Κεφάλαιο 3 /part 3
Εκείνη τη στιγμή, ένιωσα την ανάγκη να σηκωθώ και για λίγο να απομακρυνθώ. Θυμός με πλημμύριζε, ανακατωμένος με στεναχώρια. Ήθελα να κλάψω και να ξεσπάσω για όλα, μα όχι μπροστά στη γιαγιά μου. Ακόμη και αν είχε δώσει στον αχώνευτο γείτονα την τελευταία της επιθυμία, εκείνη δεν έφταιγε σε τίποτε να με δει να ξεσπώ. Βγήκα από το σπίτι και περπάτησα γρήγορα, κατηφορίζοντας στο λιμάνι. Η θάλασσα, η μυρωδιά της, ακόμη και αν ανακατευόταν με το καυσαέριο, λίγο με ηρεμούσε. Ο κόσμος που κυκλοφορούσε και κυρίως η νεολαία, ήταν αρκετός και εγώ μάταια έψαχνα μία γωνιά για να κουρνιάσω, ώστε να αφήσω τα δάκρυα να κυλήσουν με την ησυχία τους.
Ήταν η πρώτη φορά που αισθανόμουν τα θεμέλιά μου να τρίζουν. Λένε πως στη ζωή ενηλικιώνεσαι πραγματικά, όταν χάνεις πια τους γονείς σου. Μπορεί να τους είχα χάσει από μικρή, όμως η γιαγιά μου, μου στάθηκε και σαν μητέρα. Δεν μπορούσα να δεχτώ πως έπρεπε να την αποχωριστώ. Είχαμε τόσα πολλά ακόμη να ζήσουμε, τόσα να της αφηγηθώ, τόσες απορίες να μου λύσει. Κάπου εκεί αντιλαμβανόμουν τον λόγο που την ενοχλούσε η απουσία συντρόφου. Ήθελε να ησυχάσει πως την ημέρα που θα με άφηνε, δεν θα ήμουν μόνη στη ζωή. Όμως, τα πράγματα ίσως και να ήταν καλύτερα έτσι, παρά με τον λάθος σύντροφο. Είχα τη δουλειά μου, ήμουν διευθύντρια και είχα τη Δάφνη που για εμένα ήταν σαν αδερφή μου. Η οικογένεια της ήταν και δική μου, τουλάχιστον έτσι με είχε κάνει να νιώθω.
Μία βαρκούλα ταλανιζόταν ελάχιστα στα ήρεμα και στάσιμα νερά του λιμανιού. Κοίταξα γύρω μου λες και ετοιμαζόμουν να εγκληματήσω και δίχως να το σκεφτώ, μπήκα μέσα και κάθισα τοποθετώντας το κεφάλι στα πόδια μου. Λυγμοί τράνταξαν το κορμί μου και χαιρόμουν ιδιαίτερα που βίωνα όλη αυτή την ψυχική κατολίσθηση μόνη μου ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Το γυναικείο μου ένστικτο, θαρρείς και με κλότσησε στα πλευρά, με αποτέλεσμα να ανασηκωθώ έντρομη για να δω μια φιγούρα γνωστή να στέκεται μπροστά μου. Τα χαρακτηριστικά μου ετοιμάζονταν να διαστρεβλωθούν σε μία έκφραση απόγνωσης. Αντί αυτού, η ψυχική αδυναμία με ώθησε να κάνω ένα βήμα πίσω. Ο Γιαβούζ με κοιτούσε με μια έκφραση ανεξιχνίαστη.
«Γιατί;» τον ρώτησα στα ελληνικά και δεν έδινα δεκάρα για το αν θα καταλάβαινε «Γιατί με κυνηγάς παντού; Γιατί δεν μπορώ να βρω ένα τετραγωνικό σε αυτήν τη χώρα για να κλάψω με την ησυχία μου;» επιτέθηκα με μάτια πρησμένα από το κλάμα.
Ο Τούρκος απέναντί μου δεν φάνηκε να ταράζεται. Πραγματοποίησε ένα βήμα μπροστά, πλησιάζοντας τη βάρκα, μα δίχως να μπαίνει μέσα.
«Σε είδα που έφυγες σε μία πολύ άσχημη κατάσταση» μου απάντησε σε καθαρά ελληνικά «Και καθώς γνωρίζω τι σημαίνει η απώλεια αγαπημένων προσώπων, απλώς ήθελα να δω αν είσαι καλά»
Ξαφνιάστηκα. Τα λόγια του έμοιαζαν με ένα βίαιο χαστούκι, το οποίο είχα μόλις αιφνιδιαστικά δεχτεί. Όταν άνοιξα το στόμα μου για να μιλήσω, ο τόνος μου ήταν και πάλι ψυχρός.
