Κεφάλαιο 3/part 2
Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκα καθόλου. Στο μυαλό μου γυρνούσαν τα λόγια της γιαγιάς μου, μα και η τρυφερότητα με την οποία είχε έστω και για κλάσματα κοιτάξει τον Γιαβούζ. Εκείνος πάλι, κατευθύνθηκε στο εσωτερικό του σπιτιού και συγκεκριμένα στην ντουλάπα όπου έκρυβε τη βαλίτσα με την οποία ταξιδεύει. Εκεί κουβαλούσε ελάχιστα, προσωπικά αντικείμενα και μέσα σε αυτά, ήταν το γράμμα που του είχε δώσει η Ναζλί, λίγο πριν πεθάνει. Έτσι, είχε καταλήξει με δύο γράμματα και μία υπόθεση, στη σκέψη της οποίας, του ερχόταν ζαλάδα. Όχι. Ήταν πιστός στη θρησκεία του και δεν είχε διαπράξει κανένα κακό, εκτός από το αλκοόλ. Ακόμη και αυτό όμως ανθρώπινο ήταν. Σκέφτηκε πως αν άλλαζε δουλειά, δύο θα ήταν τα καλά. Πρώτον, δεν θα χρειαζόταν ποτέ ξανά να αντικρύσει τα πρωινά τουλάχιστον, την αχώνευτη και δεύτερον, θα έδινε το γράμμα στον επόμενο υπάλληλο.
Όλα έμοιαζαν να βγάζουν νόημα, όταν χτύπησε το τηλέφωνο, λες και το σύμπαν είχε μόλις λάβει την παράκλησή του. Η μικρή λεπτομέρεια εδώ, είναι πως κάποτε οι παρακλήσεις λειτουργούν όπως ένα χαλασμένο τηλέφωνο. Η φωνή της ξαδέρφης του, ήχησε μελωδικά.
«Σελάμ! καιρό έχουμε να τα πούμε και σε πεθύμησα. Μαύρη πέτρα έχεις ρίξει»
«Μπανού! Χαίρομαι που σε ακούω. Για εσένα δεν υπάρχουν μαύρες πέτρες» την πείραξε.
«Και πέτρες και βράχια. Τελοσπάντων. Η Ζεϊνέπ έφτασε. Μου είπε πως είσαι θλιμμένος. Εγώ πίστευα πως η Ελλάδα θα σε βοηθούσε. Τι συμβαίνει;»
Ο Γιαβούζ κόμπιασε. Δεν του άρεσε να μιλά για τα προσωπικά του.
«Εσύ γνωρίζεις περισσότερα από όλους. Λοιπόν, σκέφτομαι να αλλάξω δουλειά»
«Ήταν τόσο χάλια, έτσι; Η αλήθεια είναι πως όλο αυτό με το γραφείο τελετών και τις τελευταίες επιθυμίες, ήταν κάπως μακάβριο»
Άκουσε το γέλιο του.
«Λοιπόν, δεν ήταν αυτό το πρόβλημά μου. Γνωρίζεις πως η Ναζλί άφησε ένα γράμμα. Τις προάλλες λοιπόν, ήρθε στο γραφείο μία κυρία για να μου αφήσει και εκείνη την τελευταία της επιθυμία. Συνήθως, αυτόν τον άχαρο ρόλο τον αναλαμβάνουν οι συγγενείς του αποθανόντα, αλλά εκείνη αποφάσισε να μου το φέρει αυτοπροσώπως. Μιλήσαμε...Μου έφερε στην επιφάνεια το παρελθόν και απλώς...δεν μπορώ να αναλάβω την επιθυμία της»
Η Μπανού ξεφύσησε.
«Πότε θα σταματήσεις να τρέχεις από αυτό;» Για λίγο δεν ακούστηκε τίποτε «Δεν φταις εσύ για τίποτε. Έγινες θυσία και έκανες ό,τι μπορούσες»
«Δεν ήταν αρκετά ωστόσο» γρύλισε εκείνος.
