Κεφάλαιο 4/ part 2
Είχε αποφασίσει να πάρει αυτοκίνητο πια, μιας που δεν θα δούλευε για το γραφείο τελετών. Στη συνάντηση ωστόσο με τα ταξιδιωτικά γραφεία, τους πλήρωνε η εταιρεία τη μετακίνηση. Εκείνος και η Κατερίνα κάθονταν στη πίσω μεριά του αυτοκινήτου. Στη γλώσσα του, εξακολουθούσε να κυριαρχεί η πικρία του καφέ σε συνδυασμό με τη φρικτή αλμύρα του αλατιού. Δεν είχε ιδέα πού θα τον οδηγούσε αυτός ο δρόμος, μήτε αν έκανε καλά που επέλεξε τελικά να ακολουθήσει αυτό το επάγγελμα. Η σημερινή συνάντηση, ήταν μία δοκιμασία για το νευρικό του σύστημα, η οποία είχε αποτύχει παταγωδώς. Σε κάθε τομέα της ζωής του, υιοθετούσε την κατάλληλη συμπεριφορά, πόσο δε μάλλον, σε ένα αυστηρό περιβάλλον εργασίας, όπως ήταν οι αερογραμμές της χώρας του. Κάθε φορά όμως που την έβλεπε, ο επαγγελματισμός πήγαινε περίπατο. Του προκαλούσε ένα συνονθύλευμα συναισθημάτων, σε σημείο που οργιζόταν.
«Ήθελα να σε ρωτήσω. Με τη δεσποινίδα στο γραφείο, γνωρίζεστε; Εγώ την ξέρω αρκετά χρόνια. Είναι πολύ καλή κοπέλα»
Ο Γιαβούζ την κοίταξε ηττημένος.
«Ας πούμε πως είμαστε γείτονες. Τελοσπάντων, δεν έχει καμία σημασία. Η δουλειά είναι δουλειά και εγώ οφείλω να σας εκπροσωπήσω επάξια»
«Μην αγχώνεσαι. Τα πηγαίνεις περίφημα και όπως και εγώ, είναι πολύ σημαντικό που μιλάς τρείς γλώσσες πολύ καλά. Αλήθεια, ποια είναι η ιστορία σου; Αν θέλεις φυσικά να μου πεις»
Ο Γιαβούζ για λίγο το σκέφτηκε, καταλήγοντας στο ότι δεν ήθελε να πει κουβέντα. Αντιθέτως, θα επιθυμούσε μάλλον και ο ίδιος να ξεχάσει την ιστορία του.
«Γεννήθηκα στη Σμύρνη, σπούδασα στην Ιστανμπούλ. Μέχρι που αποφάσισα να έρθω στην Ελλάδα και να δουλέψω»
«Και εγώ στην Πόλη μεγάλωσα. Οι γονείς μου μένουν στα Πριγκιπόνησα, αλλά εγώ στην Αθήνα»
«Είναι όμορφα εκεί» της απάντησε μαζεμένος.Σπάνια ανοιγόταν. Σε όλους έβαζε όρια.
Εγώ από την άλλη, είχα καταντήσει ξέφραγο αμπέλι. Η παρουσία και μόνο του εχθρού, μου είχε δημιουργήσει μία επικίνδυνη ταχυπαλμία, με αποτέλεσμα, να έχω καλέσει μία υπάλληλό μου επάνω, γνωρίζοντας πως στο ντουλάπι της, πάντα εντόπιζες το πιεσόμετρο. Ευτυχώς είχα εκ φύσεως χαμηλή πίεση, σημάδι πως η καρδούλα μου ήταν ικανή να αντέξει αρκετά χτυπήματα της μοίρας. Στη θέση που είχε βρεθεί ο αχώνευτος, θα μου γινόταν στενός κορσές. Πουκάμισο μικρότερου μεγέθους, το οποίο ήμουν αναγκασμένη να φοράω αγόγγυστα και ας με πίεζαν τα κουμπιά. Κάθε φορά που τον έβλεπα, στην επιφάνεια σκαρφάλωνε ένας εαυτός εκδικητικός που δυσκολευόμουν να τον ορίσω, μα και κάτι άλλο. Απροσδιόριστο, αχαρακτήριστο και καλά σφραγισμένο σε ένα καρδιακό ντουλάπι. Φοβόμουν να το κοιτάξω.
Φυσικά, το μάτι μου λοξοκοιτούσε τον Δημήτρη, στο στήθος του οποίου δέσποζε ο τεράστιος λεκές του καφέ. Τον πλησίασα όσο πιο επαγγελματικά μπορούσα, ζητώντας ταπεινά συγγνώμη.
