Κεφάλαιο 4 / part 1
Μέσα στη σιγαλιά του σπιτιού, ο Γιαβούζ πρόσεξε το πιάνο. Το πλησίασε αργά και έσυρε τα δάχτυλά του στα πλήκτρα. Μία μελωδία πλημμύρισε τον χώρο γύρω τους. Έπαιζε όμορφα. Η Άννα σαν τον κοιτούσε, συγκινήθηκε. Ο Γιαβούζ σταμάτησε λίγο απότομα και την κοίταξε.
«Η γιαγιά μου η Ναζλί μου είχε πει πως έπαιζες πιάνο και της άρεσε πολύ. Συχνά πλησίαζε το σπίτι σου για να ακούσει τη μελωδία. Μου είπε πως έπαιζες πολύ όμορφα. Έτσι λοιπόν, μόλις μεγάλωσα και εγώ λίγο κάναμε τα πάντα να μαζέψουμε λεφτά, ώστε να αγοράσουμε και εμείς ένα πιάνο. Έμαθα να παίζω προκειμένου να την κάνω ευτυχισμένη. Να της θυμίζω εσένα και τις όμορφες στιγμές που είχατε ζήσει στη Σμύρνη»
Η Άννα δάκρυσε. Τον κοιτούσε στο ημίφως και ένα παράπονο την έπιασε.
«Πόσο στενόμυαλοι ήταν οι γονείς σου; Συγγνώμη για το θάρρος, μα ποιος θα εγκατέλειπε ένα τέτοιο παιδί; Πού είναι να θαυμάσουν τον γιο τους που μεγάλωσε και έγινε ένας υπέροχος άνδρας;»
Τον άκουσε να γελά ελαφρώς αμήχανα.
«Κάθε τι γίνεται για κάποιον λόγο. Ίσως αν μεγάλωνα τελικά μαζί τους, να μη γινόμουν αυτός ο άνθρωπος. Οπότε είναι καλύτερα έτσι» ετοιμάστηκε να φύγει «Θα πηγαίνω γιατί σε λίγο θα επιστρέψει και η Ρέα. Δεν θα ήθελα να με βρει εδώ»
Η Άννα δεν του είπε τίποτε, ούτε τον απέτρεψε από το να απομακρυνθεί. Αν δυο ανθρώπων ο δρόμος ήταν γραφτό να συγκλείνει προς την ίδια κατεύθυνση, τότε η μοίρα θα φρόντιζε γι' αυτό.
Εγώ πάλι επέστρεψα ένα ράκος σπίτι μου. Οι παππούδες με καληνύχτισαν και εγώ κλείστηκα στο δωμάτιό μου. Έσβησα όλα τα φώτα και αφουγκράστηκα την ησυχία. Έπρεπε να σταθώ στα πόδια μου. Είχα μία δική μου εταιρεία, είχα ανθρώπους να εξαρτώνται από εμένα. Αν άφηνα την ψυχολογία μου να καταρρεύσει, αν κατρακυλούσα σε εκείνο το σκοτεινό πηγάδι, τότε με σιγουριά δεν θα υπήρχε επιστροφή. Αύριο ξημέρωνε μία διαφορετική ημέρα. Όφειλα να βάλω στην άκρη τον προσωπικό μου πόνο.
Πράγματι, οι ελάχιστες πρωινές ηλιαχτίδες που σαν άλλοι εισβολείς έμπαιναν από όποια σχισμή είχα αφήσει, συνοδεύτηκαν και από ένα ενοχλητικό νιαούρισμα. Η Τούλα μανιωδώς προσπαθούσε να σβήσει την πείνα της και κατά πώς είχε φανεί, με θεωρούσε την κατάλληλη για να ανταποκριθώ στις απαιτήσεις της. Όχι πως είχα όρεξη, μα επιλογή δεν υπήρχε. Τα κόκκαλά μου τεντώθηκαν καθώς κατέβαινα απρόθυμα από το κρεββάτι μου. Τακτοποιώντας το λαίμαργο αιλουροειδές, ντύθηκα στα γρήγορα προσπαθώντας να μαντέψω τι θα μου επεφύλασσε η μοίρα μου στη δουλειά.
