Κεφάλαιο 1
Πώς ήταν δυνατόν ένα γραφείο τελετών να κλέβει όλη την αίγλη από ένα γραφείο ταξιδιών; Τι σχέση δηλαδή είχαν αυτά τα δύο; Ο κυρ-Γιώργος, ήταν ο γηραιός ιδιοκτήτης του, ο οποίος με καλημέριζε με νόημα, κάθε φορά που με παρακολουθούσε να ακροβατώ στις στιλάτες μου γόβες, έτοιμη να παρασυρθώ σε κάποια λακκούβα του πεζοδρομίου. Η λοξή ματιά μου αν ήταν μαχαίρι, θα τον είχε τεμαχίσει, ωστόσο, δεν ήταν μονάχα ο ευφάνταστος τίτλος του γραφείου της Κολάσεως, που με έβγαζε από τα ρούχα μου. Ο Γιωργής έδινε καταφύγιο στον εχθρό. Κοινώς, είχε για υπάλληλό του, έναν νεαρό Τούρκο, περίπου τρία χρόνια μεγαλύτερό μου.
«İyi günler!»(καλημέρα) μου φώναζε επίτηδες, έχοντας βάλει στόχο ένα αναθεματισμένο φρεάτιο, στο οποίο κατέληγα μεγαλοπρεπώς να βουτήξω, βράζοντας από οργή. Η βάρβαρη γλώσσα του μου προκαλούσε ανατριχίλα και εκείνος ήξερε σε ποιο σημείο θα ωθούσε τη μέρα μου να ξεκινήσει στραβά. Μάλιστα, για να με προκαλέσει ακόμη περισσότερο, είχε τοποθετήσει έξω από το γραφείο τελετών, ένα γυάλινο μάτι.
΄΄Σκέψου ανάγκη΄΄ μουρμούριζα από μέσα μου ΄΄Να εργαστεί μουσουλμάνος σε δικό μας γραφείο τελετών. Κατάντια΄΄
Οι δόλιες σκέψεις με παρηγορούσαν, δαμάζοντας το εσωτερικό μου κτήνος. Τα καστανά του μάτια με κοιτούσαν χαιρέκακα, μα ποτέ του δεν κατόρθωνε να προκαλέσει τριγμούς στην αξιοπρέπειά μου. Εκείνο το πρωινό δεν αποτελούσε εξαίρεση. Ο κυρ-Γιώργος είχε φτάσει στο σημείο να τοποθετήσει μέχρι και τραπεζάκια στο πεζοδρόμιο, εξαιτίας της αναμονής. Είχε πέσει πολύ θανατικό, δεν εξηγούνταν διαφορετικά, καθώς η επόμενή μου σκέψη θα ήταν, πως τον επισκέπτονταν ακόμη και όσοι ήταν καλά, προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα γουστόζικο νεκροκρέβατο για την τελευταία τους κατοικία. Σαν πλησίαζα προς το στενό μας, όπου βρισκόταν και η εταιρεία μου, είχα ετοιμαστεί καταλλήλως ψυχολογικά για την τούρκικη ευχή, στους πρόποδες του φρεατίου. Παραδόξως, το προσπέρασα και γύρισα παραξενεμένη το κεφάλι μου προς την «Απόδραση στον Παράδεισο», όταν άκουσα την καταραμένη του φωνή. Δευτερόλεπτα αργότερα, ένας χάλκινος κουβάς με υποδέχτηκε, γεμάτος με νερό, μέσα στον οποίο τώρα πλατσούριζε το ακριβό μου γοβάκι.
΄΄Πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα είναι!΄΄ του φώναξα σαν να εξαπέλυα ξόρκι, μα δεν φάνηκε να συγκινείται.
Οι πελάτες, είχαν ξεκινήσει από νωρίς την επίσκεψη απέναντι και το γραφειάκι μου αναστέναζε από μοναξιά, όταν είδα τη συνεργάτιδα και κολλητή μου να με πλησιάζει με τον αγαπημένο μου καφέ. Στάθηκε μπροστά μου αρκετή ώρα, με έκανε μία στροφή και κατόπιν με εξέτασε προσεκτικά.
