Το Γράμμα/ part 4

Όταν μπήκε η τελεία στην ανάγνωση, τα χέρια του Έλι έτρεμαν από συγκίνηση. Αδυνατούσε να πιστέψει πως όλο αυτό το σκηνικό του ταξιδιού, της αναζήτησης της αγάπης και της ισορροπίας, το είχε κατασκευάσει ο Όσκαρ για να τον βοηθήσει. Αυτό το γράμμα, ήταν λύτρωση. Πλέον ήξερε τι έπρεπε να κάνει και θα ξεκινούσε από την μητέρα του. Έχοντας σηκωθεί και κρύβοντας το γράμμα στην τσέπη του παλτό του, άκουσε ένα αβέβαιο χτύπημα στην πόρτα. Στην αρχή παραξενεύτηκε, καθώς ήταν σίγουρος πως οι πιο κοντινοί του γνώριζαν ήδη πως ο Όσκαρ είχε φύγει από την ζωή. Τρεκλίζοντας, κατευθύνθηκε προς τα εκεί και όταν την άνοιξε, σχεδόν δεν πίστευε στα μάτια του. Η γυναίκα του ενός από τους  καλύτερούς του φίλους που σκοτώθηκε ακαριαία, τη στιγμή που το πόδι του κομματιαζόταν, στεκόταν τώρα μπροστά του με ένα μπουκέτο λουλούδια.

«Κρίσταλ;» ψιθύρισε ο Έλι και εκείνη έπεσε στην αγκαλιά του κλαίγοντας. Για λίγο έμειναν σφιχτά αγκαλιασμένοι, σαν να φοβούνταν μήπως συμβεί κάτι κακό αν αφήνονταν. «Μα, πώς με βρήκες; Εγώ...»

«Ήρθα στο σπίτι σου, χτύπησα πολλές φορές, μα κανείς δεν μου άνοιξε. Έπειτα ντράπηκα να σε καλέσω, εσένα απευθείας και έτσι τηλεφώνησα στον αδερφό σου, ο οποίος μου είπε να έρθω εδώ καθώς ήταν βέβαιος πως και εσύ θα είχες έρθει. Ήξερε πόσο αγαπούσες τον παππού σου. Λυπάμαι για την απώλειά του, Έλι. Λυπάμαι επίσης και για το γεγονός πως έριξα και σε εσένα κάποτε, την ευθύνη θανάτου του Μπρους» του είπε και του παρέδωσε τα λουλούδια, εις μνήμην του παππού του. Ο Ελι την προσκάλεσε με χαρά και της ζήτησε να της προσφέρει έστω λίγο καφέ. Μόλις κάθισαν, η Κρίσταλ πήρε το λόγο ξανά «Θέλω να σου ζητήσω ξανά συγγνώμη που σε απέφευγα. Εσύ και ο Μπρους ήσασταν αχώριστοι, είχατε μέχρι και το ίδιο χαμόγελο».

Ο Ελάιζα της έπιασε το χέρι και το χάιδεψε τρυφερά.

«Έχω θελήσει άπειρες φορές να ήμουν στη θέση του. Να πέθαινα εγώ που δεν είχα παιδιά. Κατηγορούσα τον εαυτό μου που γλίτωσε. Πίστευα πως η ζωή δεν μου άξιζε! Όχι όσο οι φίλοι μου είχαν φύγει και είχαν αφήσει πίσω τους οικογένειες και όνειρα. Όσες φορές περνούσα όμορφες στιγμές με τα αδέρφια μου και τον πατέρα μου, διαρκώς σκεφτόμουν πως εκείνοι είχαν χαθεί. Πως δεν θα έβλεπαν τις γυναίκες, και τα παιδιά τους. Πως δεν θα γελούσαν ποτέ ξανά, τη στιγμή που εγώ απολάμβανα όλα αυτά» πρόφερε τραυλίζοντας εξαιτίας της συγκίνησης «Με πονούσε που δεν δεχόσουν έστω να σε δω. Πίστευα πως με μισούσες και πως δεν θα μου συγχωρούσες ποτέ τον χαμό εκείνου. Πως με θεωρούσες υπαίτιο»

Η Κρίσταλ του έκανε σήμα να σωπάσει.

