Κεφάλαιο 5/part 1
Το σύμπαν είναι μία ενέργεια ανεξήγητη. Όσες φορές και αν προσευχηθείς σε αυτό, εκείνο θα ακούσει μονάχα όσα το συμφέρουν. Το κυριότερο είναι πως αγαπά τις προκλήσεις, ειδικά όταν ακούει τη λέξη ΄΄ποτέ΄΄. Ξαπλωμένος, με τον ύπνο να δυσκολεύεται να τον επισκεφθεί, το μυαλό του έπλαθε σενάρια. Ποτέ δεν πίστευε στη λέξη ΄΄πεπρωμένο΄΄. Μπορεί ούτε καν στην ενέργεια που ένωνε δύο ανθρώπους. Ξύπνησε κάθιδρος, γύρω στις τρεις η ώρα. Δεν είχε δει τίποτε συγκεκριμένο, όμως για πρώτη φορά στα χρονικά, η σκέψη του συγκεντρώθηκε σε εκείνη. Ενοχές. Αυτές τον πλημμύρισαν σαν είδε τη Ζεϊνέπ να κοιμάται γαλήνια δίπλα του. Είχαν κάνει έρωτα όλο το βράδυ, είχαν περάσει όμορφα μιλώντας για τα μελλοντικά τους σχέδια. Ήταν αδιανόητο πώς είχε τρυπώσει στη σκέψη του και πώς κάθε φορά που η Κατερίνα, η συνάδελφός του, έκανε αναφορά στο γραφείο της, αισθανόταν έναν παράξενο εκνευρισμό. Θα έφταιγε η αντιπαλότητα. Όλα εκείνα τα κακά συναισθήματα. Ή μήπως τα γράμματα; Το ένα το είχε ανοίξει. Το άλλο όμως;
Δεν είχε ιδέα τι ήταν σωστό να κάνει και ας άκουγε πάντα το ένστικτό του. Ίσως να ήταν σοφότερο να μην κάνει τίποτε. Κοίταξε ξανά τη Ζεϊνέπ και χαμογέλασε. Εκείνη ήταν η φωλιά του. Η ισορροπία όταν τίποτε δεν έμοιαζε να λειτουργεί σωστά. Έκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να κοιμηθεί. Η ημέρα που τον καρτερούσε ήταν λιγάκι ψυχρή και δροσερή. Τον περίμεναν δυο συναντήσεις στη δουλειά και μία γνωριμία με τον ανώτερό του. Η μέρα του ήταν γεμάτη και καθώς πλέον το εργασιακό περιβάλλον βρισκόταν χιλιόμετρα μακριά από την πηγή του κακού, ήταν αισιόδοξος πως όλα θα πήγαιναν κατ' ευχή. Όπως πάντα ωστόσο, λογάριαζε δίχως τους αστάθμητους παράγοντες, οι οποίοι περιλάμβαναν τη λαμπρή πορεία του γραφείου της ακατανόμαστης. Αποτέλεσμα αυτής της λαμπρότητας, ήταν η ιδέα του δικού του μάνατζερ, ο οποίος είχε καταγωγή από την Πόλη, να προσκαλέσει εκείνη και τον κύριο Αλκιβιάδη σε γεύμα.
Ο κοντοπάχουλος άνδρας δεν είχε δει τον κίνδυνο να διαφαίνεται. Ο Γιαβούζ από την άλλη είχε χάσει το χρώμα του.
«Ήταν δική σας η σκέψη;» τον ρώτησε αφού πρώτα είχαν συστηθεί.
«Φυσικά. Η κοπέλα εκτός από ικανή επιχειρηματίας, είναι και πολύ καλός άνθρωπος. Σκέψου το σαν μια καλή κίνηση της εταιρείας. Συνήθως δεν βγαίνουμε βόλτες με τους ταξιδιωτικούς πράκτορες»
«Και γιατί να ξεκινήσουμε αυτήν την κακή συνήθεια τώρα;» πάλεψε να το σώσει ο νεαρός.
«Είσαι νέος ακόμη. Οι κανόνες είναι για να μας δίνουν και τις εξαιρέσεις τους. Στην αγορά χρειαζόμαστε τη βοήθεια των πρακτορείων. Το προϊόν μας πουλάνε εξάλλου. Αύριο το μεσημέρι, σε ένα πολύ ωραίο εστιατόριο δίπλα στη θάλασσα, θα φάμε ένα υπέροχο γεύμα»
«Και ποιοι θα...»
