Το Γράμμα/ part 2

Το ξημέρωμα, μας βρήκε να ετοιμαζόμαστε σιωπηλά, με αποσκευές γεμάτες αναμνήσεις, εμπειρίες και συναισθήματα που οι λέξεις έμοιαζαν φτωχές για να περιγράψουν. Ο Ντούι μας περίμενε για το τελευταίο αντίο και εμείς βρεθήκαμε να απολαμβάνουμε την πρωινή κίνηση του νησιού, κινούμενοι από τον βορρά προς το νότο. Φτάνοντας, στο σημείο που όλα είχαν ξεκινήσει, ο Ελάιζα αγκάλιασε τον Ντούι σφιχτά.

«Το ταξίδι σου, δεν πήγε χαμένο. Ανακάλυψες την αγάπη» του ψιθύρισε και εγώ είδα τον Έλι να κοκκινίζει ολόκληρος. Φτάνοντας σε εμένα, μ' αγκάλιασε επίσης βουρκωμένος, ενώ εγώ από την μεριά μου έδωσα μία υπόσχεση. Πως μία μέρα θα επέστρεφα.

«Όλοι επιστρέφουν, να το ξέρεις. Το Μπαλί έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο να τους καλεί» μου είπε και δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο.

Η πτήση μας ήταν μεγάλη και στην διαδρομή, ο Έλι μου έδειχνε φωτογραφίες κτηρίων που έπρεπε να επισκεφθεί, ώστε να αποφασίσει για την καταλληλότητά τους ως στέγη της κλινικής. Εξάλλου, ήταν η δουλειά του αυτή και αν και δεν βρισκόταν στην εταιρεία, κάτι είχε διδαχτεί. Το ερώτημα ήταν, αν θα συνέχιζα να δουλεύω σε εκείνον ως γραμματέας μετά από όλα όσα είχαν συμβεί.

«Ό,τι επιθυμείς. Ωστόσο, θα μπορούσες παράλληλα να κοιτάζεις και για κάποια δουλειά ως εσωτερική διακοσμήτρια. Η αλήθεια είναι πως η σχέση υπάλληλος- αφεντικό, μου φαίνεται περίεργη μεταξύ μας. Θα μπορούσες να γίνεις συνεργάτης μου και να διακοσμήσεις εσύ την κλινική» πρόφερε και ένα λοξό χαμόγελο δραπέτευσε από τα χείλη μου. Η ιδέα της συνεργασίας φάνταζε καλύτερη.

Όταν πλέον φτάσαμε και πήραμε τα πράγματά μας, βγήκαμε προς την έξοδο για να αντικρίσω τη Ρεβέκκα και τον Ρις. Ήθελα να ουρλιάξω στη θέα της φίλης μου και λίαν συντόμως, βρέθηκα γαντζωμένη σαν σκαθάρι επάνω της. Ο Έλι χαιρέτησε εγκάρδια τον αδερφό του, ο οποίος με πλησίασε με έναν άλλο αέρα, οικειότητας ίσως και με το ένα του χέρι με αγκάλιασε.

«Καλωσήρθατε» μου είπε και πρόσεξε την αμηχανία μεταξύ εμού και του Ελάιζα που κοιταζόμασταν μελαγχολικά.

«Λοιπόν, θα μιλήσουμε υποθέτω» μου είπε και η καρδιά μου ράγισε, όταν τον είδα να απιθώνει ένα φιλί στο μάγουλό μου, με το δικό μου χαμόγελο να μην σκαρφαλώνει ποτέ ως τα μάτια μου.

«Ναι, θα μιλήσουμε» ψέλλισα και το ζευγάρι απέναντί μας, μας κοίταξε με απορία.

Φυσικά, προσπαθώντας να αφήσω στην άκρη το θέμα του Έλι, στρίμωξα στη γωνία τη Ρεβέκκα με εξαντλητικές ερωτήσεις, σχετικά με όλη την έλξη που εμφανώς παρατήρησα να ξετυλίγεται μπροστά μου, ανάμεσα σε εκείνη και τον Ρις. Από την άλλη εκείνος, δεν θα άφηνε τον Ελάιζα τόσο εύκολα.

«Τι ήταν αυτό;» τον ρώτησε σαν να του έριχνε το φταίξιμο.

«Ποιο;» ρώτησε δήθεν εκείνος.

«Σε μένα μην κάνεις δήθεν τον αδαή. Τι ήταν αυτή η χλιαρή και αμήχανη χαιρετούρα με τη Μόργκαν; Τσακωθήκατε;» τον ρώτησε ο Ρις περιμένοντας την απάντησή του.