«Μη μιλάς έτσι. Ελάιζα, χαίρομαι απίστευτα που ζεις, που σώθηκες και που βρίσκεσαι στην αγκαλιά της οικογένειάς σου. Μην κατηγορείς τον εαυτό σου άλλο. Είμαι βέβαιη, πως αν μπορούσες να κάνεις κάτι για να τους σώσεις, θα το είχες κάνει και ας έδινες τη ζωή σου. Ήθελα απλώς χρόνο να αναρρώσω και να γιατρέψω την πληγωμένη μου καρδιά, να συνηθίσω το κενό, την απουσία του. Τώρα όμως είμαι καλά και το σπίτι μου θα είναι πάντα ανοιχτό για εσένα. Σε λατρεύω και το ξέρεις. Είσαι ένας υπέροχος φίλος, ένας ήρωας. Αυτό ήρθα να σου πω και να πάρω από επάνω σου το βάρος»

Μπροστά σε αυτή τη δήλωση, ο Ελάιζα την αγκάλιασε πιο σφιχτά από ποτέ.

«Σε ευχαριστώ. Να ξέρεις πως με έκανες πολύ ευτυχισμένο» της εξομολογήθηκε.

«Ο Μπρους θα ήταν περήφανος για σένα και θα σε προσέχει από εκεί ψηλά να είσαι σίγουρος. Καλό βράδυ Έλι μου και να προσέχεις τον εαυτό σου. Αξίζεις πολλά. Αν το θελήσεις ποτέ, θα χαρεί και η μικρή να σε δει»

Όταν έκλεισε πίσω της την πόρτα, ένα τεράστιο χαμόγελο στόλισε το πρόσωπό του, πιο λαμπερό και από τον χειμωνιάτικο ήλιο του Σικάγο. Η ψυχή του ένιωθε ελαφριά σαν πούπουλο, όταν μπήκε στο αυτοκίνητο, με κατεύθυνση την κλινική που βρισκόταν η μητέρα του. Εξαιτίας του, εκείνη είχε καταρρεύσει, μα τώρα πια ήταν έτοιμος να σταθεί στο πλάι της και να τη βοηθήσει. Τα βήματά του ήταν ανυπόμονα, όπως ενός μικρού αγοριού που επιτέλους επιστρέφει στο σπίτι του. Ευτυχώς για εκείνον υπήρχαν ανελκυστήρες, καθώς αν ανέβαινε με τις σκάλες θα ήθελε τουλάχιστον μισή ώρα με σαράντα λεπτά. Μία νοσοκόμα τον συνόδευσε κοιτάζοντάς τον με θαυμασμό και συγκίνηση.

«Είσαι ο στρατιώτης;» τον ρώτησε και για λίγο ο Έλι κοντοστάθηκε.

«Μάλιστα»

«Η μητέρα σου δεν έχει σταματήσει να μιλά για σένα. Ζει με την ελπίδα να σε δει. Θα της προσφέρεις τεράστια χαρά» ψέλλισε η γυναίκα και όταν του άνοιξε την πόρτα με τρόπο, ήρθε αντιμέτωπος με δύο μάτια κουρασμένα, παραιτημένα σχεδόν από τη ζωή, τα οποία αμέσως ζωντάνεψαν στη θέα του.

«Μαμά, γύρισα» ψιθύρισε.