«Δεν πειράζει» μου απάντησε «Ατυχήματα συμβαίνουν»
Ήταν και εκείνος μετρημένος και αυτό μου άρεσε. Η αύρα του είχε κάτι το θετικό και για λίγο η ψυχή μου ηρέμησε, μέχρι που ήρθε η στιγμή να επιστρέψω σπίτι, νιώθοντας ψυχικά εξουθενωμένη. Μπαίνοντας, η καρδιά μου άφησε μερικούς, ακανόνιστους χτύπους. Φοβόμουν. Φοβόμουν για τον χρόνο που περνούσε και τους ανθρώπους που δεν χόρταινα. Κάπου εκεί, η ιδέα μίας άδειας πέρασε από το μυαλό μου. Ωστόσο, για να συνέβαινε κάτι τέτοιο, εγώ έπρεπε να έχω εκπαιδεύσει πρώτα τον Δημήτρη, ώστε να είναι ικανός να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του γραφείου. Η γιαγιά μου βρισκόταν στην κρεβατοκάμαρά της, χτενίζοντας τα ασημόλευκα μαλλιά της με μία λατρεία ξεχωριστή. Σαν με είδε, χαμογέλασε πλαγίως και εγώ ήμουν βέβαιη πως για ακόμη μία φορά, θα άνοιγε το σεντούκι των αναμνήσεων.
΄΄Το σχολείο μου ήταν αυστηρό τότε. Τα μαλλιά μου πάντα μαζεμένα ήταν΄΄μου είπε καθώς ξεκινούσε την αφήγηση κοιτάζοντας το είδωλό της στον καθρέπτη ΄΄Το τράβηγμα των αυτιών μας από την κυρία Ευδοκία, ήταν κάτι πολύ συνηθισμένο. Το ίδιο φυσικά ίσχυε και για την τιμωρία που στεκόσουν όρθιος, με το κεφάλι στον τοίχο΄΄
Μου έδωσε ένα ζευγάρι πλεκτά παπουτσάκια, τα οποία είχαν με τα χρόνια και τις δυσκολίες φαγωθεί.
΄΄Μου είχαν ζητήσει να κεντήσω σε τελάρο με τεντωμένο καμβά, ένα ζευγάρι παντούφλες. Τότε ήταν πολύ στη μόδα και τις πήγαινες στον τσαγκάρη για να τους βάλει πάτους. Όπως βλέπεις, δεν τις τελείωσα ποτέ. Έτσι μείνανε ως τη μέρα της φωτιάς. Μας δίδασκαν και χορό. Τον αγαπούσα πολύ΄΄ έκανε παύση για λίγο καθώς ένα μειδίαμα σκαρφάλωνε στα χείλη της ΄΄Ως μεσογειακός λαός αγαπούσαμε το κόρτε. Θυμάμαι τον παππού σου να κόβει βόλτες κάτω από το μπαλκόνι μου και εγώ να τον κρυφοκοιτάζω με καμάρι. Είναι όμορφο συναίσθημα ο έρωτας Ρέα. Αν ποτέ σου τον συναντήσεις, όποια μορφή και αν έχει, μην του γυρίσεις τη πλάτη. Είναι το αλατοπίπερο στη ζωή, η νοστιμιά, το χαμόγελο. Είναι η σκέψη που φωλιάζει σε κάθε κύτταρο, χαρίζοντάς σου στο τέλος τη λάμψη. Εγώ τον έζησα και δεν έχω κανένα παράπονο. Όλα τα μονοπάτια, όσο δύσβατα και αν ήταν κάποτε, είχαν τελικά προορισμό εσένα΄΄
Τα μάτια μου βούρκωσαν και καθόλου δεν έφταιγε το γεγονός πως τελευταία ήμουν ευσυγκίνητη. Την είδα να βήχει μερικές φορές και την αγκάλιασα σφιχτά.
«Μην ανησυχείς για εμένα. Το μόνο που εύχομαι, είναι να κάνει σωστά την πρώην δουλειά του ο Γιαβούζ και να ανοίξει το γράμμα μου»
«Μα, τι σε έχει πιάσει πλέον με δαύτον;»
«Δεν τον αντιπαθείς Ρέα και το ξέρεις πολύ καλά. Όταν κάποιος μας είναι ανυπόφορος, τον απομακρύνουμε ψυχρά και δίχως τυμπανοκρουσίες. Εσύ από την άλλη, ποτέ σου δεν το έκανες. Απλώς φοβάσαι πολύ. Ποιος σου είπε όμως πως στη ζωή μας όλα βασίζονται στη λογική; Μην ξεχνάς πως είμαστε άνθρωποι. Δεν διαθέτουμε κουμπιά»
«Όχι από όσο γνωρίζω» απάντησα αβέβαια.