«Γιατί με κοιτάζεις με τόση διακριτικότητα; Μήπως έχει σχηματιστεί επάνω μου η κακεντρέχειά του;»
«Πάλι με τον Γιαβούζ ασχολείσαι; Ή μήπως ορθότερα, θα έπρεπε να ρωτήσω ΄΄μόνο με τον Γιαβούζ ασχολείσαι;΄΄»
«Τον έχω απέναντί μου και ολημερίς με κράζει! Είναι ο εχθρός των προγόνων και απογόνων μου, τι θα ήθελες να κάνω;»
«Για αρχή να ηρεμήσεις και κατόπιν να ασχοληθούμε με τη λίστα του ανδρικού πληθυσμού που σου έχω φτιάξει με τόσο κόπο»
«Θέλεις να πεις που με τόσο κόπο έφτιαξε ο Σωτήρης, ο άνδρας σου, προσπαθώντας να σώσει όλα τα μπατηράκια»
Η Δάφνη αναστέναξε με έναν θεατρινισμό.
«Ίσως κάποιο από όλα αυτά, να είναι τελικά το άλλο σου μισό»
«Ωστόσο, σου έχω ξεκαθαρίσει πως εγώ αισθάνομαι ολοκληρωμένη»
«Το παραβλέπω και συνεχίζω» άκουσα τη φωνή της και κατόπιν, έχοντας συζητήσει για λίγο μόνο τα οικονομικά θέματα του γραφείου, καταπιαστήκαμε με τα άλλα μου μισά.
Η Δάφνη λίγο έλειψε να τους ζητήσει να συμπληρώσουν τα βιογραφικά τους λες και θα τους προσλαμβάναμε. Ο Ιωσήφ Πετρίδης, φαινόταν μία καλή λύση. Τον είχα δει ακόμη μία φορά και παρά το γεγονός πως ήταν εμφανίσιμος, διακρινόταν από μία ύπουλη αρρωστοφοβία. Είχαμε με τη σειρά αναλύσει όλους τους πιθανούς, μελλοντικούς γιατρούς που θα επισκεπτόταν. Καθώς όμως όλοι χρειάζονταν μία δεύτερη ευκαιρία, αποφάσισα να του την δώσω, στέλνοντάς του ένα ανέμελο μήνυμα που εκθείαζε ψευδώς την τελευταία φορά που είχαμε συναντηθεί. Όπως το φαντάστηκα, το ψάρι τσίμπησε αμέσως και για λίγο συζητήσαμε. Οι κουβέντες μας κυλούσαν αβίαστα και τελικά αποφασίσαμε να συναντηθούμε το απόγευμα γιατί στη βράση κολλά και το σίδερο.
Μέχρι τότε, είχα πολύ δουλειά, το ίδιο και οι πωλητές εισιτηρίων. Για τα ξενοδοχεία ούτε λόγος, γινόταν ένας χαμός και η αφεντιά μου εξαπέλυε διαταγές, πάντα με ευγενικό τρόπο. Δεν είχα περάσει μία εύκολη ζωή όντας ορφανή, καθώς ένα δυστύχημα μου στέρησε τις ρίζες μου. Και η γιαγιά μου η Άννα ωστόσο, είχε μεγαλώσει δίχως τις δικές της με τις σκέψεις μας να βρίσκουν κάποτε παρηγοριά και θαλπωρή η μία στα νερά της άλλης. Το βλέμμα μου ταξίδευε προς τη μεριά του ρολογιού συχνά, αναλογιζόμενη μήπως είχα μόλις διαπράξει ένα έγκλημα. Καθώς κατά την άποψή μου, μεγαλύτερο δεν υπήρχε από το χάσιμο του χρόνου.
«Δεύτερη ευκαιρία είπαμε» άκουσα τη φωνή της Δάφνης.
«Ας ελπίσουμε να μην το μετανιώσω»
«Υπάρχει πάντα και η έξοδος κινδύνου» μου έκλεισε το μάτι.
Σαφώς και υπήρχε.
