Κεφάλαιο 2/ part 2

Η νύχτα του είχε κυλήσει δύσκολα. Το μυαλό του ήταν καρφωμένο στον τελευταίο φάκελο που είχε λάβει. Δίπλα του κοιμόταν η Ζεϊνέπ ήσυχα, ωστόσο εκείνος ξεγλίστρησε από το κρεβάτι για να βγει για λίγο έξω στο μπαλκόνι. Από πάντα ήταν ένα μοναχικό παιδί που του άρεσε να χαζεύει τα αστέρια και να περνά χρόνο με τον εαυτό του. Ήταν κλειστός και από ένα σημείο και μετά, σπάνια γελούσε, όταν ξεκίνησε να καταλαβαίνει πως η δική του οικογένεια είναι διαφορετική από τις συνηθισμένες. Η Ναζλί, η γιαγιά του, ήταν μία γυναίκα που αγαπούσε την αλήθεια. Θεωρούσε πως ο Γιαβούζ όφειλε να γνωρίζει για τους γονείς του και από εκεί και πέρα, είχε το δικαίωμα να κινηθεί όπως επιθυμούσε. Προετοιμάζοντας τον εαυτό της, ένα απόγευμα, ξεκίνησε να του αφηγείται την ιστορία που την πίκραινε και την ίδια. Για μήνες, ο Γιαβούζ φοβόταν πως ίσως μία μέρα αποφάσιζε να τον εγκαταλείψει και εκείνη, όπως οι γονείς του που τελικά τον θεωρούσαν μία λάθος κίνηση.

Έκτοτε, η σχέση τους έγινε στενότερη. Σχεδόν τη θεωρούσε μάνα του. Μαζί πήγαιναν συχνά στο Kizlaragasi Han Bazaar, στη Σμύρνη, όπου του έκαναν εντύπωση τα ασημικά. Μεγαλώνοντας, αγαπούσε τις παραλίες, ιδίως τις ήσυχες, οδηγώντας προς τα βόρεια και καταλήγοντας σε έναν μικρό κολπίσκο, τον Τζανάκ Κογιού. Εκεί μαζί με τους φίλους του και φυσικά τη Ζεϊνέπ, οργάνωναν πάρτι τα βράδια. Η Ναζλί όταν του αφηγούνταν την ιστορία της καταστροφής της Σμύρνης, δεν παρέλειπε ποτέ της να αναφέρει ένα περιστατικό σωτηρίας. Ένα περιστατικό που την είχε στιγματίσει, αφήνοντάς της καημό για μία χαμένη φιλία. Όταν αρρώστησε βαριά, άφησε ένα γράμμα στον εγγονό της που δούλευε πυρετωδώς για να την βοηθήσει με τις θεραπείες. Τα χρήματα όμως δεν επαρκούσαν, οι θεραπείες ήταν πανάκριβες και η Ναζλί βλέποντάς τον να πέφτει ίδιος νεκρός από την κούραση, λόγω σχολείου και δουλειάς, αποφάσισε να τον απαλλάξει, λέγοντάς του πως ήθελε να φύγει ήσυχα, δίχως γιατρούς και νοσοκομεία. Ο Γιαβούζ δεν συγχώρεσε ποτέ τον εαυτό του. Η απόδραση από τη Σμύρνη για Κωνσταντινούπολη και έπειτα Πειραιά, ήταν μονόδρομος που πίσω δεν γύριζε.

Δάκρυα κύλησαν στα μάτια του και το τσιγάρο κόντεψε να πέσει. Είχε μάθει να φεύγει πάντα από ό,τι τον πίεζε και αυτήν τη στιγμή το γράμμα τον στραγγάλιζε. Θα βοηθούσε τον Γιωργή με τις υπόλοιπες επιθυμίες, αφήνοντας εκείνη στην άκρη. Για λίγο το κεφάλι του στράφηκε προς τη μεριά της κρεβατοκάμαράς του. Θεωρητικά είχε επιλέξει τη Ζεϊνέπ για μελλοντική του σύντροφο, ακόμη και για γάμο. Μαζί είχαν ταξιδέψει στην Κούβα πρόσφατα, ωστόσο δεν ήταν βέβαιος για τίποτε. Σβήνοντας το τσιγάρο επιτέλους, επέστρεψε πίσω και ξάπλωσε κουρασμένος. Μία ακόμη δύσκολη μέρα τον καρτερούσε.

