~Κεφάλαιο 1~
ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΥΤΗ ΑΦΙΕΡΩΝΩ ΣΤΟΝ ΑΔΕΡΦΟ ΜΟΥ ΓΙΩΡΓΟ ΜΕ ΟΛΗ ΜΟΥ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ. ΒΑΣΙΣΜΕΝΗ ΣΕ ΑΛΗΘΙΝΗ ΓΕΓΟΝΟΤΑ.
"Ο Θεός έδωσε στους άνδρες ένα μυαλό και ένα πέος, αλλά δυστυχώς όχι αρκετή παροχή αίματος για να λειτουργούν και τα δυο ταυτόχρονα." – Robin Williams
-«Ω να μη σου γαμήσω τίποτα...» μουρμουράω βραχνά και γυρνάω πλευρό αλλά ο ήχος από το ξυπνητήρι στο κομοδίνο μου, εκεί να συνεχίζει εκκωφαντικά και εκνευριστικά στο δωμάτιο να ηχεί και να μου σπάει τα νεύρα και υποχρεωτικά βγάζω το χέρι μου από το πάπλωμα , το οποίο έρχεται σε επαφή με τον κρύο αέρα του δωματίου- κάτι που με θυμώνει ακόμα περισσότερο- και απλώνω το γυμνό χέρι μου στα τυφλά, του δίνω μία εκεί που δεν την περίμενε και το πετάω κάτω και βουβαίνεται .
Άει σιχτίρ πιά κάθε πρωί η ίδια μαλακία! ,σκέφτομαι θυμωμένος και ξανά χώνω βιαστικά το χέρι μου μέσα στο πάπλωμα.
Μπρρρ...κρύο κάνει...
Η φασαρία που ξεκινάει να ακούγεται από το πάτωμα αυτή τη φορά μιας και εφτάψυχο φαίνεται να είναι το σκασμένο, με κάνει απότομα να πεταχτώ πάνω εξαγριωμένος και να πέσω ο μισός κάτω από το κρεβάτι και να το ψάξω!
Θα το πετάξω στη λεκάνη και θα τραβήξω και το καζανάκι! Που σκατά το πέταξα ;;;
Όπαααα...στριγκάκι είναι αυτό;;;;
Μένω στη ίδια , άβολη στάση, το μισό μου σώμα να κρέμεται στο πάτωμα και το υπόλοιπο μισό να βρίσκεται πάνω στο κρεβάτι, με το τρόπαιο στο χέρι και με το δεξί μάτι ανοικτό και το αριστερό κλειστό ακόμα , (μιας και δεν μπορούν να συγχρονιστούν με το που ξύπνησα ) , να παρατηρώ το εύρημα μου κουνώντας το δεξιά - αριστερά, εμπρός και πίσω. Ροζ στριγκάκι με δαντελίτσα.. Ωραίο γούστο έχει η ιδιοκτήτρια του.
Αλήθεια, ποιο καλόγουστο κουνελάκι έπνιγα χτες βράδυ πάλι ο Θεός;
Ανασηκώνω αργά το γυμνό κορμό μου από το πάτωμα και κάθομαι με το πισινό στο κρεβάτι μου και γυρνώ το βλέμμα μου στο κρεβάτι που αν και ανάκατο, είναι άδειο...
Πω ρε γαμώτο μου.. τι να έγινε πάλι χτες ; Έλα μου ντε...Πονάει τόσο το κεφάλι μου από αυτά που με πότισαν χτες βράδυ... Που είναι το γκομενάκι όμως; Έφυγε; Και γιατί στο κόρακα δεν πήρε μαζί της και το βρακί της μόνο έφυγε ξεβράκωτη;;;; Θα μπάσει ρεύμα , θα κρυώσει και μετά να σου τα γυναικολογικά και οι γιατροί. Καλόγουστο αλλά άμυαλο το κουνελάκι μου! Άμυαλο.
