Κεφάλαιο 2/ part 1

Ήθελα να την ρωτήσω πολλά πράγματα, καθώς η τελευταία της κουβέντα, έκρυβε υπονοούμενα. Το προσπέρασα για την ώρα, τη φίλησα παρατεταμένα και βγήκα περήφανη και απαστράπτουσα, για να περιμένω τον Ιωσήφ. Αν είχα ένα αρνητικό, ήταν πως πάντοτε ερχόμουν δέκα λεπτά νωρίτερα από τη συμφωνηθείσα ώρα και καθώς κανένας ως τώρα δεν είχε υπάρξει τυπικός, έφτανα πάντα στο σημείο να περιμένω, λες και με είχαν βάλει τιμωρία. Καθώς κοιτούσα στα κλεφτά το κινητό μου, ένας ήχος από σακούλα απορριμμάτων που σερνόταν με τάραξε. Το κεφάλι μου πήρε μία πολύ αργή, χολυγουντιανής φύσεως στροφή, μονάχα για να σταματήσει σε ένα θέαμα που προκάλεσε εκ νέου την αδιαθεσία του γαστρεντερικού μου συστήματος. Όχι. Δεν ήταν δυνατόν. Το κάρμα μου έπρεπε να εξαγνιστεί πάραυτα. Δεν ήταν δυνατόν να έχω για γείτονα, τον αχώνευτο Τούρκο του γραφείου τελετών. Δεν ήμουν κακός άνθρωπος. Είχα πραγματοποιήσει άπειρες φορές την αυτοκριτική μου. Εκείνος στη θέα μου σταμάτησε, όντας το ίδιο σοκαρισμένος.

«Τρέχουν τα ζουμιά στον δρόμο!» του φώναξα για τα σκουπίδια, όντας αβέβαιη για το αν καταλάβαινε ελληνικά. «Αυτά εκεί!Τρέχουν!» του έδειξα σαν να μιλούσα σε κωφό και εκείνος με κάρφωσε επικριτικά, συνεχίζοντας τη μίζερη πορεία του μέχρι τους κάδους.

Την ίδια στιγμή, μου ήρθε μήνυμα στο κινητό από τον Ιωσήφ, στο οποίο μου ζητούσε αν μπορούσα, να τον έπαιρνα εγώ με το αυτοκίνητο, μιας και τη βενζίνη, την είχε ξοδέψει σε βιολογικά λαχανάκια Βρυξελλών. Το αίμα, ξεκίνησε να ανεβαίνει στο πρόσωπό μου, ο εχθρός αμπαρώθηκε στο σπίτι του, που ήταν στον πρώτο όροφο της απέναντι πολυκατοικίας και εγώ αμφιταλαντευόμουν για το ποια θα ήταν η σωστή απόφαση. Πέρασαν πέντε ολόκληρα λεπτά, όταν είδα τον Γιαβούζ να έχει βγει καμαρωτός στο μπαλκόνι, καπνίζοντας νωχελικά και μειδιώντας στη θέα μου, καθώς υποψιαζόμουν πως είχε καταλάβει ότι το ραντεβού μου δεν είχε πάει κατ' ευχή. Μην επιθυμώντας να δώσω δικαίωμα, μπήκα ξεφυσώντας στο αυτοκίνητο, πατώντας με δύναμη περίσσια το γκάζι. Όλα είχαν ξεκινήσει λάθος. Σηκώνοντας το χέρι, απόδιωξα τις αρνητικές σκέψεις, ακόμη και αν το σύμπαν μου ψιθύριζε τις δικές του, κρυφές συμβουλές.

Ο Ιωσήφ, έμενε στο Παλαιό Φάληρο και ευτυχώς εκείνη την ώρα οι δρόμοι ήταν άδειοι. Με καρτερούσε στο πεζοδρόμιο και στη θέα μου ξεκίνησε να κουνά τα χέρια με χαρά, μονάχα που στα δικά μου μάτια, έμοιαζαν με τα σπασμένα φτερά, χήνας παραδομένης σε πανικό.

΄΄Καλά θα πάει αυτό΄΄ σκέφτηκα, όταν στρογγυλοκάθισε δίπλα μου.

«Δεν σε αδικώ. Τα προϊόντα έχουν πάρει για τα καλά την ανιούσα. Τα λαχανάκια, τα πληρώνεις σαν τα αρνάκια» ξεκίνησα την κουβέντα.