Δυσκολευόταν να το πιστέψει. Δυσκολευόταν να πιστέψει πως είχε μπροστά της το παιδί της μετά από όλον αυτό τον καιρό. Τα ισχνά της χέρια ξεκίνησαν να τρέμουν και ο Ελάιζα πάλεψε όσο περισσότερο μπορούσε, να βαδίσει φυσιολογικά, προτού πέσει στην αγκαλιά της. Εκείνη τον έσφιξε κλαίγοντας, προσπαθώντας να ρουφήξει τη μυρωδιά του, την αίσθησή του κοντά της. Ο Ελάιζα ήταν όλη της η ζωή, ήδη από την πρώτη στιγμή που ήρθε σε αυτόν τον κόσμο. Ο νεαρός έσυρε δίπλα στο κρεβάτι της μία καρέκλα και κάθισε, πάντοτε έχοντας ανάμεσα στα χέρια του τα δικά της.

«Εξαιτίας μου βρίσκεσαι εδώ, έτσι δεν είναι;» την ρώτησε αν και δεν ήταν βέβαιος κατά πόσο ήθελε να ακούσει την απάντηση.

«Εγώ φταίω για όλα, Έλι μου. Έπρεπε να είμαι δυνατή, έπρεπε η καρδιά μου να αντέχει κάθε σας απόφαση, απλά, αυτό δεν το άντεξα. Ήταν σαν να έβλεπα το πιο ζωηρό και πιο χαρούμενο παιδί μου, να στέλνει τον εαυτό του στο θάνατο, έτσι απλά. Κατηγόρησα τους πάντες γι' αυτό. Πως εκείνοι έφταιγαν που εσύ είχες πάρει μία τέτοια απόφαση και πως δεν έκαναν τίποτε για να σε σταματήσουν. Ήταν μία εφιαλτική περίοδος όμως» έκανε μία παύση χαϊδεύοντας το πρόσωπό του «Μην κατηγορείς τον εαυτό σου γι' αυτό» ξεφύσησε.

Ο Έλι κάρφωσε τα σκούρα κυανά του μάτια επάνω της.

«Γνωρίζω την αδυναμία σου σε μένα. Το ένιωθα από πάντα. Ωστόσο, έχεις και άλλους που σε αγαπούν και που σε έχουν ανάγκη εξίσου. Μπορεί εγώ να ήμουν αυτό το ζωηρό και χαρούμενο παιδί, όμως ο Ρις, ο αδερφός μου, είναι τρομερά ευαίσθητος και η απόσυρσή σου του κόστισε. Σε λατρεύει, όπως και ο Μάριο. Στο σπίτι άφησες ένα κενό τεράστιο. Ο μπαμπάς έμεινε μόνος. Πιστεύεις πως τώρα που γνωρίζεις πως είμαι καλά, θα μπορέσεις να κάνεις μία προσπάθεια να επιστρέψεις; Όλα σου τα παιδιά αξίζουν την αγάπη και την προσοχή σου» την ρώτησε και είδε το βλέμμα της να χάνεται εκ νέου. Ήξερε πως μετά την νευρική κατάρρευση, η μητέρα του δεν θα ήταν ποτέ πια η ίδια.

«Θα μου δώσεις λίγο χρόνο» του είπε τελικά, με τα μάτια της καρφωμένα επάνω του. Δεν τον ρώτησε τίποτε για τον πόλεμο, σαν να μην είχε πάει, σαν να μην είχε κάνει ποτέ αυτήν την επιλογή.

«Η ζωή σου; Η...ζωή σας;» διόρθωσε την ερώτηση στο τέλος.

«Χάσαμε τον Όσκαρ» της είπε ο Ελάιζα και εκείνη έβαλε το χέρι της μπροστά από το στόμα.

«Καημένε μου Αλεξάντερ» ψιθύρισε σχεδόν στον εαυτό της.

«Όλοι μας, ωστόσο, είμαστε καλά. Προσπαθούμε. Μάλιστα, εγώ με τον Ρις, γνωρίσαμε δύο κοπέλες» έκανε την αρχή χαμογελώντας.

«Και;» τον ρώτησε με ενθουσιασμό.

«Και είμαστε ευτυχισμένοι μαμά» την αγκάλιασε.