«Ίσως λοιπόν, αυτό που θα σου πω να σε ανακουφίσει. Μίλησα με άτομα εδώ στα κεντρικά της Ιστανμπούλ. Θα ήθελαν να δουλέψεις στη θέση του μάνατζερ των πωλήσεων για τις αερογραμμές μας. Είναι μία καλοπληρωμένη δουλειά και ίσως για λίγα χρόνια, μέχρι να σου αλλάξουν πόστο και χώρα και να μεταφερθούν άλλοι. Έτσι, δεν θα ασχοληθείς λοιπόν με αυτό το γράμμα»
«Η απάντηση είναι ένα τρανό ΌΧΙ. Αν κάνω αυτή τη συγκεκριμένη δουλειά, υπογράφω ισόβια την καταδίκη μου ή τελοσπάντων, για όσα χρόνια θα βρίσκομαι εδώ»
«Ο λόγος;»
«Η απέναντι. Είναι η ιδιοκτήτρια ενός πρακτορείου και αν εγώ εργάζομαι εκεί, σημαίνει πως αυτομάτως θα είμαστε συνεργάτες. Προτιμώ να γίνω πελάτης του γραφείου τελετών»
Αν μπορούσε να δει το πρόσωπό της, δεν θα του διέφευγε το ύπουλο χαμόγελό της.
«Να μην σε επηρεάζει τίποτε. Αν πράγματι θέλεις να αλλάξεις δουλειά, και φυσικά σου αρέσει η πρότασή μου, τότε να το κάνεις και να της αποδείξεις πως δεν σε ενδιαφέρουν τα κακόβουλα σχόλιά της. Ανθρώπους να σε αγαπάνε, έχεις. Εμένα και τη Ζεϊνέπ και φυσικά τον Ονούρ. Δεν έχεις ανάγκη καμία ντόπια...»
Ο Γιαβούζ έμεινε να σκέφτεται. Η απελπισία τον κύκλωνε, καθώς όπου και να έστρεφε το βλέμμα του, οι μπελάδες δεν έπαυαν να τον απασχολούν. Η μοίρα του έπαιζε πολύ άσχημα παιχνίδια, ωστόσο, από το να συνεχίσει στην Απόδραση στον Παράδεισο και να αναγκαστεί να αναλάβει το γράμμα, η φρίκη της μελλοντικής συνεργάτιδας, φάνταζε ευκολότερη λύση. Ίσως, έτσι να της έδινε και ένα έμμεσο μάθημα. Θα τον είχε ανάγκη, θα ήταν αναγκασμένη να τον σέβεται και ο ίδιος θα λάμβανε έναν καλό μισθό, που θα του άνοιγε τους ορίζοντες των ταξιδιών. Μερικά χρόνια θα έμενε στο γραφείο στην Ελλάδα και μετά θα έφευγε για άλλη γη, για άλλα μέρη. Δίχως να χάσει χρόνο, κάλεσε πίσω την ξαδέρφη του.
«Δέχομαι» της απάντησε με ένα σαρδόνιο χαμόγελο.
----------------
Την επομένη το πρωί, το κορμάκι μου πονούσε ολόκληρο λες και όλο το προηγούμενο βράδυ έκανα περιφορά και ανάβαση μαζί με τον σταυρό που κουβαλούσα. Η Τούλα με καρτερούσε στις σκιές για την μπουκιά της ημέρας και εγώ κατέβηκα με προορισμό την κουζίνα. Ο παππούς μου, έπινε ολομόναχος το καφεδάκι του. Το πρόσωπό του ήταν σκυθρωπό. Εγώ, είχα ντυθεί μεγαλόπρεπα, όπως κάθε μέρα, εκπροσωπώντας τη θέση μου επάξια. Στη θέα του και καθώς το ένστικτο μου μιλούσε, τον πλησίασα αποφασισμένη να πάρω απαντήσεις.
