Κεφάλαιο 3/part 1

«Είδα με τα ίδια μου τα μάτια έναν Τούρκο αξιωματικό, να μπαίνει σε ένα σπίτι, βαστώντας μικρούς τενεκέδες πετρελαίου. Και μέσα σε λίγα λεπτά το σπίτι να γίνεται παρανάλωμα»

Μία στιγμή μπορεί να σου αλλάξει όλη σου τη ζωή ή μία λέξη, ένα βλέμμα που τότε δεν παρατήρησες, αλλά μετά στοίχειωσε το μυαλό σου. Yπήρχαν στιγμές που διάβαζα βιβλία ή παρακολουθούσα ταινίες, πάντοτε με την παρέα της Τούλας, που την είχα βρει στους πέντε δρόμους, ένα βροχερό βράδυ, όταν ακόμη ήταν μωρό. Είχα πιστέψει πως ήταν καρμικό, πως αυτό το πλάσμα ήταν γραφτό να με βρει. Από την ημέρα εκείνη, η κυρία Τούλα είχε βρει απροσδόκητα τον δικό της χώρο. Ένα ράφι αδειανό στη μέση της βιβλιοθήκης μου, ανάμεσα από τα δερματόδετα βιβλία του παππού. Εκείνο το απόγευμα, αποφασίσαμε να συναντηθούμε με τη Δάφνη στα γήπεδα τένις, στο Καβούρι. Η Δάφνη θα καθόταν με τον άνδρα της για έναν καφέ και εγώ θα έπαιζα τένις με τον φυσιολάτρη Φανούριο. Όπως και να είχε, μία εκδρομή στα Νότια Προάστια, ήταν θα έλεγε κανείς αναζωογονητική. Ακόμη ο καιρός δεν είχε κρυώσει.

Ετοιμάστηκα, παρά την κούραση, όταν είδα την Άννα μου να κάθεται στο τραπεζάκι της σιμά στο παράθυρο. Την πλησίασα και την αγκάλιασα με την Τούλα να γουργουρίζει ξεδιάντροπα στην αγκαλιά της.

«Δεν θα αργήσω πολύ» της ψιθύρισα πριν να απιθώσω ένα φιλί στο ισχνό της μάγουλο.

«Ο χρόνος μας είναι και πολύς και λίγος παράλληλα. Φρόντισε κάθε λεπτό σου να αξίζει» μου είπε με νόημα, όταν εμένα στο μυαλό μου ήρθε η αποψινή συνάντηση με τον Φανούριο. Ίσως θα έπρεπε να δώσω μία ευκαιρία, να μην είμαι τόσο απόλυτη για την έκβαση της γνωριμίας μας. Βγήκα από το σπίτι μου σκεφτική, στρέφοντας ασυναίσθητα τη ματιά μου στο μπαλκόνι της συμφοράς. Ο Γιαβούζ ως συνήθως στεκόταν στη γωνία καπνίζοντας νωχελικά. Τα φώτα στο εσωτερικό ήταν κλειστά, σημάδι πως το ταίρι είχε κάνει φτερά για απέναντι. Μόλις με είδε, ευθύς γύρισε το κεφάλι του στην αντίθετη πλευρά. Ήταν ολοφάνερο πως του ήμουν αφόρητη, όσο και εκείνος σε εμένα.

Πήρα το αυτοκίνητο, έτοιμη για τη μοιραία συνάντηση. Αυτή τη φορά ωστόσο, αποφάσισα για αλλαγή να αργήσω εγώ, μιας που είχα παρκάρει λίγο πριν, τοποθετώντας λίγο μακιγιάζ, έτσι για τη λάμψη. Δεν ήμουν δα και είκοσι. Η επιδερμίδα χρειαζόταν ένα μικρό σπρώξιμο, ή και ένα μεγάλο. Η φίλη μου φυσικά, είχε πάρει θέση στο καφέ. Μόλις με είδε, έπεσε σχεδόν με τα μούτρα μπροστά, παλεύοντας περιληπτικά να μου σκιαγραφήσει την εμφάνιση του λεγάμενου, ο οποίος βρισκόταν στα αποχωρητήρια.

«Μία κούκλα είσαι!» βροντοφώναξε.

«Καλά ντε. Τόσο δεν αγχωνόσουν ούτε και για το δικό σου ραντεβού, μη σου πω ούτε και για τον γάμο»

«Εκεί αγχώθηκα εγώ μήπως με αφήσει σύξυλο. Είχε τάσεις φυγής τις τελευταίες εκείνες μέρες» ακούστηκε βαρύθυμα η φωνή του Λευτέρη, του άνδρα της Δάφνης.