Και εκεί που το κρατάω, βαριεστημένος ήδη, ανοίγω τα δάχτυλα μου και το αφήνω να πέσει άψυχα στο δάπεδο , εκνευρισμένος και με τη ξεβράκωτη που δεν θυμάμαι καν την όψη της αλλά και με το επίμονο ξυπνητήρι και αποφασίζω να σηκωθώ . Δεν το 'χε η μέρα να κοιμηθώ περισσότερο σήμερα. Μακάρι και να θυμόμουν τι ώρα κοιμήθηκα για να κάνω τους υπολογισμούς μου και να δικαιολογήσω τον εαυτό μου όταν ζητήσω να φύγω νωρίτερα από την δουλειά. Αλλά και πάλι αυτό θα κάνω, θυμάμαι δεν θυμάμαι.
Χαμογελώντας σαρδόνια , πετάω το πάπλωμα από πάνω μου και ανασηκώνομαι για να σκαλώσει το βλέμμα μου στο τεραστίων διαστάσεων μόριο μου ...Χμ, αχόρταγος είναι!
«Εσύ γεννήθηκες με στύση αγόρι μου!»
Το βλέμμα μου από αποχαυνωμένο και περήφανο βεβαίως- βεβαίως μετατρέπεται σε πανικοβλημένο βλέποντας τη μητέρα μου να μπαίνει μέσα στη κρεβατοκάμαρα σαν σίφουνας και απλώνω τις παλάμες των χεριών μου να κρύψω το πύργο του Άιφελ.
« Εμ, δεν κρύβεται πασάκο μου όσο και αν προσπαθείς. Η μανούλα στον έδωσε τεράστιο και αψεγάδιαστο, καμάρι μου!» λέει η μάνα μου, η Λουκία και πηγαίνει γραμμή και ανοίγει την κουρτίνα να μπει το ελεεινό φως του ήλιου. Κλείνω τα μάτια μου ενστικτωδώς με το που με χτυπάνε οι πρώτες αχτίδες του ήλιου ενώ τον κρατάω ακόμα σφικτά στα χέρια μου ενώ σημειώνω στο αγουροξυπνημένο μου μυαλό να της ζητήσω τα κλειδιά του διαμερίσματος πίσω!
«Σήκω και πήγαινε να πλυθείς.. μεσημέριασε! Έφερα καφέ να πιεις πριν πας στη δουλειά. Άντε παιδάκι μου! Έχω κανονίσει μια δουλίτσα και δεν θέλω να αργήσω στο ραντεβού μου ! Θεόδωρε τελείωνε!» σφυρίζει σχεδόν τραγουδιστά και πιάνει το ξυπνητήρι από κάτω και το απενεργοποιεί και γυρνώντας μου κλείνει το μάτι ενώ μου πετάει ένα μαξιλάρι από το μικρό καναπέ το οποίο γρυλίζοντας το αρπάζω και το τοποθετώ όπως -όπως πάνω στον πύργο του Άιφελ ή αλλιώς για τις κοινές θνητές: Ζαχαρία.
Όλες τις γλυκαίνει ο Ζαχαρίας μου ...όλες...
"Να θυμηθώ να πω στη Λίνα να ανέβει όταν τελειώσει το μαγείρεμα να μαζέψει λίγο εδώ μέσα..Στάβλος έχει γίνει.." ακούω να μουρμουράει η μάνα μου στον εαυτό της κοιτώντας μια γύρα το δωμάτιο στο φως του ήλιου.
Άκου στάβλος η γκαρσονιέρα μου, σκέφτομαι εκνευρισμένος και γρυλίζω απειλητικά όσο η Λουκία ατάραχη με πλησιάζει ώστε να αφήσει το ξυπνητήρι στη θέση του και μου ανακατεύει τα μαλλιά φεύγοντας χαμογελαστή.