«Ευχαριστώ, όμως αυτή τη στιγμή θέλω να μείνω μόνη μου» του απάντησα δίχως να τον κοιτάζω στα μάτια, ίσως γιατί δεν ήθελα ή δεν μπορούσα.
«Καλώς. Θαρρώ πως έκανα και εγώ το καθήκον μου...Θέλω να πω δεν έπεσες στη θάλασσα να πνιγείς...» ετοιμάστηκε να φύγει, όταν τον σταμάτησα.
«Περίμενε! Η γιαγιά μου ήρθε σε εσένα για να σου αφήσει την τελευταία της επιθυμία, σωστά;»
«Σωστά. Μα κάτι τέτοιο δεν έχει πλέον σημασία, αφού παραιτήθηκα»
«Γιατί;» τον ρώτησα και ειλικρινά τρόμαξα από την ξαφνική εκδήλωση ενδιαφέροντος. Ή μήπως ήταν απλώς κουτσομπολιό;
«Αυτό δεν σε αφορά, ωστόσο, ετοιμάσου γιατί πλέον θα πρέπει να συνεργαζόμαστε» μειδίασε σατανικά και σηκώθηκε η τρίχα μου προσοχή. Ήταν σαν να έβλεπα την εκδίκηση με σάρκα και οστά μπροστά μου.
«Αν μου άφησες βιογραφικό, ακυρώνεται από τώρα» απάντησα αμυντικά.
«Δεν θα έπεφτα τόσο χαμηλά. Πλέον, θα δουλεύω για τις αερογραμμές της χώρας μου ως εκπρόσωπος των πωλήσεων για την Ελλάδα. Φρόντισε να πηγαίνουν όλα ρολόι, αλλιώς ξέχασε τις χάρες για τους πελάτες σου»
Το χρώμα του προσώπου μου, πρέπει να είχε στραγγίσει, σε σημείο να φαίνονται από μέσα τα οστά μου. Το σύμπαν με εκδικούνταν μεγαλόπρεπα και μα τω Θεό, δεν ήξερα ποια αμαρτία πλήρωνα, εκτός και αν άνηκε στην προηγούμενη ζωή μου. Μέσα μου ωστόσο, ξύπνησε για τα καλά η μαχήτρια. Ήταν γελασμένος αν πίστευε πως μπορούσε να με εκβιάσει.
«Και εσύ να προσέχεις τη φήμη σου, καθώς με τις κοπέλες που εργάζονται στις αερογραμμές σου, έχουμε καλές σχέσεις. Μην κάνεις κακή εντύπωση ακόμη δεν πάτησες το πόδι σου εκεί»
Τον είδα να στενεύει τα μάτια και μέσα μου παρακαλούσα να μη χαμογελάσει. Τα χείλη του όμως κύρτωσαν επιδέξια και εκείνα τα αναθεματισμένα λακκάκια όργωσαν τα μάγουλά του.
«Μην ανησυχείς καθόλου γι' αυτό. Κανείς δεν αντιστέκεται στο ακαταμάχητο χαμόγελό μου»
Αυτή ήταν η τελευταία του, τσουχτερή κουβέντα, προτού αποχωρήσει αφήνοντάς με να βράζω κυριολεκτικά στο ζουμί μου.