_______________
Εκείνος, είχε βγει στο πεζοδρόμιο για να ποτίσει τα λουλούδια. Ο κυρ-Γιώργος ήταν χωμένος πίσω από ένα γραφείο, εξυπηρετώντας τους πελάτες. Για λίγο χαμογέλασε σχηματίζοντας δύο υπέροχα λακκάκια. Αυτό το γραφείο τελετών, τα είχε όλα διαφορετικά σχεδιασμένα. Ως και οι καναπέδες ήταν λευκοί με τους τοίχους να υποδέχονται ένα κουφετί χρώμα, λες και ο θάνατος αποτελούσε χαρμόσυνο γεγονός. Μονάχα το γραφείο ήταν μαύρο, έτσι για τα τυπικά. Δεν ήταν Χριστιανός, αλλά ήξερε πολύ καλά τι σήμαινε να ικανοποιούν τις τελευταίες επιθυμίες όσων αποβίωναν. Ο Γιαβούζ είχε κάποτε ένα άτομο που αγαπούσε πολύ. Τη γιαγιά του τη Ναζλί, που φυσικά δεν βρισκόταν εν ζωή. Κατά τα άλλα, οι γονείς του δεν τον θέλησαν ποτέ. Ήταν ένα παιδί εκτός γάμου, η μητέρα του ήταν μικρή, ο πατέρας του εξαφανίστηκε, αλλά η γιαγιά Ναζλί, αποφάσισε να τον μεγαλώσει, κόβοντας στον γιο της την καλημέρα.
Ο θάνατός της ωστόσο, επήλθε αργά και βασανιστικά, λιώνοντας από την αρρώστια. Ο Γιαβούζ είχε μόλις τελειώσει το σχολείο. Έπιασε δουλειά σε ένα παραδοσιακό, τούρκικο καφέ και έπειτα σε ένα μπαρ στη Σμύρνη. Η πόλη ωστόσο τον έπνιγε, το ίδιο και η ησυχία του διαμερίσματός του. Όλα του θύμιζαν την αγαπημένη του Ναζλί. Έτσι, πήρε την απόφαση με όπλο του τα αγγλικά, να διασχίσει το Αιγαίο. Το συγκεκριμένο γραφείο τελετών, βρέθηκε στον δρόμο του σαν εξιλέωση. Ο ίδιος δεν είχε ασχοληθεί καθόλου με την τελευταία επιθυμία της γιαγιάς του. Πλέον φοβόταν να το κάνει. Οτιδήποτε τον γυρνούσε πίσω στα δύσκολα χρόνια του, έμοιαζε με νυστέρι που άνοιγε πληγές.
«Θα τα πνίξεις!» ακούστηκε η στριγκή φωνή του αφεντικού του, με τις γλάστρες να στάζουν σαν τους καταρράκτες Βικτώρια.
«Απολογούμαι» κατέβασε το βλέμμα του.
«Αχ, νιάτα! Σε έχει ξεμυαλίσει η απέναντι;»
«Εννοείς, η ξινή ιδιοκτήτρια του ταξιδιωτικού; Πράγματι δεν μου έχει αφήσει μυαλό, παρά μονάχα νεύρα. Άνθρωπος δεν πατά στο μαγαζί της και δεν είναι καθόλου τυχαίο αυτό»
Μπήκε ξανά μέσα στο γραφείο, όταν είδε τους λευκούς φακέλους των πελατών. Θα ξεκινούσε αργά να τους διαβάζει και έπειτα θα αναλάμβανε να οργανώσει τις κηδείες, σύμφωνα με τα γούστα του αποθανόντα, ή θα πραγματοποιούσε την τελευταία τους ευχή. Πάντοτε εύρισκε τον τρόπο.
________________
Πάντοτε εύρισκα τον τρόπο να ξεγλιστρώ από άβολες καταστάσεις. Είχα ολοκληρώσει μία συνάντηση με το προσωπικό, όταν γυρνώντας αργά το κεφάλι μου προς τη τζαμαρία, είδα τον έξω από εδώ να καβαλά εκείνο το ποδηλατάκι που ούρλιαζε μιζέρια και κακογουστιά. Διέθετε μάλιστα και ένα ξεμαλλιασμένο κοφίνι μπροστά, όπου τοποθετούσε γράμματα. Κάπου εκεί φαντάστηκα, πως σαφώς κάτι δεν πήγαινε καλά με τον Γιωργή. Μήπως είχαν φτάσει στο σημείο να πείθουν τους συγγενείς του αποθανόντα, πως έστελναν γράμματα στον Άγιο Πέτρο; Γι' αυτό είχαν τόσο κόσμο; Και τελοσπάντων, τόσο ελαφρόμυαλος και αλαφροΐσκιωτος κόσμος κυκλοφορούσε; Αδύνατον. Το τσιράκι του εχθρού είχε μόλις αποχωρήσει από το δυστυχές οπτικό μου πεδίο και κάπου εκεί ευχήθηκα να είχα θέα τα βαπόρια. Τα ενοίκια ωστόσο που θα μου εξασφάλιζαν την ψυχική μου ανάταση ήταν τσουχτερά και έτσι αρκέστηκα στη θέα του καταστροφικού γραφείου τελετών.
