Κεφάλαιο 6/ part 2

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη κάθαρση από την αίσθηση των ζεστών δακρύων στα μάγουλα, όταν νιώθεις πως το έχεις αληθινά ανάγκη. Στη ζωή μου είχα μάθει να μη λυγίζω ποτέ. Με είχαν βρει αρκετές δυσκολίες και δίχως γονείς, δεν είχα κανένα περιθώριο να ενδώσω στην αυτολύπηση. Έπρεπε να παραμείνω δυνατή και για τους παππούδες μου, έπρεπε να τελειώσω το σχολείο, να δώσω εξετάσεις και να συνεχίσω τις σπουδές μου στο Πανεπιστήμιο. Στο εδώ και τώρα, είχα κλειστεί στο δωμάτιό μου έχοντας αφήσει το κορμί μου να πέσει σαν σακί μπρούμυτα στο κρεβάτι. Σιγά σιγά το πάπλωμα μούσκευε, ωστόσο διόλου δεν με απασχολούσε. Οι λυγμοί είχαν αρπάξει τη σκυτάλη, η ανάσα μου κοβόταν και η ψυχή μου έκανε βόλτες σε τούνελ σκοτεινά που ετοιμάζονταν ύπουλα να με καταπιούν. Όλα μου έμοιαζαν μαύρα. Σιχαινόμουν τις απώλειες, τις αλλαγές ή τους αποχαιρετισμούς και αυτός ήταν και ένας λόγος που σπανίως έκανα σχέσεις. Φοβόμουν στιγμές σαν τη σημερινή. Απώλειας.

Ούτε κατάλαβα για πότε με πήρε ο ύπνος με τα ρούχα και σχεδόν στην ίδια στάση. Όταν άνοιξα ξανά τα μάτια μου, η ώρα ήταν εφτά το πρωί. Το κορμί μου ολόκληρο πονούσε σαν να με είχαν δείρει, ο ώμος μου έτριζε από την άτσαλη ολονύχτια στάση ύπνου και τα μάτια μου θα κουβαλούσαν με βεβαιότητα είκοσι κιλά βάρος έκαστο. Με κόπο έσυρα το βήμα μου απρόθυμα μέχρι το μπάνιο, όπου αναπόφευκτα ήρθα αντιμέτωπη με το κατακερματισμένο μου είδωλο. Έριξα λίγο κρύο νερό στο πρόσωπό μου και εξίσου απρόθυμα, τηλεφώνησα στον Δημήτρη, ο οποίος είχε αναλάβει ένα μεγάλο κομμάτι της δουλειάς της κολλητής μου, προκειμένου να του ανακοινώσω πως θα αργούσα καθώς θα έπρεπε να περάσω για τα διαδικαστικά από την...Απόδραση στον Παράδεισο.

«Πώς είσαι; Χρειάζεσαι τη βοήθειά μου κάπου εκτός από τη δουλειά; Θέλεις να σε συνοδεύσω κάπου;» με ρώτησε γεμάτος ειλικρινή αγωνία.

Για λίγο το σκέφτηκα.

«Όχι είμαι μία χαρά. Ίσως πάμε κάποια βόλτα μετά τη δουλειά. Νομίζω πως απλώς μισώ να γυρίζω στο σπίτι μου»

«Ό,τι θέλεις...» κόμπιασε. Ένιωσα πως ήθελε να πει και άλλα, ωστόσο η δική μου η στάση δεν βοηθούσε και πολύ «Σε σκέφτομαι να ξέρεις. Κάθε λεπτό...»

Ξεροκατάπια.

«Είναι πολύ όμορφο αυτό που είπες. Σε σκέφτομαι και εγώ...»

Άκουσα το απαλό του γέλιο στο τηλέφωνο.

«Θα τα πούμε μετά λοιπόν».