«Όχι. Απλώς εγώ, ας πούμε δεν της έχω ξεκαθαρίσει τι θέλω» το έβγαλε από μέσα του.

«Ωραία, θα σε βοηθήσω. Την θέλεις;» τον πίεσε.

«Φυσικά» απάντησε δίχως περιστροφές.

«Ποιο είναι το πρόβλημα;»

«Πως δεν ξέρω αν είμαι έτοιμος για σοβαρή δέσμευση. Δεν ξέρω αν ψυχολογικά μπορώ να την υποστηρίξω. Μερικές φορές, ο πανικός με χτυπά δίχως λόγο. Δεν τον ελέγχω και αυτό με καθιστά νευρικό. Φοβάμαι πως αν με βρει κάτι, ίσως κάποια κρίση άσχημη, μπορεί να μου βγει ακόμη και βία. Δύσκολο, καθώς δεν το έπαθα ποτέ ως τώρα, μα όλη αυτή η αβεβαιότητα, με κάνει και αναβάλλω τα σχέδια μου. Ίσως είναι λάθος...» του εκμυστηρεύτηκε.

«Άκουσε Έλι. Είσαι ο αδερφός μου και σ' αγαπώ. Πρέπει κάποια στιγμή, να φύγεις από το παρελθόν. Το Μπαλί σε βοήθησε από όσο βλέπω. Αν μονίμως σπρώχνεις μακριά την ευτυχία, αυτή δεν θα σε φτάσει ποτέ, με αποτέλεσμα η μιζέρια και η δυστυχία, να πυροδοτήσουν το πρόβλημα. Αν δεν επιθυμείς, μην έρθεις στην εταιρεία. Είμαι εγώ διευθυντής και με βοηθά και ο Μάριο. Θέλω για εσένα το καλύτερο και να ακολουθήσεις ό,τι ποθεί η καρδιά σου. Μόνο έτσι θα ξεπεράσεις το πρόβλημα και είμαι ηλίθιος που σε πίεζα τόσο καιρό. Το έκανα όμως από αγάπη» του είπε και ο Ελάιζα τον κοίταξε με μάτια σχεδόν βουρκωμένα.

«Εγώ οφείλω μία συγγνώμη σε εσένα. Μπορεί να μην πήγες στο Ιράκ, μα βιώνεις έμμεσα τα αποτελέσματα του πολέμου. Αναφέρομαι σε εμένα, τη μαμά, την εταιρεία και το βάρος που έπεσε στους ώμους σου. Ξεκουράσου και υπόσχομαι να έρχομαι στην εταιρεία, παράλληλα με την κλινική. Λυπάμαι που δεν σε ρωτούσα συχνά πώς νιώθεις Ρις. Είσαι ένας ευαίσθητος άνδρας, πιο πολύ από εμένα, που από μικρός είχες την αγάπη πλασμένη στο μυαλό σου, με χρώματα φαντασίας. Αυτό δείχνει την ευαισθησία σου. Ο γάμος σου διαλύθηκε και κανείς μας και ποτέ δεν ήταν δίπλα σου. Συγγνώμη αδερφέ...Είμαι ένα εγωιστικό καθίκι» του εξομολογήθηκε και ο Ρις συγκινημένος τον αγκάλιασε σφιχτά.

«Στα πλαίσια της οικογένειας, τίποτε δεν χρεώνεται. Θυσίες γίνονται. Ξέρω πως είστε δίπλα μου και ειλικρινά δεν θα μπορούσα να ευχηθώ για καλύτερους αδερφούς. Πάμε στον παππού; Μας περιμένει» τον ρώτησε και ξεκίνησαν με κατεύθυνση το σπίτι του Όσκαρ.

Η αυλή με τις βουκαμβίλιες τους υποδέχτηκε, μόνο για να δουν την Λίλη, τη γειτόνισσα, να στέκεται αναστατωμένη στα σκαλιά.

«Ρις, Έλι! Καλά που ήρθατε» πρόφερε με αγωνία και τα αγόρια πάγωσαν.

«Τι συνέβη;» την ρώτησε ο Ρις.

«Χτυπώ εδώ και ώρα το κουδούνι και ενώ τα φώτα είναι ανοιχτά και ακούω τη βρύση της κουζίνας να τρέχει, κανείς δεν απαντά» ψέλλισε και ο Ρις την καθησύχασε, βγάζοντας τα κλειδιά που είχε και εκείνος, για να ανοίξει.