«Να το θυμηθείς την επόμενη φορά» μου είπε, όταν ακόμη ένας βήχας συντάραξε το κορμί της. «Θα πάω να ξεκουραστώ. Ίσως είναι καλύτερα έτσι»
Αισθάνθηκα το κορμί μου να σκεβρώνει και όταν κάτι τέτοιο συνέβαινε, συνήθως έκανα μία βόλτα στη γειτονιά. Ο γείτονας είχε κάνει πρόοδο καθώς τον είδα να παρκάρει ένα αυτοκίνητο με επιδεξιότητα.
«Αναβαθμίστηκες! Από το δίκυκλο στο τετράκυκλο» σχολίασα πικρόχολα, όταν τον είδα να βγαίνει, έτσι όπως τον θυμόμουν και το πρωί, με τη διαφορά πως δίπλα του υπήρχε μία όμορφη κοπέλα. Με κοίταξε γλυκά και γυρνώντας προς το μέρος του, του απευθύνθηκε στα τούρκικα.
«Η κοπέλα εργάζεται σε ένα ταξιδιωτικό γραφείο με το οποίο πλέον συνεργάζομαι. Τη λένε Ρέα και από εδώ» μου έδειξε «Είναι ο δεσμός μου, η Ζεϊνέπ»
Ένα κάλπικο χαμόγελο σκαρφάλωσε στα χείλη μου. Λογικό ήταν. Δεν μου έφτανε ο ένας εχθρός, τώρα καιροφυλαχτούσε και ο κίνδυνος αναπαραγωγής του.
«Χάρηκα πολύ» της είπα.
«Hiç hoslanmadı» (δεν χάρηκε καθόλου)
«Τι της είπες;» ρώτησα εκνευρισμένη.
«Πως εμφανώς είσαι ψεύτρα» μειδίασε και το μέτωπό μου ξεκίνησε να κοκκινίζει ενώ το πιεσόμετρο απουσίαζε.
«Γιατί το κάνεις, μου εξηγείς;» του επιτέθηκα «Με κάνεις πάντα να φαίνομαι κακιά σε όλους!»
«Μα, αυτός είναι ο αληθινός σου εαυτός. Ξέρω πολύ καλά τι σκέφτεσαι για εμένα και τη χώρα μου, όποτε με βλέπεις. Η Ζεϊνέπ φυσικά, σκέφτεται διαφορετικά. Ε, την προλαβαίνω από τυχόν παραστράτημα. Χάρη σου κάνω. Δεν θα είσαι αναγκασμένη να την χαιρετάς και κάτι τέτοιο, θα έπρεπε να σε ανακουφίζει. Θα μείνει για λίγο καιρό μαζί μου και γι' αυτό προνοώ. Παρέα δεν χρειάζεται να κάνουμε. Η δουλειά όμως είναι δουλειά και αυτό θέλω να το σέβεσαι»
«Και μόνο που σε άφησα να πατήσεις στον προσωπικό μου χώρο, ήταν σεβασμός»
«Δεν ήρθα να καταλάβω τα εδάφη σου. Να μιλήσω για νούμερα ήρθα»
«Τέτοιο μεγάλο νούμερο που είσαι, είναι λογικό»
Τον είδα να κοκκινίζει ολόκληρο, ενώ η κοπέλα δίπλα του που δεν κατανοούσε τα ελληνικά, είχε αρχίσει να ταράζεται. Με πλησίασε. Αν και φορούσε γυαλιά ηλίου, το βλέμμα από μέσα φαινόταν ξεκάθαρα. Τα μάτια του όσο θυμό και αν έκρυβαν, εστίαζαν σε εμένα με έναν τρόπο που όμοιό του είχα καιρό να δω. Δεν εγκατέλειπαν το πρόσωπό μου, ενώ για δευτερόλεπτα κατρακυλούσαν στα χείλη μου. Η φωνή του άλλαξε. Έγινε πιο βαθιά.
«Σε παρακαλώ. Ας έχουμε τις αναγκαίες μονάχα σχέσεις. Είναι το καλύτερο»
Δεν αντιλήφθηκα πως το χέρι του στιγμιαία ακούμπησε κατά λάθος το δικό μου. Όμως το ένιωσα. Μία ενέργεια σαν την καφεΐνη, τόσο δυνατή και συνάμα απολαυστική. Ο Γιαβούζ υποχώρησε, παίρνοντας το χέρι της Ζεϊνέπ στο δικό του. Τα μάτια μου εστίασαν εκεί, αντιλαμβανόμενη πως η βόλτα μου είχε μόλις καταστραφεί. Γυρνώντας, είχα την κακή συνήθεια να απευθύνομαι στις ανώτερες δυνάμεις, όταν τα πράγματα δυσκόλευαν. Το σύμπαν όμως συχνά λειτουργούσε σαν χαλασμένο τηλέφωνο ή σου πετούσε στα μούτρα αλήθειες, τις οποίες δεν ήσουν έτοιμος να δεχτείς. Εκείνο το απόγευμα, μου τηλεφώνησε ο Δημήτρης, προκειμένου να με ρωτήσει κάτι σχετικό με τη δουλειά. Η βελούδινη φωνή του με έκανε στιγμιαία να χαμογελάσω.