Και το ξυπνητήρι εκεί, περήφανο που την δουλειά του την έκανε , στρογγυλοκάθεται στη θέση του έτοιμο να μου σπάσει τα νεύρα και την επόμενη μέρα ! Γιατί έχω την εντύπωση ότι μου χαμογελάει ειρωνικά;
Ή μήπως θα έπρεπε να αναρωτιέμαι κανονικά το τι με πότισαν χθες βράδυ;;;;
Κατευθύνομαι στο μπάνιο με το μαξιλάρι στο ευαίσθητο σημείο μου ενώ η μάνα μου ξεκινάει άκρως θορυβώδης και ενοχλητικά να αραδιάζει τα ψώνια της από το φούρνο της γειτονιάς στο μικρό πάσο της κουζίνας μου. Τι δεν έχει καταλάβει ότι μόνο καφέ θέλω το πρωί ;! Άδικα αγοράζει τόσα βουτήματα, κουλούρια και σφολιατοειδή !Αφήνω το μαξιλάρι να πέσει στο πάτωμα του μικρού μπάνιου και χώνομαι μέσα στη μπανιέρα. Ανοίγω το ζεστό νερό και χώνομαι από κάτω του και η επαφή μου με το κρύο νερό δημιουργεί τέτοιο σοκ στον οργανισμό μου που αντικαθιστά τον καφέ που θα έπινα για να ξυπνήσω. Απομακρύνομαι και το αφήνω να τρέξει περισσότερο αλλά το γαμημένο δεν λέει να ζεσταθεί με τίποτα!
« Ρε μάνα! !!Πάλι δεν άναψες το θερμοσίφωνα;;;;» φωνάζω κουρνιασμένος στην άκρη της μπανιέρας τουρτουρίζοντας .
«Αχ, ξέχασα χρυσέ μου!!!Να τον ανάψω τώρα;;;;» την ακούω να φωνάζει πίσω και γρυλίζω κοιτώντας τον Ζαχαρία.
"Όχι!!!"
Το κακό έγινε ρε μάνα... σκέφτομαι και βγαίνω έξω εκνευρισμένος και σκουπίζω τα νερά από το σώμα μου βιαστικά ενώ ο καημένος ο Ζαχαρίας έχει μαραζώσει από το κακό του.
« Καφέ!!! « ωρύομαι και ακούω το στομάχι μου να γουργουρίζει συμφωνώντας και βγαίνω έξω με τη πετσέτα περασμένη στη μέση για να δω τη μάνα να έχει στρώσει στο πάσο της κουζίνας τα όσα είχε αγοράσει από το φούρνο του Κυρ – Τάσου , του παλαιότερου φούρνου της γειτονιάς. Αποστρέφω το βλέμμα μου από τις λιχουδιές και αρπάζω το χάρτινο κύπελο. Κάθομαι σε ένα σκαμπό και φέρνω στο στόμα το ζεστό καφέ και αφού αφήσω να γλιστρήσει μέσα μου ,πρώτα από τη μύτη η θεϊκή του μυρωδιά ,ακουμπάω τα χείλια μου και τον γεύομαι.
"Αμάν αυτός ο Τάσος με τις απαγορεύσεις του! Τι του έκανες και δεν θέλει να ξανά πατήσεις στο μαγαζί ήθελα και να ήξερα!" μουρμουράει ξεφυσώντας σιγανά και γυρνάει στο να χαζεύει το κινητό της. Έχει τώρα τελευταία γραφτεί σε μια ομάδα συγγραφής και προσπαθεί να αναδείξει το ταλέντο της ως συγγραφέας . Όλο ταλέντα κρυμμένα έχει η μανούλα μου.
Αχ μάνα και να ήξερες...θα με έσφαζες στο γόνατο τον κανακάρη και αψεγάδιαστο γιο σου! !!
Αχ, αυτός είναι καφές...γι αυτό δεν αλλάζω φούρνο τόσα χρόνια και ας με έχει πικράνει ο κυρ Τάσος με την συμπεριφορά του. Εγώ φταίω που η Μαρία , η υπάλληλος του έκανε καλό καφέ...και είχε ένα κορμάκι κόλαση; Εγώ φταίω που εκτός από τον καφέ του ,δοκίμασα και την υπάλληλο του; Αυτός φταίει που ... παραιτήθηκε! Αυτός! Αυτός δεν της έβαζε όλα τα ένσημα και έφυγε αλλά εγώ που της έβαζα τον Ζαχαρία κανονικά , απολαυστικά και καθημερινά την πλήρωσα!