Το απόγευμα, κλείδωσα καλά την πόρτα, μιας και έφευγα τελευταία, με το βλέμμα μου να ξεστρατίζει στην Απόδραση στον Παράδεισο. Ο Γιαβούζ κατά πώς είχα καταλάβει, σχολούσε την ίδια ώρα, καθώς τον είδα να κλειδώνει το ποδήλατό του και να εισέρχεται στο μαγαζί προκειμένου να μιλήσει με το γηραιό αφεντικό του. Οι ματιές μας διασταυρώθηκαν στάζοντας φαρμάκι, ωστόσο εγώ απομακρύνθηκα από το μέρος, όσο βιαστικά μου επέτρεπαν οι γόβες μου. Το απογευματόβραδο εξάλλου, είχα κανονίσει τη συνάντησή μου με τον Ιωσήφ, ο οποίος από το πρωί μου έστελνε μηνύματα με την τελευταία του μαγνητική εξέταση, καθώς αισθανόταν ένα πιάσιμο στον ώμο. Έβαλα μπροστά τη μηχανή του αγαπημένου μου audi, και οδήγησα μέχρι το διαμέρισμά μου στην άλλη άκρη του Πειραιά. Στην ουσία, έμοιαζε με μεζονέτα έχοντας θέα στο μικρολίμανο.
Οι παππούδες μου παλαιότερα, έμεναν στις προσφυγικές συνοικίες, στην Κοκκινιά, φτάνοντας όπως μου είχαν πει σε έναν έρημο τόπο, δίχως ρεύμα, δίχως αποχέτευση και κάποτε δίχως ελπίδα, κυνηγημένοι από τα σπίτια τους πίσω στην πατρίδα. Στο σήμερα, μέναμε όλοι μαζί και χώρια. Το σπίτι διέθετε μία εσωτερική σκάλα που οδηγούσε στον δικό μου χώρο. Έτσι και αλλιώς όμως, τα δυο μου γεροντάκια ήταν τρομερά διακριτικά. Καθώς άνοιγα την πόρτα, αφουγκράστηκα τη σιωπή. Βρήκα τον παππού να χαζεύει έξω από το παράθυρο, αγκαλιά με την Τούλα, τη γάτα μαζί με την οποία ξεσκονίζαμε το ράφι μου.
«Πού είναι η γιαγιά;» τον ρώτησα.
«Έχει πάει μία μικρή βόλτα. Θα επιστρέψει»
Περίεργο. Στην Άννα δεν άρεσε και πολύ το περπάτημα. Μάλλον το είχα κληρονομήσει και εγώ αυτό το μίσος, αφού ακόμη και για την γωνία του δρόμου, χρησιμοποιούσα το αυτοκίνητο.
«Απλώς για να περπατήσει;»
«Απλώς» πέταξε ο παππούς βαρύθυμα. Πάντοτε λιγοστά και μετρημένα ήταν τα λόγια του. Δεν μου έκανε καμία εντύπωση.
Ανέβηκα τα σκαλιά και ξεκίνησα να καταγράφω νοητά όλα μου τα συνολάκια, προσπερνώντας τις παγιέτες και τα τρουξ. Εντάξει, θα τρώγαμε σε ένα μεξικάνικο εστιατόριο, δεν θα πηγαίναμε και στην εβδομάδα μόδας στο Μιλάνο. Το ένα σύνολο πετιόταν πάνω στο άλλο, όταν κατέληξα σε μία ψηλόμεση φούστα, με μία ενδιαφέρουσα μπλούζα από μέσα και ένα κομψό, κοντό σακάκι. Φυσικά και ζήτησα τη γνώμη της φαρμακόγλωσσας κολλητής μου, η οποία είχε γουρλώσει τα μάτια της σαν το χρυσόψαρο που του τελείωνε δραματικά γρήγορα το οξυγόνο.