Η μπροστινή πόρτα υποχώρησε και οι τρεις τους κατευθύνθηκαν στην κουζίνα φωνάζοντας, όταν αντίκρυσαν ένα σοκαριστικό θέαμα. Ο Όσκαρ κείτονταν στο πάτωμα αναίσθητος, ενώ πλάι στο κεφάλι του είχε σχηματιστεί μία μικρή, ερυθρή λίμνη.

Ο Ελάιζα ένιωσε το σοκ να κατακλύζει το κορμί και την ψυχή του.

«Πάρε τηλέφωνο τον Μάριο! Πες του να έρθει στο νοσοκομείο» του φώναξε ο Ρις, μα αρχικά ο αδερφός του γονάτισε με κόπο μπροστά του και προσπάθησε να καταλάβει αν ο Όσκαρ ήταν ακόμη ζωντανός. Η στάση του σώματός του βέβαια, καθώς και το γεγονός πως ήταν ζεστό και εύκαμπτο, αποτελούσαν στοιχεία αδιάσειστα πως ήταν ακόμη ζωντανός. Η Λίλη ξεκίνησε να κλαίει και ο Ρις μαζί με τον Έλι, τον σήκωσαν, προκειμένου να τον μεταφέρουν στο αυτοκίνητο. Ο πόνος από το διαμελισμένο πόδι, έκανε τον Έλι να μορφάσει, καθώς σήκωνε ένα μεγάλο βάρος και ταυτόχρονα προσπαθούσε να περπατήσει. Ο Μάριο σήκωσε ευθύς το τηλέφωνο και τους πληροφόρησε πως θα ειδοποιούσε και τον πατέρα τους. Λίγη ώρα αργότερα, όλη η οικογένεια Κρέιν, βρισκόταν έξω από το δωμάτιο της εντατικής, απόλυτα σιωπηλή, βυθισμένη στις σκέψεις της. Ήταν ίσως η μοναδική στιγμή, που δεν τους είχε απορροφήσει η πραγματικότητα στα δικά της σχέδια. Τα αγόρια, έβλεπαν τον μεγάλο Κρέιν για πρώτη φορά χλωμό, έτοιμο να ξεσπάσει από στιγμή σε στιγμή.

Ο Αλεξάντερ σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στο τζάμι, από όπου μπορούσε να βλέπει τον πατέρα του. Από ότι τους πληροφόρησαν, προφανώς λιποθύμησε και πέφτοντας χτύπησε το κεφάλι του είτε σε κάποια γωνία της κουζίνας, είτε στο πάτωμα. Όλοι τους γνώριζαν, πως ο επιθετικός καρκίνος κατάτρωγε τα σωθικά του εδώ και πολύ καιρό, προκαλώντας του αφόρητους πόνους. Το τελευταίο μάλιστα διάστημα, τρεφόταν με δυσκολία. Αυτό όμως, δεν τον σταμάτησε, από το να είναι δίπλα στα εγγόνια που τόσο αγαπούσε. Ο Αλεξάντερ ξεφυσώντας, κοίταξε τους τρεις γιούς του που στέκονταν καταβεβλημένοι. Ο Ρις ειδικά έμοιαζε πολύ μεγαλύτερος από την ηλικία του εξαιτίας της κακής ψυχολογίας.

«Κάποτε, όταν ήμουν μικρός, από τη ζωή μου έλειπε εκείνος. Το πρότυπο του πατέρα που τόσο λαχταρούσα. Ο Όσκαρ, ήταν ένας χαρακτήρας δυναμικός και ατίθασος και θεωρώ πως ακόμη και αν φύγει, ο Έλι είναι εκείνος που θα μου τον θυμίζει για πάντα. Δεν στάθηκα σωστός απέναντί σας. Βλέπετε, καθώς ως παιδί ένιωθα ανασφάλεια, εξαιτίας της απουσίας του Όσκαρ και στον πόλεμο, αλλά και πριν από αυτόν στη δουλειά, εισήλθα στην αυτοκρατορία των Κρέιν ως το τελευταίο σταθερό καταφύγιο που με κάθε τρόπο ήθελα να διατηρήσω. Έφτασα όμως στο σημείο να χάσω τον εαυτό μου και εσάς. Στιγμές σας και στιγμές που θα μπορούσαμε να περάσουμε ποιοτικά μαζί. Ρις, στάθηκες κάτι παραπάνω από βράχος για την εταιρεία μας. Μέσα από την προσπάθειά σου όμως, σε είδα να χάνεσαι. Συγγνώμη που δεν υπήρξα για εσένα όσο ανοιχτός έπρεπε, προκειμένου να μου εκμυστηρευτείς όλα όσα σε απασχολούσαν και συγγνώμη που κάποτε σε έκρινα και σου έβαλα τις φωνές. Βλέπεις ο Όσκαρ μου τα πρόλαβε όλα, στριμώχνοντάς με στη γωνία. Όσο για τον γλυκό μου στρατιώτη, νομίζω πως ο μπαμπάς μου έκανε καλή δουλειά» έκανε μία παύση όταν κοίταξε τον Μάριο που παρέμενε σιωπηλός μέχρι εκείνη τη στιγμή.