«Έφταιγε η κομμώτρια. Το μαλλί ήταν το ήμισυ του παντός και το άλλο μισό το νυφικό» παρενέβη εκείνη, μέχρι που έσκασε μύτη ο Φανούριος, φασκιωμένος με μία ζακέτα που θύμιζε ηλικιωμένο στα ανεμοδαρμένα ύψη.

Με κομψό τρόπο ωστόσο, έσωσε την αποτρόπαια εικόνα. Οι χαλαρές του μελένιες μπούκλες, υποκλίθηκαν μπροστά μου, όσο και ο ίδιος που ξαφνικά έγειρε επικίνδυνα, όντας έρμαιο στη βορά μίας απρόσεκτης πέτρας, με αποτέλεσμα το χώμα να αποκτήσει μία εικόνα κοντινή του προσώπου του. Μέσα σε δευτερόλεπτα, σηκώθηκε ντροπιασμένος έχοντας κοκκινίσει ολόκληρος.

«Καλησπέρα. Είμαι ο Φανούριος. Εσύ πρέπει να είσαι η Ρέα, σωστά;»

΄΄Στον ουρανό σε έψαχνα, χαμηλά στη γη σε βρήκα΄΄ σκέφτηκα παλεύοντας να συγκρατήσω το γέλιο μου.

«Πολύ σωστά!Λοιπόν, αγαπάς το τένις;»

«Φυσικά! Παίζω από μικρός» μου χαμογέλασε και ομολογώ, πως παρά την ατσούμπαλη εισαγωγή, το κυρίως μέρος έμοιαζε ελπιδοφόρο.

Απορροφηθήκαμε για τα καλά από το παιχνίδι, όταν συνειδητοποιήσαμε πως ο ήλιος είχε πλέον γείρει, με σκοπό να χαθεί στον πυθμένα θαρρείς της θάλασσας. Παραλιακά, είχε έναν πεζόδρομο, ο οποίος ενώ τα καλοκαίρια ήταν πολυσύχναστος, το Φθινόπωρο είχε ελπίδες να αναπνεύσει πιο ελεύθερα. Εγώ είχα σταματήσει σε μία καντίνα, πίνοντας ένα λίτρο σχεδόν νερό και άλλα τόσα κερασμένα ποτά διαφόρων ειδών. Η Δάφνη είχε αποχωρήσει και μαζί με τον Φανούριο, καθίσαμε σε μία αδειανή ξαπλώστρα. Προσωπικά αναζητούσα τη χημεία που δεν έλεγε να κάνει την εμφάνισή της, ενώ σε αντίθεση με αυτή, πρόβαλε θαρρετά η ανάγκη μου να ανακουφίσω την ουροδόχο κύστη. Το ειδυλλιακό μέρος ξαφνικά έμοιαζε να μη βοηθά, με εμένα να έχω σταυρώσει τα πόδια μου με λύσσα και τον Φανούριο να αναλύει τους κινδύνους που κρύβει η χρήση των πλαστικών για τις παραλίες μας. Καλή, χρυσή και Άγια η γνώση, μα τη δεδομένη στιγμή ο παφλασμός των κυμάτων, δυσκόλευε έτι περισσότερο την ήδη επείγουσα κατάσταση.

Η επόμενη κίνησή μου, ήταν μία ανεπαίσθητη, επαναλαμβανόμενη κίνηση μπρος και πίσω. Για κάποιον λόγο, ντρεπόμουν να γνωστοποιήσω την κατάστασή μου, ενώ σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να βουλιάξω τη στιγμή στην αμηχανία. Ιδρώτας αυλάκωσε το μέτωπό μου, όταν άξαφνα τινάχτηκα επάνω, ζητώντας συγγνώμη. Μου ήταν αδύνατον να το αντέξω. Τον πεζόδρομο μέχρι το αυτοκίνητο, τον διέσχισα με ένα βήμα παράξενο και με ελαφριά εσωτερική κλήση. Ο Φανούριος φυσικά που στάλα νερό δεν είχε πιεί, μα κερνούσε εμένα τον Βόσπορο, έμοιαζε ακμαίος, χαρούμενος στην άγνοιά του περί της δυστυχίας μου. Δεν πρόλαβε καν να με ρωτήσει αν θα έβλεπε ξανά. Εισήλθα στο αυτοκίνητό μου και πάτησα τόσο απότομα το γκάζι, σε σημείο που φοβήθηκα πως θα καούν τα λάστιχα. Όταν πλέον έφτασα στο σπίτι και μπουσουλώντας στην τουαλέτα, καθώς σπάνια χρησιμοποιούσα αποχωρητήρια εξωτερικών χώρων, τότε πια αποφάσισα με καθαρό μυαλό, να κάνω μία αναδρομή στη σημερινή συνάντηση.