Έχοντας ντυθεί με ένα γκρίζο σκούρο μπλέιζερ και ένα μαύρο παντελόνι, κατέβηκα μέχρι την κουζίνα. Ο ήλιος ίσα που περνούσε μέσα από τα μισόκλειστα παντζούρια και εγώ για λίγο πίστεψα πως θα έβλεπα τη γιαγιά μου να κάθεται κοντά στο παράθυρο, χαζεύοντας τον κόσμο που περνούσε. Ο παππούς ακόμη δεν είχε σηκωθεί κατά πώς φαινόταν και εγώ ευθύς άνοιξα, για να μπει το φως. Κατόπιν, ετοίμασα τον καφέ μου αλλά και τον δικό του, με ένα ελαφρύ πρωινό για να μην μείνει νηστικός. Όταν τον είδα τελικά να πλησιάζει, η καρδιά μου βούλιαξε. Έμοιαζε σαν να έχει γεράσει τουλάχιστον δέκα ακόμη χρόνια. Από ευθυτενής που ήταν παρά την προχωρημένη του ηλικία, έμοιαζε σαν να έχει συρρικνωθεί και καμπουριάσει. Αμίλητη τον αγκάλιασα σφιχτά.

«Το ξέρω. Είναι δύσκολο όμως είμαι εγώ εδώ για εσένα» του είπα και τον είδα να συγκινείται.

«Είναι δύσκολο μα θα μαλακώσει. Μία χάρη θέλω μόνο από εσένα. Να μη σκεφτείς ούτε λεπτό να μείνεις πίσω εξαιτίας μου. Νομίζω πως στο έχω ζητήσει ξανά. Άνοιξε τα φτερά σου και κυνήγησε τα όνειρά σου. Εμείς διασχίσαμε θάλασσα με κίνδυνο τη ζωή μας για να τα καταφέρουμε, έχοντας αφήσει πίσω μας μονάχα στάχτες. Είμαστε Φοίνικες, το ίδιο και εσύ. Αν πηγαίνεις στο γραφείο τελετών...»

«Άσε παππού. Θα τα αναλάβω όλα εγώ. Δεν χρειάζεται να στεναχωρηθείς περισσότερο»

«Ήταν η γυναίκα μου Ρέα»

«Το ξέρω, αλλά επιμένω»

Δεν ήθελα να τον μπλέξω περισσότερο. Ήξερα πως έτσι και αλλιώς η ημέρα της κηδείας θα ήταν η δυσκολότερη της ζωής του. Βγαίνοντας από το σπίτι μου, αποφάσισα να περπατήσω καθώς είχα φορέσει μπότες χαμηλές. Η ημέρα ήταν καλή, καθώς στην Ελλάδα χειμώνα και καλοκαίρι η λιακάδα δεν έλειπε σχεδόν ποτέ. Σαν έφτασα μπροστά από το γραφείο τελετών, είδα τον κύριο Γιώργο να ποτίζει νωχελικά τις γλάστρες του, ενώ το μάτι μου τσάκωσε στο βάθος έναν Γιαβούζ σε άθλια κατάσταση. Μα, τι στο καλό γύρευε εκεί και γιατί δεν ήταν στη δουλειά του; Το άσπρο του πουκάμισο είχε τσαλακωθεί και τα καστανόξανθα μαλλιά του έπεφταν ανακατεμένα στο μέτωπό του. Το θέαμα μου προκάλεσε έναν ξαφνικό χτύπο στο στήθος.

΄΄Θεέ μου, με την παρουσία του και μόνο κινδυνεύω να πάθω έμφραγμα΄΄

«Ρέα...καλημέρα» μου ψιθύρισε και το βλέμμα μου κατρακύλησε στη γη.

«Πώς και...μα, έμεινες εδώ όλο το βράδυ;» τον ρώτησα και ένευσε θετικά.

«Έχω παραγγείλει καφέ. Θα ήθελες κάτι;» ρώτησε σαν να απέφευγε την συζήτηση.