Και έμεινα ρέστος μέχρι που την αντικατέστησε η Δήμητρα. Καλή ήταν η Τζίνα δεν λέω. Μου τον πετύχαινε τον καφέ δεν μπορώ να πω...αλλά αυτό που πετύχαινε ήταν η αριστοτεχνικές πίπες που μου έπαιρνε στο πίσω δωματιάκι του φούρνου την ωρα που ψήνονταν τα κρουασάν ...μέχρι που παραιτήθηκε και αυτή μετά από ένα μήνα! Μάλλον ένσημα δεν της έβαζε και αυτηνής ο σπάγκος ο κυρ Τάσος! Πως να εξηγήσω διαφορετικά που όλες παραιτούνται; Εγώ μια χαρά τις περιποιόμουν!
Μετά ήρθε η Σοφία...αχ η Σοφία...από καφέ δεν ήξερε, ιδέα δεν είχε ...αλλά είχε ένα πισινό που της τα συγχωρούσες όλα...ΟΛΑ! Δεν θα της συγχωρήσω ποτέ που παραιτήθηκε όμως!!! Αχ ,δυο μήνες μας περιποιόταν το Σοφάκι με τον ωραίο πισινό.
Και ήρθε η Αναστασία. Ο καφές καλός ήταν δεν λέω... αλλά φορούσε σιδεράκια ακόμα το χρυσό μου και ο Ζαχαρίας πληγώθηκε στην τελευταία τους συνεύρεση, όταν πάνω στην ένταση της στιγμής τον είχε πάρει πιο σφικτά στο στοματάκι της. Ακόμα δεν μπορώ να ξεχάσω εκεί πίσω από το πάγκο , δίπλα στα κρουασάν βουτύρου, δεξιά από το δίσκο με της τυρόπιτες και αριστερά από τις λουκανικόπιτες που η Αναστασία τον είχε κάνει να ματώσει. Ελάχιστα μεν αλλά από τότε ο Ζαχαρίας την έβλεπε και κρυβόταν. Μέχρι που παραιτήθηκε και αυτή ευτυχώς και γλιτώσαμε! Να είναι καλά ο οικονομολόγος κύριος Τάσος μας! Που ήθελε και ένσημα σε καιρούς κρίσης η Στάσα μας ! Μικρό μαγαζάκι είχε που να βγει ο καημένος ο κυρ Τάσος.
Και ήρθε η Στέλλα.
Ανατριχιάζω μόνο στη σκέψη της και πίνω μια γενναία γουλιά καφέ να στανιάρω.
Αχ πως την πάτησα έτσι με την Στέλλα...
Φταίνε οι ατελείωτες και γεμάτη μαεστρία πίπες που μου χάριζε μαζί με μια λουκανικόπιτα δώρο κάθε πρωί...Δεν είχα ψυλλιαστεί ότι το δώρο μου είχε διφορούμενη σημασία...Μέχρι που κάποιο ξημέρωμα που μόλις είχα γυρίσει από ένα μπαρ και εκείνη άνοιγε το μαγαζί, εκεί που είχαμε χωθεί στην αποθήκη με τα αλεύρια και ήταν έτοιμος ο Ζαχαρίας να δοκιμάσει μια άλλη τρύπα από αυτή του στόματος της ...εκεί που είχε κατεβάσει το παντελόνι της και το θαλασσί βρακάκι της βρέθηκε ο καημένος αντιμέτωπος... με ένα άλλον επιβήτορα! Καλά δεν ήταν και πύργος του Άιφελ όπως ο δικός μου.. περισσότερο πύργος της Πίζας μου φάνηκε! Στο πιο κοντό και λεπτό βέβαια...σαν λουκάνικο Φρανκφούρτης ήταν ...! Για πότε ξεκουμπίστηκα από εκεί μέσα δεν περιγράφεται! Παρέσυρα πάνω στο πανικό μου και μερικά σακιά με αλεύρι.. και κάτι δίσκους από το πάγκο βγαίνοντας...κόντεψα να περάσω και μέσα από τη τζαμαρία του καταστήματος ...Τέτοιο σοκ ο καημένος ο Θόδωρος...