«Εμείς οι δύο και η Κατερίνα»
Το μήνυμα είχε σταλεί στο κύριο Αλκιβιάδη, ο οποίος το πρωινό εκείνο λιβάνιζε περιχαρής. Στη θέα του μηνύματος, χαμογέλασε πλατιά. Με τη συγκεκριμένη εταιρεία διέθετε μία παράξενη σχέση. Μίσους και πάθους. Ήθελε πάντοτε να τους στηρίζει οικονομικά και ταυτόχρονα ονειρευόταν την καταστροφή της Τουρκίας από τη Ρωσία ή οποιονδήποτε άλλο καλοθελητή. Στα δικά μου τα μάτια όλα αυτά φάνταζαν δυσνόητα, στα όρια του παραλόγου. Έτσι εκείνο το πρωινό, προσπαθώντας να ξεπεράσω ψυχολογικά τη μουντάδα, καθόμουν βουτηγμένη στην άγνοια, όταν τον είδα να εισέρχεται σαν σίφουνας, σαν τον δαίμονα της Τασμανίας.
«Κάθεσαι;» με ρώτησε και τον κοίταξα αινιγματικά.
«Όπως βλέπεις και εσύ...» του έριξα άλλη μια ματιά «Είναι τόσο άσχημα τα πράγματα;»
«Μας κάλεσαν οι φίλοι μας οι Τούρκοι» έκανε τον πρόλογο και δεν ήμουν βέβαιη αν θα ήθελα να φτάσει στον επίλογο.
«Δεν είναι φίλοι μας, μα περιττή η παρατήρηση. Τι θέλουν; Το κορμί μας; Γιατί όλα τα άλλα σε αυτήν την εταιρεία τα έχουμε παραδώσει»
«Να μας ευχαριστήσουν» συνέχισε.
«Ε, παρακαλούμε. Τίποτε άλλο;»
«Να βγούμε μαζί τους αύριο για φαγητό»
Το ποτήρι με το νερό έγειρε επικίνδυνα από τα χέρια μου και ευτυχώς ήταν σχεδόν άδειο.
«Δεν μπορούμε. Είναι αδύνατον!» στρίγκλισα.
«Μα, είναι θέμα...»
«Ζωής και θανάτου» το συνέχισα ακάθεκτη και τον είδα για λίγο να στενεύει τα μάτια διερευνητικά. Κάπου εκεί είχα αρχίσει να φοβάμαι πως θα μου περιέγραφε κάποια προφητεία παράξενη, πως δεχόταν το αγγελικό χάδι. «Κοίτα να δεις. Το έχω σκεφτεί και εγώ πολύ σοβαρά» συνέχισε και οι ελπίδες μου αναπτερώθηκαν «Έχω την εντύπωση πως ο γενικός μάνατζερ, ξέρεις, ο μάνατζερ-φάντασμα που είναι πάνω από τον Γιαβούζ, είναι πράκτορας»
Σε αυτό το σημείο ξεκίνησα να τον χάνω και αυτόν και τον ειρμό του.
«Πράκτορας;Σαν να λέμε, του Τούρκου Πρόεδρου;»
«Κάτι τέτοιο. Ποτέ δεν εμφανίζεται πουθενά, κανένα μήνυμα δεν απαντά ποτέ. Σαν δικαιολογία, άκουσα πως έχει οικογενειακά προβλήματα, μα ποιος πείθεται από κάτι τέτοιο;»
«Το ενδεχόμενο να είναι απλώς άσχετος, έχει περάσει από το μυαλό σου;» πάλεψα να φρενάρω τη φαντασία του, γιατί ειλικρινά δεν ήξερα από πού να μαζέψω τα χτυπήματα.
«Κάτι άλλο συμβαίνει. Παράξενο. Τελοσπάντων. Τους απαντάω θετικά»
«Και αν είναι πράκτορας;» ρώτησα χαμογελώντας μειλίχια. «Ας μείνουμε μακριά τους καλύτερα» βρήκα την ευκαιρία να χωθώ στον παραλογισμό, τον οποίο ήθελα να εκμεταλλευτώ προς όφελός μου.