Ο Φανούριος ήταν πράγματι ένα καλό παιδί και ευγενικό, παρά την αρχική, ατυχή του αδεξιότητα. Αγαπούσε τη φύση, με κέρασε κάθε υγρό στοιχείο της καντίνας προκαλώντας μου εσωτερική υπερχείλιση, όμως, από όσο μπορούσα να σκεφτώ και να παραδεχτώ, έλειπε εκείνη η χημεία. Κάπου εκεί ξεφύσησα. Το καλύτερο που μπορούσα να κάνω ήταν απλώς να σταματήσω να κυνηγώ μία τύχη που με απέφευγε συστηματικά. Τον έρωτα θα τον καταλάβαινα όταν θα εμφανιζόταν. Δίχως να το σκεφτώ, πλησίασα τη γιαγιά μου που παρακολουθούσε τηλεόραση.

«Τελικά είχες δίκιο. Ο χρόνος είναι πολύτιμος για να τον σπαταλώ άσκοπα»

Μου χαμογέλασε και το πρόσωπό της ζάρωσε χαριτωμένα. Τα χρόνια δεν είχαν χαράξει επάνω της μέρες ή ώρες μόνο, μα και ιστορία. Ήταν ένας άνθρωπος πλούσιος εσωτερικά, ένας θησαυρός για πολλές γενιές. Κάθισα δίπλα της. Φυσικά και ήθελα να ακούσω και άλλες ιστορίες από το παρελθόν.

΄΄Ο Χριστιανικός πληθυσμός της Σμύρνης είχε συνηθίσει να ξυπνά τα πρωινά της Κυριακής από τις καμπάνες των εκκλησιών. Όμως τη συγκεκριμένη Κυριακή, το ξημέρωμα ήταν παράξενα βουβό. Η Αρμένικη συνοικία είχε λεηλατηθεί από τους Τούρκους. Πυροβολισμοί και ουρλιαχτά ακούγονταν όλη τη νύχτα, όμως ο πατέρας μου, για να μην μας πανικοβάλει, αποφάσισε να ανοίξει το καφέ του σαν να μη συνέβαινε τίποτε. Για πόσο όμως; Εμάς το σπίτι ήταν στην κεντρική αγορά, κοντά στην τούρκικη συνοικία, στα σύνορα τα νοητά, τα οποία όμως περνούσα, γιατί είχα μία πολύ καλή φίλη Τουρκάλα. Εκείνη έτρεξε στα κρυφά να μας ειδοποιήσει πως κινδυνεύουμε. Είχε δει την πομπή του Κεμάλ, αφού είχε κάνει την είσοδό της από τη δική της συνοικία. Ως τα μέσα εκείνου του απογεύματος, ο τουρκικός στρατός είχε αποκτήσει τον έλεγχο των δρόμων και της διοίκησης της πόλης. Όλοι λανθασμένα πίστεψαν ή έτσι διαλαλούσαν, πως η ζωή θα συνεχιζόταν ήρεμα. Κανείς δε ήξερε πως ο Κεμάλ είχε στείλει τηλεγράφημα στην Κοινωνία των Εθνών, προειδοποιώντας πως η Άγκυρα δεν έφερε καμία ευθύνη για τυχόν σφαγές΄΄

Την άκουγα κυριολεκτικά απορροφημένη από τα λόγια της. Η φαντασία μου κάλπαζε, δημιουργούσε ραγισμένες εικόνες, μίας εποχής που μου φαινόταν πολύ μακρινή. Παρά το γεγονός πως η θέση της γυναίκας τότε, βρισκόταν πλάι στο νοικοκυριό της, η γιαγιά μου, μου περιέγραψε μία εικόνα, ενός ισορροπημένου σπιτιού. Οι γονείς της ήταν αγαπημένοι, η μαμά και η γιαγιά της, μαγείρευαν υπέροχα και πολλές φορές, καλούσαν την τούρκικη οικογένεια από δίπλα, με τους οποίους γνωρίζονταν γιατί ήταν συχνοί πελάτες στο καφέ και γιατί μαζί με τον παππού της οικογένειας της Άννας, έκαναν εξαγωγή σύκων. Όταν καμιά φορά είχαν τη γιορτή του Ραμαζανιού, η γιαγιά μου η Άννα και ο μικρός της αδερφός, έκαναν ησυχία τα μεσημέρια, σεβόμενοι πως οι γείτονες κοιμούνταν για να σηκωθούν με τη δύση του ήλιου. Υπήρχε σεβασμός, μα όλα τα διέλυσε η καταστροφή και η πλύση εγκεφάλου σε αρκετούς, πως οι Έλληνες ήταν οι εχθροί.