Ξεκούμπωτος βρέθηκα στο δρόμο έντρομος να τρέχω κάτασπρος σαν το φάντασμα από τα αλεύρια και με τα σφολιατοειδή κολλημένα πάνω μου! Ευτυχώς που είχε μόλις χαράξει η μέρα και δεν έγινα θέαμα στη γειτονιά να το προλάβουν στη μανούλα!
Αυτή ήταν η τελευταία μου φορά που επισκέφτηκα το φούρνο. Πρώτον η Στέλλα ακόμα δεν έχει παραιτηθεί αλλά και δεύτερον ο σπαγγοραμένος κυρ Τάσος μου το απαγόρευσε! Τσιγκούνης- τσιγκούνης αλλά κάμερα είχε βάλει και είδε το χάλι που είχε προκληθεί.
Βήχω μιας και στη θύμηση του γυρτού πύργου της Πίζας - λουκάνικου Φρανκφούρτης της Στέλλας ακόμα σοκάρομαι και η μάνα με κοιτάζει κάτω από τα γυαλιά της προβληματισμένη.
-«Κρύωσες;;;» ρωτάει και αφήνει το κινητό στο πάγκο και απλώνει το χέρι και με θερμομετρεί με το γνωστό μαμαδίστικο τρόπο της.
-«'Όχου μωρέ μάναααα...δεν κρύωσα...άσε με...λέγε τώρα... Ο μπαμπάς πήγε στη δουλειά;»
-«Πήγε πρώτα από το μαιευτήριο που έχει προγραμματισμένη γέννα , αλλά δεν θα αργήσει μου είπε πολύ μόνο τελείωνε! Σε μια ώρα πρέπει να είμαστε εκεί και να μας βρει ! Αν αρχίσει τη γκρίνια πάλι αλίμονο σου Θεόδωρε! Τελείωνε!» φωνάζει εκνευρισμένη και σηκώνεται πάνω και ξεκινάει να μαζεύει το πάσο. Ανασηκώνομαι και τρέχω στη ντουλάπα και αφού στοιβάξω τα κρεμασμένα κουστούμια μου στην άκρη τραβάω έξω ένα τζιν και ένα γαλάζιο πουκάμισο και ξεκινάω να ντύνομαι.
-«Εγώ φεύγω γιατί έχω ραντεβού σε δέκα λεπτά για νύχια. Δεν θα αργήσω. Τα λέμε στο γραφείο. Φιλάκιαααα» λέει η μάνα αποκαλύπτοντάς μου το τόσο σοβαρό ραντεβού της και αφού με φιλήσει στο μάγουλο , φεύγει κατευθείαν και έκπληκτος παρατηρώ ενώ αποχωρεί καμαρωτή το περιβόητο ροζ στριγκάκι περασμένο στο τακούνι της να αποχωρεί μαζί της.
Ποιός την ακούει πάλι την Λουκία !
Αρπάζω από το πάτωμα τη βρεγμένη πετσέτα και σκουπίζω το μάγουλο μου και η πετσέτα βάφεται κόκκινη από το κραγιόν της.
-«Αμάν μωρέ μάνα..» μουρμουρίζω εκνευρισμένος και την ξανά πετάω στο πάτωμα ενώ σκύβω και μαζεύω τα παπούτσια μου από κάτω και τα φορώ βιαστικά. Κάνω και μια στάση στο μπάνιο να περάσω λίγο ζελέ στο μαλλί και τρέχω προς τη πόρτα αφού κάνω μια μικρή στάση και από το πάσο της κουζίνας όπου παίρνω το δεκατιανό μου και ένα δεύτερο καφέ , καλά κλεισμένα όλα σε χάρτινη σακούλα από το φούρνο τη γειτονιάς όπως κάθε πρωί.