Όπως το είχα φοβηθεί, η κίνηση ήταν φρικτή και ο χώρος στάθμευσης παρέμενε μία παράκληση στα θεία. Η Απόδραση στον Παράδεισο, αυτό το παράδοξο γραφείο τελετών, έμοιαζε μίζερο, μιας και ο Γιωργής δεν είχε βρει ακόμη τον αντικαταστάτη του Τούρκου. Λες και το έργο του απαιτούσε ιδιαίτερες ικανότητες. Έστρεψα τη ματιά μου στον δικό μου χώρο, το Μαγεμένες Αποδράσεις, ενώ ανεβαίνοντας, μου φάνηκε πως μύρισα λιβάνι. Δεν υπήρχε αμφιβολία για το γεγονός πως χρειαζόμασταν ξεμάτιασμα από την κακή ενέργεια, ωστόσο τα απανωτά φτερνίσματα της Δάφνης, με έκαναν να γουρλώσω τα μάτια μου στον κύριο Αλκιβιάδη. Η σχέση του με τη θρησκεία είχε κατρακυλήσει στα όρια της υπερβολής, ενώ τελευταία μας είχε δηλώσει πως πήγαινε με το παλαιό ημερολόγιο. Είχα καταλάβει λοιπόν πως όλη η τελετή του λιβανίσματος, είχε στα σίγουρα εκείνον για πρωταγωνιστή. Όπως κάθε μέρα, έτσι και εκείνη, δεχόμουν την πρωινή ενημέρωση, μονάχα που αυτή τη φορά, στο γραφείο μου μπήκε και η Δάφνη βαστώντας ένα χαρτί.
«Λοιπόν, έπειτα από την παρέλαση των τεράτων, έπεσε στα χέρια μου και το σωστό βιογραφικό» μου δήλωσε ενώ ο κύριος Αλκιβιάδης χαμογελούσε μειλίχια λες και είχαμε ανακαλύψει τη χαμένη Ατλαντίδα.
«Πολύ ελπιδοφόρο» συμπλήρωσα και έριξα μία ματιά στο χαρτί.
Ήταν ένας νεαρός άνδρας κοντά στην ηλικία μου, με ενδιαφέροντα προσόντα που ανταποκρίνονταν σε όσα είχαμε ζητήσει. Δημήτρης Παπαγιάννης ονομαζόταν και από ότι μου είπε η Δάφνη, θα ερχόταν σήμερα το μεσημέρι για συνέντευξη, πρώτα με την ίδια, ώστε να βεβαιωθεί για τα προσόντα του και αν αυτά ανταποκρίνονταν στη θέση της και έπειτα μαζί μου. Μόλις αποχώρησε, τον λόγο πήρε ο ψάλτης του γραφείου μας και εκπρόσωπός μας στις σχέσεις μας με τις αεροπορικές εταιρείες. Ο Αλκιβιάδης.
«Έμαθα πως η Turkish θα έχει πλέον καινούργιο μάνατζερ»
Κάπου εκεί κατάπια με τόση φόρα τον καφέ, που κόντεψα να πνιγώ. Φυσικά, τα κακά νέα ταξιδεύουν πολύ γρήγορα.
«Σοβαρά;» παρίστανα την ανήξερη.
«Ναι. Ας ελπίσουμε να συνεχίσουμε την καλή συνεργασία και μάλιστα για να το εξασφαλίσω, τους κάλεσα σήμερα για να μας τον συστήσουν»
«Τι έκανες;» τινάχτηκα επάνω σαν να με είχε χτυπήσει το ρεύμα.
Ο φουκαράς ζάρωσε σε ένα σημείο. Δεν ήταν και το πρώτο μπόι και έτσι το τίναγμά μου, τον αποσυντόνισε.
«Έκανα...ότι κάνω πάντα και με κάθε εταιρεία» απολογήθηκε δικαίως ωστόσο εμένα με είχαν ζώσει τα φίδια.
Αδιαφορούσα για τις άλλες εταιρείες. Με αυτήν έπρεπε να κόψουμε τα πολλά πολλά και μάλιστα είχα και το χαρτί της θρησκείας να παίξω μαζί του.