«Συγγνώμη που ρωτώ, μα είστε καλά;»
Τόσο χάλια ακουγόμουν.
«Είμαι μία χαρά. Ευχαριστώ που ρωτήσατε. Επίσης, μπορείς να μου μιλάς στον ενικό. Νομίζω πως η ηλικία μας είναι κοντινή»
«Όπως επιθυμείς» ήρθε η απάντηση και στα ξαφνικά, δίχως να γνωρίζω τον λόγο, το απόγευμά μου απέκτησε μία χροιά χαράς.
Ο Γιαβούζ όταν μπήκε σπίτι, βοηθώντας την κοπέλα του με τη βαλίτσα της, αισθανόταν ακόμη εκείνη την έξαψη. Αυτή η γυναίκα θα ήταν ο θάνατός του, το αργό και βασανιστικό του δηλητήριο. Η Ζεϊνέπ τον πλησίασε και εκείνος αντιλήφθηκε πως δεν είχε καμία διάθεση να συζητήσει μαζί του την σκηνή που είχε προηγηθεί.
«Οι γονείς μου ρωτούν διαρκώς για εσένα. Σε έχουν στο μυαλό τους. Εξάλλου, σε αγαπούν πολύ και το ξέρεις»
Σε αυτό δεν είχε άδικο και ο Γιαβούζ το γνώριζε πολύ καλά. Οι γονείς της τον αγαπούσαν πολύ πράγματι. Ήταν σαν μία δεύτερη οικογένεια για εκείνον μετά τον θάνατο της πολυαγαπημένης του γιαγιάς. Τότε, γιατί αισθανόταν έστω και στο ελάχιστο ενοχές αυτή τη στιγμή;
«Και εγώ τους εκτιμώ πολύ και το ξέρεις» της χαμογέλασε και τα χέρια της ξεκίνησαν να οργώνουν το πάνω μέρος του κορμιού του.
«Εμένα; Με εκτιμάς;» ρώτησε γελώντας.
«Υποψιάζομαι πως το κορμί μου σου έχει δώσει ήδη την απάντηση»
Πράγματι, ο ανδρισμός του τον ενοχλούσε πλέον μέσα από το παντελόνι. Η Ζεϊνέπ ήταν μία πολύ όμορφη κοπέλα, η οποία έχοντας μείνει γυμνή πλέον μπροστά του, πήρε το χέρι της στο δικό του και αργά τον οδήγησε στο κρεβάτι. Βρέθηκαν και οι δύο γυμνοί, να κάνουν έρωτα τρυφερά. Εκείνος αγαπούσε τη σταθερότητα, ή μάλλον καλύτερα, την είχε απελπιστικά ανάγκη, αφού την είχε στερηθεί όλη του τη ζωή. Η Ζεϊνέπ πρόσφερε αυτό ακριβώς που χρειαζόταν. Έχοντας ολοκληρώσει, ξάπλωσαν στο κρεβάτι αγκαλιασμένοι. Από το ελαφρώς ανοιχτό παράθυρο, εισερχόταν ένα αεράκι λίγο δροσερό, μαζί με τη μυρωδιά του νυχτολούλουδου από το μικρό κηπάριο της πολυκατοικίας. Τα όμορφα, σαρκώδη χείλη του ακούμπησαν το μέτωπό της τρυφερά. Η Ζεϊνέπ τον κοίταξε χαμογελώντας, αφήνοντας ένα φιλί στο μάγουλό του. Ο Γιαβούζ έκλεισε τα μάτια του. Δύο πανέμορφα λακκάκια σχηματίστηκαν στα μάγουλά του.
- Η πηγή της έμπνευσής μου δέχτηκε μπούλινγκ από εμένα ακόμη μία φορά, όταν η κόκα κόλα του βρέθηκε να καταβρέχει τυχαία τη φρουτοσαλάτα.... Στον συνάδελφο και συντοπίτη του, ο οποίος μόλις με είδε μου είπε πως του έφτιαξε η μέρα, του ζήτησα να κόψει τα σάπια, καθως αυτή ήταν μια ατάκα που έτσι και αλλιώς θα την έλεγε αφού ασχολείτω με το μάρκετινγκ. "Μα αυτή είναι η δουλειά μου" μου είπε. "Ε άρα είσαι ψεύτης" απάντησα με θυμειδία. Κάπου εδώ μπορώ με σιγουριά να πω, πως είναι βιτσιόζοι, καθώς κατέληξαν πως "ορισμένες φορές τους λείπω"
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top