«Μου είπες πως θα βάλεις κάτι απλό. Σε ένα μεξικάνικο θα πάτε»
«Ε, απλό είναι» έσκουξε η κοκέτα μέσα μου.
«Ρέα, για όνομα του Θεού! Η φούστα αυτή γυαλίζει και έχει σκίσιμο μέχρι τον γοφό. Δεν πηγαίνεις και στη Μεγάλη Βρετάνια»
Κάπου εκεί, αισθάνθηκα τα έντερα του στομάχου μου να αναμοχλεύονται επικινδύνως. Στην ουσία, έδινα τη δεύτερη ευκαιρία με χριστιανικό σπρώξιμο. Βαθιά μέσα μου, το ένστικτο ψιθύριζε πως διέπραττα το θανάσιμο αμάρτημα του χασίματος του χρόνου. Μόλις ήμουν έτοιμη, κατέβηκα τη φιδογυριστή εσωτερική σκάλα, πέφτοντας επάνω στη στιγμή της επιστροφής της γιαγιάς μου. Φαινόταν ελαφρώς χλωμή και καταβεβλημένη ή τουλάχιστον εγώ την είχα συνηθίσει να πλέει στα πελάγη της δικής της, μοναδικής τελειότητας. Την κοίταξα για μερικά λεπτά, προσπαθώντας να μαντέψω τι ήταν εκείνο που με προβλημάτιζε. Ίσως το βλέμμα της που έκρυβε μία μελαγχολία.
«Για πού το έβαλες;» με ρώτησε με ένα ανεπαίσθητο μειδίαμα.
«Ξέρεις τώρα» πετάχτηκε ο παππούς.
«Αποφάσισα να δώσω μία δεύτερη ευκαιρία στον Ιωσήφ. Υποτίθεται πως θα περνούσε να με πάρει, δεν μένει δα και πολύ μακριά»
«Τελευταία φορά που έδωσες δεύτερη ευκαιρία στις μπάμιες, δεν είχε καλή κατάληξη. Στα ζητήματα καρδιάς, δεν υπάρχει δεύτερη χρήση. Εκείνη ξεκινά τον χορό της, μόλις αισθανθεί τη χημεία. Κάπως έτσι ήταν και με τον παππού σου» πήρε μία βαθιά ανάσα. «Ξέρω πώς πάντοτε με ρωτάς για τα χρόνια πριν τον ξεριζωμό. Και σπάνια σου μιλώ γι' αυτά. Με πονάνε, είχα αγαπήσει αυτά τα μέρη, αν και άλλαξα σπίτια και τόπους αρκετές φορές προτού τελικά να καταλήξουμε στη Σμύρνη»
Ήθελα τόσο πολύ να τη ρωτήσω πώς ήταν.
«Ήταν ένα σταυροδρόμι πολιτισμών και γεύσεων. Σε καμία άλλη πόλη στον κόσμο η Ανατολή και η Δύση δεν συνυπήρχαν με τόσο θεαματικό τρόπο, διατηρώντας την ομορφιά των διαφορετικών τους χαρακτηριστικών και ιδιοτήτων»
«Όμως η συνύπαρξη δεν πήγε καθόλου καλά τελικά» μούγκρισα.
«Μπορεί να μην είναι και απόλυτο αυτό» χαμογέλασε.
«Γιατί αποφάσισες να μου μιλήσεις τώρα για τη Σμύρνη;»
«Γιατί πολύ απλά έχω ακόμη τον χρόνο»
Λένε πως τα πραγματα πρέπει να τα μοιραζόμαστε. Καθώς στη βραση κολλα το σιδερο για να μην την ξεχάσετε, θα ανεβαζω μια φορά την εβδομάδα από κάτι...Την έχω αγαπήσει (ελπίζω και εσείς) και ο αχώνευτος εχθρος της Ρεας υπάρχει πράγματι χαχαχ
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top