«Τα μωρά μου μεγάλωσαν. Άκου Έλι, πες στον Ρις πως θέλω να τον δω. Αρχικά μόνο του και έπειτα μπορούν να έρθουν και ο μπαμπάς με τον Μάριο. Τους πεθύμησα όλους, μα στον Ρις συγκεκριμένα, χρωστώ μία συγγνώμη» πρόφερε και ο Έλι μέσα του ένιωσε πως είχε πετύχει μία μεγάλη νίκη.

Η οικογένειά του έμοιαζε να σηκώνεται αργά μέσα από τις στάχτες της και να χτίζει από την αρχή όλους αυτούς τους δεσμούς που έχασε, κυρίως με την δική του απόφαση να πάει στο Ιράκ. Όλα έβαιναν καλώς και ο Ελάιζα ήταν αποφασισμένος να κάνει τα πάντα, ώστε να επιστρέψουν, όσο αυτό ήταν εφικτό, στο φυσιολογικό τους. Όταν πια είχε βραδιάσει, ο ίδιος στεκόταν μπροστά από τον ολόσωμο καθρέπτη. Το προσθετικό του μέλος δέσποζε ακουμπισμένο στην πόρτα και ο ίδιος το κοίταξε, με ένα αμυδρό τσίμπημα απογοήτευσης. Γυρνώντας από τον πόλεμο, είχε γίνει ένας άλλος άνδρας. Πάλεψε για να προσαρμοστεί ξανά σε μία φυσιολογική ζωή, όπου δεν καραδοκούσε σε κάθε γωνιά ο κίνδυνος. Πάλεψε να μάθει ξανά πώς να αγαπά και να νοιάζεται βαθιά για έναν άνθρωπο, πετώντας από επάνω του την πέτσα του κτήνους που έμπαινε εμπόδιο στα ανθρώπινα συναισθήματά του. Το κυριότερο όμως ήταν, πως πάλευε καθημερινά να νικήσει τους φόβους του μετατραυματικού στρες και ίσως αυτό να ήταν και το μεγαλύτερο στοίχημα που είχε βάλει με τον εαυτό του. Κοίταξε το ρολόι. Σε δύο ώρες ξεκινούσε η εκδήλωση. Το κινητό του δέσποζε στο κομοδίνο του, όταν το πήρε στα χέρια του και πληκτρολόγησε ένα μήνυμα στη Μόργκαν.

΄΄Καλησπέρα συνταξιδιώτισσα. Ξέρω πως έπρεπε να σε είχα ενημερώσει νωρίτερα, όμως έγιναν πολλά. Πάρα πολλά για να τα αντέξει η ευαίσθητη καρδιά ενός ταπεινού στρατιώτη. Απόψε στο Χίλτον, θα βρισκόμαστε μαζί με τους θείους σου σε μία εκδήλωση των επενδυτών για την ανάληψη του αρχιτεκτονικού έργου. Θα χαιρόμουν να σε έβλεπα΄΄

Το μήνυμα εστάλη και ο Ελάιζα κοιτώντας την οθόνη, ένιωθε πως κάτι ακόμη έλειπε.

΄΄Μου λείπεις΄΄ ήταν η φράση κλειδί που τριγυρνούσε στο μυαλό του αδιάκοπα.

Ετοιμάστηκε άνευρα, φόρεσε το κοστούμι και την γραβάτα του, με το βλέμμα πάντοτε στραμμένο στο κινητό του που άψυχο εξακολουθούσε να βρίσκεται στο ίδιο σημείο. Σκέφτηκε πως ίσως η Μόργκαν το είχε μετανιώσει, ή είχε πληγωθεί από τη στάση του, και τον φόβο να ξεκαθαρίσει τη θέση του. Την ήθελε όσο τίποτε να παρευρεθεί, αλλιώς η σημερινή βραδιά για εκείνον δεν θα είχε κανένα νόημα. Αποκαρδιωμένος, πήρε το κινητό και βγήκε στον χώρο στάθμευσης, για να ξεκινήσει τη διαδρομή του μέχρι το ξενοδοχείο.