Η πρωινή ηλιαχτίδα τρύπωσε αδύναμα, προτού να κρυφτεί ξανά πίσω από τα σύννεφα. Αισθανόταν τα μάτια του βαριά και πρησμένα. Κοίταξε πλαγίως το ρολόι και τινάχτηκε επάνω. Έπρεπε να πάει στο αεροδρόμιο τη Ζεϊνέπ. Είχε λίγη ψύχρα, μα ακόμη ήταν φθινόπωρο και έτσι αρκέστηκε σε ένα μαύρο, λινό πουκάμισο εξαιτίας του χώρου όπου δούλευε, αν και ο κύριος Γιώργος, πάντα τον ορμήνευε να διαφέρει, όσο διέφερε και εκείνο το γραφείο τελετών. Η Ζεϊνέπ άφησε ένα φιλί στα χείλη του, τα χαριτωμένα λακκάκια του σχηματίστηκαν στα ελαφρώς αξύριστα μάγουλα.

«Hazır mısın?» (Είσαι έτοιμη;)

«Evet, hazırım (ναι είμαι) και η αλήθεια είναι πως δεν θέλω να φύγω και να σε αφήσω. Θα σε περιμένουμε στην Ιστανμπούλ εγώ και ο Ονούρ»

Ο κολλητός. Όχι, ο μοναδικός κολλητός που είχε πλέον. Της χαμογέλασε ξανά.

«Θα έρθω. Ίσως πιο σύντομα από όσο υπολόγιζα τελικά»

Βγαίνοντας, την είδε. Ο ουρανός βρυχάτο πάνω από τα κεφάλια τους και εκείνη, αγέρωχη, καλοχτενισμένη με το μπλε της κοστούμι και τις αιώνιες ψηλές γόβες της διευθύντριας, έπαιρνε θέση πίσω από το τιμόνι. Αποφάσισε να την αγνοήσει αν ήθελε να γλιτώσει από μία κακή, πολύ κακή μέρα. Η Ζεϊνέπ είχε μόλις διασχίσει τον δρόμο και το ίδιο ετοιμαζόταν να πράξει και ο Γιαβούζ, όταν άκουσε τις ρόδες του καταραμένου της οχήματος να πλατσουρίζουν σε μία λακκούβα. Αλίμονο! Έβρεχε μάλλον τα ξημερώματα με αποτέλεσμα οι κολασμένες λιμνούλες ή χειρότερα έλη, να καρτερούν έναν ανίδεο διαβάτη ή έναν παρορμητικό θύτη. Μέσα σε δευτερόλεπτα, τα νερά έφτασαν σχεδόν μέχρι το πρόσωπό του. Οργή τον τύλιξε και ξεκίνησε να ουρλιάζει στα τούρκικα όποια βρισιά του ερχόταν πιο εύκολα στη γλώσσα.

΄΄Τη μισώ! Τη μισώ και γι' αυτόν τον λόγο, θα πρέπει ίσως να παραιτηθώ, μήπως έτσι γλιτώσω΄΄

------------------

Κατέβασα με τρόπο τον καθρέπτη, μόλις με έπιασε φανάρι. Στα αυτιά μου ηχούσαν οι τουρκικές κατάρες, ωστόσο το χαμόγελο δεν έπαψε λεπτό να στολίζει το πρόσωπό μου, έχοντας μάλιστα ραντιστεί με λίγο αγιασμό από τον Άγιο Νεκτάριο της Αίγινας. Ούτε να το είχα χρονικά προγραμματίσει, δεν θα κατόρθωνα να τον πετύχω. Σύντομα οι ουρανοί άνοιξαν και βροχή ξέπλυνε τις αμαρτίες αυτού του τόπου. Η γιαγιά μου παραδόξως κοιμόταν μόλις κατέβηκα για να φύγω, ενώ ο παππούς είχε ετοιμάσει τον χαρακτηριστικό ελληνικό καφέ με το παχύ καϊμάκι. Φτάνοντας στο γραφείο, χαιρέτησα τους υπαλλήλους, με τον θρησκευόμενο και ταπεινό γέροντα, υπεύθυνο σχέσεων με τους πωλητές των αεροπορικών εταιρειών, να μου αναλύει με λεπτομέρειες τις μελλοντικές συνέπειες της Αποκάλυψης. Εγώ φυσικά την Αποκάλυψη την ένιωθα καθημερινά στο πετσί μου, με τον φρικτό Τούρκο να πλησιάζει βρεγμένος μέχρι το μεδούλι.

΄΄Σαν πίνακας ζωγραφικής΄΄ σκέφτηκα χαιρέκακα, όταν άκουσα τη φωνή της κολλητής μου της λογίστριας.