«Γι' αυτό σε σκέφτηκα. Ανάμεσα στην υγιεινή διατροφή και τη βενζίνη, ε, προτίμησα το πρώτο. Βλέπεις τι τραβάω με τους γιατρούς»

«Αμ, δεν το βλέπω;»

«Η υγεία είναι το σπουδαιότερο αγαθό» συνέχισε απτόητος.

«Σαφέστατα» χαμογέλασα διακριτικά, παρακαλώντας να φτάσουμε στο εστιατόριο, ώστε να ασχοληθούν τα μάτια μου και με λίγο κόσμο.

Έχοντας σταθμεύσει το κομψό μου όχημα σχεδόν μπροστά από το μαγαζί, κατέβηκα μαζί του και καθίσαμε στην απομονωμένη ροτόντα.  Προσπαθούσα να ανοίξω μάταια κουβέντα για τα ταξίδια, μιας και ήταν ό,τι αγαπούσα περισσότερο, ωστόσο τα δικά του μάτια ταξίδευαν στην σχεδόν γυμνόστηθη σερβιτόρα, για να καταλήξουν στο κούτελό μου ψάχνοντας τις ελιές και τονίζοντάς μου πως θα έπρεπε να πάω για χαρτογράφηση. Από εκεί πηδήξαμε πάλι στις περιπέτειες της υγείας του και σκέφτηκα πως είχα φτάσει πια στο απροχώρητο. Ήταν καιρός να χρησιμοποιήσω το οπλοστάσιό του. Ζήτησα επειγόντως να μεταφερθώ στο αποχωρητήριο και από εκεί, το έσκασα από την πίσω πόρτα, αφήνοντάς τον να πληρώσει τον λογαριασμό που περιλάμβανε, εκτός από τα κυρίως και την παγωμένη μαργαρίτα μου.

Μόλις μπήκα ξανά στο αυτοκίνητο, στόλισα μεγαλοπρεπώς και μεγαλοστόμως την κολλητή μου και τον ηθικό αυτουργό που δεν ήταν άλλος από τον άνδρα της.

«Τραβάω λοιπόν την κόκκινη γραμμή» την άκουσα να μονολογεί.

«Μήπως να το αφήναμε στην τύχη;» πρόσφερα μία άλλη λύση.

«Αν το αφήσουμε ειδικά εκεί, δεν θα δούμε προκοπή» ξεφύσησε «Δώσε χαιρετίσματα στην αγαπημένη μου Άννα. Θα περάσω να τη δω»

΄΄Όσο υπάρχει χρόνος΄΄ σκέφτηκα, ωστόσο δεν είχα ιδέα γιατί μου ερχόταν η συγκεκριμένη σκέψη. Η Άννα μου ήταν μεγάλη σε ηλικία, ωστόσο στα δικά μου μάτια ήταν ακμαία, με όρεξη για ζωή παρά την πικρή ιστορία της. Μερικές φορές, το γνωστό σε όλους μας κάρμα, έχει τον τρόπο του να σου ανταποδίδει όσα η άτεγκτη μοίρα ίσως σου στερήσει. Η γιαγιά μου είχε στερηθεί τα πάντα. Έχασε την οικογένειά της πίσω στη Σμύρνη και όταν ήρθε εδώ, μεγάλωσε με μία θεία της, η οποία φυσικά δεν ζούσε πια. Για την ακρίβεια, η θεία μεγάλωσε κάτω από την ίδια στέγη και τη γιαγιά και τον παππού. Ήταν γείτονες όταν ζούσαν στη Σμύρνη, μεγάλωσαν μαζί και κατέληξαν μαζί.

Όταν επέστρεψα στη γειτονιά ήταν βράδυ αργά. Το πικραμένο μου βλέμμα έπεσε επάνω στο μπαλκόνι του τρόμου. Τα φώτα ήταν ανοιχτά, τα παράθυρα μισόκλειστα, όταν διέκρινα μία γυναικεία παρουσία να νιαουρίζει δυσάρεστα. Θεέ μου! Ως και ο αχώνευτος είχε συντροφιά που τον ανεχόταν. Τούρκικη συντροφιά φυσικά. Απηυδισμένη μπήκα σπίτι, όπου βρήκα τη γιαγιά να παρακολουθεί τηλεόραση.

«Μπάμιες;» με ρώτησε.

«Μπορεί και χειρότερα»

Γέλασε.

«Είσαι πλέον τριάντα χρονών. Δεν χρειάζεται να αναλώνεσαι σε σχέσεις που δεν έχουν καμία αξία. Νομίζω βαθιά μέσα σου, γνωρίζεις τι έχει αξία και τι όχι»

«Αλήθεια, πού είχες πάει;» ρώτησα με εμφανή περιέργεια.