«Πόσες φορές μας έχουν κεράσει; Ας έχουμε καλές σχέσεις»
«Μονάχα να μην τις συσφίξουμε πολύ, ε;»
Καθώς έφευγε, είδα τον Δημήτρη να εισέρχεται. Η Δάφνη κατέβαλε καθημερινά πολλές προσπάθειες για να τον διδάξει ό,τι μπορούσε από τη δουλειά της και να μου τον παραδώσει έτοιμο. Μου άρεσε γιατί δεν είχε έπαρση και γιατί πάντοτε προσπαθούσε για το καλύτερο. Στη λίστα της Δάφνης ως επιλογή, ασφαλώς και δεν βρισκόταν, ωστόσο εγώ έπιανα τον εαυτό μου να τον κοιτάζει συχνά. Για κάποιον λόγο η μέρα εκείνη είχε πολλές παραπάνω από είκοσι τέσσερις ώρες. Ήδη ήταν έξι και μισή το απόγευμα. Η Δάφνη είχε αποσυρθεί, ο Αλκιβιάδης είχε κλείσει το γεύμα της φρίκης και εγώ τρωγόμουν με τις σάρκες μου. Η κατάσταση της υγείας της Άννας μου, με είχε κλονίσει σε τέτοιο βαθμό, που αναζητούσα δικαιολογίες για να μην επιστρέψω στο σπίτι. Δεν ήθελα να αντιμετωπίσω την κατάρρευσή της. Φοβόμουν. Ήθελα να έχω μία εικόνα δική της αλλιώτικη. Υγιή. Ναι, ακουγόταν ανώριμο. Ωστόσο, είχα και πάλι μετατραπεί σε ένα μικρό παιδί που έχανε τα πατήματά του.
Δίχως να το αντιληφθώ, η φωνή του Δημήτρη με τράβηξε από τον παράξενο λήθαργο.
«Είναι όλα καλά;» ρώτησε με ειλικρινές ενδιαφέρον.
«Θα γίνουν» απάντησα με διπλωματία.
«Υπέροχα. Εγώ λέω να πηγαίνω. Αν χρειαστείς οτιδήποτε σχετικό με τη δουλειά, μη διαστάσεις να επικοινωνήσεις μαζί μου» χαμογέλασε και για κάποιον ανεξήγητο λόγο, πριν προλάβει να φύγει, τον σταμάτησα.
«Σκεφτόμουν, μήπως θα...ήθελες, να τρώγαμε κάτι. Αν δεν έχεις φάει δηλαδή...Και δεν είναι αναγκαστικό...»
«Εντάξει» ακούστηκε η φωνή του μέσα από το παραλήρημά μου.
Είχα τόση ανάγκη αυτή τη βόλτα. Ο Δημήτρης ήταν απλός άνθρωπος. Όσο και αν λοξοκοιτούσα την ιδέα του να βυθίσω το φρεσκοβαμμένο μου νύχι στο τζατζίκι, η λύση του φαγητού και της βόλτας, φάνταζε ιδανική. Ο εθνικός θησαυρός που έφερε το όνομα σουβλάκι, βρέθηκε στα χέρια μου και το μικρολίμανο έπειτα ανοίχτηκε μπροστά μου. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, η θάλασσα ήταν το σπίτι μου. Το καταφύγιό μου. Ο Δημήτρης στωικά αγκάλιαζε τη σιωπή μου και εκτιμούσα την ανοχή του ιδιαιτέρως. Ψάχνοντας ένα νήμα για να κάνω την αρχή, ξεκίνησα από το πιο εύκολο θέμα. Τη δουλειά.
«Λοιπόν, πώς τα πηγαίνεις; Θέλω να ελπίζω πως η Δάφνη είναι μία πολύ καλή καθηγήτρια»
Ένα χαμόγελο εμφανίστηκε. Δεν περιλάμβανε λακκάκια. Για ποιον λόγο το είχα όμως σκεφτεί αυτό;
«Παρά το γεγονός πως το κομμάτι που αφορά τις αεροπορικές δεν μου ήταν γνωστό, θέλω να ελπίζω πως μαθαίνω γρήγορα. Η Δάφνη είναι εξαιρετική κοπέλα και με απίστευτη εμπειρία. Την εκτιμώ πραγματικά»
«Χαίρομαι» απάντησα και τον είδα να κοντοστέκεται.
«Δεν μου φαίνεσαι καθόλου καλά» έκανε παύση «Συγγνώμη. Είσαι το αφεντικό μου και μερικές φορές νιώθω άσχημα που μιλώ στον ενικό»
«Δεν έχουμε και μεγάλη διαφορά ηλικίας» προσπάθησα να χαμογελάσω.