---------------------------
Τα βήματά του ήταν γρήγορα. Αισθανόταν θυμωμένος, κυριότερα με τον ίδιο του τον εαυτό. Ήταν ανόητο εκ μέρους του να τρέξει να τη συναντήσει. Στην τελική γιατί να το κάνει; Η Ρέα δεν του ήταν τίποτε. Ή μάλλον του ήταν. Αφόρητη, ανυπόφορη και αν το σκεφτόταν ακόμη λίγο, η λίστα δεν θα είχε τελειωμό. Στα χέρια του βαστούσε έναν φάκελο. Της γιαγιάς του της Ναζλί. Είχε έρθει η ώρα να ανοίξει επιτέλους το γράμμα. Μέχρι σήμερα δεν το είχε κάνει, δεν άντεχε. Η ψυχολογία του τότε, είχε υποστεί τόσο μεγάλο σοκ, που απλώς μία μέρα σηκώθηκε και έφυγε κλείνοντας την πόρτα όπου είχε μεγαλώσει για πάντα πίσω του, δίχως να επιστρέφει ποτέ στη Σμύρνη. Στην Κωνσταντινούπολη πήγαινε συχνά, μα στην Σμύρνη δεν το άντεχε. Δεν άντεχε την ιδέα πως δεν είχε από κανέναν τότε οικονομική βοήθεια, με αποτέλεσμα η γιαγιά του να σιγολιώσει αβοήθητη. Το λιμάνι ήταν ένας καλός τόπος. Πασαλιμάνι το έλεγαν εδώ στην Ελλάδα και κατάλαβε πως αυτοί οι δύο λαοί τελικά, όλο και ενώνονταν σε πικρές ιστορίες. Βάδισε μέχρι την άλλη άκρη, παρακολουθώντας τα μικρά ιστιοπλοϊκά, ώσπου έκατσε σε ένα πεζούλι και με τρεμάμενα χέρια άνοιξε τον φάκελο. Μία ασπρόμαυρη φωτογραφία έπεσε, στην οποία ίσα που διακρίνονταν δύο νεαρά κορίτσια. Στα πρόσωπά τους αντικατοπτριζόταν η Δύση και η Ανατολή, όμως ήταν αγκαλιά και χαμογελούσαν. Άφησε για λίγο τη φωτογραφία στην άκρη και με τρόμο τα μάτια του γλίστρησαν στις λέξεις.
Αγαπημένε μου εγγονέ
Τη στιγμή που θα διαβάζεις αυτό το γράμμα, θα σημαίνει πως εγώ θα έχω φύγει. Θα ήθελα να ξέρεις πως ήσουν η μεγαλύτερη ευτυχία που μου έτυχε και σου οφείλω μία τεράστια συγγνώμη για τον γιο που μεγάλωσα και πατέρα σου. Θέλω να ξέρεις πως όσο στενόμυαλη και αν ήταν η κοινωνία μας, εγώ θα έκανα τα πάντα για να προστάτευα εκείνον, εσένα και τη μητέρα σου, ώστε να είχατε παραμείνει μία δεμένη οικογένεια. Επέλεξε να εξαφανιστεί, μα πίσω του μου άφησε το πιο όμορφο δώρο, το πιο γελαστό μωρό. Εσένα. Κάθε μέρα που περνούσε μαζί σου, ήταν μοναδική και μεγαλώνοντας, δεν έπαψες ποτέ να με κάνεις περήφανη με τον χαρακτήρα σου και την καλή σου καρδιά. Ξέρω πως αυτή τη στιγμή νιώθεις τύψεις. Νιώθεις πως δεν έκανες ό,τι μπορούσες προκειμένου να με βοηθήσεις. Σε παρακαλώ, σταμάτα να αισθάνεσαι έτσι. Η δική μου κατάσταση ήταν μη αναστρέψιμη και εγώ το μόνο που ήθελα, ήταν να περάσω ποιοτικό χρόνο μαζί σου. Συγχώρεσέ μου τα λάθη στη γραφή, δεν μορφώθηκα πολύ, όμως είχα άλλα χαρτιά αξίας στη ζωή μου. Μονάχα ένα πράγμα θα ήθελα να σου ζητήσω. Να βρεις τις ρίζες της καλύτερής μου φίλης. Της Άννας μου. Της Άννας που κρύφτηκε στο σπίτι μου για να γλιτώσει το μένος και την καταστροφή της Σμύρνης. Ένα μένος που στα νεανικά μου μάτια, δεν γινόταν κατανοητό. Θα σου αφήσω και το επίθετο σε περίπτωση που η ίδια ζει. Αν την εντοπίσεις ζωντανή, αυτό θα είναι θαύμα. Θέλω να της πεις πόσο την αγάπησα, πως ποτέ δεν την ξέχασα, μα έτσι τα έφερε η ζωή και δεν μπόρεσα να ταξιδέψω στην Ελλάδα. Αν πάλι βρεις τα παιδιά της ή τα εγγόνια, μίλησέ τους για εμένα. Κράτησε μία επαφή, μάθε μέσα από το παρελθόν μας να αγαπάς το διαφορετικό, να το αποδέχεσαι και να γεφυρώνεις τις θάλασσες, όσες τρικυμίες και αν κάποτε έχουν. Να προσέχεις, μην αλλάξεις. Να αγαπήσεις πολύ, ειλικρινά και δυνατά, όσο σε αγάπησα εγώ.