Λοιπόν, εκείνη αντιμετώπιζε με σύνεση και όση ψυχραιμία μπορούσε, το δικό της προσωπικό δράμα. Σε λίγους μήνες γεννούσε, η δουλειά είχε διπλασιαστεί καθώς άνθιζε η εταιρεία και όπως ήταν λογικό, έπρεπε να αναζητήσω ακόμη ένα άτομο, που θα αναλάμβανε κατά το ήμισυ τις δουλειές της Δάφνης ή και εξολοκλήρου για όσο θα απουσίαζε. Το κακό ήταν πως τα βιογραφικά δεν ανταποκρίνονταν στο ελάχιστο, έστω και σε ένα ζητούμενο προσόν. Η στοίβα τους έσκασε με έναν πάταγο πάνω στο γραφείο μου και τα μάτια μου συγκεντρώθηκαν εκεί.

«Εντάξει. Στην αρχή το έλεγες και χαριτωμένο. Έναν λόγο για να ευθυμήσουμε μέσα στη σκοτεινιά του αφιλόξενου χώρου μας, μα αυτό παραπάει. Σου έχω κτηνίατρο, οδοντίατρο, φοιτήτρια με μία εργασία που ειδικεύεται στον Β παγκόσμιο πόλεμο και μία μπάρτεντερ! Διαλέγεις και παίρνεις τον λιγότερο ζημιογόνο, τον λιγότερο ακατάλληλο»

Με τρόπο, άρπαξα από το ντουλάπι το γυάλινο μπουκάλι με το τσίπουρο.

«Καλέ, τι κάνεις;» με ρώτησε.

«Μας σώζω. Χύνω λίγο στον καφέ»

«Έχεις να μου αναλύσεις και τα χθεσινά...»

«Χθεσινά ξινά σταφύλια. Κακώς σε άκουσα»

«Έχω και την επόμενη επιλογή της λίστας. Το όνομα αυτού, Φανούριος»

«Να του φτιάξω πίτα;» ρώτησα σε μία ένδειξη απόγνωσης.

«Είναι πολύ καλό και εμφανίσιμο παιδί, φυσιολάτρης και ρομαντικός» επέμεινε.

«Έστειλε βιογραφικό; Γιατί σαν να μου φαίνεται πως το ξέρεις απέξω»

«Θα δώσεις μία ευκαιρία; Θα βγούμε όλοι μαζί το Σάββατο και από εκεί και πέρα, αν υπάρξει χημεία, απλώς παίρνεις τη σκυτάλη»

«Τελευταία προσπάθεια. Δεν έπιασαν οι φυσικές μέθοδοι και αποσυρθήκαμε στις παλιές καλές συνταγές, τα προξενιά»

Η υπόλοιπη μέρα μου κύλησε δύσκολα. Το τσίπουρο δυσκόλεψε ελαφρώς τη συγκέντρωσή μου, μα έφτιαξε τη διάθεσή μου. Οι αριθμοί των χρεώσεων ήταν ελαφρώς ασταθείς σαν τον καιρό και εγώ είχα ένα σωρό δουλειές. Στη ζωή μου υπήρχαν στιγμές που ένιωθα βαριά την ευθύνη μίας εταιρείας και μάλιστα, τη θέση μου της διευθύντριας σε ένα ανδροκρατούμενο επάγγελμα, παρά το γεγονός πως κανείς και ποτέ δεν με είχε υποτιμήσει. Υπήρχαν στιγμές που επιθυμούσα να ακουμπήσω σε έναν ώμο μίας δεύτερης γνώμης και όσο και αν είχα τη Δάφνη στη ζωή μου, ήξερα πως εκείνη δεν σήκωνε όλο το βάρος. Θα ήθελα να έχω τη μαμά και τον μπαμπά, μα η παρουσία τους περιοριζόταν σε μία φωτογραφία ή και σε πολλές. Η δική μου ζωή όμως συνεχιζόταν και με τις στιγμές τις φωτεινές, που ένιωθα παντοδύναμη και ικανή για όλα. Μονάχα ο έρωτας μου είχε ξεφύγει και όχι, δεν ήμουν ματιασμένη.

-------------

Ο κύριος Γιώργος τον κοιτούσε κάνοντας τον σταυρό του και ο Γιαβούζ άφηνε το ποδήλατο έξω ακριβώς από το Απόδραση στον Παράδεισο, το ζωηρόχρωμο γραφείο τελετών με πελατεία ζηλευτή ακόμη και από το γειτονικό καφέ λόγω αριθμού.