«Ένα καφέ ακόμη θα τον ήθελα. Είχα δύσκολο βράδυ και αν κρίνω και από το θέαμα που έχω μπροστά μου, δεν ήμουν η μόνη»

«Πράγματι. Έχω τα χάλια μου, έτσι;» Τον κοίταξα και αναθεμάτισα. Όχι δεν τα είχε. Στην πραγματικότητα ακόμη και αχτένιστος, ακόμη και αν είχε τσαλακωμένα ρούχα, δεν ήταν άσχημος στα μάτια μου. Το βλέμμα του κουταβιού που είχε υιοθετήσει τώρα, δυσκόλευε ακόμη περισσότερο την κρίση μου τη θολωμένη. Τα δόντια μου έτριξαν μεταξύ τους στην προσπάθεια να βρω τις λέξεις. «Άσε. Κατάλαβα»

«Όχι!»

«Όχι;»

«Γιαβούζ, δεν είσαι χάλια» ψέλλισα ξέπνοα.

Τον είδα να αναστενάζει.

«Τόσο πολύ σε κούρασε ένα κομπλιμέντο προς το πρόσωπό μου;» μειδίασε και τα λακκάκια έκαναν ξανά την καρδιά μου να σκιρτήσει.

«Είναι κουραστική η προσπάθεια»

«Πώς είσαι; Ο παππούς σου; Χρειάζεστε κάτι;» με ρώτησε στα ξαφνικά.

«Χρειάζεται να μιλήσω μαζί σου. Ξέρω πως βαστάς στα χέρια σου τη μεταθανάτια επιθυμία της γιαγιάς μου. Ξέρω πως ήρθε και σου έδωσε ένα γράμμα. Το έχεις ανοίξει;» τον ρώτησα ευθέως. Φοβόμουν την απάντηση και δεν ήξερα τον λόγο. Τον είδα να κομπιάζει.

«Ναι» απάντησε έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα σκέψης «Όμως θα μπορούσαμε να μην...»

«Όχι! Οφείλω να ξέρω!»

«Οφείλεις να περιμένεις. Μου το εμπιστεύτηκε...»

Ένιωσα ξανά τον θυμό να καταλαμβάνει την ψυχή μου. Η επιθυμία της γιαγιάς μου ήταν ό,τι σημαντικότερο είχα αυτή τη στιγμή.

«Άκουσε να δεις...»

«Δεν θέλω να μαλώσουμε» διέκοψε τον χείμαρρο των συναισθημάτων μου «Θα συζητήσουμε για το γράμμα, απλώς όχι τώρα. Με βρήκες εδώ γιατί όλο το βράδυ το διάβαζα. Αν και μου το έχει δώσει καιρό τώρα, δεν το είχα ανοίξει. Ήταν...ήταν ο λόγος που παραιτήθηκα από εδώ...»

Το στόμα μου έμεινε μισάνοιχτο. Μα, τι το τόσο σοβαρό είχε συμβεί σε σημείο να αναγκαστεί ένας άνθρωπος να παραιτηθεί; Τι είχε πια ζητήσει η γιαγιά;

«Εντάξει. Για την ώρα θα κάνω πίσω» γρύλισα.

« Με τον κύριο Γιώργο θα συζητήσετε τα διαδικαστικά. Είναι καλό να πηγαίνω και εγώ στη δουλειά. Βέβαια, έτσι όπως είμαι μοιάζει σαν να τριγυρνούσα στα μπαρ όλο το βράδυ, παρόλο που η αίσθηση είναι παρόμοια»

Τον είδα να αρπάζει το μπεζ παλτό του και να εξέρχεται. Το άρωμά του, το ελαφρώς ανατολίτικο, έμεινε να αιωρείται για λίγα δευτερόλεπτα προτού χαθεί και αυτό μαζί του. Όταν έμεινα μονάχη μου, η όρασή μου θόλωσε. Έπρεπε να χαλιναγωγήσω τα συναισθήματά μου. Κοίταξα γύρω μου. Τώρα τι έπρεπε να κάνω; Να διαλέξω λουλούδια; Να πάρω την απόφαση για το αν θα ταριχευθεί; Για τον τόπο; Έπρεπε να τα βάλω όλα σε μία σειρά. Το μόνο βέβαιο ήταν πως θα ήθελε να ταφεί στη Νίκαια, κοντά στη γειτονιά που αποτέλεσε το πρώτο της καταφύγιο μετά την απόλυτη καταστροφή.