«Καμιά φορά λένε, πως είναι ευκολότερο να πεις τα προβλήματά σου σε έναν ξένο. Εκτός της δουλειάς δεν γνωριζόμαστε καθόλου. Αν κάτι σε απασχολεί πολύ και μπορώ να βοηθήσω, δίχως φυσικά να σε φέρνω σε δύσκολη θέση, να ξέρεις πως είμαι εδώ»
Τον άκουσα με πολύ προσοχή, ωστόσο, είχα πάρει την απόφαση να κρατήσω έστω και μία σχέση μου μακριά από τα προβλήματα. Αυτό που δεν είχα συνειδητοποιήσει ήταν, πως η ουσία κρυβόταν και εκεί. Όχι μόνο στις χαρές. Οι δυο μας αλλάξαμε θέμα πολλές φορές, αφεθήκαμε να γελάσουμε και ένιωσα για λίγο να χαλαρώνω. Το βάρος εξακολουθούσε να με πιέζει, μα προσπάθησα να το αγνοήσω. Με τον Δημήτρη δεν πιεζόμουν. Περνούσαμε όμορφα. Φαινόταν να νοιάζεται να με μάθει και όχι μόνο επιφανειακά. Η ώρα είχε περάσει, μα εμείς δεν είχαμε καν καταλάβει για πότε φτάσαμε στο σπίτι μου περπατώντας, ενώ το αμάξι βρισκόταν στη δουλειά. Κάπου εκεί ευγνωμονούσα τον εαυτό μου και την εποχή, για τη σκέψη να φορέσω έστω μία μπότα με ελαφρύ τακουνάκι. Το βλέμμα μου ξεστράτισε στον εχθρό, μα ευτυχώς όλα τα φώτα ήταν κλειστά. Χαμογελάσαμε και ετοιμαστήκαμε για τον αποχαιρετισμό, μονάχα που κατά πώς φάνηκε, κατευθυνθήκαμε και οι δύο προς τα δεξιά, με αποτέλεσμα τα χείλη μου να ακουμπήσουν για δευτερόλεπτα στα δικά του. Το πρόσωπό μου κοκκίνισε ολόκληρο και πισωπάτησα.
«Χίλια συγγνώμη! Εγώ δεν...» πάλεψα να δικαιολογηθώ, όταν τον είδα να προσπαθεί να με καθησυχάσει.
«Ήταν ατύχημα. Μη φοβάσαι, το κατάλαβα» έκανε παύση για λίγο «Πειράζει που δεν το μετάνιωσα πολύ;»
Χαμογέλασα.
«Θαρρώ πως όχι»
«Καληνύχτα και ό,τι χρειαστείς να ξέρεις πως είμαι εδώ»
«Σε ευχαριστώ πολύ»
Τον είδα να απομακρύνεται. Το βάρος επέστρεψε πάλι, ωστόσο έπρεπε να πάψω να είμαι εγωίστρια. Η γιαγιά μου με χρειαζόταν περισσότερο από ποτέ. Εκτός από τη χνουδωτή Τούλα που με υποδέχτηκε ένθερμα, οι παππούδες βρίσκονταν στην κρεβατοκάμαρα.
«Γιαγιά;» τη φώναξα για να την βρω ξαπλωμένη και τον παππού δίπλα της σαν φύλακα-Άγγελο.
Μισούσα αυτήν την εικόνα. Τη φοβόμουν όσο τίποτε. Ήμουν ένα παιδί που είχε μεγαλώσει με απώλειες και ίσως να ήταν και αυτός ένας λόγος που δυσκολευόμουν να βρω και κάποιον σύντροφο. Ίσως να μην το ήθελα γιατί φοβόμουν την απώλεια ή την εγκατάλειψη.
Η Άννα μου χαμογέλασε και μου ζήτησε να καθίσω. Είχε ακόμη μία ιστορία να μου πει από τη Σμύρνη την κοσμοπολίτικη. Για τη γνωριμία της με τον παππού. Για όλες τις φορές που στα κρυφά εκείνη τον καρτερούσε στο παράθυρο σιμά για να τον δει, για το χέρι που κράτησε στην αποβάθρα προκειμένου να μη χωριστούν μέσα στην καταστροφή. Την άκουγα για ώρες παρακολουθώντας τον παππού μου να συγκινείται ίσως για πρώτη φορά. Τι ήταν άραγε ο έρωτας; Κάτι βαθύ που πονούσε; Ένα χαζό ρίσκο απαλλαγμένο από τη λογική; Ένα γλυκό χάος που σου απορροφούσε όλη την ενέργεια; Ή μήπως η ωραιοποίηση των πάντων;
--------------
Δεν ήξερε να απαντήσει σε αυτό. Ο Γιαβούζ μάλλον δεν είχε γνωρίσει ποτέ το συναίσθημα του έρωτα. Αγαπούσε πολύ τη Ζεϊνέπ. Δεν ήταν μαζί πολλά χρόνια, μα ο καιρός ήταν αρκετός. Ήταν ο πρώτος σοβαρός δεσμός, οι γονείς της τον λάτρευαν και ο ίδιος αισθανόταν ασφάλεια. Ο χρόνος περνούσε και ο Νοέμβρης είχε μπει. Μαζί με τη Ζεϊνέπ βάδιζαν προς το διαμέρισμά του, ωστόσο προτού φτάσουν, της έδωσε τα κλειδιά να πάει εκείνη καθώς ήθελε να επισκεφθεί την Απόδραση στον Παράδεισο.