Ξέρει η μανούλα..
Η μανούλα μου ξέρει τα πάντα . Είναι σοφή παρόλο που είναι μόνο 39 χρόνων. Νοσηλεύτρια την γνώρισε ο μπαμπάς στο νοσοκομείο που έκανε το αγροτικό του και ερωτευτήκαν αμέσως, παντρεύτηκαν κατευθείαν και απόκτησαν εμένα και ζούμε μια ευτυχισμένη ζωή μιας και ποτέ δεν τσακώνονται. Ο μπαμπάς ασπάζεται τις συμβουλές της μανούλας λες και είναι ευαγγέλιο , τέτοια λατρεία της έχει και κάνει γενικά ότι η μανούλα αποφασίσει . Βέβαια δεν την άφησε να εργάζεται και να την έχει δούλα όπως συνεχίζει να λέει και της είχε ζητήσει να σταματήσει από το νοσοκομείο και να τόσα χρόνια που την έχει βασίλισσα στο σπίτι μας, βοηθό του στο ιδιωτικό του ιατρείο όποτε την χρειάζεται και κορώνα γενικά στο κεφάλι του . Μα για κάτσε...Πόσα χρόνια τώρα η μανούλα δηλώνει 39;;;Σαν πολλά δεν είναι τώρα που το σκέφτομαι; Αχ, την πονηρή...Σε λίγο θα βρεθούμε συνομήλικοι!!!
Με το ένα χέρι να κρατάει τη χάρτινη σακουλίτσα και στο άλλο το κινητό μου που έχω πατήσει να ανοίξει ,ανοίγω με τον αγκώνα τη πόρτα και βγαίνω έξω από το μικρό διαμέρισμα μου κι τρέχω προς το ασανσέρ της πολυκατοικίας μας. Τέσσερις όροφοι πολυκατοικία έχουμε και εμένα με πέταξαν στο πιο μικρό διαμερισματάκι! Αλλά αφού έχω αποφύγει την γκρίνια του πατέρα δεν παραπονιέμαι.
Μπαίνω μέσα στο ασανσέρ και κοιτάζομαι στο καθρέπτη του χαμογελώντας στο είδωλο μου.
-«Θεοδωράκο μου είσαι άπαιχτος...» λέω στο είδωλο μου και αφού αφήσω τη χάρτινη σακούλα στο πάτωμα , τακτοποιώ ένα τσουλούφι που μου έχει ξεφύγει. Με το που ανοίγουν οι πόρτες του ασανσέρ, αρπάζω τη σακούλα μου και πετάγομαι έξω στον διάδρομο κοιτώντας την οθόνη του κινητού μου συνεχώς με αγωνία και από εκεί στο μικρό καταπράσινο με γκαζόν και πλήθος από λουλούδια κήπο με βηματισμό ταχύ.
Φρενάρω στη μέση του μονοπατιού καθώς βρίσκω αυτό που έψαχνα. Σε γνωστή σελίδα κοινωνικής δικτύωσης φιγουράρω σε φωτογραφίες σε ένα κλαμπ με τον Μιχάλη , τον αδερφό και μερικές αιθέριες υπάρξεις. Μια φωτογραφία είναι άκρως κατατοπιστική μιας και παρουσιάζει εμένα να έχω αγκαλιά σε μια υπερβολικά απρεπή στάση μια ξανθιά κοπέλα. Αυτήν έπνιγα όλο το βράδυ;;; Θ.Ε.Ο.Σ. Απλά , σκέτα , κατανοητά.
Αλλά και ο Θεός πρέπει να πάει στη δουλειά , σκέφτομαι απογοητευμένος και συνεχίζω το δρόμο μου βιαστικά.