«Ακόμη δεν άλλαξες ρούχα και μου κάνεις ανάκριση; Είχα πάει μία βόλτα»

«Μα, αφού μισείς τις βόλτες» διαμαρτυρήθηκα.

«Ποτέ δεν είναι αργά για να αλλάξει κάποιος γνώμη»

«Νομίζω πως προτιμώ να ακούσω τις ιστορίες που έχεις να μου πεις. Αλλάζω και έρχομαι»

«Κάποιες ιστορίες έχουν αξία όταν τις ακούς με κλειστά μάτια. Αυτό που έχει σημασία, είναι να μπορείς να τις νιώσεις με την καρδιά»

Πράγματι, μέσα στη σιγαλιά του λυκόφωτος του σαλονιού μας και υπό τον ήχο των καλοκαιρινών τροβαδούρων που έτριβαν τα διάφανα φτερά τους, καθίσαμε με την Άννα για πρώτη μας φορά αντικρυστά, έπειτα από χρόνια. Ο παππούς είχε αποκοιμηθεί και η αφήγηση ξεκίνησε.

«Η προκυμαία ήταν γεμάτη εύθυμα μπαρ, ζυθοπωλεία και σκιερά υπαίθρια καφενεία, που οι μυρωδιές των εδεσμάτων τους γαργαλούσαν τον νεανικό μας ουρανίσκο. Η μυρωδιά της ψημένης κανέλας κυριαρχούσε σε ένα γραφικό αρμένικο ζαχαροπλαστείο στη γωνία. Καπνός με άρωμα μήλου αναδιδόταν από τους ναργιλέδες στα τούρκικα καφενεία. Καφές και ελιές, τριμμένη μέντα και αρμανιάκ. Κάθε μυρωδιά ήταν ξεχωριστή, μα όλες μαζί μαρτυρούσαν μία γλυκιά ενότητα. Στα εστιατόρια του λιμανιού, έβρισκες ό,τι μπορούσες να φανταστείς»

Είχα ξεκινήσει να πλάθω την εικόνα στο μυαλό μου αργά, ζωγραφίζοντας αυτόν τον μακρινό, ουτοπικό ίσως κόσμο που δεν πρόλαβε να ανατείλει. Κάθε λογής φυλή περιδιάβαινε σε έναν τόπο που γαργαλούσε όλες σου τις αισθήσεις και όχι μόνο τον ουρανίσκο σου. Ορχήστρες στις υπαίθριες σκηνές, έπαιζαν ανάλαφρες ιταλικές οπερέτες.

«Η οικογένειά μου είχε ένα ξακουστό καφέ και φυσικά τίποτε δεν μας έλειπε. Οι πελάτες μας δεν ήταν αποκλειστικά Έλληνες. Τα πάντα έβλεπες στο μαγαζί, από κόκκινα φέσια, πράσινα τουρμπάνια, μαύρα αρμένικα καπέλα. Θυμάμαι την οδό Φράγκων που ήταν η κεντρική αρτηρία που διέτρεχε την ευρωπαϊκή συνοικία. Πηγαίναμε συχνά με τον δικό μου παππού και παρά το στριμωξίδι, παρέμενε ο πιο δημοφιλής δρόμος της πόλης. Μετά το δείπνο των Χριστουγέννων, όλοι βγαίναμε στους δρόμους, προσφέροντας γλυκίσματα σε φίλους και γείτονες. Οι δικοί μας γείτονες ήταν υπέροχοι»

Κάπου εκεί αντιλαμβανόμουν, πως ήθελε να κάνει ένα διάλειμμα. Θα μου έδινε αργά αργά την ιστορία, μέχρι να έφτανε στην απόλυτη καταστροφή. Ήθελε να μου σχεδιάσει το περιβάλλον και μέσα του να τοποθετήσει τους πρωταγωνιστές. Την καληνύχτισα καθώς την είδα ελαφρώς κουρασμένη. Ανέβηκα και εγώ στο δικό μου δωμάτιο, σκεπτόμενη την επόμενη ημέρα, πλάθοντας μέσα στο μυαλό μου τη Σμύρνη με τις μουσικές και τις γεύσεις της, τα χαμόγελα και τη ζωντάνια της.