«Δεν θα αργήσω, στο υπόσχομαι» την καθησύχασε και τον αγκάλιασε σφιχτά πάντοτε με ένα χαμόγελο. Αγαπούσε τη γαλήνη της.
Έκανε στροφή και με σχετικά ταχύ βήμα, κατευθύνθηκε προς τα γραφείο τελετών. Ο κύριος Γιώργος τα είχε τα χρονάκια του, ωστόσο καθόταν μέχρι αργά. Αυτή τη φορά προσπαθούσε να στολίσει ένα μαύρο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Γιατί στο γραφείο το συγκεκριμένο, ως και ο θάνατος είχε χιούμορ. Ο Γιαβούζ χαμογέλασε στραβά, λίγο πριν μπει.
«Merhaba! Θέλεις βοήθεια;»
Ο κυρ Γιώργος χαμογέλασε.
«Καλώς τον! Πόσο χαίρομαι που σε ακούω να μιλάς ελληνικά! Θα χαρώ για λίγη βοήθεια αν έχεις χρόνο»
«Φυσικά!» κοίταξε τριγύρω «Δεν βρήκες κάποιον άλλο στη θέση μου;»
Ο άνδρας σκοτείνιασε.
«Αποδείχτηκες αναντικατάστατος! Μη στεναχωριέσαι, κάποιος θα βρεθεί» έκανε παύση «Συγγνώμη για το θάρρος, μα πίστευα πως αγαπούσες τη δουλειά αυτή. Ο κόσμος γενικά μισεί οτιδήποτε σχετίζεται με τον θάνατο και ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που δυσκολεύομαι να βρω κάποιον, παρά το γεγονός πως ο δικός σου τομέας αφορούσε απλώς επιθυμίες τελευταίες, οι οποίες θα πραγματοποιούνταν μετά θάνατον. Γιατί έφυγες;»
Ο Γιαβούζ αναστέναξε.
«Στην ουσία πάντοτε έφευγα όταν αισθανόμουν πως κάτι από το παρελθόν με κυνηγά. Δεν ξέρω γιατί, μα οι αναμνήσεις με φοβίζουν. Έκανα ψυχοθεραπεία έναν χρόνο, όμως δεν είδα βελτίωση. Όταν έλαβα το τελευταίο γράμμα από εκείνη τη γυναίκα, που πλέον γνωρίζω ποια είναι, δεν το άντεξα. Ήταν...η καλύτερη παιδική φίλη της γιαγιάς μου. Της γιαγιάς που με μεγάλωσε γιατί οι γονείς μου με πέταξαν δίχως να μου δώσουν μία ευκαιρία. Όμως, οικονομικά δεν ήμασταν καλά. Εκείνη αρρώστησε βαριά, εγώ προσπάθησα παράλληλα με το σχολείο να δουλέψω, όμως δεν έφταναν τα έσοδα να καλύψω τις θεραπείες. Πέθανε λιώνοντας. Αβοήθητη. Δεν συγχώρεσα ποτέ τον εαυτό μου. Έκλεισα το σπίτι και πήγα στην Ιστανμπούλ. Σπούδασα και ήρθα εδώ. Όλα πήγαιναν καλά, μέχρι που το γράμμα βρέθηκε στα χέρια μου»
Ο κύριος Γιώργος τον πλησίασε και τον αγκάλιασε σφιχτά.
«Ίσως αυτό το γράμμα να ήταν γραφτό να φτάσει στα χέρια σου για να συγχωρέσεις επιτέλους τον εαυτό σου»
Ήρθα και πάλι!!!Εγώ και ο ανατολίτικος εφιάλτης μου σας χαιρετάμε!!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top