Σταματώ στο πεζοδρόμιο και κοιτώ απεγνωσμένα τριγύρω. Που σκατά πάρκαρα χθες το βράδυ μου λες; Εδώ δεν θυμάμαι άλλα και άλλα , αυτό θα θυμόμουν;
Κοιτώ μια γύρα τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα και εντοπίζω το δικό μου μερικά μέτρα πιο κει με τη βοήθεια του κλειδιού που διαθέτω που έχει αυτόματο κλείδωμα , σηκώνοντας το ψηλά και πατώντας το κουμπί που το ενεργοποιεί ,κάνοντας το αυτοκίνητο μου να αναβοσβήσει τα αλαρμ του ! Και έξυπνος ο Θεός!
Να το μωρέ το μωρό μου...σκέφτομαι ανακουφισμένος και τρέχω και ανοίγω τη πόρτα του οδηγού ενώ με το βλέμμα αντιλαμβάνομαι τη Στέλλα να βγαίνει έξω από το φούρνο και να σκουπίζει τα μάτια της στη λευκή ποδιά της βλέποντας με.
-«Πίσω μου σε έχω Σατανά..» μουρμουρίζω ενοχλημένος και φτύνω το κόρφο μου μιας καθόλου πίσω μου δεν θέλω να την - τον έχω και αφού πετάξω με φόρα το κινητό στη θέση του συνοδηγού και μπω μέσα με τη σακούλα μου στην αγκαλιά , αναστενάζω ανακουφισμένος ενώ κλείνω τη πόρτα του αυτοκινήτου με δύναμη.
Μωρέ δεν βάζω και τις ασφάλειες καλού κακού, σκέφτομαι και κλειδώνω αμέσως ενώ το βλέμμα μου πέφτει στη Στέλλα που μου στέλνει αέρινο φιλί και ακριβώς εκείνη τη στιγμή βγαίνει ο κυρ – Τάσος από το φούρνο και την αρπάζει από το αυτί.
Βάζω μπρος τη μηχανή απελπισμένος καθώς την ακούω να σκούζει και πατάω το ραδιόφωνο να καλύψει τις φωνές της.
-«Δώσε μου ακόμα μια ευκαιρίαααααα!!! Σ αγαπάωωωω !!!!Μ ακούς καλέεεεεε!!!!» ωρύεται ενώ την τραβολογά μέσα ο κυρ – Τάσος και αναστενάζω ξεκινώντας το αυτοκίνητο.
Το άκουσα που να μην το άκουγα ο Χριστιανός!!!Εγώ και όλοι οι γείτονες το άκουσαν!!!!
Δεν το ζω εγώ αυτό Θεέ μου!
Πότε θα παραιτηθεί να τελειώνουμε επιτέλους και με αυτήν ; Γιατί για να απολυθεί δεν παίζει μιας και η μάνας μου άκουσε ένα πρωινό που είχε πάει ως συνήθως να μου φέρει το πρωινό μου ότι η Στέλλα στο φούρνο είναι ανιψιά του φούρναρη! Ανιψιά- ανιψιός, θα έλεγα τίποτα βαρύ περί του μορίου της Στέλλας αλλά κράτησα το στόμα μου κλειστό να μην στενοχωρήσω τη μανούλα. Βαρέθηκε ο άνθρωπος να αλλάζει κοπέλες και έφερε δικό του αίμα της είχε πει. Ο γερό σπαγκοραμμένος έφερε τον γενίτσαρο μιας και ήξερε ότι έτσι θα με φρέναρε οριστικά από το να δοκιμάζω τους "καφέδες" του μαγαζιού του!!!
Φτάνω στο γραφείο αργοπορημένος με την κίνηση που βρίσκω στους δρόμους και παρκάρω όπως - όπως το μωρό μου και φεύγω σφαίρα για τον όροφο που φιλοξενεί το γυναικολογικό ιατρείο μας.