«Η γιαγιά είναι καλά;» τον ρώτησα στην ψύχρα και με την καρδιά μου να βροντοχτυπά.
«Καλά» απάντησε ρουφώντας μια γενναία γουλιά, μόνο για να με δει να σταυρώνω τα χέρια μου μπροστά από το στήθος μου.
«Παππού, δεν μου αφηγείσαι ιστορίες από το παρελθόν σου για να αποφεύγεις την ερώτηση. Δεν είναι καλά, έτσι δεν είναι;»
«Έτσι είναι...»
«Και γιατί δεν μου είπατε τίποτε; Θα μπορούσα να βοηθήσω! Τόσα χρήματα βγάζω και ξέρεις πόσο πολύ σας αγαπώ. Θα την πάω στους καλύτερους γιατρούς!»
Ο παππούς με κοίταξε χαμογελώντας γλυκόπικρα.
«Τη γνωρίζω την αγάπη σου. Κάθε μέρα μας τη δείχνεις. Είσαι μία εξαιρετική κοπέλα και εγγονή. Νομίζω πως είναι το καλύτερο δώρο που θα μπορούσες να της κάνεις. Δεν υπάρχει πια γυρισμός για την Αννούλα μας. Λυπάμαι πάρα πολύ, Ρέα»
Για λίγο αισθάνθηκα πως ήταν αδύνατο να βγάλω ήχο από μέσα μου. Δεν μπορούσα και δεν ήθελα να πιστέψω πως η Άννα μου ήταν άρρωστη και μάλιστα, πως δεν υπήρχε για εκείνη καμία ελπίδα. Στη ζωή μου δεν είχα χορτάσει τους γονείς μου. Δεν ήμουν έτοιμη να πω αντίο λοιπόν σε έναν άνθρωπο που με είχε μεγαλώσει. Ένιωθα ξεκρέμαστη. Πως οι ρίζες μου σιγά-σιγά κόβονταν και στο τέλος θα απέμενα ολομόναχη στον κόσμο. Δάκρυα θόλωσαν τα μάτια μου, όταν είδα τη γιαγιά να πλησιάζει αγριοκοιτάζοντας τον άνδρα της.
«Γιατί της το πες;» τον μάλωσε.
«Και πότε σκοπεύατε δηλαδή να με ενημερώσετε;» ήταν η πρώτη φορά που της έβαζα τις φωνές, μονάχα που δεν ήταν από θυμό, αλλά από στεναχώρια. Καμιά φορά σκεφτόμαστε λανθασμένα, πως τα άτομα που αγαπάμε θα μείνουν για πάντα δίπλα μας, πως είναι άτρωτα από χρόνο ή από αρρώστιες, κάτι σαν σούπερ ήρωες. Παιδική αντίληψη ίσως, η οποία γκρεμιζόταν μπροστά μου παραδειγματικά. «Εκείνη τη μέρα, δεν πήγες βόλτα, έτσι δεν είναι; Πήγες σε αυτούς να αφήσεις την επιθυμία σου!»
«Κάθισε λιγάκι...» μου ζήτησε, ωστόσο εμένα τα δάκρυα είχαν θολώσει τα μάτια μου, μα και τη λογική μου. «Υπάρχει ακόμη χρόνος και εμείς έχουμε αφήσει μία ιστορία στη μέση. Πάρε άδεια για σήμερα, αν θέλεις»
«Φυσικά. Θα ειδοποιήσω τη Δάφνη να αναλάβει εκείνη, αν χρειαστεί για κάτι έκτακτο. Θα πεταχτώ μονάχα να φέρω ορισμένα χαρτιά και...είμαι όλη δική σου»
Ήταν πολύ πρωί. Θα έφτανα πρώτη στη δουλειά, μα αυτός ήταν και ο σκοπός της βιασύνης μου. Στάθηκα σε έναν καθρέπτη μπροστά και κοιτάχτηκα. Ο εαυτός μου με κοίταξε επίσης σαν να με χλεύαζε. Τα ατσαλάκωτα ρούχα μου, ακριβά και προσεγμένα, μου έμοιαζαν γελοία. Τα έβγαλα και ντύθηκα πιο απλά. Μπήκα στο αυτοκίνητο και έφτασα στο στενό των Μαγεμένων Αποδράσεων. Κατέβηκα με βουρκωμένα μάτια, όταν είδα τον κύριο Γιώργο να ποτίζει τις περιποιημένες γλάστρες του και τον Γιαβούζ να κοντοστέκεται στο κατώφλι με μία κούτα.