Ναζλί
Η Άννα. Η υπέροχη εκείνη γυναίκα, η κυρία Άννα Δερμιτζόγλου, η γιαγιά της Ρέας. Με εκείνη δεν ήθελε καμία απολύτως επαφή. Όμως με την Άννα δεν είχε μιλήσει ανοιχτά ποτέ. Όταν πήγε και τον βρήκε στο Γραφείο Τελετών, του έδωσε την τελευταία της επιθυμία. Πέθαινε και εκείνη αφήνοντας πίσω της μία εποχή. Τον κοιτούσε στα μάτια σαν να καταλάβαινε ποιος ήταν. Ίσως ο δικός του Θεός τον είχε λυπηθεί να μοιάζει στη γιαγιά του και όχι στους γονείς του. Του είχε κάνει εντύπωση που δεν τον ρώτησε τίποτε και ας φαινόταν πως τον είχε καταλάβει. Ίσως να επιθυμούσε να του αφήσει το περιθώριο να την προσεγγίσει εκείνος. Απόψε, είχε μαζέψει όλα του τα τελευταία κομμάτια, για να κατορθώσει να φτάσει μέχρι το κατώφλι της. Ήταν ευκαιρία, καθώς η φρικτή γειτόνισσα έπλεε σε γαλήνια νερά μέσα σε εκείνη τη βαρκούλα. Μάζεψε το γράμμα, σκούπισε άτσαλα τα δάκρυά του και περπάτησε μέχρι το στενό του σπιτιού του και του δικού της. Πώς τα είχε φέρει έτσι η μοίρα; Παίρνοντας μία βαθιά ανάσα, χτύπησε την πόρτα. Αφουγκράστηκε τα βήματα που σέρνονταν κοπιαστικά πίσω της, μέχρι που είδε την Άννα στο κατώφλι. Του χαμογέλασε τρυφερά, με έναν τρόπο που ούρλιαζε πληθώρα ανείπωτων συναισθημάτων.
«Hoş geldin çocuğum»( καλώς ήρθες παιδί μου)
«Hoş bulduk»(καλώς σε βρήκα) της χαμογέλασε συγκινημένος και την αγκάλιασε, δίχως να πουν τίποτε παραπάνω. Έμειναν για λίγο έτσι, μέχρι που ο Φίλιππος ξερόβηξε.
«Ξέρεις ποιος είναι αυτός, έτσι;» τον ρώτησε η Άννα.
«Μα, φυσικά. Αφού της μοιάζει. Έχουν τα ίδια καθαρά μάτια. Ίσως βέβαια, η μαμά του να είναι ξανθιά, γιατί και εκείνος έχει χρώματα ανοιχτά»
Η Άννα περίμενε την απάντηση όταν τον είδε να κατεβάζει το κεφάλι.
«Δεν γνωρίζω πώς μοιάζουν πραγματικά οι γονείς μου και ας έχω δει φωτογραφίες του πατέρα μου. Με εγκατέλειψαν γιατί ήμουν ένα παιδί εκτός γάμου και εκείνοι νέοι. Η...κοινωνία μας ήταν κλειστή και μάλλον γι΄αυτό αποφάσισαν να συνεχίσουν δίχως εμένα. Μεγάλωσα λοιπόν με τη Ναζλί, τη φίλη σου και γιαγιά μου»
«Ήταν ένας φύλακας Άγγελος» πρόφερε η Άννα συγκινημένη.
«Ήταν πράγματι...δεν...δεν ζει πια και η τελευταία της επιθυμία ήταν να έρθω να σε βρω και αν δεν έβρισκα εσένα, τότε κάποιο μέλος της οικογένειάς σου»
«Η εγγονή μου ξέρει την αλήθεια;»
«Όχι! Και δεν θα ήθελα να της το πείτε, σας παρακαλώ»
«Μα...μα αυτή...το γράμμα μου...»
«Παραιτήθηκα από το γραφείο του κύριου Γιώργου, λυπάμαι. Θα φροντίσω όμως να πραγματοποιηθεί η επιθυμία σας»
«Και πώς ξέρεις τι ζήτησα ή τι περιλαμβάνει αυτό;» τον ρώτησε πονηρά.
«Θα...πονέσει;» απάντησε γελώντας.
«Δεν γνωρίζω. Θα σου ζητούσα, αν το επιθυμείς να κρατήσεις το γράμμα και να το ανοίξεις όταν θα είσαι έτοιμος. Θα σε αφήσω επίσης να πεις την αλήθεια στη Ρέα όποτε θελήσεις»
Ποτέ δεν θα ήταν έτοιμος. Το φοβόταν αυτό. Και εκείνη δεν έπρεπε να ξέρει αλλιώς για κάποιον λόγο αισθανόταν πως η ζωή του θα περιπλεκόταν επικίνδυνα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top