Ξεκλειδώνω τη πόρτα που αναγράφει με σκαλιστά γράμματα « Ιατρείο γυναικολόγου Κων/νου Πετράκη και υιός» και τρέχω να ανοίξω τους υπολογιστές , τα στόρια του ιατρείου και να ποτίσω όπως κάνω καθημερινώς τα άνθη που έχει ζώσει στο ιατρείο η Λουκία θέλοντας να δώσει μια πιο γήινη ατμόσφαιρα στο χώρο ώστε οι κοπέλες πελάτισσες μας να νοιώθουν πιο ήρεμες και χαλαρές.
Ανακουφισμένος, που πρόλαβα σήμερα και είμαι στην ώρα μου και θα γλιτώσω τη γκρίνια του Κώστα του γιατρού και πατέρα μου , κάθομαι βαριά στη καρέκλα του γραφείου γραμματειακής υποστήριξης στο μικρό σαλόνι της υποδοχής του ιατρείου.
Πατάω τη γνωστή play list στο λάπτοπ μου και κλείνω τα μάτια μου και απολαμβάνω τη ησυχία που επικρατεί.
-«Τεό, ξύπνα μην έρθει ο μπαμπάς καρδιά μου και σε βρει να κοιμάσαι...» ακούγεται η γλυκιά φωνή της μανούλας και πεταρίζω τα βλέφαρα και ανασηκώνομαι.
-«Κουρασμένος είσαι μωρό μου; Μα κάθισε και εσύ μια μέρα μέσα μόνο τρέχεις στα μπαρ κάθε βράδυ με τις σουρλουλούδες!» λέει μαλώνοντας με, με το γνωστό στιλ της και χώνεται μέσα στο γραφείο του πατέρα.
Σήμερα δεν θα βγω...και αν βγω...δεν θα ξενυχτίσω.. και αν ξενυχτίσω δεν θα πιώ τόσο και αν πιώ δεν θα φέρω γυναίκα σπίτι...μάλλον... Το εύχομαι δηλαδή γιατί νιώθω ξεθεωμένος ...
Ανοίγω ευτυχισμένος την σακούλα με το δεκατιανό μου για να τραβήξω έξω το καφέ μου. Λίγη ενέργεια χρειάζομαι μόνο. Το χέρι μου πιάνει μεν το γνωστό χάρτινο ποτήρι άλλο η υφή του είναι διαφορετική και το τραβάω έξω προβληματισμένος.
-«Ο Χριστός και η Παναγίαααα!» φωνάζω έκπληκτος βλέποντας ένα θαλασσί ,δαντελένιο βρακί περασμένο από πάνω του και πετάω το κύπελλο με το περιεχόμενο του στο καλαθάκι τέρμα αηδιασμένος και τραβώ ένα χαρτομάντηλο από τη μεταλλική θήκη τους πάνω στο γραφείο μου με το οποίο ξεκινώ τρίβω τα χέρια μου με ένταση.
Εύχομαι μόνο να μην ήταν χρησιμοποιημένο γιατί θα γίνει χαμός !!!
-«Είπες τίποτα χρυσέ μου;;;; Ξέχασα να σου πω! Η Στέλλα πάλι σε κέρασε σήμερα λουκανικόπιτα , χρυσό κορίτσι πάντως, πρέπει να σου έχει αδυναμία πάντως και είπε να την δοκιμάσεις μια φορά έστω γιατί είναι σίγουρη ότι θα σου αρέσει ..έτσι μου είπε να σου μεταφέρω !!!» ακούω να φωνάζει από το γραφείο του πατέρα η μανούλα και γουρλώνω τα μάτια μου.
Την λουκανικόπιτα να δοκιμάσω ή το δικό της λουκάνικο Φρανκφούρτης;;;
Αηδιασμένος τέρμα αρπάζω τη χάρτινη σακούλα όπως είναι και με μια κίνηση της εκσφενδονίζω να κάνει παρέα στο στριγκάτο κύπελλο στο πάτο του καλαθιού.
Άντε μην την πιάσω τη Στέλλα και την πνίξω!
Κυριολεκτικά !!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top