Για πολύ κακή του τύχη, οι δημοσιογράφοι είχαν ενημερωθεί για το αποψινό και καρτερούσαν σαν αδηφάγα όρνεα, την εμφάνιση των Κρειν και των Έβανς. Ο Αλεξάντερ υπό άλλες συνθήκες θα ήλπιζε σε μία ανακοίνωση του μικρού του γιού, πως θα στεκόταν τελικά στο πλάι των αδερφών του στην εταιρεία. Σήμερα όμως, του αρκούσε που απλώς θα παρευρισκόταν μαζί με την οικογένειά του και που είχε κάνει το βήμα να ξεπεράσει σε ένα μεγάλο ποσοστό τους φόβους του. Τα ακριβά αυτοκίνητα των Κρειν σταμάτησαν μπροστά από το Χίλτον και τα φλας ξεκίνησαν να πέφτουν βροχή. Στο βάθος καρτερούσαν οι Έβανς, σαν θλιβερές, σπασμένες μαριονέτες, με τους Ντόρις και τον γιο τους Ταγκ. Ο Ελάιζα έψαξε με αγωνία τη Μόργκαν, μα εκείνη δεν βρισκόταν πουθενά. Η Ρεβέκκα φάνηκε μαζί με τον Ρις, καθώς εκείνος της είχε τάξει τον ουρανό με τα άστρα για να την πείσει. Άπαντες την χάζευαν. Έμοιαζε με αμαζόνα, με το υπέροχο, σγουρό, μαύρο της μαλλί να χύνεται στην γυμνή της πλάτη και με την όμορφη τουαλέτα που φορούσε. Στη θέα της, ο Ρις κοκκίνιζε, ενώ το χέρι του έσφιγγε το δικό της σε μία γλυκιά κίνηση κτητικότητας.

Άπαντες πήραν την θέσητους στα τραπέζια και ο Σκοτ έμοιαζε να ψιθυρίζει κάτι σε έναν υπεύθυνο της αίθουσας. Ο Ελάιζα προσπαθούσε να καταπολεμήσει την αμηχανία της πολυκοσμίας,με τις παλάμες του να ιδρώνουν συχνά. Απόψε, είχε πάρει την απόφαση να ανακοινώσει επίσημα την επιστροφή του στην εταιρεία, μα δίχως την παρουσία της Μόργκαν,κάτι τέτοιο έμοιαζε αδύνατο. Στο μικρόφωνο ακουγόταν η στριγκή φωνή του Ταγκ και ο επόμενος θα ήταν ο Ρις από την πλευρά των Κρειν. Ο Ρις ήταν καλός στις ομιλίες. Η φωνή του ήταν ιδανική και ο ίδιος μιλούσε αργά και κατανοητά.Γενικότερα ήταν γεννημένος γι' αυτήν τη θέση, ακόμη και για τα φλας των ενοχλητικών φωτογράφων με τους οποίους ουκ ολίγες φορές είχε έρθει σε σύγκρουση. Ο θάνατος του Όσκαρ σκίαζε τα χαμόγελα της οικογένειας που σε καμιά περίπτωση δεν έφταναν τα μάτια τους. Με το τέλος της ομιλίας του Ταγκ και την σειρά του Ρις, η αρχή έγινε με έναν λόγο προς τιμήν του πολυαγαπημένου τουςπαππού. Ο Ελάιζα ωστόσο, μετρούσε τα λεπτά, με το άγχος του να τον στρυμώχνεισχεδόν στα όρια της κρίσης πανικού. Σκεφτόταν διαρκώς τους πάντες που θα πρόσεχαν το παράξενο βάδισμά του, καθώς και τον εαυτό του εκτεθειμένο μπροστά σε τόσα, αδιάκριτα κυρίως, βλέμματα. Πήρε μία βαθιά ανάσα, όταν είδε τον Ρις να κατεβαίνει και να του κάνει σήμα να πάρει τη θέση του, υπό τον ήχο των ζωηρών χειροκροτημάτων του κόσμου.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top