«Είσαι σίγουρος; Ήταν τόσο σοβαρό αυτό το γράμμα; Δώσε το σε εμένα. Θα το αναλάβω εγώ» τον άκουσα να λέει στον εχθρό. Μα σε ποιο γράμμα αναφερόταν; Σε κάποια δύσκολη υπόθεση, ίσως;
«Δεν είναι αυτό» του απάντησε στα αγγλικά. «Απλώς πρέπει να φύγω...να προχωρήσω» ψέλλισε ο Γιαβούζ.
«Έχω καταλάβει πως σημαίνει πολλά για εσένα. Πάρε το. Για να στο έδωσαν προσωπικά, σου ανήκει. Μπορεί να μην το ανοίξεις ποτέ, μα μπορεί να το μετανιώσεις»
Ο Γιαβούζ πήρε τον φάκελο πάλι και τον τοποθέτησε στην τσάντα του. Οι ματιές μας διασταυρώθηκαν και για πρώτη φορά δεν διέθεταν τη δύναμη να αντισταθούν και να παρασυρθούν στην κακία. Τα μάτια μου ήταν ολοκόκκινα από το κλάμα και τα δικά του με κοίταξαν σαν να γνώριζαν, σαν να ήθελαν σιωπηλά να συμπαρασταθούν. Σύντομα όμως τα αποτράβηξα ξανά, καθώς έπρεπε να συνεχίσω τη δουλειά μου. Ο εχθρός επιτέλους έφευγε, μα το μυαλό μου ήταν αρκετά θολωμένο για να σκεφτεί πώς αισθανόταν γι΄αυτό. Η φαντασία μου, αδυνατούσε να φτάσει στο σημείο να μαντέψει πως θα έκανε μία επιστροφή θαρρείς μετενσάρκωσης σε άλλο ρόλο και ιδιότητα. Αθώα ανέβηκα στο γραφείο, ειδοποίησα τη Δάφνη και επέστρεψα στο σπίτι μου για να περάσω λίγο ποιοτικό χρόνο με τη γιαγιά.
Με καρτερούσε και εκείνη με λίγο γλυκό κουταλιού σύκο και ας μην ήταν απόλυτα η εποχή του. Εκείνη το αγαπούσε, της θύμιζε τα χρόνια της τα νεανικά. Ο Φίλιππος δεν ήταν βέβαιος αν επιθυμούσε να είναι παρών. Μάλλον θα άφηνε επάνω της το ταξίδι στον χρόνο. Μόλις έβαλα μία μπουκιά γλυκό στο στόμα, άκουσα την κελαρυστή φωνή της.
«Είναι τόσο άσχημο να επιτρέπουμε στην πολιτική να μας καθορίζει. Ακόμη και η θρησκεία μπορεί να μπει έστω και λίγο στην άκρη, να βρεθούν κοινές βάσεις, να υπάρξει σεβασμός στη διαφορετικότητα. Εγώ προσωπικά είχα ζήσει αυτές τις στιγμές, προτού με κυριεύσει ο εφιάλτης»
«Πόσο λυπάμαι» ακούστηκε η φωνή μου τρεμουλιαστά.