«Εγώ ήμουν πάντοτε ο ανέμελος της οικογένειας, τουλάχιστον φαινομενικά. Έκανα ταξίδια, ταυτόχρονα με τη δουλειά στην εταιρεία. Αυτό όμως δεν σημαίνει, πως δεν έβλεπα. Ίσα ίσα. Η φυγή μου από την πραγματικότητα, ήταν αυτό που ψυχολογικά με βοηθούσε. Ως το μεσαίο παιδί, θα έλεγα πως υπήρξα γέφυρα τόσο για τα αδέρφια μου, όσο και για τις σχέσεις τις δικές σας μαζί τους. Καθώς ο Ρις και ο Έλι είχαν πολύ χαρακτηριστικές προσωπικότητες, με εμένα να είμαι πάντοτε γελαστός και καλόβολος, υπήρχαν στιγμές που ένιωθα περιττός. Πως δεν είχε σημασία αν ήμουν εδώ, ή στην έρημο της Ιορδανίας. Η μαμά είχε λατρεία στον Έλι, αυτό το γνωρίζουμε όλοι, εσύ προτιμούσες τον Ρις για διευθυντή και έτσι εγώ, ένιωθα πως περίσσευα. Ακόμη και στις γυναίκες, όταν τύχαινε να βγούμε όλοι μαζί, εμένα δεν με πρόσεχε καμία, καθώς εξαιτίας του δυναμικού και χαρωπού μου χαρακτήρα, συνήθως με θεωρούσαν αιθεροβάμων. Ωστόσο, σας αγαπώ όλους και θέλω να το ξέρετε αυτό. Είμαι χαρούμενος που τα αδέρφια μου βρήκαν, όπως καταλαβαίνω, την ευτυχία» τελείωσε και καθώς ήταν στην μέση, ο Ρις και ο Έλι έγειραν επάνω του.

Οι ώρες περνούσαν, όταν ένας ήχος διαπεραστικός από τα μηχανήματα, τους έκανε να τιναχτούν. Οι γιατροί εισέβαλαν στο δωμάτιο του Όσκαρ, μόνο για να διαπιστώσουν το θάνατό του. Το λιπόσαρκο πρόσωπό του όμως, ακόμη και αν εκείνος είχε φύγει, είχε σχηματίσει ένα αμυδρό χαμόγελο. Ο θάνατός του ήταν κάτι αναμενόμενο. Όταν όμως πρόκειται για αγαπημένο πρόσωπο, πάντοτε θα είναι δύσκολο να πεις το τελευταίο αντίο. Το βράδυ ήταν όλοι καλεσμένοι στη δουλειά με τους φρικτούς Έβανς για να κλείσουν συμφωνίες και κανείς τους στην ουσία δεν είχε όρεξη να παρευρεθεί. Ο Όσκαρ όμως δεν θα το ήθελε αυτό. Θα τους συμβούλευε να συνεχίσουν τη ζωή τους και απλά να τον κρατήσουν κοντά στην καρδιά τους, ως μία γλυκιά ανάμνηση υπέροχων οικογενειακών στιγμών που τόσο τους είχαν λείψει.

«Αν δεν επιθυμείτε, το ακυρώνουμε. Είναι δύσκολο για όλους μας» πρόφερε ο Αλεξάντερ.

«Δεν θα αφήσουμε τους Έβανς να χαρούν» ακούστηκε η αποφασιστική φωνή του Μάριο και ο Ρις συμφώνησε, εκτός από τον Ελάιζα που ένιωθε χαμένος και αβοήθητος.

«Έλι; Είσαι εντάξει;» τον ρώτησε ο Ρις, του οποίου τα μάτια είχαν κοκκινίσει.

«Ναι, μην ανησυχείς. Απλώς θα πάω στο σπίτι μου για λίγο να ξεκουραστώ» του είπε.

«Στην απομόνωση;» επέμεινε ο Ρις.

«Είναι καλύτερα έτσι» ψέλλισε αδύναμα και κουτσαίνοντας τώρα, πιο πολύ από ποτέ, τον είδαν να απομακρύνεται σκυφτός.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top