Όταν όλα ήταν έτοιμα, άφησα πίσω μου την Απόδραση στον Παράδεισο για να βρεθώ στη δουλειά και στα απανωτά συλλυπητήρια που δεχόμουν. Ο Αλκιβιάδης ήμουν βέβαιη πως θα έβγαζε διάλεξη περί της Δευτέρας Παρουσίας. Μόλις έκλεισα την πόρτα του γραφείου μου, τηλεφώνησα στη Δάφνη. Την αδερφή ψυχή μου. Σε εκείνη τα έλεγα όλα και κάθε φορά η ψυχή μου ζύγιζε λιγότερο. Με άκουσε με προσοχή και συγκίνηση. Ήξερα πόσο αγαπούσε την Άννα μου. Όταν όμως αναλύσαμε τα πάντα, προσπάθησε να ελαφρύνει το κλίμα.

«Φρόντισε να μην μαλλιοτραβηχτείτε με το γειτονάκι και συνεργατάκι. Κρίμα είναι πλέον» την άκουσα να προσπαθεί να με πειράξει.

«Με το ζόρι κρατιέμαι στο ύψος μου»

«Που δεν είναι και τρία μέτρα»

«Θα βγω με τον Δημήτρη» της ανακοίνωσα αλλάζοντας το θέμα από τον Γιαβούζ.

«Διευθύντρια και υπάλληλος. Θα γίνει μπεστ σέλερ αν προσθέσουμε τις ανάλογες σάλτσες. Πώς πάει αυτός ο τομέας; Επιτέλους θα αποχωριστείς το ράφι και την Τούλα;»

«Όλα έτσι δείχνουν. Περνώ όμορφα μαζί του αν και κάποτε ντρέπομαι στην ιδέα πως είναι πράγματι υπάλληλός μου και εγώ...»

«Αυτά τα απαγορευμένα είναι πιο...πικάντικα. Μη μασάς. Απλώς δεν χρειάζεται να το μάθει κανείς από τη φωλιά του κούκου. Ας μείνει μεταξύ σας. Δεν χρειάζεστε τη συνοδεία των κακών γλωσσών για την ώρα»

Χαμογέλασα και την αποχαιρέτησα όταν είδα τον Δημήτρη να εισέρχεται με την αναφορά του υπολοίπου των πελατών στο χέρι και φυσικά με τις σημειώσεις όσων πήρε τηλέφωνο για οφειλές. Το χέρι του άγγιξε το δικό μου στιγμιαία καθώς μου άφηνε τα χαρτιά.

«Όλα θα περάσουν. Θα δεις. Για οτιδήποτε χρειαστείς, είμαι εδώ» μου είπε.

«Σε ευχαριστώ για όλα»

«Τα λέμε αργότερα»

Η δουλειά βγήκε με δυσκολία. Τα δάκρυα πότε κυλούσαν και πότε στέρευαν. Όταν πλέον το ρολόι έδειξε πέντε και μισή, τα έκλεισα όλα και πότισα τη μία και μοναδική μου γλάστρα που είχε απομείνει να με κοιτάζει σιωπηλή. Χαιρέτησα τους πωλητές εισιτηρίων που είχαν απομείνει για να εξυπηρετήσουν και κατέβηκα τις σκάλες για να συναντήσω τον Δημήτρη κοντά στο μετρό, απέναντι από το Δημοτικό Θέατρο. Περπατήσαμε μαζί και καθίσαμε στο Πασαλιμάνι για φαγητό. Στωικά, παρακολουθούσε κάθε μου συζήτηση που αφορούσε τη γιαγιά μου και μάλιστα, μου έθετε ερωτήσεις, σημάδι πως ενδιαφερόταν να μάθει για τη ζωή μου.