                                                -----------------

Το βλέμμα του είχε αφεθεί στο κενό, καθώς η σκέψη του ξεστράτιζε σε μία πελάτισσα που είχε φτάσει αργά στο γραφείο τους. Ο κύριος Γιώργος είχε μόλις φύγει. Ήταν μεγάλος σε ηλικία και κουρασμένος, όμως είχε μία φανταστική ιδέα να μετατρέψει ένα κατά τα άλλα δυσάρεστο μέρος, σε κάτι ανακουφιστικό. Εκτός από τις κλασσικές υπηρεσίες, υπήρχε και η δική του. Αναλάμβανε να πραγματοποιήσει όλες τις τελευταίες επιθυμίες των αποθανόντων. Ήταν βέβαιος πως με αυτόν τον τρόπο θα ηρεμούσε η ψυχή τους, μα και εκείνη των ανθρώπων που έμεναν πίσω. Ακόμη και αν ήταν μουσουλμάνος, δεν τον ένοιαζε που ασχολούνταν με ορισμένα χριστιανικά έθιμα και πιστεύω. Υπήρχε λόγος προσωπικός.

Το απόγευμα εκείνο λοιπόν, ήρθε μία κυρία, με έναν κιτρινισμένο φάκελο. Του τον έδωσε τρέμοντας σχεδόν από συγκίνηση. Μίλησαν για αρκετή ώρα οι δυο τους, μιλούσε τούρκικα και όταν έφυγε, ο Γιαβούζ αισθάνθηκε πως τον πλησίαζε η κρίση πανικού. Ήταν η μοναδική φορά που ήθελε να αποφύγει να πραγματοποιήσει τελευταία επιθυμία. Αυτή τη στιγμή στο σπίτι του, είχε τέσσερις φακέλους, οι τρεις από τους οποίους αφορούσαν τη μεταφορά τεφροδόχων σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Η τέταρτη αφορούσε το μοίρασμα της περιουσίας μίας ηλικιωμένης, σε εβδομήντα τυχαίους ανθρώπους που είχε βρει από έναν τηλεφωνικό κατάλογο. Ο Γιαβούζ θα πραγματοποιούσε τις κατάλληλες ενέργειες, προκειμένου οι άνθρωποι αυτοί να λάβουν το μερίδιό της.

Αυτή τη στιγμή, είχε την Ζεϊνέπ μπροστά του. Ήταν η κόρη οικογενειακής φίλης της ξαδέρφης του, που φυσικά κατόρθωσε να γνωρίσει όσο μεγάλωνε με τη γιαγιά του. Με τη Ζεϊνέπ ήταν φίλοι χρόνια και τελευταία δοκίμαζαν έναν δρόμο διαφορετικό, μονάχα που δεν ήταν βέβαιος πως η εξερεύνηση του συγκεκριμένου μονοπατιού, είχε στεφθεί με επιτυχία. Αυτή τη στιγμή ήταν πολύ αφηρημένος, σε σημείο που ένα σκούντημα από τη Ζεϊνέπ τον επανάφερε.

«Είσαι ευτυχισμένος εδώ; Ολομόναχος; Γιατί δεν έρχεσαι στην Ιστανμπούλ;»

«Δεν θέλω να επιστρέψω ακόμη» της απάντησε.

«Δεν σου είπα να πάμε πίσω στο Ιζμίρ, όμως στην Ιστανμπούλ έχει πολλά πράγματα να κάνεις και τα χρόνια μας τα νεανικά τα περάσαμε καλά»

«Αναγκάστηκα να δουλέψω και να σπουδάσω πριν φύγω για την Ελλάδα. Το σπίτι μου στο Ιζμίρ με έπνιγε. Το θυμάσαι. Έπειτα σπούδασα και έφυγα  καθώς γνώριζα καλά αγγλικά. Τώρα αυτό είναι το σπίτι μου»

«Όχι όμως και το μέλλον σου. Έρχομαι και σε βλέπω, έχουμε σχέση από απόσταση και μου λείπεις. Δεν ξέρω τι το όμορφο βρίσκεις σε αυτό το μικρό μέρος»

«Έχω καλούς γείτονες»στράφηκε με νόημα προς τη μεριά της πολυκατοικίας της Ρέας.

«Και τι ήταν αυτό που σε αναστάτωσε τόσο;»

«Τίποτε» απάντησε μονολεκτικά.

«Ό ίδιος. Η γιαγιά σου είχε δίκιο κάποτε που σε μάλωνε» έκανε ένα βήμα μπροστά «Μου λείπει το χαμόγελό σου και γνωρίζεις πως είναι το δυνατό σου σημείο»

Για την ακρίβεια δεν το γνώριζε καθώς δεν τον απασχολούσε. Σκέφτηκε ξανά εκείνον τον φάκελο. Δεν ήταν βέβαιος πως επιθυμούσε να τον ανοίξει.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top