήταν ο πρώτος μου δεσμός . Εγώ ένα αγόρι με σιδεράκια ακόμα, γεμάτος ακμή στο πρόσωπο. Αυτή μια οπτασία στα μάτια μου. Διαβάζαμε μαζί και κάναμε όνειρα. Εγώ παιδί γιατρού και της Χριστίνας ξενοδοχοϋπάλληλοι. Διαλέξαμε την Ιατρική και το κάναμε σκοπό να περάσουμε στην ίδια σχολή. Ατελείωτα σχέδια και όνειρα. Θυμάμαι ξενυχτούσαμε διαβάζοντας και πίναμε τόσους καφέδες που μας προκαλούσαν νευρικό γέλιο στο τέλος. Να συνεχίσω;» ρωτώ και μου νεύει θετικά δίχως να μιλήσει.

-«Ωραία. Περάσαμε μαζί στη σχολή όπως είχαμε σχεδιάσει . Η χαρά μας απερίγραπτη. Νοικιάσαμε σπίτια κοντά στη σχολή και κοντά μεταξύ τους. Άσχετα ότι αράζαμε στο δικό μου μόνο. Η μάνα μου, μου δάνεισε  το αυτοκίνητο της  ώστε να μου κάνει τη ζωή πιο εύκολη. Πηγαίναμε παντού μαζί. Βόλτες και σχολή, ήμασταν αχώριστοι πάντοτε . Έμαθα να μαγειρεύω και απολάμβανα να της κάνω το τραπέζι συνέχεια. Την κακομάθαινα γιατί την αγαπούσα. Ήταν τα πάντα μου. Πέρασαν 4 χρόνια έτσι. Ήμασταν έτοιμοι να δώσουμε τα τελευταία μαθήματα για ν α πάρουμε το πτυχίο μας...Εκεί όλα άρχισαν να αλλάζουν. Πέσανε οι πρώτες ερωτήσεις... Τι θα γινόμασταν στο εξής... Εγώ όφειλα να πάρω το πτυχίο μου και να κάνω το αγροτικό μου. Όπως και αυτή. Έπρεπε να κάνω και το στρατιωτικό μου όμως. Δεν γινόταν να δεσμευτώ απέναντι της. Τι είχα να της προσφέρω εκείνη την περίοδο; Λίγο ακόμα υπομονή ζητούσα. Ήμασταν 23 χρονών. Δεν το κατάλαβε. Επέμενε. Με κατηγορούσε ότι δεν την αγαπούσα αρκετά. Επειδή την αγαπούσα όμως ήθελα όλα να γίνουν σωστά...Άλλαξε.. Έγινε απότομη. Ειρωνική. Ξεκίνησε να διαβάζει στο σπίτι της και εγώ κόντευα να τρελαθώ. Δεν ήξερα πώς να της δείξω ότι την αγαπάω. Προσπάθησα και όλες τις φορές έπεφτα πάνω σε τείχος. Ένα τείχος που όρθωσε ξαφνικά και μάτωνα καθημερινώς να προσπαθήσω να το γκρεμίσω. Να την πείσω για την αγάπη μου. Έχασα το μυαλό μου αλλά αυτή διάβαζε ανεπηρέαστη από όλο αυτό. Έδωσε κανονικά τα μαθήματα και πήρε το πτυχίο της και εγώ κόπηκα στα μισά. Που μυαλό να διαβάσω με τη Χριστίνα να μου μιλάει με το ζόρι. Είχα χάσει τη γη κάτω από τα πόδια μου  και βλαστήμαγα τη τύχη  μου.  Μέχρι που έφτασα στο σημείο , από την απελπισία μου ,να δεχτώ να αρραβωνιαστούμε για να μην την χάσω. Την επόμενη κιόλας μέρα πήγα από το σπίτι της να τα βρούμε και το βρήκα άδειο. Τα μάζεψα όπως- όπως και γύρισα πίσω μόνος μου να την βρω. Δίχως πτυχίο εγώ όμως  , δίχως τίποτα... Έψαξα να την βρω και την βρήκα.  Ήδη είχε ξεκινήσει  να κάνει το αγροτικό της . Μου είπε στεγνά ότι μέλημα της είναι να φτιάξει τη ζωή της και να προχωρήσω παρακάτω όπως έκανε και αυτή. Αμέσως με είχε αντικαταστήσει. Ένας άλλος γιατρός είχε πάρει τη θέση μου. Εγώ ήμουν ο μεγαλύτερος βλάκας του κόσμου. Ένα πιόνι να κάνει πιο εύκολη τη ζωή της με σκοπό να ταχτοποιηθεί αργότερα. Την μίσησα με το καιρό. Μίσησα όλες τις γυναίκες. Μόνο να δέσουν το γάιδαρο τους θέλουν. Και αν αυτός ο γάιδαρος είναι και παραφορτωμένος ακόμη καλύτερα. Ένας βλάκας γάιδαρος ήμουν..» τελειώνω και η εξιστόρηση της πρώτης μου αγάπης μου έχει φέρει δάκρια στα μάτια τα οποία σκουπίζω πριν τρέξουν και τα δει η Αγνή και στεναχωρηθεί.