«Τουλάχιστον, ήξερες με βεβαιότητα πως σε αγάπησε. Πως στη ζωή σου αυτός ο άνθρωπος ήταν το στήριγμά σου. Η αγάπη κάποτε είναι σπάνια και θα έλεγα καθόλου δεδομένη ακόμη και αν αφορά γονείς και παιδιά. Ήσουν τυχερή που σε μεγάλωσε λοιπόν και σε αγάπησε»

Ένα φιλί προσγειώθηκε στο μάγουλό του. Τα χείλη μου σύρθηκαν για λίγο στο απαλό, φρεσκοξυρισμένο του δέρμα, μέχρι να συναντήσουν τα δικά του. Η αίσθηση του φιλιού του ήταν σαν μία πάλη επικράτησης. Ήταν λίγο άγριο, λίγο βιαστικό. Του χαμογέλασα και συνεχίσαμε την πορεία μας. Όταν κοίταξα το ρολόι, η ώρα είχε πάει οκτώ. Έπρεπε να φύγω. Θα συναντούσα τον εχθρό για να μου μιλήσει για το γράμμα. Όταν του το ανακοίνωσα, μείναμε για λίγο ο ένας απέναντι από τον άλλο. Με κοίταζε στα μάτια σαν να μην μπορούσε να χορτάσει το θέαμα. Τα χείλη του ενώθηκαν ξανά με τα δικά μου, μένοντας για μερικά δευτερόλεπτα παραπάνω.

«Θέλω να είμαι μαζί σου...» μου ψιθύρισε στα μαλλιά.

«Μα, είμαστε μαζί» του χαμογέλασα και ένιωσα τα χέρια του να τυλίγονται γύρω μου.

Με συνόδευσε μέχρι το σπίτι και τον είδα να απομακρύνεται προβληματισμένος. Ήξερα πως δεν τρελαινόταν για την επικείμενη συνάντηση με τον Γιαβούζ. Μήτε εγώ βέβαια. Τον είδα τότε να παρκάρει το αυτοκίνητο, σημάδι πως έλειπε και εκείνος.

΄΄Πάνω στην ώρα. Τι σύμπτωση!΄΄

Σαν τον είδα να πλησιάζει με κατέκλυσε ένα παράξενο συναίσθημα σαν ανησυχία. Για κάποιον τρομακτικό λόγο, το ίδιο υπέθεσα πως συνέβαινε και με τον ίδιο μιας που το μαρτυρούσαν οι γκριμάτσες του προσώπου του.

«Είσαι καλά; Μήπως έχεις χτυπήσει κάπου;» με ρώτησε και χλόμιασα. Είχα πράγματι χτυπήσει το πίσω μέρος του κεφαλιού μου σε ένα ράφι σήμερα στη δουλειά, καθώς σηκωνόμουν.

«Ε-εγώ ήθελα να σε ρωτήσω το ίδιο» αποκρίθηκα.

Τον είδα να πισωπατά.

«Έχω τραυματίσει άσχημα τη μέση μου στο γυμναστήριο. Ίσα που μπορώ να βαδίσω δίχως να ουρλιάξω»

«Και εγώ είχα χτυπήσει το κεφάλι μου»

«Το-το ένιωσα. Δεν ξέρω γιατί. Μη με ρωτήσεις καν. Είσαι έτοιμη λοιπόν για το γράμμα; Γιατί εγώ δεν θα είμαι ποτέ και ας το έχω διαβάσει»

Δεν ήμουν. Μα αυτό δεν θα το παραδεχόμουν ανοιχτά μπροστά του.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top