Περιπλανήθηκα νοητά τα καλοκαίρια, στους δρόμους της Σμύρνης. Βάδισα πλάι στην Άννα που θυμόταν πως από τα ανοιχτά παράθυρα άκουγες τις κοπέλες να παίζουν πιάνο, καθώς ήταν αδιανόητο, μία κοπέλα στη Σμύρνη να μην έχει. Ήξερε και εκείνη. Ακόμη και τώρα στεκόταν σιμά στο ανοιχτό παράθυρο, μονάχα που εγώ αδυνατούσα να κοιτάξω έξω.

«Πολλές φορές επιμένουμε να αγνοούμε σκέψεις που μας τρομάζουν. Ίσως αν τις κοιτάξεις κατάματα να αισθανθείς καλύτερα» μου είπε και ξαφνιάστηκα.

«Μα, εγώ...»

«Εγώ προσωπικά, θα ήθελα να είχα τη δυνατότητα να βλέπω λίγο παραπάνω ουρανό και όχι αυτά τα τσιμέντα. Παρόλα αυτά, είναι σημαντικό να εντοπίζουμε την ομορφιά, ακόμη και εκεί που φαινομενικά δεν υπάρχει»

Μπήκα στον πειρασμό να στρέψω το πρόσωπο στο άνοιγμα του παραθύρου. Η γνωστή φιγούρα, μπαινόβγαινε στο σπίτι καθώς κάπνιζε το ηλεκτρονικό του τσιγάρο και κατά πώς φαινόταν, δεν ήθελε ούτε αυτό να μυρίζει.

«Και να υπήρχε περίπτωση να διακρίνω ομορφιά στις πετρόλ τέντες των απέναντι, ο Τούρκος απορροφά κάθε τι θετικό»

«Μα, γιατί; Εγώ τον βρίσκω όμορφο νεαρό. Κάθεται πολλές ώρες ολομόναχος εκεί, σε σημείο που απορώ για το αν έχει καθόλου δικούς του φίλους»

«Γιατί σε απασχολεί; Είναι Τούρκος. Κάποτε αυτοί στα πήραν όλα»

«Πολλοί μας τα πήραν και ο συγκεκριμένος ήταν αγέννητος» ξεκίνησε «Γενικά μάθε να κοιτάζεις τους άλλους στα μάτια. Συνήθως αυτά σου λένε την αλήθεια. Μήτε το δέρμα, μήτε η καταγωγή αν και ο συγκεκριμένος δεν μοιάζει καθόλου με Τούρκο. Είναι ολόλευκος, με καστανά ανοιχτά μαλλιά. Ευγενικό παιδί»

Τότε, μπροστά μου συντελέστηκε ένα βαρύτατο έγκλημα. Η γιαγιά μου του κούνησε το χέρι από το παράθυρο, χαιρετώντας τον. Εκείνος που επιτέλους την προσεξε, έδειξε να ξαφνιάζεται πολύ. Παρόλα αυτά, ανταπέδωσε τον χαιρετισμό χαμογελώντας της, σχηματίζοντας εκείνα τα χαριτωμένα λακκάκια στα μάγουλά του. Ομως εγώ γιατί τα είχα προσέξει και γιατί τα θεωρούσα χαριτωμένα; Να μου πεις, όλοι μαςκουβαλάμε κάποιο προσόν, ένα δυνατό σημείο ας πούμε. Εκείνου το δυνατό σημείο ηταν με βεβαιότητα το χαμόγελό του. Τα καστανά του μάτια στένεψαν στη θέα μου,σαν του αρπακτικού και εγώ ονειρευόμουν να σβήσω εκείνο το χαμογελάκι.Τοποθέτησε στη θήκη το ηλεκτρονικό τσιγάρο και μπαίνοντας στο σπίτι του,βεβαιώθηκε πως είχε τραβήξει τις κουρτίνες.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top