Γυρνώ το πρόσωπο μου και την κοιτάζω και διαπιστώνω ότι κοιμάται. Παραμύθι νόμιζα και εγώ  ότι ζούσα τότε. Ένα παραμύθι που η πριγκίπισσα έγινε άπληστη και μεταμορφώθηκε σε μέγαιρα.

Ανασηκώνομαι  αθόρυβα και προσεχτικά και παίρνω τη κουβέρτα και την σκεπάζω. Την παρατηρώ που κοιμάται ήρεμα και χαμογελώ.

Μόνο στην Αγνή δεν κρατώ κακία. Και στη μάνα μου... Όλες οι υπόλοιπες είναι τα ίδια σκατά.

Αναστατωμένος μιας και οι αναμνήσεις έχουν ξυπνήσει ξανά κατεβαίνω στο καθιστικό και αράζω πλατιά το σώμα μου στο καναπέ με τα πόδια να ξεχειλίζουν . Και το μυαλό μου ταξιδεύει σε εκείνην την περίοδο. Τότε.  Πόσο όμορφα ήταν όλα. Ή έστω φαινόντουσαν.  Η ζωή μου κυλούσε τόσο όμορφα και ευτυχισμένα που ξεκινάω να σκέφτομαι αν τυχόν κάπου έκανα λάθος.

Δεν μπορούσα στα 23 μου δίχως τίποτα στα χέρια μου να της δώσω ότι της άξιζε της Χριστίνας. Ή ότι νόμιζα ότι της άξιζε. Ήταν τέτοιο το σοκ μου όταν διαπίστωσα την ευκολία που συνέχισε την ζωή της σαν να μην είχε νιώσει  τίποτα για μένα  που θυμώνω στη σκέψη της. Πουθενά δεν είχα κάνει λάθος εγώ! Το μοναδικό μου λάθος ήταν ότι πίστεψα σε ένα ψέμα. Το ψέμα της αγάπης.

Τραβώ το κινητό μου έξω , σε μια προσπάθεια να ξεχαστώ για να μην αρχίσω να τα σπάω όλα γύρω μου και το ενεργοποιώ.

Πριν καλά – καλά πάρω μια ανάσα ένας καταιγισμός από μηνύματα σπάει την ησυχία του δωματίου.

Στα περισσότερα μηνύματα είναι η μάνα μου και ο Μιχάλης. Η μάνα μου να μου γράφει πόσο της λείπω και ότι κάνει τα αδύνατα δυνατά να ηρεμίσει το πατέρα μου και ο Μιχάλης με ειρωνικό ύφος να μου γράφει τι χάνω έχοντας μου στείλει ένα σωρό φωτογραφίες. Λες και την βρίσκει να παίζει με τον πόνο μου αυτός πάντως .  Ωραίος φίλος!

Ξεφυσάω και το σκαλίζω λίγο για να δω  ότι  φυσικά οι εφαρμογές που είχα στο προηγούμενο κινητό μου δεν είναι εγκατεστημένες σε αυτό . Και ούτε έχω όρεξη να τις κατεβάσω. Να δω τι στο Instagram  και στο Facebook  ; Πόσο υπέροχα περνάνε ; Κάτσε να γυρίσω πίσω και θα τις κατεβάσω ξανά. Δεν χρειάζομαι περισσότερο πόνο.  Μου φτάνει η εξορία μου. Μια εφαρμογή με τούρκικα μάλλον ακαταλαβίστικα γράμματα υπάρχει στο μενού αλλά μάλλον είναι κάποιες οδηγίες λειτουργίας του κινητού στα τούρκικα μιας και είναι αγορασμένο από εκεί.  Και συνεχίζω να το σκαλίζω  σβήνοντας όποια ανάμνηση του παρελθόντος από το μυαλό μου. Ή έστω προσποιούμαι...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top