΄΄Καυτός άνεμος σάρωνε την παραλία της Σμύρνης. Καμένο ξύλο μύριζε παντού και σάρκα καψαλισμένη. Πυκνός μαύρος καπνός γέμιζε τον ουρανό. Ζωές αποκαΐδια. Μικρά φλεγόμενα κομμάτια ξύλου στροβιλίζονταν στην πάλαι ποτέ κοσμοπολίτικη προκυμαία της. Το νερό μπροστά μου είχε υιοθετήσει ένα βαθύ κόκκινο χρώμα. Το αίμα στο λιθόστρωτο έτρεχε ποτάμι και χυνόταν στη θάλασσα. Κόντεψα να λιποθυμήσω.Πριν να φτάσουμε εκεί όμως, η καλύτερή μου φίλη, η Τουρκάλα γειτόνισσα, ήξερε πως το σπίτι της θα ήταν καταφύγιο. Μέσα στον χαλασμό, τις δολοφονίες, τους βιασμούς, εγώ προσπαθούσα να φτάσω στο σπίτι μου, μα ήτα αργά. Η οικογένειά μου ήταν νεκρή. Ήθελα να ουρλιάξω σε σημείο να πονέσουν τα πνευμόνια μου. Η φίλη μου όμως, άρπαξε το χέρι μου και κρυφτήκαμε στο σπίτι της, όπου υπήρχε ασφάλεια΄΄
΄΄Τι θα απογίνεις;΄΄ τη θυμάμαι να με ρωτά τρέμοντας ΄΄Γιατί; Ήμασταν καλά, όλα ήταν εντάξει΄΄
Βρισκόμουν σε κατάσταση σοκ. Δεν μπορούσα καν να μιλήσω. Φοβόμουν τη φωτιά, δεν άντεχα να ακούω τα ουρλιαχτά από γυναίκες και κορίτσια που τα ατίμαζαν οι Τούρκοι. Ήμασταν όμως δύο φίλες, από αντίπαλα στρατόπεδα, που υποθετικά θα έπρεπε να βρισκόμασταν η μία απέναντι από την άλλη, ενώ εμείς απλώς δεν καταλαβαίναμε τα πολιτικά δρώμενα, ή καλύτερα δεν είχαν σημασία μπροστά στο παιχνίδι, τις όμορφες ημέρες και την καλή μας σχέση. Έμεινα με την οικογένειά της για μέρες, ώσπου αποφάσισα στα κρυφά να φύγω για να μην τους δημιουργήσω πρόβλημα. Έμειναν πίσω οι βόλτες μας, τα γιασεμιά μας, τα γέλια μας. Έμειναν πίσω και εγώ έφυγα με το πλήθος και με τον παππού σου. Ήμασταν επίσης γείτονες, είχαμε μεγαλώσει μαζί. Κρυβόταν σε ένα άδειο σπίτι. Ενώσαμε τα χέρια και από τότε δεν τα αφήσαμε΄΄
«Και τη φίλη σου; Εκείνη που σε βοήθησε;»
«Δεν την είδα ποτέ ξανά. Ίσως βρεθούμε πλέον σε μία άλλη ζωή και θυμηθούμε τα παλιά. Ο Παράδεισος δεν κάνει εξαιρέσεις. Τους δέχεται όλους»
«Και σε εκείνη τη βόλτα; Πήγες στον κυρ Γιώργο; Θέλω την αλήθεια» την πίεσα.
'Ίσως. Βρήκα όμως τον νεαρό Τούρκο και μιλήσαμε για ώρα. Ήταν υπεύθυνος των επιθυμιών μας και του άφησα τη δική μου»
Χλόμιασα.
«Όχι γιαγιά! Αυτό δεν το έκανες! Ξέρεις πως τον μισώ!»
«Εσύ. Εγώ πάλι όχι. Και στην τελική, ήταν δική μου τελευταία επιθυμία»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top