«Δεν χρειαζόμαστε πολλές σχέσεις. Τα συμβόλαια μπορούν να μας τα στέλνουν και μέσω του υπολογιστή. Τσάμπα αναπτύξαμε την τεχνολογία και απομακρυνθήκαμε από τα δέντρα και τις σπηλιές;»
Ο Αλκιβιάδης μάζεψε τα σπασμένα και απομακρύνθηκε και αυτός από εμένα, ωστόσο θεωρούσε την πρόσκληση των ατόμων αυτών απαραίτητη διατήρηση γέφυρας επικοινωνίας. Στα δικά μου μάτια πάλι προσομοίαζε με το γεφύρι της Άρτας. Καθώς όμως όφειλα να είμαι επαγγελματίας, κατάπια και αυτήν την πίκρα καρτερώντας τον λογιστή. Πράγματι, περίπου μία ώρα αργότερα και με εμένα να αγκομαχώ με το φρέντο εσπρέσο στο χέρι, η γυάλινη πόρτα χτύπησε και έπειτα άνοιξε, για να δω έναν ψηλό, μελαχρινό νεαρό άνδρα να εισέρχεται, ντυμένος άκρως επαγγελματικά, με το καλοσιδερωμένο του πουκάμισο και κοστούμι. Η αλήθεια ήταν πως η εμφάνισή του ήταν αξιοπρόσεκτη και αξιοζήλευτη, ενώ εγώ βρέθηκα στα ξαφνικά να ισιώνω το σακάκι μου αμήχανα. Όφειλα να σταθώ στο ύψος των περιστάσεων ώστε να κατορθώσω να φέρω εις πέρας τη συνέντευξη. Εκείνος κάθισε στον καναπέ και εγώ στο γραφείο μου. Η Δάφνη με λοξοκοιτούσε προσπαθώντας να μου μεταδώσει ενεργειακά κουράγιο. Οι απαντήσεις του Δημήτρη ήταν κοφτές, δίνοντας έμφαση στις επαγγελματικές του γνώσεις. Μου άρεσαν οι άνθρωποι που δεν φλυαρούσαν και επικεντρώνονταν στα σημεία που έπρεπε. Έπειτα από μία επίδειξη των γνώσεών του στα αγγλικά, αποφάσισα να προχωρήσω με τη συνεργασία μας. Η Δάφνη χρειαζόταν ακόμη έναν για να μοιράζονται οι δουλειές, ιδιαίτερα αυτήν τη δύσκολη για εκείνη περίοδο. Φυσικά, θα έπρεπε να αντέξω ακόμη μία τεστοστερόνη στον όροφο. Ας ήταν. Η συγκεκριμένη έμοιαζε να αξίζει.
Όπως ήταν φυσικό και λόγω ευγένειας, του προσφέραμε και μία κούπα καφέ. Αποφασίσαμε να ξεκινούσε την επομένη. Το γοργόν και χάρη είχε. Τη στιγμή ακριβώς που σηκωνόταν, με εμένα να πραγματοποιώ ασυναίσθητα την ίδια κίνηση, ένιωσα ένα σκούντημα. Η πόρτα άνοιγε, εγώ στεκόμουν πίσω της, το τζάμι φίλησε το μέτωπό μου και ο ζεστός γαλλικός καφές χύθηκε στο πουκάμισο του Δημήτρη τσουρουφλίζοντας τη βελούδινη σάρκα του. Για τρία δευτερόλεπτα δεν ακουγόταν τίποτε άλλο, εκτός από το ενοχλητικό βούισμα ενός κουνουπιού που το κυνηγούσα λυσσασμένα από το πρωί. Η άηχη κραυγούλα ξέφυγε από το στόμα του λογιστή, ενός ο αριστερός μου οφθαλμός συνέλαβε την εικόνα εκείνου. Του Σατανά.
Ο Γιαβούζ πάλευε να καταπνίξει το γέλιο του, ενώ ο Αλκιβιάδης ήταν πεπεισμένος πως όδευε προς απόλυση. Πίσω του υπήρχε ακόμη μία κοπέλα που εργαζόταν στις συγκεκριμένες, κολασμένες αερογραμμές, η οποία ξεκίνησε να απολογείται. Εγώ ασθμαίνοντας, άρπαξα ένα χαρτομάντηλο και το τοποθέτησα στο καλοσμιλεμένο στήθος του λογιστή που στα σίγουρα είχε πάρει μία στιγμιαία γεύση από τα καζάνια της κολάσεως. Τα μάτια μου στένεψαν στον Γιαβούζ, σαν να του έλεγαν πως η κίνηση να μου κολλήσει το τζάμι στα μούτρα, μάλλον με έφερε πιο κοντά στο όμορφο αρσενικό. Ο Τούρκος ωστόσο δεν φάνηκε να πτοείται. Για λίγο τον κοίταξα, με τον θυμό να βράζει. Ήταν τελείως διαφορετικός. Φορούσε ένα μπεζ ανοιχτό κοστούμι με λευκό πουκάμισο. Τα μαλλιά του ήταν χτενισμένα προσεκτικά και το ύφος του επαγγελματικό. Ο Δημήτρης με χαιρέτησε με σεβασμό, χαμογελώντας μου στο τέλος και θέλοντας να με καθησυχάσει πως ήταν απλώς ένα ατύχημα.
Η κοπέλα, η Κατερίνα που εργαζόταν στην αεροπορική πολλά χρόνια και φυσικά γνωριζόμασταν από παλιά, χαμογέλασε αμήχανα ενώ παράλληλα ξεκίνησε τις συστάσεις. Ο κύριος Αλκιβιάδης φαινόταν ενθουσιασμένος, ενώ εγώ μαγκωνόμουν καθώς ήθελα να δω την αντίδραση του Γιαβούζ. Όταν μας σύστησε, εκείνος έκανε πως δεν με ήξερε καθόλου. Μου μίλησε τυπικά και στον πληθυντικό με μία επίπλαστη, αναγκαστική ευγένεια. Με το ζόρι το χέρι μου τεντώθηκε για να κρατήσει το δικό του. Μακάρι να είχα τη δύναμη να το σφίξω περισσότερο. Όλο αυτό ωστόσο δεν θα περνούσε έτσι.