«Η συγχωρεμένη του κυρίου Τάκη, η Λουκία, είχε καταγωγή από τη Σύρο και ζήτησε να σκορπιστούν οι στάχτες της στο λιμάνι. Ο κύριος Τάκης επιθυμεί να του βρούμε ακτοπλοϊκό εισιτήριο και εγώ σκέφτηκα φυσικά τις Μαγεμένες Αποδράσεις. Άξιο το κορίτσι που εργάζεται εκεί, ξέρω όλη την ιστορία. Και εσύ βρε παιδί μου, πώς έγινες έτσι;»

«Το άξιο κορίτσι έκανε την αρχή και η φύση έβαλε την πινελιά και ιδού το αποτέλεσμα. Μπορώ αν θέλετε να πάω στο λιμάνι και να βγάλω από εκεί τα εισιτήρια, μα απέναντι δεν πάω»

«Όμως θα πουν..»

«Λένε έτσι και αλλιώς πως τους έκλεψες τον τίτλο»

«Ήταν έμπνευση. Μέχρι και ο καφετζής το παραδέχτηκε»

«Λοιπόν, θα πάω στο λιμάνι και έπειτα, έχω να κανονίσω οργανοπαίκτες για την κηδεία του συγχωρεμένου του κύριου Μάνου, ο οποίος ζήτησε να του τραγουδήσουν ως τελευταία επιθυμία, το ΄΄ο αετός πεθαίνει στον αέρα΄΄ την ώρα που θα τον θάβουν»

«Σχετικά με τον φάκελο που κουβαλάς εδώ και μέρες...Είναι τόσο δύσκολη η υπόθεση;» τον ρώτησε ο κύριος Γίωργος στα ξαφνικά.

Ο Γιαβούζ το σκέφτηκε. Δεν επιθυμούσε να του πει την αλήθεια για το αλλόκοτο γράμμα που είχε λάβει, θυμίζοντάς του μία ιστορία άγνωστη στους πολλούς.

«Θα το αναλάβω μελλοντικά υποθέτω...Εξάλλου το άτομο που μου έφερε την τελευταία επιθυμία, είναι ακόμη ζωντανό. Μερικές φορές σκέφτομαι πως η μοίρα ενώνει παράξενα τους ανθρώπους και την τύχη τους»

«Γνωρίζεις πως δεν αναλαμβάνουμε μονάχα μεταθανάτιες τελευταίες επιθυμίες. Τελοσπάντων. Δεν έχεις αναφερθεί ποτέ στη ζωή σου στην Τουρκία. Μπορεί να μη μιλάμε την ίδια γλώσσα ή να μην έχουμε την ίδια θρησκεία, όμως δεν έχω οικογένεια και σε αισθάνομαι όπως τον γιο που δεν απέκτησα ποτέ»

Τα χέρια του πέρασαν ανάμεσα από τα καστανόξανθα μαλλιά του. Πάλι εκείνα τα όμορφα λακκάκια αυλάκωσαν το πρόσωπό του.

«Δεν μου αρέσει να μιλώ για την ορφάνια μου, για την απόρριψη και την αρρώστια έπειτα του μοναδικού ανθρώπου που μου απέμενε. Πέρασα δύσκολες στιγμές, σχεδόν απόλυτης φτώχιας προκειμένου η γιαγιά μου να κάνει τις θεραπείες της. Από ένα σημείο και μετά δεν μπορέσαμε να τις πληρώσουμε και εκείνη δεν είχε οικογένεια. Άπαντες της γύρισαν την πλάτη γιατί μεγάλωνε ένα παιδί εκτός γάμου, γιατί ο γιος της φέρθηκε έτσι και γιατί ήταν ντροπή για την κοινωνία»

Μονάχα μία ξαδέρφη της μιλούσε, με την κόρη της οποίας ο Γιαβούζ έκανε παρέα και μέσω αυτής γνώρισε τη Ζεϊνέπ. Οικονομικά, δεν είχαν κανένα στήριγμα και εκείνος έμεινε να σκέφτεται πως αν τα πράγματα ήταν αλλιώς, αν είχε μία καλή δουλειά, η Ναζλί θα ζούσε. Κοίταξε την ώρα. Ο ήλιος είχε ανατείλει πίσω από τα βαριά σύννεφα και αυτό έδινε μία ελπίδα διαφορετική. Όπως και οι στάχτες είχαν φύγει πια από τη Σμύρνη, μα τίποτε δεν ήταν ίδιο. Μία κάποια ελπίδα υπήρχε και πλανιόταν για συνέχεια, όμως ήταν διαφορετική.






* Πολλά από όσα αναφέρονται εδώ είναι κομμάτια της αλήθειας τησ καθημερινότητάς μου. Θα σας αφήσω να μαντέψετε!!!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top