Παραγγείλαμε καφέ, τον οποίο φρόντισα να παραλάβω η ίδια αλλάζοντας τη ζάχαρη με τον φακελίσκο του αλατιού. Ο εχθρός μιλούσε βυθισμένος στην άγνοια, ενώ εγώ επίτηδες πήρα θέση στο τραπέζι ακριβώς δίπλα του. Θα του χαλούσα τη φήμη και τότε θα έβλεπα αν οι αυστηροί κανόνες της εταιρείας θα λειτουργούσαν υπέρ μου. Ο Αλκιβιάδης κάθε λίγο τιναζόταν εκστασιασμένος, κάνοντας επίδειξη των γνώσεων του. Όταν του ζήτησε το τηλέφωνο για ώρα ανάγκης, ο Γιαβούζ του ξεκαθάρισε κοφτά, πως θα δεχόταν κλήσεις μόνο για επαγγελματικό λόγο. Τη στιγμή που τα χείλη του ακουμπούσαν το ποτήρι του καφέ, το τέρας της εκδίκησης μέσα μου γουργούρισε ευχαριστημένο. Τον είδα να δοκιμάζει και κατόπιν να αλλοιώνονται τα χαρακτηριστικά του από τη γεύση. Πνιχτός βήχας τον επισκέφθηκε, ενώ η ματιά του απέναντί μου πετούσε σπίθες. Ένα πονηρό χαμόγελο κύρτωσε τα χείλη μου. Ήμασταν ακόμη στην αρχή.
Όσο η συνάντηση προχωρούσε, ο Γιαβούζ πάλευε να συμμετάσχει στην συζήτηση. Του είχαν στα σίγουρα δείξει ορισμένα πράγματα, μα δεν υπήρχε περίπτωση να του επιτρέψω να λάμψει. Το χέρι μου κινήθηκε αργά και προσγειώθηκε στο γόνατό του κάτω από το τραπέζι, σκαρφαλώνοντας αισθησιακά ψηλότερα. Ήταν τότε που είδα ολόκληρο το πρόσωπό του να παίρνει φωτιά και να χάνει άξαφνα τα λόγια του.
«Είσαι εντάξει;» ρώτησε η Κατερίνα.
Τότε, αποφασισμένος μάλλον για όλα, σηκώθηκε απότομα επάνω.
«Νομίζω πως όσα ήταν να πούμε, έχουν ειπωθεί» έκανε την εισαγωγή πάντοτε μιλώντας αγγλικά «Κύριε Αλκιβιάδη, θα μιλάμε μαζί αν χρειαστείτε κάτι» η ματιά του έπειτα έπεσε επάνω μου. Αντιλαμβανόμουν πως ήθελε στα σίγουρα να με καταραστεί σε όποια γλώσσα του ήταν πιο εύκολο. «Χάρηκα Δεσποινίς Ρέα. Ό,τι χρειαστώ, θα μιλήσω με τον υπάλληλό σας. Ελπίζω να είναι καλή η συνεργασία μας» πρόφερε σφιγμένα.
Όταν επιτέλους αποχώρησε, μπορούσα να ανασάνω ξανά. Ήμουν σίγουρη όμως πως το ίδιο ίσχυε και για εκείνον. Η Δάφνη φάνηκε έπειτα από δέκα λεπτά. Μου είπε πως κατέβηκαν και στον δικό της όροφο για να συστηθούν.
«Τι του έκανες του καημένου και ήταν αναψοκοκκινισμένος;»
«Του έδωσα μία προειδοποίηση»
«Είναι κρίμα. Είναι πολύ γλυκός»
«Μιλάμε για το ίδιο πρόσωπο;»
«Φυσικά. Μάλλον, όχι μάλλον, σίγουρα, εσύ του βγάζεις προς τα έξω τον κακό του εαυτό. Σε εμάς μονάχα χαμογελούσε»
«Μην πέφτεις στην παγίδα της γοητείας του» την προειδοποίησα.
«Επομένως» με κοίταξε πονηρά «Τον βρίσκεις γοητευτικό»
«Που λέει ο λόγος»
«Και εσύ το λες» μειδίασε «Ο Δημήτρης;»
«Ο χαροκαμμένος; Μία χαρά μου φάνηκε» απάντησα διπλωματικά.
«Εμφανισιακά ή στη δουλειά;»
«Και στα δύο» παραδέχτηκα και γελάσαμε.
Θα μου έλειπε εκείνους τους μήνες που θα είχε άδεια. Σαν άνθρωπος ήταν ό,τι πολυτιμότερο μπορούσα να ζητήσω.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top